ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ-Μονοξυλίτης ο περικλεέστατος. Όχι μονάχα της Μονής Διονυσίου μα ολόκληρου του Αγίου Όρους. Ένα μετόχι μακριά από κοσμικότητες και δημόσιες σχέσεις, που ασχολείται εδώ και χίλια τόσα χρόνια με την παραδοσιακή καλλιέργεια του αμπελιού και της ελιάς. Περίφημο το κόκκινο κρασί του, με ονομασία προέλευσης: Μονοξυλίτης. Παρασκευάζεται στα πατητήρια του μετοχιού με τη σωστή και σταθερή ανάμιξη των ποικιλιών φωκιανό, λημνιό, ξυνόμαυρο Νάουσας και καπερνέ σαβινιόν και ωριμάζει σε μεγάλα δρύινα βαρέλια.
………Είναι ένα μετόχι άγνωστο για όσους θεωρούν το Όρος της μόδας, απόμακρο, έξω από τα γνωστά μονοπάτια που οδηγούνε σε στέκια και περάσματα για τους επιτήδειους των καιρών, απλό, απλούστατο, χωρίς σαχνισιά και δίχως αιωρούμενους πάνω από τη θάλασσα εξώστες. Ο αρσανάς του ποτέ δεν υποδέχτηκε μπαταριές λογής προσκυνητών και άλλων αδιάντροπων μυστήριων.
………Αγνοημένο από τα επιστημονικά πονήματα και τις ερευνητικές μελέτες μεσαιωνολόγων και νεότερων ιστορικών, ακαταχώρητο στους τουριστικούς οδηγούς, κλεισμένο μέσα στο πράσινο και σπαργανωμένο από τα πλούτη της φύσης, αναπαυόμενο σε ουρανομήκη τεριρέμ μελίρρυτων ψαλτάδων και καλλικέλαδων πουλιών. Η ταπεινή μας ορθοδοξία – υπάρχει ευτυχώς και τέτοια – σε όλο της το μεγαλείο.
………Τα οικήματα του μετοχιού απέχουν από τον αρσανά γύρω στα 40 λεπτά οδοιπορία. Βλέπουν κατά τη μεριά του γαρμπή και στεγάζουν τους κοιτώνες των πατέρων, ξενώνα, εργατόσπιτα, αποθήκες, ελαιοτριβείο και την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου που αύριο έχει την τιμητική της.
………Μόλις φτάσαμε, βγήκαμε στον εξώστη και καθίσαμε στην απλωταριά. Μπροστά μας οι καμπάνες ένα μπουκέτο. Μικρές, λίγο μεγαλύτερες, με τα γλωσσίδια τους να αιωρούνται ανεπαίσθητα, παρ’ όλη τη βαρύτητά τους, σε ετοιμότητα αναμονής. Έχει τέτοια ησυχία ο τόπος που ακόμα και ίχνη από το αιθέριο ντιγκ ντιγκ νταγκ τους για να σημάνουν τη Θεία Λειτουργία ή τον Εσπερινό, θα φτάσουν ψηλά πέρα μέχρι τις κορυφές στους γύρω λόφους, θ’ αντιβουίσουν και θα κατηφορίσουν από τη λαγκαδιά ίσαμε τη θάλασσα, ν’ αγκαλιαστούνε σφικτά με το μουρμουρητό του κύματος κι ύστερα να σκορπίσουν, να χαθούν μεσοπέλαγα στο γαλανό τους ταξίδι προς τη Σιθωνία.
………Εκπληκτικό το θέαμα του κόσμου ολόκληρου από εκεί επάνω. Ίσαμε πέρα στον Όλυμπο, όπου αντικατοπτρίζεται η Θεσσαλονίκη. Αναπαύει την ψυχή και γλυκαίνει το πνεύμα. Και πάνω στην ώρα έρχεται ο αρχοντάρης, για να γλυκάνει και την ύλη, μ’ ένα δίσκο κεράσματα• τον καφέ, το ρακί και το λουκούμι για τα καλωσορίσματα. Τέλειο συνταίριασμα. Από τις σπάνιες φορές που η σάρκα και το πνεύμα μονιασμένα τρέφονται με την ίδια ευφροσύνη από το κάλος της Δημιουργίας. Να γιατί η Ορθοδοξία επιβλήθηκε ως η θρησκεία της χαράς. Γιατί εμπνέει τον άνθρωπο να χαίρεται τα μικρά με τη συμμετοχή του πνεύματος που απαιτούν τα μέγιστα. Και συνάμα τον προτρέπει ν’ απολαμβάνει τα μεγάλα με την ταπεινοσύνη που επαρκεί για τα ελάχιστα.
………Στα πόδια μας ένα σωρό γατιά μάς κοίταζαν στα μάτια περιμένοντας να τα γλυκάνουμε κι αυτά με μια καλή κουβέντα.
………Την επόμενη, στις 5 το πρωί με τη δικιά μας ώρα, σήμανε ο παπά Σάββας με το σφυρί το μικρό σιδερένιο σήμαντρο για τον πανηγυρικό όρθρο της πρωτοχρονιάς. Εορτάζει η εκκλησία του μετοχιού, ο Άγιος Βασίλειος, ένας μικρός ναός όσο το σαλόνι του σπιτιού μας και ούτε.
………Τα χοντρά βιβλία με τα μεγάλα περίκομψα βυζαντινά γράμματα και τα κόκκινα κεφαλαία στην αρχή, με τα βαριά δεσίματα και φορτωμένα απομεινάρια από σταξιές κεριών, παραταγμένα στο αναλόγιο, στο ψαλτήρι, στο περβάζι του παράθυρου, στα ράφια πάνω από τα στασίδια• το ωρολόγιο, τα μηνιαία, το ψαλτήριο, η παρακλητική, το τριώδιο, όλα στη σειρά μας περιμένουν.
………Τρεμάμενο φως διαχέουν οι καντήλες. Το λαδάκι τους φεγγοβολάει στην ψυχή μας το φέγγος των αγίων με το αράγιστο χαμόγελο. Φως όμορφο, γλυκό, διακριτικό. Το παρατηρείς, το χαίρεσαι, αφήνεσαι στο τέλος. Περνάει αυτό από τις χαραμάδες της καρδιάς, ανταμώνει την ψυχή, τη χαϊδεύει, την παρηγορεί όπως εκείνο του φεγγαριού και των αστεριών ή το άλλο του ανοιχτοχέρη ήλιου την ώρα της δύσης, όταν, αραγμένος σε κάποιο ξέφωτο του Χολομόντα από τη μεριά του Παλαιόκαστρου, σου επιτρέπει να τον κοιτάξεις κατάματα κρατώντας στο πλάι τρυφερά την καλή σου.
………Απέναντί μου ο χορός των πατέρων. Το βλέμμα μου σκαλώνει στα πρόσωπα τους δοκιμάζοντας ν’ ανιχνεύσει τα χαρακτηριστικά τους την ώρα της προσευχής. Στιγμές στιγμές έχω την αίσθηση πως τα βλέμματα διασταυρώνονται, θαρρείς κι αυτοί έχουν την ίδια περιέργεια μαζί μου. Μα πόσο αφελής είμαι! Είναι δυνατόν εκείνες τις μέγιστες στιγμές ν’ ασχολούνται με μένα; Τα πάντα γύρω τους πλανόνται άυλα, διάφανα, αδιάφορα. Απόμακρα και ασαφή. Ακίνητοι κοιτάζουνε δίχως να βλέπουν, διότι ο νους “ανωθρώσκων” αποδυναμώνει και καταλύει τις αισθήσεις. Μονάχα ο αντίχειρας της αριστεράς κινείται περιοδικά μετρώντας στο κομποσκοίνι κόμπους της νοεράς προσευχής. «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
………Λειτουργηθήκαμε κατανυκτικά. Οι μελίρρυτοι ψαλμοί καταβροχθίζουν τη νύχτα και τη λιγοστεύουν ευοίωνα.
………Κάποια στιγμή ένας πατέρας έφερε και απόθεσε ένα πιατάκι με κόλλυβα μπροστά στο τέμπλο. Ένας άλλος δεν σταμάτησε να φροντίζει την ίσκα μέσα στα καντήλια• να ‘ναι στη σωστή θέση, να φωτίζουν με τον πρέποντα τρόπο τις εικόνες. Κάθε λίγο και λιγάκι με μια μικρή λαβίδα συμμάζευε τα καμένα φυτίλια στα κεριά, τ’ άναβε, τα έσβηνε. Μπορεί όλα αυτά να μοιάζουν ελάχιστα μπροστά στη μεγαλοπρέπεια του καθολικού της μονής αλλά το τυπικό τηρείται με την ίδια βυζαντινή σχολαστικότητα και με την αυστηρή διονυσιάτικη παράδοση.
………Το τέμπλο του μικρού ναού δεν είναι ξυλόγλυπτο μα έχει ζωγραφιστεί με λαϊκότροπες εικόνες αγίων της μονής – Νήφωνος, Διονυσίου, Δομετίου – στο κάτω του μέρος. Λιτό ανάθημα ευσέβειας, με την απλότητά του καταυγάζει την ουσία μιας τέχνης ευλαβούς, αποτέλεσμα πνευματικής ενατένισης και πίστης. Η αιώνια παρακαταθήκη του Μονοξυλίτη.
………Την ώρα που οι πατέρες προσκυνούσαν τις εικόνες κατά σειρά τάξης και πρεσβείων και λίγο πριν το «δι’ ευχών» του παπά Σάββα, η νύχτα είχε πια καταποντιστεί μεσοπέλαγα. Το φως της ημέρας τρύπωσε από το παραθύρι της εκκλησιάς και πλημμύρισε το χώρο. Ο ξωμάχος παπάς της ταλαιπωρίας και του μόχθου με το θυμιατό σκόρπισε για τελευταία φορά στην εκκλησία άγριους υάκινθους. Ο χώρος λαμποκοπούσε ανέσπερο φως.
………Πάνω που έσκυβα για να πάρω αντίδωρο, το μάτι μου σκάλωσε στα κουρασμένα παπούτσια του, που ξεχώριζαν ελάχιστα κάτω από τα άμφια. Ήταν τα ίδια, τα φαγωμένα απ’ τις πορείες στα χωράφια και τα χώματα. Αυτά που από αύριο θα πατούν πάλι το συμπλέκτη του ελκυστήρα για να φρεζάρει τα λιοτόπια και να ρίξει λίπασμα στους αμπελώνες.
………Προτού ανέβω επάνω για την τράπεζα, άνοιξα την πόρτα της αυλής. Μπροστά μου έφεγγε το ανοιχτόκαρδο πρόσωπο του Μονοξυλίτη, χαρούμενο στο πρωτοχρονιάτικό του ξύπνημα. Απ’ το βάθος της ρεματιάς έφτανε ελάχιστος ψίθυρος από το κελάηδισμα των τρεχούμενων νερών σαν ένας ύμνος στη μετάνοια.
Στην τράπεζα κάτσαμε έντεκα χαρούμενοι συνπανηγυριώτες. Ρουφήξαμε την ψαρόσουπα, φάγαμε ζυμωτό ψωμί και απολαύσαμε μπρούσικο μονοξυλίτη. Για επιδόρπιο γευτήκαμε τα πεντανόστιμα κόλλυβα.
………14 Ιανουαρίου 2011. Η δεύτερη πρωτοχρονιά μου ασυζητητί καλύτερη από την πρώτη, την ανόητη, που την περάσαμε πριν από δεκατρείς μέρες παρακολουθώντας στην τηλεόραση ανούσια διαγγέλματα πολιτικών, συζητώντας για μια ακόμη φορά τα αδιέξοδα της οικονομικής κρίσης, πίνοντας ουίσκι, μασουλώντας ξηρούς καρπούς, χαρτοπαίζοντας εικοσιμία και κάνοντας στουκ στην ανία μας.
Σίμος Οφλίδης