Η πνευματική δίψα του Ελληνικού λαού για να μάθει και να ζήσει την εν Χριστώ ζωή, το Ευαγγέλιο και την Ελληνορθόδοξο Παράδοση και η συστηματική προσπάθεια, που καταβάλλεται από ξένους και εντοπίους (μερικούς), για να επιβληθεί και στην Ελλάδα και στην Κύπρο το Ευρωπαϊκό και Απωανατολικό πρότυπο ζωής, σκέψεως και παιδείας απασχόλησε τα τελευταία 15-20 χρόνια το Άγιον Όρος.
Καρπός της ανησυχίας και εν Χριστώ αγωνίας των Αγιορειτών για την κατάσταση αυτή είναι το ιεροκοινοτικό κείμενο περί παιδείας, που έχει τίτλο: «Το Άγιον Όρος και η Παιδεία του Γένους μας», που δημοσιεύτηκε το 1984 και είχε βαθειά απήχηση στον Ελληνικό λαό. Επειδή τα ίδια και χειρότερα προβλήματα υπάρχουν στον χώρο της Παιδείας της Ελλάδος και Κύπρου, θα θέλαμε να ξαναδιαβάσουμε περιληπτικά τις κυριότερες θέσεις του κειμένου αυτού, για να θυμηθούμε και να αξιολογήσουμε σωστά ποιοί είμαστε, τι πρέπει να κάνουμε, πως θα ζήσουμε από τώρα και στο εξής, τι θα παραδώσουμε στα παιδιά μας, αν θέλουμε να μείνουμε Έλληνες και Ορθόδοξοι, και γιατί να επιμείνουμε σε αυτά τα δύο πνευματικά μεγέθη.
Στον πρόλογο του κειμένου της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους περί παιδείας διαβάζουμε τα εξής (σελ. 5): «Το Άγιον Όρος συνήθως ομιλεί με την σιωπή του. Υπάρχουν, όμως, περιστάσεις, που η σιωπή του Όρους γίνεται λόγος. Αυτό συμβαίνει, όταν η Αλήθεια της Πίστεως και της Ζωής μας νοθεύεται… Δεν θέλουμε να μιλήσουμε εμείς ούτε να προβάλωμε ατομικές απόψεις. Θέλομε και προσευχόμαστε να μιλήσει το Άγιον Όρος, η Ορθοδοξία. Να μιλήσουν αυστηρά και συγχρόνως φιλάνθρωπα. Όχι, για να καταδικάσουν, αλλά για να ανορθώσουν, να παραμυθήσουν.
Ἡ σιωπή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού γίνεται λόγος, εἶναι ἡ ἐπίσημη γλῶσσα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἦταν ἡ γλῶσσα τοῦ Παραδείσου, τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἁγίων. Αὐτή τήν γλῶσσα μιλᾶ τό Ἅγιον Ὄρος πάντοτε, συνεχίζοντας τήν παράδοση. Καί, ὅταν χρειασθεῖ, τήν κάνει λόγο. Ὅμως, δέν παύει ἀπό τοῦ νά εἶναι ἡ σιωπή χρυσός καί ἡ γλῶσσα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος (Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος)».
Ἄς δοῦμε, λοιπόν, τί ἡ σιωπή λέει (σελ. 7):
«Μήπως ὅλο αὐτό, πού ὀνομάζουμε νεοελληνικό πολιτισμό (ἤθη, ἔθιμα, παιδεία, ἀγωγή…), ἦταν κάτι καλό, εἶχε πράγματι ἀξία, ἀλήθεια καί ἑνότητα, ἀλλά ἦταν γιά μία ἐποχή, πού πέρασε;… Ὁ τεχνικός πολιτισμός, ἡ βιομηχανική ἀνάπτυξη, τά μεγάλα ἀστικά κέντρα, τά μέσα ἐνημερώσεως (τηλεόραση, τύπος), ὁ τουρισμός,… δέν δημιουργοῦν νέες συνθῆκες ζωῆς σέ κλίμακα παγκόσμια»; Καί ἀπαντᾶ (σελ. 8) :
«Ὁ πολιτισμός μας… ἀνέτειλε ἐκ τοῦ «τάφου». Γεννήθηκε καί ἀνδρώθηκε μέσα σέ δυσκολίες. Πολλές δοκιμασίες καταλυτικές, ποικίλων μορφῶν καί εἰδῶν, πέρασαν ἀπό πάνω του, ὅμως δέν ξεριζώνεται εὔκολα, ἀλλά θεριεύει. Πολλές φορές, ὄχι μια, ξενιτευτήκαμε οἱ Ἕλληνες καί δέν χάσαμε τήν πίστη μας καί τόν χαρακτήρα μας, ἀλλά τότε συχνά τά εἴδαμε καλύτερα καί τά ζήσαμε πιό δυνατά».
Καί ἐπανέρχεται στά καυτά ἐρωτήματα : (σελ. 9) «Γιατί στό θέμα τῆς παιδείας νά τά ἔχωμε χαμένα στόν τόπο, πού γεννήθηκε ἡ παιδεία; Γιατί μετά τό 1821 ἀκόμη παραπαίομε»;
Ἀντί ἄλλης ἀναλύσεως ἤ ἀπαντήσεως τό κείμενο ἀναφέρεται στό τί εἶναι τό Ἅγιον Ὄρος. Μᾶς ἀνάγει σέ μιά ἄλλη σφαῖρα ὀπτικῆς γωνίας τῆς αἰωνιότητος.
(Σελ. 10) Στό Ἅγιον Ὄρος «κάθε Μοναστήρι ἕνα ἄλλο μέγεθος, χαρακτήρας, τόπος, ἄλλη ἔκφρασι τῆς ἴδιας πραγματικότητος, τοῦ ἴδιου πνεύματος… Ἡ λειτουργική κοινότης δέχεται τόν καθένα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος χωρᾶ, βρίσκει τήν θέση του.
Ισότης δεν είναι ισοπέδωσι – αυτό είναι καταστροφή, αφύσικη ενέργεια για όλους. Ισότης μέσα στην Εκκλησία είναι το να βρη καθένας τον ρυθμό του. Να χαίρεται την ζωή του. Να βρεί την δόξα στην ταπείνωσι, τον πλούτο στην εκούσια φτώχεια, τον αληθινό, ολόσωμο γάμο με την χάρι του Θεού διά της εν αγνότητι ζωής…
(Σελ. 11) Υπάρχουν οι Σκήτες σαν μοναχικά χωριά… Υπάρχουν τα Κελλιά… Υπάρχουν τα Ησυχαστήρια… Κάθε Σκήτη, Κελλί, Ησυχαστήριο εξαρτάται από μία Μονή. Κάθε Μονή είναι αυτοδιοίκητη. Όμως, υπάρχουν στις Καρυές οι είκοσι αντιπρόσωποι των είκοσι Μονών για τα γενικοτέρας φύσεως προβλήματα…
(Σελ. 12) Όλοι είναι αδελφωμένοι και όλοι ελεύθεροι. Όλοι βρίσκουν τον ρυθμό της ζωής τους, δοξολογούν τον Θεό με όλη την ύπαρξη τους… Όλοι οι άνθρωποι είναι αναπαυμένοι. Όλοι οι χαρακτήρες έχουν βρεί την θέση τους. Όλοι οι λαοί είναι αδελφωμένοι: Έλληνες, Ρώσοι, Σέρβοι, Βούλγαροι είναι αγιορείτες, παιδιά της Παναγίας, αληθινοί αδελφοί εν τω υπερώω Τόπω της θείας Λειτουργίας, στο Περιβόλι της Παναγίας.
(Σελ. 13) Στο Άγιον Όρος σού κάνει εντύπωση η στοργή και η αυστηρότης. (Σελ. 14) Βρίσκεσαι σ’ ένα ελεύθερο και αληθινό πανεπιστήμιο˙ πανεπιστήμιο της ερήμου.
Δεν καλλιεργείς μία ικανότητά σου, ένα τάλαντό σου, μια ορισμένη ώρα της ζωής σου. Αξιοποιείς όλο τον εαυτό σου σ’ όλο τον χρόνο σου. Εξαγιασμός όλων των δυνατοτήτων, που έχει ο άνθρωπος. Χριστοποίησις και λόγωσις όλων των αισθήσεων του ανθρώπου. Να γίνει όλος μία αίσθηση… (Σελ. 15) Νοιώθεις κάτι νέο, ασύλληπτο, απερίγραπτο να σκηνώνει μέσα σου. Αντανακλά γύρω σου. Είναι γεμάτη η ύλη με θεία χάρι…
Σού μαθαίνει να ευγνωμονείς, να αγαπάς τους αδελφούς σου, που είναι κοντά σου. Να βλέπεις τις αρετές τους. Και στο τέλος να ευχαριστείς, να είσαι υπόχρεως πιο πολύ για τις αδυναμίες, που πιθανώς ως άνθρωποι έχουν. Να μη βρίσκης λόγους να τους ευχαριστήσεις, αν κάποτε σε πληγώσουν… (Σελ. 16) Το ίδιο πνεύμα κυκλοφορεί και φανερώνεται παντού. Στην όλη αρχιτεκτονική του Όρους… Στην διοργάνωση του προγράμματος. Στην έκφραση των εικόνων. Στην ποίησι. Στο μέλος. Στην αρχιτεκτονική του λόγου και της ζωής.
Τι αρχιτέκτονες του λόγου είναι αυτοί οι Πατέρες! Τι ζωντανοί άνθρωποι! Πως παίρνουν όλο τον πόνο, τον καρπό, την έκφραση των αρχαίων Ελλήνων και τον αξιοποιούν, ευλογούν, μεταμορφώνουν!
Πως μέσα από τις ακολουθίες, στους κανόνες, στα κείμενα των Πατέρων βρίσκομε όλη την αναζήτηση της ανθρωπότητος δικαιωμένη!…
(Σελ. 18) Και διά των Αγίων Πατέρων είναι όλοι παρόντες. Ακούς την γλώσσα του Ομήρου στους ιαμβικούς κανόνες. Την αττική και την «κοινή» στην υμνολογία και την πατερική θεολογία. Την βυζαντινή σε μεταγενέστερους συγγραφείς. Τη νεώτερη στον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου, που μιλά ελεύθερα και δεν διστάζει να πεί το άρμα του Προφήτη Ηλία «καρότζα», να μεταφράση την επί πίνακι μεταφορά της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου ως μεταφορά μέσα σε «τζανάκι». Και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί δοτικές και απαρέμφατα… (Σελ. 19) Νοιώθεις να λάμπει το ένδυμα του λόγου τους με την ίδια χάρι, που λάμπει η ψυχή τους».
Ύστερα αναφέρεται στις σχέσεις πρωτοτύπου κειμένου και μεταφράσεως, που έκαναν Αγιορείτες. Λέει : (Σελ. 20) «Υπάρχουν μερικές μεταφράσεις, που σε βάζουν σε δίλημμα˙ τι να προτιμήσεις, την μετάφραση ή το κείμενο… Και όλο αυτό, γιατί ο μεταφραστής δεν δουλεύει μηχανικά πάνω σε λέξεις με λεξικά, αλλά πιο πολύ ζη τις ίδιες εκπλήξεις με τον πρώτο δημιουργό, είναι σύγχρονός του, αν και τους χωρίζουν αιώνες, τρέφεται από την ίδια πηγή… Ζητά την «άγνωστον γνώσιν» και κάνει να ακουστούν τα ανήκουστα…
(Σελ. 21) Η ζωή στο Όρος είναι συντροφιά με τους Αγίους, αστείρευτη πηγή εκπλήξεων…
Σελ. 22) Στο Άγιον Όρος «όλα είναι δωρεά της σαρκώσεως του Λόγου, της θεώσεως του προσλήμματος, της Αναστάσεως του Χριστού, της νίκης κατά του θανάτου, της συναναστάσεως διά της αναστάσεως του Χριστού, ολοκλήρου του σύμπαντος.
Επλήρωσε τα σύμπαντα ευωδίας. Τα πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός, γη και τα καταχθόνια. Και διά την υπερέχουσαν φανότητά του αυτό το φως φαίνεται και λέγεται γνόφος, παρά φως. Όσοι όμως πνευματικής ευμοιρήσωσιν χάριτος, όσοι αξιωθούν να γίνουν κοινωνοί της ακτίστου και θεοποιού ενεργείας, μπορούν με τον νού και τις αισθήσεις να βλέπουν τα υπέρ πάντα νούν και αίσθησιν μυστήρια…
(Σελ. 24) Στην θεολογία, πίστι και ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας ο Θεός γνωρίζεται αγνώστως, οράται αοράτως. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ η θυσία του Θεού είναι απρόσιτη, αόρατη, αμέθεκτη ολωσδιόλου από τον άνθρωπο και τις δυνατότητες, που αυτός διαθέτει, όμως οι άκτιστες ενέργειες του Θεού προΐενται, προχέονται και φθάνουν μέχρις ημών ως κάλλος εράσμιον, φως άπλετο, δόξα απόρρητος.
(Σελ. 27) Αυτό το ίδιο φως το άκτιστο, η ευλογία και η χάρις, νοιώθεις να προχωρή σ’ όλο το Άγιον Όρος, σ’ όλο τον λαό μας, τον χώρο της ζωής του και το ήθος του.
Τα ήθη και τα έθιμά μας είναι λειτουργικά. Και η αγωγή, το ήθος, η παιδεία μας είναι της Εκκλησίας.
Μέσα στην Εκκλησία όλα αγιάζονται και ευλογούνται και αποκτούν ένα προσωπικό χαρακτήρα.
(Σελ. 28) Όλα έχουν ένα προσωπικό χαρακτήρα. Δημιουργήθηκαν από πρόσωπο. Σέβονται τον άνθρωπο. Δημιουργούν πρόσωπα.
Ανασταίνουν το ανθρώπινο πρόσωπο. Παίρνει όνομα ο άνθρωπος μέσα στην Εκκλησία… Και από τα υλικά δημιουργήματα προχέεται χάρις προσωπική, ανταύγεια άκτιστη, ανάπαυση και ευλογία, που θεώνει τον άνθρωπο».
Αφού είδαμε τι είναι η ζωή του Αγίου Όρους, τώρα θα δούμε τι είναι για μας τους Έλληνες και γενικά τους Ορθοδόξους η Αγαα-Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι.
(Σελ. 28) «Κέντρο της ζωής μας ο Χριστός. Κέντρο κάθε κοινότητος ο ναός. Κέντρο του Γένους μας ολοκλήρου η Αγια-Σοφιά, η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία… (σελ. 29).
Μπορεί να έπεσε η Πόλις, να ξεσκίστηκαν τα ψηφιδωτά της Μονής της Χώρας, να ατιμάστηκαν τα αγιάσματα, να έγινε τζαμί, μουσείο η Μεγάλη Εκκλησία. Κάτι, όμως, δεν πέφτει, δεν ξεσχίζεται, δεν ατιμάζεται. Η Αγια-Σοφιά λειτουργεί. Η Εκκλησία ζη. Κάθε ξωκκλήσι, κάθε Λειτουργία, κάθε πιστός είναι Αγια-Σοφιά…
Μπαίνοντας στην Αγια-Σοφιά, νοιώθεις σ’ όλη σου την ύπαρξι τι σημαίνει «καινή κτίσις», μένεις ακίνητος… Βλέπεις πως το τεράστιο, το βαρύ, το ασήκωτο μπορεί να υψωθή, να αναληφθή και να γίνή ουρανός, μένοντας ταυτόχρονα γη. Μια ουράνια οπτασία με υλική υπόσταση φωτίζει το είναι σου.
(Σελ. 30) Καταλαβαίνεις γιατί οι αντιπρόσωποι του Βλαδιμήρου της Ρωσίας, όταν μπήκαν μέσα εδώ, έμειναν ενεοί. Δεν μπόρεσαν να επισκεφθούν άλλη χώρα για άλλη θρησκεία, δε χωρούσε καμμιά συζήτηση. Εδώ, είπαν, βρίσκεται ο ουρανός πάνω στη γη.
(Σελ. 31) Ο Λόγος εσαρκώθη. Το δόγμα της Χαλκηδόνος διετυπώθη. Η Αγια-Σοφιά εκτίσθη. Η Λειτουργία της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου ιερουργείται. Αυτός είναι ο άξονας της ιστορίας μας.
Η «κόκκινη Μηλιά» δεν είναι ένας γεωγραφικός τόπος. Η Μεγάλη Ιδέα – σήμερα μπορεί να την ονομάζωμε Κοινή Αγορά – δεν είναι η κατάληψι ενός χώρου, αλλά η άνοδος σε ένα πνευματικό επίπεδο, το να αναχθούμε στο ύψος του ήθους της Αγια-Σοφιάς, στο ύψος της ορθοδόξου Θείας Λειτουργίας…
(Σελ. 32) Κάθε κοινότης με την Θεία Λειτουργία αποκτά τον καθολικό της χαρακτήρα.
Και όλο το Γένος μας είχε και έχει μια οικουμενική αποστολή, να μεταφέρη το μήνυμα της Αναστάσεως του Θεανθρώπου, της αναστάσεως του κάθε ανθρώπου.
Μέσα από τους πειρασμούς αναδύεται άνεσι πνευματική στην προσωπική ζωή. «Έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζόμενος».
(Σελ. 34) Η Ορθοδοξία είναι η Εκκλησία του Σταυρού και της Αναστάσεως. Και το φως αυτό το ανέσπερο, η χαρά η άληκτη, που γεννάται εκ του τάφου, συγκρατεί, συνέχει και καλλύνει τα πάντα μέσα στην Εκκλησία.
(Σελ. 35) Η θεολογία και η ευσέβεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανακεφαλαιώνονται στον χαρακτηρισμό του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ: « Χαρά μου, Χριστός Ανέστη».
Μετά από αυτά ερχόμαστε στην ενσάρκωση της αγωγής και της χάριτος του Αναστημένου Χριστού, που διακρίνεται στα πρόσωπα όλων των Αγίων.
(Σελ. 36) «Μπορούμε, όμως, να τα δούμε χαρακτηριστικά και χειροπιαστά στην μορφή και το έργο του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που γεννιέται πνευματικά στο Άγιον Όρος, παίρνει ευλογία από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κυρ Σωφρόνιο και βγαίνει στο κήρυγμα… Έζησε στο Όρος 17 χρόνια. Ασκήθηκε. Έγινε Αγιορείτης αληθινός. Έμαθε να είναι ταπεινός. Αγιάστηκε. Ήταν καλή φύσι ο ίδιος. Και ανέτειλε από μέσα του αυτό το θαύμα, ο ήλιος, που εφώτισε την υπ’ ουρανόν… Δεν τον εδίδαξε κανείς επί μέρους πράγματα˙ πως να μιλά, πως να γράφει στον κάθε παςά, πως να διοργανώση την παιδεία… (Σελ. 37) Μέσα στην Εκκλησία δεν παίρνεις εξωτερικές μηχανικές εντολές, που σε κάνουν ετεροκίνητο, ούτε αυτοσχεδιάζεις, μεταβάλλοντας σε πειραματόζωα τους ανθρώπους, που ποιμαίνεις. Αλλά, είσαι ελεύθερος, κινείσαι αυθόρμητα και υπακούεις στην μίαν Αλήθεια και ζωή.
Ο Άγιος Κοσμάς «με όλη του την ζωή λέει στους Χριστιανούς : (Σελ. 38) Μη φοβάστε καθόλου. Είμαι μαζί σας. Είμαι ελάχιστος και αδύνατος. Δεν είμαι ικανός, όχι να σας διδάξω, αλλά ούτε να φιλήσω τα ποδάρια σας. Είστε βαπτισμένοι, μυρωμένοι και ο καθένας σας είναι μεγαλύτερος απ’ όλο τον κόσμο.
[irp posts=”396412″ name=”Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου: Γιατί ένα όνομα που μας ανήκει πρέπει να παραχωρηθεί σε ένα άλλο κράτος;””]
Και εγώ σας ομιλώ σαν αδελφός, όχι σαν δάσκαλος. Η δουλειά η εδική μου είναι η εδική σας, είναι της πίστεώς μας, του γένους μας. Δεν ζητώ χρήματα, σκούμπουρο, κουρνιαχτό και αράχνη. Με λέγει ο Χριστός, να ζητήσεις ένα πράγμα, όπου είναι τιμιώτερον από όλον τον κόσμον : να ζητήσεις τους αδελφούς σου και τες αδελφές σου, να δεθήτε με την αγάπην, να σας βάλω εις τον Παράδεισον, να χαίρεσθε πάντοτε… Μη φοβάστε κανένα. Δώστε ο,τι σας ζητούν. Δώστε χαράτσια, χρήματα, πράγματα. Και το κορμί σας ας το καύσουν, ας το τηγανίσουν. Δεν θα δώσετε μόνο την ψυχή σας και τον Χριστό. Απ’ εκεί θα βγούν όλα. Και ανοίξτε σχολεία Ελληνικά. Να βάλετε όλοι σας, για να σπουδάζουν όλα τα παιδιά, χωρίς να πληρώνουν. Να μάθουν τα παιδιά την Ελληνική γλώσσα, για να ξεσκεπάσουν όλα μυστήρια της ζωής και της Εκκλησίας μας, που είναι εκεί κρυμμένα… το σχολείον ανοίγει τες εκκλησίες, το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια…».
(Σελ. 40) Ο Άγιος Κοσμάς «είναι αληθινός επαναστάτης, ανανεωτής των πάντων. Κρίνει τον πλούσιο, που δεν δίνει στον φτωχό. Διοργανώνει δωρεάν παιδεία. Σέβεται την γυναίκα. Βλέπει ότι την καταπιέζουν. Φανερώνεται πραγματικός υπερασπιστής της. Ρίχνει όλους στο φιλότιμο. Είναι ρήτορας, παιδαγωγός, ιεροκήρυκας, γλωσσοπλάστης, ησυχαστής. Είναι θεός κατά χάριν.
(Σελ. 41) Γι’ αυτό και όταν έφτασε η ώρα να τον κρεμάσουν, δεν αντιστάθηκε καθόλου. Ζήτησε ήρεμα να μη του δέσουν τα χέρια… Ο θάνατός του ο μαρτυρικός ήταν μέσα στην πορεία της ζωής του, ήταν ένα κομμάτι του κηρύγματός του, μια επιβεβαίωσι ότι ο θάνατος καταργήθηκε…».
(Σελ. 42) Στη συνέχεια το κείμενο της Ι. Κοινότητος αναφέρεται στον Στρατηγό Μακρυγιάννη, «που πήρε σωστή αγωγή από την «ματοκυλισμένη πατρίδα» του και την θρησκεία του. Μιλά στον «αι-Γιάννη» σαν τον καλύτερό του φίλο. Και ο Αι-Γιάννης τον βοηθά και προχωρεί στην ζωή του. Και αγωνίζεται και νικά…
(Σελ. 43) Μέσα από τα Απομνημονεύματά του φαίνεται ένας γνήσιος πιστός με ξεκάθαρα ορθόδοξα φρονήματα, που ξέρει τι πιστεύει και ζητά από τον βασιλέα να βοηθήση τον λαό τούτον να δοξάση τον Θεό του ορθοδόξως και Ανατολικώς…
(Σελ. 44) Στα «οράματα και θαύματα» λέει τα εξής ο Μακρυγιάννης για την Ορθοδοξία : «Το φως της Ορθοδοξίας αρκετά φέγγει συγκολλημένο εις τον σταυρόν, καρφωμένο, ματοκυλισμένο˙ όστις έχει πίστη, από τον γκρεμνόν σώζει˙ όστις πίστη δεν έχει, τσακίζεται και συντρίβεται διά πάντα».
Τώρα το ιεροκοινοτικό κείμενο, αφού αναφέρθηκε στο Άγιον Όρος, στην Αγια-Σοφιά, στον αγ. Κοσμά τον Αιτωλό, στον Στρατηγό Μακρυγιάννη και στην Ελληνορθόδοξη Παιδεία, που εκπροσωπούν, έρχεται στη σύγχρονη πραγματικότητα :
(Σελ. 44) «Τι σχέση έχουν όλα αυτά με κείνα, που μας μαθαίνουν στο σχολείο «αρχή και τέλος»; Τι σχέση έχουν οι διοργανωτές της Παιδείας μας με τους γενάρχες του Νέου Ελληνισμού;
Θαυμάζουμε τον πατρο-Κοσμά και λογοκρίνουμε την διδασκαλία του˙ δεν τον αφήνουμε να πη στα παιδιά την αλήθεια.
Επαινούμε τον Μακρυγιάννη και περιφρονούμε την καρδιά της ζωής του, βγάζοντάς τον τρελλό και θρησκόληπτο.
Τι σχέση έχει ο ανδρισμός και η χάρι των Αγίων και των παλλικαριών της παραδόσεώς μας με το ήθος αυτών, που κάνουν διακηρύξεις για νέα ζωή στα παιδιά»;
Και ερωτά το κείμενο τους αναγνώστες : (Σελ. 46) «Γιατί να μην ανάψουμε τη λαμπάδα της ζωής του παιδιού απ’ εδώ; Να δώσουμε σ’ όλα τα παιδιά τη δυνατότητα, πλησιάζοντας τους πυρφόρους και θεοφόρους τούτους ανθρώπους, τους Αγίους μας, να γίνουν κι αυτά άνθρωποι ζωντανοί, αυθόρμητοι, φοβεροί τοις υπεναντίοις, ατρόμητοι σε κάθε κίνδυνο, σε κάθε απειλή˙ φοβεροί στον ίδιο τον θάνατο;
Τι θα έκανε ο Αγ. Κοσμάς, ο θεμελιωτής της Νεοελληνικής Παιδείας, αν ζούσε σήμερα»; Το κείμενο λέει :
(Σελ. 48) Είναι σαφέστατη η τοποθέτηση του Αγίου Κοσμά. Αν ζούσε εν σαρκί σήμερα, ήρεμα και ασυζήτητα, χωρίς να χαρίζεται σε κανένα, ούτε να χρονοτριβή, θα έκλεινε τα υπάρχοντα σχολεία. Θα άνοιγε άλλα. Είναι ειδωλοκλάστης αναντιμετώπιστος. Και φίλος του ανθρώπου. Ανασταίνει την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, στον λαό…
(Σελ. 49) Μετά απ’ όλα αυτά μας ρωτούν : Είστε υπέρ της δημοτικής ή υπέρ της καθαρευούσης;
Δεν είμαστε ούτε υπέρ της καθαρευούσης, ούτε υπέρ της δημοτικής. Είμαστε κατά του ψέμματος και του εμπαιγμού… Έπρεπε, μόλις η δημοτική έγινε επίσημη γλώσσα του κράτους, να αυξηθεί η διδασκαλία των αρχαίων Ελληνικών, για να βρεθεί μια ισορροπία.
(Σελ. 50) Αλλά, φέρεται ως επιχείρημα ότι η απλοποίηση γίνεται, για να μη κουράζωνται τα παιδιά. Γι’ αυτό καταργείται η διδασκαλία της γλώσσας των πατέρων μας. Γι’ αυτό καταργούνται οι τόνοι.
Και ποιος μας είπε ότι δεν θέλει ή δεν πρέπει το παιδί να κουράζεται;
Πρέπει αυτός, που δίδει την αγωγή και προσφέρει παιδεία, να ξέρη ποιος κόπος θα ξεκουράση τον μαθητή και ποια ξεκούραση θα τον φέρει σε αδιέξοδο και ναυτία… Ποιος μας έδωσε το δικαίωμα, από που το πήραμε, να καταδικάζουμε διά μιάς σ’ αυτή την ζοφερή αμάθεια όλα τα παιδιά της Ελλάδος; …
(Σελ. 52) Ποιος μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να μείνουν «αγράμματα» σαν τον Μακρυγιάννη, να μάθουν, να πάρουν την χάρι του λαού του Θεού και τότε να γίνουν, οι αγράμματοι, οι καλύτεροι πεζογράφοι μας;
(Σελ. 53) Αλλά, εμείς ούτε με την απλήν καθαρεύουσαν, ούτε με την δημοτική, φαίνεται οδηγήσαμε τα παιδιά σ’ αυτήν την πηγή, σ’ αυτή την αίσθηση, που χάρισε και χαρίζει πάντοτε η Ορθόδοξη Εκκλησία, που μιλά από την ημέρα της Πεντηκοστής όλες τις γλώσσες και μετά δίδει το ένα Πνεύμα.
Καταδικάζουμε τον νέο άνθρωπο στην φυλακή. Και του δίνουμε τη δυνατότητα να κάνει διαβήματα, συνδικαλισμούς και συλλαλητήρια. Να έχη αιτήματα διαμορφώσεως του κλειστού χώρου και όσο πετυχαίνει στους στόχους του, τόσο πιο πολύ βυθίζεται σε αδιέξοδο.
(Σελ. 54) Θέλουμε την ελευθερία, που αρμόζει στην φύσι μας. Σεβασμό σ’ αυτό που είμαστε ως άνθρωποι. Και μετά όλα τα άλλα… Η λογική τούτου του κόσμου μόνη της είναι φέρετρο. Τι να την κάνω την επιτυχία, που δεν νικά τον θάνατο; Ας έλθουν όλες οι αποτυχίες αρκεί να νικηθεί ο θάνατος και να πλημμυρίσει αιωνιότητα από τώρα η ζωή μου η αποτυχημένη.
(Σελ. 58) Ακούμε να μιλάνε σήμερα για κουλτούρα, επαναστατικά κινήματα, διανόησι και προοδευτικότητα… Μέσα από την ορθόδοξη ησυχία και την ζύμωσι του νέου κρασιού, που σχίζει τα παλιά ασκιά, όλα αυτά δεν φαίνονται φοβερά για την τόλμη τους, αλλά ανεπαρκή για την ευτέλειά τους… Ο άνθρωπος δεν χωρά εδώ. Όλη η κτίση, η ιστορία, ο κόσμος, η κουλτούρα, η πρόοδος, η επανάστασι – αν θέλετε και η θεολογία και η αρετή – όταν ξεκινούν και τελειώνουν εδώ, είναι φενάκη και όπιο για τον άνθρωπο και τον λαό του Θεού… Μέσα στην Εκκλησία, όμως, συμβαίνουν τα εξής :
(Σελ. 59) Με την πράξι και την ενέργεια φτάνομε εκεί, όπου όλα γίνονται μόνα τους, ακόπως, «αυτομάτως».
Και αφαιρείται το αυτεξούσιον από του ανθρώπου. Και οδηγείται ο άνθρωπος από το μήτε αρξάμενον μήτε παυσόμενον Πνεύμα. Και γίνεται κατά χάριν άναρχος και ατελεύτητος. Έγινε ένα με τον Θεό. Και είναι πάντα όσα ο Θεός, χωρίς της κατ’ ουσίαν ταυτότητος – χωρίς να είναι κατά την ουσία Θεός – (άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής).
(Σελ. 65) Η Εκκλησία ούτε αφήνει τον άνθρωπο άθικτο, κολακεύοντας τα πάθη του, ούτε τον εκνευρίζει άσκοπα με στείρες εντολές, που αποβλέπουν σε εφήμερες επιτυχίες και καταστρέφουν την φύσι του. Γνωρίζει τις αδυναμίες και την αρρώστεια του ανθρώπου. Ξέρει ότι ο άρρωστος έχει ανάγκη φροντίδος και όχι επιτιμίου. Επεμβαίνει διακριτικά και σωτήρια, ακόμη και όταν η επέμβαση είναι φοβερά επώδυνη…
(Σελ. 66) Δεν είναι η Εκκλησία αυτή, που νομίζουμε. Δεν είναι αυτή, που χτυπάμε, αυτή που βαλθήκαμε να καταστρέψουμε. Δεν έχει σχέση η Ορθοδοξία με «μεσαιωνισμούς», «μυστικισμούς», «κληρικαλισμούς», «σχολαστικισμούς», που ακούμε. Τόσοι δυτικοθρεμμένοι νομίζουν ότι σε Δύση και Ανατολή όλοι οι όροι έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Και προσπαθούν να μας ελευθερώσουν από αρρώστειες, που δεν περάσαμε. Και μας αρρωσταίνουν με τις θεραπείες τους. Και μας περιπλέκουν με τις λύσεις τους.
(Σελ. 68) Γνωρίζοντας την Ορθοδοξία, αυτή που είναι, ισορροπούμε… Το να γίνουμε ορθόδοξοι, δεν σημαίνει κάπου να κλειστούμε, αλλά κάπου να αναχθούμε : Να βγούμε στο ύψος του σταυρού της αγάπης…
Αν αυτοί, που προηγήθηκαν ημών και έζησαν και τάφηκαν σε τούτα τα χώματα, αυτοσχεδίαζαν, κάνοντας το κέφι τους, τότε θα μπορούσαμε και μείς να συνεχίσωμε, αυτοσχεδιάζοντας…
(Σελ. 69) Τώρα δεν είναι έτσι. Τώρα βρισκόμαστε εν τόπω και χρόνω αγίω. Δεν μπορούμε να είμαστε επιπόλαιοι. Δεν ανήκουμε στον εαυτό μας. Ανήκομε σ’ αυτούς, που μας γέννησαν και σ’ όλο τον κόσμο. Είμαστε χρεωμένοι με πνευματική κληρονομιά. Δεν μας σώζει καμμιά δικαιολογία. Και όλα να τα πετάξωμε από το σχολειό, τα αρχαία, τα νέα, τα ιερά και τα όσια, δεν μπορούμε να δικαιολογηθούμε σε κανένα, να απαλλαγούμε, ούτε να ξεχάσουμε το χρέος μας…
Θέλουμε μεταρρύθμισι των πάντων. (Σελ. 72) Και αυτή η μεταρρύθμισι μπορεί να γίνει με το να μη κάνουμε καμμιά μεταρρύθμισι, αλλά να ζήσωμε αυτό, που έχουμε. Να γίνωμε αυτό, που είμαστε, (που πρέπει να είμαστε). Να συνειδητοποιήσωμε αυτό, που μας κληροδοτήθηκε και υπάρχει μέσα μας…».
Ποια είναι η σημασία της Ελληνορθοδόξου Παιδείας για την εποχή μας; Το ιεροκοινοτικό κείμενο σημειώνει : (Σελ. 73) «Προχώρησε η Δύση στην φιλοσοφία της. Προώδευσε στην γραμμή : η γνώσι για την γνώσι. Έφτιαξε τον τεχνικό πολιτισμό, την πιο πεποικιλμένη φυλακή για τον άνθρωπο.
Και επαναστατεί σήμερα η νέα γενιά. Αντιδρά ο πιο ζωντανός κόσμος στη Δύσι. Λέει όχι στον πολιτισμό του. Ζητούν κάτι άλλο, πιο σημαντικό, πιο μυστηριακό, που να αφορά και να σέβεται τον όλο άνθρωπο. Πάνε πέρα – δώθε.
Φτάνουν μέχρι την Άπω Ανατολή, ζητώντας ψυχοσωματική ισορροπία. Πέφτουν οι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι θύματα στα χέρια των μάγων της Ανατολής, που τους εκμεταλλεύονται και τους υπόσχονται παραδείσους. Και είναι όλα αυτά τα συστήματα και οι θεωρίες, από ψυχολογικές υποβολές, μέχρι αγυρτίες και δαιμονισμοί, και έρχονται οι γκουρού και δάσκαλοι των συστημάτων στη Δύσι. Κερδίζουν έδαφος στις ψυχές των νέων…
Τι συμβαίνει σ’ αυτούς; (Σελ. 74) Μπορώ να αναπνέω, αν θέλω, από το περιεχόμενο μιάς φιάλης υγραερίου. Δεν μπορώ, όμως, να επιζήσω, αναπνέοντας αυτό το αέριο. Τα σπλάχνα μου είναι πλασμένα για τον ατμοσφαιρικό αέρα. Δεν μπορώ να αλλάξω την φύσι τους. Και τα σπλάχνα του όλου ανθρώπου είναι φτειαγμένα, για να αναπνέουν μέσα στον χώρο, το κλίμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και μέσα στην ευρυχωρία της Εκκλησίας μπορεί ο άνθρωπος να πραγματοποιήση τον εαυτό του. Να φτάσει στην θέωση.
Για το πιο μεγάλο πρόβλημα, για το πιο τελευταίο, επείγον και σε παγκόσμια κλίμακα απλωμένο, το θέμα της ανησυχίας της νέας γενιάς, η ικανή να βοηθήσει δωρεάν όλον τον κόσμο, αποτελεσματικά και βέβαια, είναι η Ορθόδοξος Εκκλησία.
Η ιστορία, η εξέλιξι οδηγεί στην Ορθοδοξία.
Και αν έρχωνται σήμερα στο Όρος νέοι άνθρωποι απ’ όλη την Ελλάδα και αν καταφθάνουν απ’ όλο τον κόσμο, είτε για να γίνουν μοναχοί, είτε για να βαπτισθούν στο φως της χάριτος, δεν το κάνουν, επειδή κάποιος εξωτερικά τους ωθεί, αλλά επειδή μια προσωπική δίψα τους έλκει. «Από την Ευρώπη γυρίσαμε πεινασμένοι», έγραφε ο Σεφέρης. Πάλι τα παιδιά της Ευρώπης και όλου του κόσμου μένουν πεινασμένα. Και δικαιολογημένα αντιδρούν και θα αντιδρούν εν όσω πάνε να τα ταΐσουν με ψευδαισθήσεις και όπια τεχνητών παραδείσων.
Και δικαιώνεται η ορθόδοξη πίστη και Εκκλησία».
Και τελειώνει το ιεροκοινοτικό κείμενο με τα εξής : (Σελ. 76) «Αγαπητοί εν Χριστω αδελφοί. Όντας έξω από τον κόσμο, βρισκόμαστε κάπως στην καρδιά του κόσμου. Όντας μακρυά από τον κόσμο, δεχόμαστε τους ανθρώπους απ’όλο τον κόσμο, που έρχονται να ανοίξουν την καρδιά τους, το άγνωστο βάθος τους, σε κάποιον που ζεί στην έρημο και προσπαθεί να ανήκη μόνο στον Θεό και σε όλους τους αγνώστους αδελφούς του…
Στο Άγιον Όρος με ένα ιδιαίτερο τρόπο ζούν οι παλιοί Άγιοι και ακούγεται ο πόνος και ο κλαυθμός της ανθρωπότητος…
Σαν Αγιορείτες πιστεύουμε ότι δεν εξορκίζεται ο δαιμονισμός με δαιμονισμό. Η βία αντιμετωπίζεται με γαλήνη. Οι πάντες θα παλέψουν με το ασθενές, με το Αρνίον «το εστώς ως εσφαγμένον από καταβολής κόσμου» και θα τους νικήσει το Αρνίον… (Σελ. 78)
Η Ορθόδοξη Εκκλησία και αγωγή έδωσε την δύναμη στον Άγιο Κοσμά και βλάστησε από τον τάφο του, το σκαμνί του, αυτό το πολύκλωνο δέντρο, που τρέφει τον λαό. Η ίδια Ορθόδοξη Εκκλησία έμαθε στον Μακρυγιάννη να προσεύχεται, όπως προσευχόταν, να απαντά και να αντιμετωπίζει τον Ντερνύ και τον Μπραΐμη, όπως τους αντιμετώπισε με τον λόγο του, τη χάρι του και την ζωή του…
(Σελ. 79) Ας δώσωμε την δυνατότητα στα παιδιά να γνωρίσουν τους Πατέρες της Εκκλησίας, τους μεγάλους οικουμενικούς διδασκάλους…
Ας τα αφήσωμε να ανάψουν την λαμπάδα του είναι τους προσωπικά από το φως της Αναστάσεως του Κυρίου. Αν αυτό συμβή, τότε καμμία απειλή δε θα μπορή να σβήση το φως και την φλόγα της ζωής αυτής. Κάθε θύελλα, δοκιμασία, θα κάνη το φως αυτό να λάμπη τηλαυγέστερα και να φωτίζη την υπ’ ουρανόν.
Θα μπορούν έτσι όλα τα παιδιά να ζήσουν, να χαρούν την ζωή τους εν Χριστώ Ιησού, εν παντί καιρώ και τόπω. Και ο δικός μας ο καιρός, ο δύσκολος και ζοφερός˙ και ο δικός μας τόπος, ο μικρός και καθαγιασμένος, θα αναδειχθή πάλι πηγή ζωής και φάους για τους πολλούς
«Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον Αναστάντα εκ νεκρών».