Ιωακείμ Αθ. Παπάγγελου
Στα πλαίσια των εορταστικών εκδηλώσεων για την συμπλήρωση εκατόν ετών από την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, η πόλη φιλοξένησε την εφέστιο εικόνα του Αγίου Όρους την επιλεγομένην «Αξιον εστίν». Η φιλοξενία αυτή πιστεύω ότι ήταν η σημαντικότερη εορταστική εκδήλωση της εκατονταετηρίδος.
Η εικόνα παρέμεινε στον ναό του πολιούχου Αγίου Δημητρίου από τις 13 Οκτωβρίου μέχρι την 1η Νοεμβρίου και την προσκύνησαν πολύ περισσότεροι από 100.000 πιστοί, Έλληνες και Ξένοι.
Η όλη εκδήλωση μου θύμησε τις γιορτές για την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, όταν, στις 15 Αυγούστου του 1261, εισήλθε θριαμβευτικώς στην Πόλη, από την Χρυσή Πύλη, ο Μιχαήλ 8ος ο Παλαιολόγος «ως νέος Κωνσταντίνος», προπορευομένου του παλλαδίου της Πόλεως, της εικόνας της Θεοτόκου Οδηγητρίας.
Έτσι και τώρα, οι Θεσσαλονικείς ανεζήτησαν εικόνα της Παναγίας για να γιορτάσουν· εικόνα της Παναγίας καθαγιασμένη με δάκρυα και προσευχές, με μακροχρόνια ξενύχτια επιστεγασμένα από δάκρυα ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας, εικόνα αρχαία και ιστορική. Αλλά τέτοιες εικόνες δεν έχει πλέον η πόλη τους. Η κάηκαν, η κλάπηκαν, η (φεύ!) μπήκαν στα μουσεία. Προσέφυγαν λοιπόν στο Άγιον Όρος, αρχαία επαρχία της Μητροπόλεώς τους, και εζήτησαν για την περίσταση το παλλάδιον του Όρους, το «Αξιον εστίν». Και οι «φυλάττοντες τον Τόπον» συγκατένευσαν, και μετ᾽ ολίγον η Μητέρα τους η «Καρυώτισσα» εξήλθε στο Κελλάριον, παρά τον πύργον του αίματος, και ανηφόρησε προς τον ναόν του Μεγαλομάρτυρος.
Πλήθος λαού συνόδευε την «Πρωταΐτισσα», κι ανάμεσά τους, στις πρώτες τις σειρές, μπορούσες να ιδής (αν η προσευχή σου υπήρξε βαθειά, κοπιώδης και ένδακρυς, όσο και η γνώση σου) τον Μιχαήλ αγαλλόμενον και ακολουθούμενον από τον Δεσπότη Ανδρόνικο, τον λησμονημένον έσχατο Παλαιολόγο της πόλεως.
Όμως η Χαλκιδική, η μάννα της Θεσσαλονίκης, δικαίως εζήλευσε, και παρεκλήτευσε μερίδα εκ της ευλογίας. Οι δορυφορούντες και φυλάσσοντες, ως τέκνα και αυτοί της Χαλκιδικής, συγκατένευσαν υιϊκώς και προθύμως, προκειμένου οι συμπατριώτες τους και ιδίως οι συμπατριώτισσές τους, να προσκυνήσουν την καλογερομάννα και περιβολάρισσα του Αγίου Όρους. Δυο μέρες έμεινε στον Πολύγυρο η Ελεούσα και μία στην Αρναία. Το πλήθος των προσκυνητών πρωτόγνωρο, η ροή συνεχής, η κατάνυξη βαθυτάτη, η χαρμολύπη για το μικρόν της παραμονής έκδηλη.
Στις 2 Νοεμβρίου ήταν η μέρα η επίσημη του Πολυγύρου, αλλά και όλης της Χαλκιδικής, γιατί ήταν η επέτειος της απελευθερώσεως του τόπου μας από τον αλλόθρησκο κατακτητή. Στον Αϊ-Νικόλα το αδιαχώρητο, με την Γλυκοφιλούσα στην μέση του ναού λουλουδοστολισμένη και πανέμορφη, τον Γέρο-Νικόδημο εν λαμπρότητι στον θρόνο του, γλυκύλαλον και εκδήλως ευτυχή, τους προσκυνούντας σε συνεχή πυκνή σειρά να απολαμβάνουν έκαστος τα αναλογούντα δευτερόλεπτα της προσκυνήσεώς του· δευτερόλεπτα που χωρούσαν μυριάδες παρακλήσεων για μεσιτία στον Θεό της και παιδάκι της, που απέστρεφε το πρόσωπό του απ᾽ τα φιλιά της Μάννας Του για να την αναγκάσει να προσπαθήσει κι άλλο.
Κι αν η προσευχή σου ήταν βαθειά, κοπιώδης και ένδακρυς, όσο και η γνώση σου, θα ᾽βλεπες εκεί στο παραθρόνι τον ελευθερωτή της Χαλκιδικής μας και ημών, τον εγγονό του Θοδωρή, τον Γεώργιο Κολοκοτρώνη, να παρακολουθή εν κατανύξει, σεμνός και μετρημένος, ασκεπής και χωρίς παράσημα, με μια μεγάλη κόκκινη στάμπα στο αμπέχωνό του στη μέση του στήθους. Το πηλίκιό του έμεινε τότε (λίγους μήνες μετά) στην Τζουμαγιά, όπου αντικατέστησε τα παράσημά του με την κόκκινη στάμπα στη θέση τους.
Στο παραθρόνι ο Γεώργιος άκουσε, για δεύτερη φορά, από τον ομώνυμο και ομότεχνο εγγονό του γιατρού, τον Αντώνιο Ιωάννου Παλαμήδη, τον πανηγυρικό της λαμπροφόρου ημέρας. Λόγον γεμάτον ευφροσύνη, μηνύματα, προβλέψεις και συστάσεις. Λόγον αγαθόν, εκφωνηθέντα αψόγως. Λόγον που καθαγιάσθηκε για δεύτερη φορά, εκφωνούμενος όμως τώρα μπροστά στην Μάννα όλων ημών. Η όλη εκδήλωση μου θύμησε την υπογραφή, μπροστά στην ίδια εικόνα το 1913, «του Ιερού Ψηφίσματος» με το οποίο οι Αγιορείτες διεκήρυξαν την Ένωσή τους με την Ελλάδα των ονείρων τους:
Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Η έκτακτος του Αγίου Όρους Ιερά Σύναξις συγκροτουμένη εκ των Καθηγουμένων και Προϊσταμένων των Είκοσι κυριάρχων βασιλικών και πατριαρχικών και σταυροπηγιακών Ιερών Μονών, κανονικώς και νομίμως εκπροσωπούσα την όλην αυτοδιοίκητον μοναχικήν πολιτείαν του Αγίου Όρους, συνελθούσα σήμερον την 3 Οκτωβρίου, ημέραν πέμπτην του σωτηρίου έτους 1913, εν τώ ιερώ ναώ του «Πρωτάτου» εν Καρυαίς, ενώπιον της εφεστίου και θαυματουργού εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου του «Αξιον εστίν», ψηφίζει εν Αγίω Πνεύματι: (…….)
Γ’- Διατάσσει ίνα η δότειρα της ελευθερίας του αγίου Όρους ελληνική σημαία εξακολουθή κυματίζουσα εις το διηνεκές επί πασών των εν αυτώ Ιερών Μονών και των Εξαρτημάτων αυτών ως σύμβολον κυριότητος και προστασίας.
(…….)
Ήρθε η γλυκόπικρη ώρα του χωρισμού. Η Κυρία των Αγγέλων έπρεπε να πάει ν᾽ αναπαυθή στο Περιβόλι της, εν μέσω των εν διαρκεί μετανοία αγγελοσχήμων. Νοερώς την ξεπροβόδησαν όλες οι αρχαίες Παναγίες της Χαλκιδικής:
Πρώτα-πρώτα η Μεγάλη και (φεύ) υφαρπαγείσα των Ρεβενικίων. Η «Αθυτιώτισσα», μαζί με την συγκάτοικό της την εικονισθείσα υπό του Δανιήλ Διονυσιάτου. Η της Ποτιδαίας, εκ του Πλατάνου της Θράκης. Η Κορυφινή των Μουδανίων. Η Νικητιανή η Αϊγιωργήτισσα. Η Μαρμαρινή η Αμιδόκτινος, η και «του Πύργου» λεγομένη. Η Ζωοδόχος Πηγή του Καλαμιτσίου. Η της Σάρτης η εκ της Αφουσίας. Η δέρνουσα των Πυργαδικίων. Η αμφιπρόσωπη των Νέων Ρόδων. Η μαχαιρωμένη των Ραβνών.
Αλλά όπως έβλεπα την σκηνή, (εν σώματι η εν πνεύματι; ουκ οίδα…) μου φάνηκαν πολύ περισσότερες οι Παναγίες. Πλησίασα σιγά την Αϊγιωργήτισσα, που ως συγχωριανός της είχα θάρρος περισσότερο, και ρώτησα. Με κοίταξε με τα τρανά τα μάτια τ᾽ αμυγδαλωτά και μου ᾽πε:
—«Βρέ Γιακείμ, ξεχνάς πόσες καήκαμε το 21; Θαρρείς ότι χαθήκαμε; Όλες είμαστε ᾽δώ. Να η παλιά η Νικητιανή, να η Αϊνικολάτσα, να η Παρθενιώτσα, να η Σκιώτσα, να η Μεταγκιτσινή, να η Ορμυλιώτσα…», και μου τις σύστησε όλες, καμμιά εξηνταριά, πανώριες Παναγιές, αρχαίες. Και κάθε μια που άκουγε τ᾽ όνομά της γυρνούσε, και με αχνό χαμόγελο, χαμόγελο μάννας κι αδελφής, ήταν σαν να μου ᾽λεγε:
—«Αχ βρέ Γιακείμ, μας ξέχασες; Εσύ δεν μίλησες για την “μαρτυρία της σιωπής” όταν μας ζήτησες και δεν μας βρήκες;».
Ψέλισα ένα καλογερικό, «ευλόγησον», και μόλις που πρόλαβα να ιδώ την Πρωταΐτισσα ή Καρυώτισσα ή Ελεούσα, ήγουν το Αξιον εστίν, να περνάει πάνω απ᾽ το παλιό της λημέρι, τον λάκκο του Άδειν, τον μοναδικό λάκκο του κόσμου που έχει όνομα σε απαρέμφατο και, επί πτερύγων ανέμων, να φθάνει στο υπερχιλιετές σπίτι της, το γεραρόν Πρωτάτο…