Σεβασμιώτατε, αγαπητοί μου πατέρες και αγαπητοί μου αδελφοί του Μετοχίου αυτού της Ιεράς Μονής Γρηγορίου, αλλά και όσοι στο μνημόσυνο αυτό παρευρίσκεσθε για να τιμήσετε τον μακαριστό Γέροντα Γεώργιο. Ο αγαπητός μου Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου, Γέροντας Χριστοφόρος, με παρεκάλεσε και μου έκανε την ιδιαίτερη τιμή να με προσκαλέση στην ετήσιο Παννυχίδα του Γέροντος, ο οποίος «εν ουρανίοις θαλάμοις» περιπατών τώρα, είναι πλέον Πατήρ όλων μας. Ανήκει στην χορεία των Πατέρων του Αγίου Όρους, στην χορεία των Πατέρων, όπως είπε ο Σεβασμιώτατος. Είναι Πατήρ της Εκκλησίας.
Ευχαριστώ τον Σεβασμιώτατο και για την υποδοχή, για την αγάπη, για την εμπιστοσύνη που μας έχει και γι’ αυτή την συγκινητική συμμετοχή εδώ στο μνημόσυνο. Ασφαλώς η παρουσία του και τα εμπνευσμένα πάντοτε αυθόρμητα λόγια του μας χαροποιούν και μας ενισχύουν. Και επικαλούμαστε την ευλογία του για την ανάπαυσι της ψυχής του μακαριστού Γέροντος.
Σεβασμιώτατε, σήμερα τελούμε το ετήσιο μνημόσυνο του Γέροντος. Και, όπως λέμε στο Άγιον Όρος, αυτό το μνημόσυνο ονομάζεται Παννυχίδα. Παναγιορειτική συνήθεια είναι αυτή η Παννυχίδα, και τελείται επισήμως στα σαράντα και στο έτος για κάθε κεκοιμημένο μοναχό, αλλά και ανεπισήμως κάθε Σάββατο στο Κοιμητήριο για όλους τους πατέρας και για όλους τους Χριστιανούς. Είναι ωραιοτάτη ακολουθία, πολύ παρηγορητική και με επουράνια μηνύματα, σύνοψις της οποίας ήταν τα τροπάρια που ψάλαμε, τα Ευλογητάρια και το «Μετά πνευμάτων…».
Δεν θα ήταν υπερβολή, αδελφοί μου, να πούμε ότι ο μακαριστός Γέροντας ήταν «ο ποιμήν ο καλός» για όλους μας, εντός και εκτός του Αγίου Όρους, και «πάντες εις αυτόν, ως εις αρχέτυπον εικόνα βλέπουσι, και τα παρ’ αυτού λεγόμενα και πραττόμενα, ως όρον και νόμον λογίζονται», όπως μας λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος (Λόγ. ΛΑ’, Προς Ποιμένα, κγ’). Ήταν και ποιμήν και κυβερνήτης και διδάσκαλος και ιατρός, ώστε εμείς οι νοσούντες, οι άρρωστοι, και μόνον να τον βλέπαμε χαιρόμασταν. Και ίσως και τίποτε να μή μας πρόσφερε, μόνον η θέα του, μόνον το πρόσωπό του, μας αρκούσε. Δεν λεγόταν ποιμήν, αλλά το αποδείκνυε. Και πως; Δι’ αγάπης. Δι’ αγάπην ο Κύριος εσταύρωται, λέγει η Γραφή (πρβλ. Ιω. ιε’ 13). Αλλά όχι μόνο με την αγάπη, αλλά και με την νουθεσία, με τον λόγο, με την συγγραφή, με το παράδειγμα, την ταπείνωσι, την απάθεια, με την στρατηγική του, που εγνώριζε πολύ καλά την θέσι και την τάξι του καθενός, με το να προηγήται ο έτερος.
Τόσους μοναχούς έκανε, και πόσοι από αυτούς υπηρετούν με θυσία όχι μόνον το Άγιον Όρος αλλά και τις ανάγκες της Εκκλησίας! Και όπως, κατά θείαν συγκυρίαν, κατά την διάκρισι του Γέροντος, όπως είπε και ο Σεβασμιώτατος, και αυτό το Μετόχι έτσι λειτούργησε έδω. «Μή μακαρίσης», λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «αυτούς που προσφέρουν χρήματα, αλλά εκείνους που αφιερώνουν στον Χριστό λογικά πρόβατα» ( ενθ’ ανωτ., …).
Ο λόγος του ήταν Χριστοκεντρικός, όπως γράφει στον Πρόλογο της νέας εκδόσεώς του το Μοναστήρι. Βοηθούσε τον ακροατή να αγαπήση τον Χριστό, να επιθυμήση την άσκησι και να θυσιάση τον εγωισμό του, να δείξη αγάπη, να κάνη το θέλημα του Θεού, να ενωθή με τον Θεό. Δεν έπαυε να τονίζη την αλήθεια ότι σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι η θέωσις. Με αφορμή τα εορτολογικά γεγονότα σχολίαζε πάντοτε τις εορτές στο Μοναστήρι και άλλου. Ο Γέροντας αγαπούσε επίσης απεριόριστα την Παναγία. Αυτό ζωγραφίζεται έντονα στις ομιλίες του. Τόνιζε ιδιαίτερα τον ρόλο της Παναγίας μας, της Υπεραγίας Θεοτόκου, στην Ενανθρώπησι του Χριστού, στην σωτηρία μας, στην άσκησι της κατά Χριστόν ζωής.
Όμως δεν πετούσε, όπως λέμε, στα σύννεφα. Όταν ωμιλούσε, είχε συναίσθησι και των προβλημάτων των ανθρώπων. Αναφερόταν σ’ αυτά με σκοπό να βρουν οι άνθρωποι παρηγορία, να στηριχθούν στην πίστι και να τα αντιμετωπίσουν με προοπτική την σωτηρία. Στις ομιλίες του δεν ξεχνούσε τους προσκυνητάς που ήσαν παρόντες και τον άκουγαν στο Μοναστήρι ή κατά καιρούς επισκέπτονταν τα Μετόχια. Ο λόγος του απέβλεπε και στην δική τους ωφέλεια.
Προ παντός ο Γέροντας μιμούμενος τους Πατέρας, «την ακεραία πίστι και τα ευσεβή δόγματα» άφησε «πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα, κληρονομία στα τέκνα του, ώστε όχι μόνο τα τέκνα του αλλά και τους εγγόνους του να οδηγήση στον Κύριο διά της οδού της Ορθοδοξίας», όπως ακριβώς λέγει πάλι ο άγιος Ιωάννης, ο αγαπητός μας συγγραφέας της Κλίμακος (ενθ ανωτ., >ζ’). Και το δείχνουν αυτό οι «τελευταίες υποθήκες» του Γέροντος που περιέχονται στο περιοδικό της Μονής «Όσιος Γρηγόριος», όταν τις άφηνε σαν παρακαταθήκη στην Αδελφότητα. Άφησε την αγάπη εις αλλήλους, την αποδοχή του ενός απο τον άλλο, το ασκητικό φρόνημα το αγιορειτικό και την συγχωρητικότητα μεταξύ μας, που την ένιωθε και την θεωρούσε προϋπόθεσι ενώσεως με τον Θεό. «Δεν τα έχεις καλά με τον άλλο; Δεν θα δης Θεό». Αλλά, κυρίως, άφησε παρακαταθήκη, όπως είπαμε, την ακεραία πίστι και την ενότητα.
Δρυς, λοιπόν, της Ορθοδοξίας, μπορεί να χαρακτηρισθή ο Γέροντας, στον ίσκιο της οποίας πολλοί αναπαύθηκαν και ξεκουράστηκαν, οι απανταχού της Οικουμένης Ορθόδοξοι, και όχι μόνον. «Πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. δ΄ 14), από την οποία όποιος έπινε ξεδιψούσε και, όπως η Σαμαρείτις, δεν διψούσε πλέον. Ρους αρωματοφόρος ήταν ο νους του, και είλκυε με την ευωδία του τους πλησιάζοντας, όχι μόνον διότι ευωδίαζαν τα λόγια του που ήσαν γλυκύτερα και από το μέλι, αλλά και διότι η προσφορά τους ήταν ευγενής και θεραπευτική. Δεν ωνείδιζε ούτε επενέβαινε βία, αλλά νουθετούσε. Εφήρμοζε το του αγίου Χρυσοστόμου που έλεγε: «Πρόσελθε εκείνω (τω σφάλλοντι και αμαρτάνοντι) και ειπέ μικρόν εγκώμιον του αδελφού, από των άλλων ων έχει πλεονεκτημάτων αυτό συν- τιθείς… ανάμιξον εγκώμιον τοίς ελέγχοις» (Εις την Α΄ Κορινθ. PG 61, 379). Διότι κάτι καλό θα έχη, δεν μπορεί να είναι όλα κακά στον άλλον. «Ανάμιξον εγκώμιον τοίς ελέγχοις», να αναμειγνύης το εγκώμιο με τους ελέγχους. Έτσι και ο έλεγχος του Γέροντα γινόναν ευπρόσδεκτος με το εγκώμιο, αλλά αυτό δεν τους έκανε να επαναπαύωνται, διότι έβλεπαν τα δικά τους σφάλματα.
Όλοι πήραμε ευλογία από τα χέρια του, όλοι καθήσαμε στα πόδια του να ακούσωμε ψυχωφελή, όλοι δοκιμάσαμε τον γλυκύ και στερρό άρτο της διδασκαλίας του, όλοι σκύψαμε και ήπιαμε από τα καθαρά νάματα της πίστεώς μας, επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί, μοναχές, λαϊκοί, πιστοί, ουδέτεροι, ετερόδοξοι, ετερόθρησκοι, και οι πάντες στο Όρος, κοινοβιάτες, σκητιώτες, κελλιώτες, ερημίτες, όλοι απολάμβαναν της αγάπης του καλού του λόγου και της ακριβείας του, όλο το Αγιώνυμον Όρος, και ιδιαίτερα τα διοικητικά του όργανα, δηλαδή η Ιερά Κοινότης, οι μεγάλες Συνάξεις των ηγουμένων και των αντιπροσώπων. Όλοι αυτοί απήλαυσαν από τον λόγο του και το παράδειγμά του.
Εμείς (κάνω μία παρένθεσι) που ήμασταν μικρότεροι και τον είχαμε δάσκαλο στο Πανεπιστήμιο, τον ακούγαμε και εκεί. Το γραφείο του στο Πανεπιστήμιο ήταν πάντα ανοικτό για μας. Και φυσικά μερικοί από μας με τον Γέροντα Αιμιλιανό πήγαμε στο Άγιον Όρος. Πήγαμε, αλλά μέσα μας ήταν σαν να τον περιμέναμε στο Άγιον Όρος. Και όταν ήταν στο μοναστήρι του Αρμά, όταν πρωτοπήγε εκεί στον Δεσπότη Νικόλαο – είχε γίνει Ιερομόναχος και ανέλαβαν εκείνο το μοναστήρι με μερικούς μοναχούς- τον επισκέφθηκε ο Γέροντας ο δικός μας το 1974 και τον ρώτησε ο Γέροντας Γεώργιος: “Τί να κάνω Γέροντα; Πολλά προβλήματα έχει η Εκκλησία εδώ. Να πάμε στο Άγιον Όρος;”. Του απήντησε ο Γέροντας Αιμιλιανός: “Έχετε κάποια δυσκολία;”. Του λέει: “Όχι”. “Έ, τότε, ας το αφήσωμε λίγο”. Αλλά μετά προέκυψε δυσκολία. Ήταν τότε μία περίοδος δύσκολη, ας την πούμε έτσι, και ταραχώδης. Και ήρθαν στο Άγιον Όρος -οι παλαιότεροι πατέρες οι Γρηγοριάτες τα θυμούνται αυτά- και εμείς τους φιλοξενήσαμε και τους κάναμε τυπικά μοναχούς της Σιμωνόπετρας για δεκατρείς ημέρες. Είκοσι Ιουλίου με το νέο ήρθαν στο Άγιον Όρος, είκοσι Ιουλίου με το παλιό πήγαν στην Μονή Γρηγορίου. Έ, τότε ήταν μεγάλη η χαρά μας. Ξαναθυμηθήκαμε όλα τα παλιά μας και όλη αυτή την διαδρομή που είχαμε κάνει στο Πανεπιστήμιο, που τον είχαμε τότε και σαν δάσκαλό μας αλλά και σαν ένα φίλο μας, ο οποίος μας φρόντιζε και πνευματικά και πρακτικά.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Προικοννήσου κ. Ιωσήφ είπε στο σαρανταήμερο μνημόσυνο, το περασμένο έτος δηλαδή, ότι το Άγιον Όρος βρήκε στο πρόσωπο του Γέροντα μία μεγάλη Οικουμενική προσωπικότητα, η οποία ελάμπρυνε το αθωνικό όνομα. Έξ άλλου ο Οικουμενικός Πατριάρχης μας αλλά και η Ιερά Κοινότης του εξέφρασαν την ευαρέσκειά τους για την προσφορά του στην Εκκλησία και την αθωνική πολιτεία. Και διετράνωσε η Ι. Κοινότης την «ιστορικήν συμβολήν» του Γέροντος «εις την γενομένην ανανέωσιν του καθ’ ημάς αγιορειτικού μοναχισμού», ως Πατρός της Ι. Μονής Γρηγορίου, «ομού μετά της πολυτίμου συμμετοχής και συνεισφοράς εις τα κοινά του Ιερού ημών Τόπου, τον οποίον εγκαρδίως ηγαπήσατε» -πολύ αγαπούσε ο Γέροντας την Παναγία και το Άγιον Όρος- «και επαξίως μετά πιστότητος πολλάκις εξεπροσωπήσατε εις αναληφθείσας αποστολάς της Ιεράς ημών Κοινότητος». Είχαμε την ευλογία σε πολλές επιτροπές να συμμετέχουμε, να πάμε μαζί, να μιλάμε, να κουβεντιάζουμε, να αναφερόμαστε στα διάφορα προβλήματα. «Η όλη πορεία», γράφει η Ι. Κοινότης, «της πολυετούς και ευκάρπου Υμών Καθηγουμενίας, στοιχούσα εις το παράδειγμα αειμνήστων προκατόχων Υμών, απέδειξεν έτι άπαξ ότι έργον των υπευθύνων εκκλησιαστικών προσώπων είναι η φιλόθεος διακονία, εν πνεύματι πραότητος και αγάπης, με αίσθησιν πατρικής ευθύνης, με υπομονήν και καρτερίαν εις τας ποικίλας δοκιμασίας».
Θα σας παρουσιάσω λοιπόν, μια και πολλά γράφτηκαν για τον Γέροντα, αφιερώματα, περιοδικά επιμνημόσυνα, φιλολογικά και θεολογικά, για να προσφέρω, ας μου επιτραπή να το πω, κάτι φρέσκο -παλιό μέν αλλά φρέσκο, γιατί τώρα πρώτη φορά λέγεται- μία ανθολογία των παρεμβάσεών του, ιδιαίτερα στις Συνάξεις του Αγίου Όρους, που καταδεικνύουν την συμμετοχή και συνεισφορά του Γέροντος Γεωργίου στα κοινά του Αγίου Όρους.
Ήταν Μάρτιος του 1976 (10-3-1976), και έπρεπε τότε να ληφθούν κάποια μέτρα, επειδή επισκεπτόταν πολύς κόσμος το Άγιον Όρος και αναπτύχθηκε ένα ραγδαίο τουριστικό ρεύμα, το οποίο πήγαινε να αλλοιώση το Άγιον Όρος. Η παρέμβασις του Γέροντος ήταν καίρια, για να προστατευθή το Άγιον Όρος. Διαβάζω, τι είπε τότε: «Σήμερα, πατέρες μου, ο κατ’ εξοχήν πλούτος του Αγίου Όρους είναι ο ησυχαστικός και άγιος αυτού χαρακτήρας. Εις περίπτωσιν δε κατά την οποίαν θα αφεθούν ελεύθεραι αι Μοναί ως προς την διάνοιξιν των δρόμων και τον τουρισμόν, δεν είναι δυνατόν να εμποδίση κανείς κανένα να προεκτείνη τας οδούς μέχρι της ερήμου του Αγίου Όρους, με αποτέλεσμα την καταστροφήν και αλλοίωσιν του πνευματικού χαρακτήρος του Ιερού ημών Τόπου». Την ίδια ευαισθησία -τα θυμάμαι αυτά, όπως τα ζούσαμε τότε- είχε ο Γέροντας για την προστασία του περιβάλλοντος, για τα δάση μας, που είναι ένας άλλος πλούτος, πλούτος ζωτικός αλλά και πλούτος ησυχίας. Και η συμμετοχή του και εκεί ήταν άμεση, για να κρατήσουμε ακριβώς το μέτρο σ’ όλη αυτή την εισβολή του πολιτισμού στο Άγιον Όρος.
Αυτή λοιπόν ήταν, όπως θα λέγαμε, μία εποχή δύσκολη και για μας τότε, γιατί πρώτοι-πρώτοι πηγαίναμε στο Άγιον Όρος. Μας είπε μάλιστα ένας διοικητής του Αγίου Όρους -εμείς ήμασταν πολύ νεαροί, 20-22 χρονών- “Μα ποιοί είστε εσείς που ήλθατε να διοικήσετε το Άγιον Όρος;”. “Εμείς”, είπαμε, “ακολουθούμε τους Γεροντάδες μας”. “Μα”, λέει, “εσείς δεν ξέρετε ούτε τους διαδρόμους των Μονών σας. Πως είναι δυνατόν;”. Είπαμε: “Θα τους μάθουμε, γιατί έχουμε και αγάπη για το Άγιον Όρος και ενθουσιασμό”. Και φυσικά έτσι ακριβώς συνέβη με την βοήθεια των Γερόντων μας, και εν προκειμένω και με την βοήθεια του Γέροντος Γεωργίου.
Είχαμε και τότε πολλά προβλήματα και έπρεπε να τα αντιμετωπίσουμε ένα-ένα. Και χρειαζόμασταν πάντοτε, όταν είχαμε μεγάλα προβλήματα, και την παρουσία του Πατριαρχείου στο Άγιον Όρος. Και έτσι συνεδριάζαμε από κοινού και συζητούσαμε τα θέματά μας. Θα σας πώ τι έλεγε ο Γέροντας Γεώργιος παρουσία της Εξαρχίας σε μία περίπτωσι για τα αγιορειτικά ζητήματα. Πόσο ήταν προσηλωμένος στο Άγιον Όρος, αλλά και με τι σεβασμό μιλούσε για την Εκκλησία! Ήταν τότε πρόεδρος της Εξαρχίας ο Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Μάξιμος (28-9-1979). Είπε ο Γέροντας: «Σεβασμιώτατοι, η στάσις της σεβαστής Πατριαρχικής Εξαρχίας για την επίλυσι των αγιορειτικών ζητημάτων μας αναπαύει, διότι βλέπουμε ότι χαρακτηρίζεται από αγάπη προς το Άγιον Όρος και ειλικρίνεια. Αυτή η ειλικρίνεια μας επιτρέπει να μιλήσουμε και εμείς ειλικρινώς».
Όπως είπαμε, το εγκώμιο με τον έλεγχο. Τα θέματα που τότε μας απασχολούσαν ήταν τα θέματα των ετεροδόξων, οι συνομιλίες με τους ετεροδόξους. Τότε η Σιμωνόπετρα είχε δεχθή ετεροδόξους, όπως τον π. Πλακίδα, ο οποίος εζήτησε να τον βαπτίσωμε, και είχαμε κάποια προβλήματα. «Το υπό συζήτησιν θέμα», συνεχίζει ο Γέροντας Γεώργιος, «των βαπτίσεων και χειροτονιών των ετεροδόξων σχετίζεται με το γενικώτερο ζήτημα της τηρουμένης σήμερα γραμμής, διά τας οποίας το Άγιον Όρος και εσχάτως εξέφρασε τας ανησυχίας του διά γράμματος προς το σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Ανησυχούμε, όταν αυτές οι σχέσεις παρεκκλίνουν της παραδεδομένης Ορθοδόξου εκκλησιολογίας, καθ’ ην την μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν αποτελεί μόνον η Ορθοδοξία και ουχί οι άλλες ομολογίες. Εκδεχόμενοι την εκκλησιολογίαν ταύτην, δεν δυνάμεθα να δεχώμεθα στην Ορθοδοξία τους προσερχομένους, ει μή μόνον διά Βαπτίσματος και κατ’ οικονομίαν διά Χρίσματος». Διότι, όπως είπαμε, ο Γέροντας ήταν άνθρωπος του μέτρου. Στο Όρος βεβαίως είναι το Βάπτισμα, αλλά εκτός, όταν έχουμε να αντιμετωπίσωμε περισσότερα προβλήματα, λέγει, «κατ’ οικονομίαν διά Χρίσματος»· πάντως διά μυστηριακής πράξεως. «Ούτε πάλι δυνάμεθα να δεχώμεθα τας χειροτονίας ως εγκύρους και να μή τους χειροτονώμεν προσερχομένους εις την Ορθοδοξίαν, διότι τούτο σημαίνει ότι τους αναγνωρίζομεν ως έχοντας αποστολικήν διαδοχήν, όπερ σημαίνει αποστολικήν αλήθειαν, ορθοδοξίαν και αποστολικήν Χάριν». Διότι έτσι σημαίνει «ότι παραιτούμεθα της αξιώσεως ότι είμεθα η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, και ότι πρέπει να αποκαταστήσωμεν πλήρη μυστηριακήν κοινωνίαν μετ’ αυτών».
Επίσης ο Γέροντας, επειδή ήταν ευρείας παιδείας άνθρωπος, ήθελε την προβολή του Αγίου Όρους και μέσα από δράσεις και εκδόσεις πνευματικές. Γι’ αυτό και συμμετείχε έντονα στην έκδοσι ενός αγιορειτικού περιοδικού, και συνήθως στην έκδοσι του περιοδικού υπό τον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη «Αθωνικοί Διάλογοι», που την εποχή εκείνη άφησε μία καλή μαρτυρία, αλλά και τώρα, αν διαβάσετε, θα δήτε πόση ωφέλεια θα πάρετε από τα τεύχη αυτού του περιοδικού. Εμείς αυτούς τους ανθρώπους που δούλεψαν πάνω σ’ αυτά τα θέματα τους γνωρίσαμε από κοντά και βλέπαμε και την αγάπη τους προς την Παράδοσι αλλά και την αγάπη τους στον λαό, που ήθελαν να τον τρέφουν με τα νάματα της Ορθοδοξίας και της αγιότητος.
Φυσικά ο Γέροντας πάντοτε εμπιστευόταν στην Εκκλησία. Τότε (29-9-1979) περνούσαμε μία δυσκολία με την Ιερά Μονή Δοχειαρίου, που και αυτή χειμαζόταν από λειψανδρία. Όταν πήγαμε στο Άγιον Όρος υπήρχαν δέκα ιδιόρρυθμα μοναστήρια. Μετά έγιναν όλα Κοινόβια. «Νομίζω», λέγει ο Γέροντας, «Σεβασμιώτατοι, ότι ειναι ευλογία Θεού η παρουσία σας εδώ για την συζήτησι αυτού του σημαντικού θέματος της Ι. Μονής Δοχειαρίου, και ασφαλώς πιστεύομεν ότι εσείς με την εγνωσμένην εμπειρίαν θα οδηγήσετε το όλον θέμα σε μία ευλογημένη διευθέτησι. Οφείλομε να ομολογήσωμε εν πάση ειλικρινεία, ότι και εμείς αυτή την στιγμή έχομε τας σκέψεις μας και απόψεις μας για την λύσι του ζητήματος. Αλλά θα ήτο εύχης έργον, εάν απαξάπαντες παραιτηθώμεν προς στιγμήν» -να δήτε πώς προέτασσε το κοινόν συμφέρον έναντι του ατομικού- «των προσωπικών επιθυμιών και σχεδίων, και ζητήσωμε την βοήθειαν του Θεού διά την δεδικαιωμένην λύσιν διά την Μονήν αυτήν». «Εγώ προσωπικώς», έλεγε ο Γέροντας, «τρέφω πολλήν αγάπην και συμπάθειαν προς τους εν τη Μονή ασκουμένους Γέροντας μοναχούς, οίτινες από νεαράς ηλικίας ήλθον ενταύθα και κατηνάλωσαν εαυτούς υπέρ της Μονής. Πρέπει να βοηθήσωμε να επιλυθή το θέμα, ίνα μή τα πράγματα αργότερα γίνουν χειρότερα». Η συμβολή του Γέροντα στην ειρηνική διευθέτησι του ζητήματος και στην αποφυγή διενέξεων και συγκρούσεων υπήρξε καθοριστική.
[irp posts=”396790″ name=” Το πνευματικό και ποιμαντικό έργο του Γέρ. Γεωργίου Καψάνη” (ΒΙΝΤΕΟ)”]
Εν συνεχεία, για το θέμα της αρπαγής της περιουσίας των εν Ελλάδι Ιερών Μονών το 1987 από το κράτος, η αντίδρασις του Γέροντα ήτο σθεναρή και ασυμβίβαστη. Χαρακτηριστικά το Πρακτικό σημειώνει την παρέμβασί του: «Ο άγιος Καθηγούμενος της Ι. Μονής Γρηγορίου συγχαίρει την Ι. Κοινότητα διά τα αποσταλέντα γράμματα και τονίζει την ανάγκη μιας δυναμικωτέρας διαμαρτυρίας, καθ’ όσον το παρουσιαζόμενον πρόβλημα είναι βαθύτερον και όχι επιφανειακόν. Διότι βαλλομένου του Ορθοδόξου Μοναχισμού, βάλλεται αυτή αύτη η Παράδοσις του Ελληνορθοδόξου Γένους μας, με απώτερο σκοπό την δημιουργία ενός Έθνους ασχέτου προς την παράδοσίν του και ενός λαού ξένου και αποκεκομμένου από τις ρίζες αί οποίαι τον έθρεψαν. Το Άγιον Όρος δέον να αντιδράση δυναμικώς κατά της επιβολής αυτού του νόμου (1700/87), καθότι τα μέτρα αυτά εμμέσως απειλούν και αυτό, και δεν είναι ορθή η άποψις περί του αντιθέτου».
Γενικά ο Γέροντας αγρυπνούσε και εμερίμνα ιδιαιτέρως για το κύρος και την ενότητα του Αγίου Όρους, την ασφαλή προστασία του αβάτου, ως και διά την διατήρησι και τον σεβασμό του αυτοδιοικήτου πολιτεύματος της Αθωνικής Πολιτείας και του πανορθοδόξου χαρακτήρος αυτής.
Διά το πρώτον η παρέμβασίς του στην Ε.Δ.Ι.Σ. του Οκτωβρίου του 1989 είναι αποκαλυπτική. «Άγιοι Έξαρχοι, ευχαριστούμεν διά την αγάπην και το ενδιαφέρον Σας, το οποίον και άλλοτε έχομε γνωρίσει… Ομολογώ ότι εθίξατε πολλά και σοβαρά θέματα, που εγώ θα ήθελα να τα μελετήσω και να έχω τον χρόνον και την άνεσιν να απαντήσω, να πω τις ταπεινές μου σκέψεις όχι πρόχειρα και βιαστικά, αλλά με κάποια σοβαρότητα αντάξια με την σοβαρότητα με την οποίαν εσείς εθίξατε τα θέματα αυτά. Δεν φαίνεται όμως να έχωμεν τόσον χρόνον. Κατ’ αρχήν θέλω να Σας πω ότι αυτά, τα οποία με την χάριν του Θεού και την ευχήν Σας θα πω, θέλω να μή είναι λόγοι αργοί, διά τους οποίους θα δώσω λόγον εν ημέρα κρίσεως. Αλλά να είναι ως κατ’ ενώπιον Θεού και ως λόγον αποδώσων, και μάλιστα ενώπιον της Εκκλησίας, την οποίαν εκπροσωπείτε, της Παναγίας μας και των Αγίων Αθωνιτών Πατέρων. Θέλω λοιπόν να Σας διαβεβαιώσω -νομίζω όλοι οι Πατέρες του Αγ. Όρους και τελευταίος πάντων εγώ- εις τα βάθη της καρδίας μας έχομεν τον σεβασμόν και την ευλάβειαν προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, και γι’ αυτό, αν καμμιά φορά ωρισμένες ενέργειές μας εμφανίζουν ότι δεν έχομε αυτήν την ευλάβειαν, αυτό προκαλεί ένα πόνον μέσα μας. Μάλιστα εγώ θα έλεγα ότι και αί ενέργειαι που εμφανίζονται ότι δεν εκφράζουν ευλάβεια στο Πατριαρχείο και σεβασμό, κατά βάθος αποβλέπουν στο να στερεώσουν την θέσιν του Πατριαρχείου στο Άγιον Όρος και στην Αγιορειτικήν συνείδησιν. Θα ήθελα να πώ, προτού αναφερθώ στα σοβαρώτερα, ότι η σκέψις ότι αί συνοδείαι αι ελθούσαι νεωτέρως εις το Άγιον Όρος είναι δυνατόν να είναι κομισταί κάποιου πνεύματος αντιπατριαρχικού, και μόνον λεγομένη προκαλεί μεγάλην λύπην και ιστορικώς δεν δικαιώνεται. Διότι γνωρίζετε εσείς, Άγιε Πρόεδρε, ότι πριν έλθουν αί νέαι συνοδείαι, ποία κατάστασις επικρατούσε εις το Άγιον Όρος. Γνωρίζετε πόσαι διαμαρτυρίαι εκ μέρους της Ιεράς Κοινότητος στο αρχείο του Πατριαρχείου υπάρχουν. Όλα αυτά ήρχοντο διά τα θέματα του Οικουμενισμού. Γνωρίζετε και με ποίαν γλώσσαν ήσαν συντεταγμένα και επίσης γνωρίζετε ποία ήτο η κατάστασις εις τας Μονάς. Αί νέαι συνοδείαι λοιπόν που ήλθον εις το Άγιον Όρος όχι μόνον δεν εμείωσαν σε κάτι το κύρος και την εξουσίαν του Πατριαρχείου στο Άγιον Όρος, αλλ’ αντίθετα συνετέλεσαν εις το να αποκατασταθή το κύρος του Πατριαρχείου και το μνημόσυνον του Πατριάρχου εις τας Μονάς, και σήμερον να βλέπετε αυτό το ευλογημένο φαινόμενον, όπου πάτε να γίνεσθε δεκτοί, όχι απλώς τυπικώς ευπρόσδεκτοι αλλά μετά καρδιακής χαράς από τους πατέρας των Μονών».
«Πρέπει να γνωρίζετε ότι ημείς βαλλόμεθα έσωθεν διά την αγάπην μας προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και, εάν η Μήτηρ Εκκλησία έχει ένα τέτοιον λογισμόν εις το θέμα αυτό, πονάμε πάρα πολύ. Τώρα διά το θέμα των διαμαρτυριών του Αγίου Όρους διά τα θέματα της πίστεως, και αυτό γίνεται υπέρ του Πατριαρχείου μας, διότι η συνείδησις των μοναχών, όπως είπατε και σείς και γνωρίζετε, ειναι ευαίσθητος… Οι Μοναχοί είναι λογικά όντα και πρέπει να τους ποιμαίνωμεν ημείς λογικώς και θεολογικώς και να γράφωμε στο Πατριαρχείο αυτές τις ανησυχίες, ώστε το Πατριαρχείο να έχη υπ’ όψιν του ότι σε ένα τμήμα μεγάλο του Οικουμενικού Θρόνου, όπως είναι το Άγιον Όρος, υπάρχει κίνδυνος να υπάρξουν προβλήματα μεταξύ αυτού και του Πατριαρχείου, όταν συμβαίνουν αυτές οι ενέργειες. Αλλά και όχι μόνον διά να προστατεύσωμε το ποίμνιόν μας· έχουμε και εμείς προβλήματα συνειδήσεως. Αυτά τα λέγω αυτήν την στιγμήν εξομολογούμενος ενώπιον όλης της Εκκλησίας, και δεν θέλω να πω πράγματα τα οποία δεν τα πιστεύω κατά βάθος. Λοιπόν, δεν διαφωνούμε με τους διαλόγους· είναι δικαίωμα της Μητρός Εκκλησίας. Καταλαβαίνομε ότι εις την σημερινήν εποχήν η Μήτηρ Εκκλησία έχει μίαν οικουμενικήν ευθύνην. Έτσι νομίζω ότι πρέπει να κάνω. Λοιπόν εκείνο που μας στενοχωρεί είναι ότι ενίοτε στους διαλόγους συμβαίνουν πράξεις ή λόγοι, εις τους οποίους εμείς -ίσως να πέφτουμε έξω- βλέπομε ότι έρχονται εις αντίθεσιν με βασικά θέματα της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας. Εκείνο το οποίον μας στενοχωρεί είναι, όταν γίνωνται δηλώσεις ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία αποτελείται όχι μόνον από την Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Εσείς ωραία το είπατε σήμερα και μας αναπαύσατε και ομολογήσατε ότι μόνον η Ορθοδοξία είναι η Μία Εκκλησία. Υπάρχουν όμως και άλλες εκδηλώσεις και λόγοι που λένε το αντίθετον. Υιϊκώς παρακαλούμεν εις το μέλλον να ληφθή υπ’ όψιν αυτό».
Την Ε.Δ.Ι.Σ. της 19-8-1989 απησχόλησε το θέμα της περιφρουρήσεως του αβάτου του Αγίου Όρους. Ο Γέροντας περί αυτού του θέματος έδειχνε μεγάλην ευαισθησίαν και ήτο φυσικόν. Ενθυμούμαι στήριζε πολύ την Επιτροπή μας και μας παρώτρυνε να τρέξωμε, μαζί με τα άλλα μέλη της Επιτροπής, σε Ανατολή και Δύσι για την προστασία του. Αποτέλεσμα είναι ότι εκείνοι οι αγώνες δεν πήγαν χαμένοι, και σήμερα το Άγιον Όρος, ο θεσμός, από πλευράς μέτρων αποτροπής παραβάσεων του αβάτου είναι σε καλό δρόμο και, κατά το δυνατόν, εξασφαλισμένο.
Για το αυτοδιοίκητο του Αγίου Όρους στην Ε.Δ.Ι.Σ. της 26-11-1992 παίρνει τον λόγο σημειώνοντας τα εξής: «Η αθωνική μοναχική Πολιτεία δεν αποτελεί μεμονωμένον μοναστικόν καθίδρυμα, αλλά μοναχικόν κέντρον, το μόνον εναπομείναν εκ των πολλών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αύτη εδημιουργήθη αρχήθεν υπό των μοναχών τη συνδρομή των αειμνήστων Βυζαντινων Αυτοκρατόρων, προικισθείσα υπ’ αυτών διά προνομίων και ελευθεριών από εκκλησιαστικών και κοσμικών προσώπων. Τούτο δε δεν συνέβη διά πρώτην φοράν μόνον με το Άγιον Όρος και έξ αγνοίας ή περιφρονήσεως των εκκλησιολογικων θεσμών και κανόνων, αλλά τα προνόμια αυτά εθεωρήθησαν ως απαραίτητοι προϋποθέσεις διά την ομαλήν και απρόσκοπτον λειτουργίαν και διά την επιβίωσιν αυτού και πέραν της καταλύσεως του Βυζαντινού κράτους». Και σε άλλη παρέμβασι υποστήριξε: «Το αυτοδιοίκητον του Αγίου Όρους πρέπει να διατηρηθή, διότι ειναι προϋπόθεσις της ελευθέρας εν αυτώ ασκήσεως της μοναχικής ασκήσεως, της μοναχικής ζωής και της ευοδώσεως αυτής. Προτείνομεν την αποστολήν Επιτροπής εξ Ηγουμένων, και μάλιστα των συνταξάντων την Έκθεσιν εις το Σεπτόν Κέντρον, η οποία με σεβασμόν και αγάπην θα διατυπώσει τας θέσεις μας. Νομίζω ότι η καλή διάθεσις του Παναγιωτάτου είναι δεδομένη, όπως εφάνη και εις την ενταύθα προς τους Καθηγουμένους γενομένην ομιλίαν Του, και το ζήτημα θα τακτοποιηθή».
Λοιπόν, αδελφοί μου, δεν επαρκεί ο χρόνος για περισσότερα, διότι υπάρχουν πλείστα. Μετά τις γενικές αυτές παρεμβάσεις και την συμβολή του Γέροντα στα κοινά του Αγίου Όρους, άφησα ως τελευταία δύο σημαντικά κείμενα.
Το ένα εκφωνήθηκε εδώ στην Θεσσαλονίκη, όταν με ένα σπουδαίο άνθρωπο, μακαριστό τώρα, τον καθηγητή της Νομικής Σχολής κ. Δημήτριο Ευρυγένη διοργανώθηκε εδώ στην Θεσσαλονίκη ένα συμπόσιο για το Άγιον Όρος από τις 17 μέχρι τις 20 Μαΐου το 1984 με θέμα: «Το Άγιον Όρος στην εποχή της Ευρωπαϊκής Κοινότητος». Στην εισήγησί του ο Γέροντας εκ μέρους του Αγίου Όρους έλεγε: «Είναι απολύτως δικαιολογημένο το ενδιαφέρον για την μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους όχι μόνον των Ελλήνων και Ορθοδόξων Χριστιανών, αλλά και κάθε ανθρώπου που έχει κάποια πνευματικά ενδιαφέροντα και ανησυχίες. Κατά βάθος η ζωή του Αγίου Όρους (σας διαβάζω πολύ ελάχιστα αποσπάσματα, έτσι για να πάρετε το πνεύμα του) είναι ένα μυστήριο, που είναι πέρα από κάθε περιγραφή. Πρέπει να διανοιχθούν οι οφθαλμοί μας, για να δούμε το μυστήριο. Το μυστήριο είναι ανοιχτό. Προσφέρεται σε όποιον Αγιορείτη και μη Αγιορείτη θέλει να το προσεγγίση. Η προσέγγισις όμως θέλει άνοδο και η άνοδος αφαίρεσι. Και η αφαίρεσις τόλμη. Πρέπει, άμα θέλης να συμμετάσχης σε ένα πνευματικό γεγονός, να διώξης τις αποσκευές σου, δηλαδή τα πάθη σου, για να πής ότι θα το καταλάβω… Όλους μας συνδέει η εσωτερική λειτουργία και η οργάνωσις ενός Κοινοβίου. Έχει σκοπό την υπέρβασι τόσο του ατομικισμού όσο και της μαζοποιήσεως του ανθρώπου». «Για προσέξτε το», λέει ο Γέροντας, «αυτό!» «Πώς ημπορούμε να επιτύχωμε μία μορφή κοινωνίας, στην οποία οι άνθρωποι θα ζουν κοινή ζωή, χωρίς να ισοπεδώνωνται και να γίνωνται μάζα; Και ακόμη όπου οι άνθρωποι θα διακρίνωνται σε ιδιαίτερες προσωπικότητες, χωρίς να πέφτουν στον εγωιστικό και αντικοινωνικό ατομικισμό; Όλους αυτούς τους συνδέει η κοινή Ορθόδοξος πίστις που νικά τις εθνικές διαφορές και κάποτε αντιθέσεις. Όλοι οι Ορθόδοξοι λαοί αισθάνονται το Άγιον Όρος σαν δικό τους, όπως αισθάνονται και τους Αγίους Τόπους, όπου περπάτησε ο Θεάνθρωπος Χριστός.
Τόσο στον χώρο ενός Κοινοβίου όσο και σε ολόκληρη την Αγιορειτική Πολιτεία είναι θαυμαστός ο συνδυασμός ποικιλίας και ενότητος. Όλοι ενωμένοι σε ένα βαθύ πνευματικό δεσμό, και συγχρόνως όλοι ελεύθεροι να εκφράσουν και να ολοκληρώσουν τον εαυτό τους μέσα στην Χάρι του Θεού. Αξίωμα του Αγιορειτικού Μοναχισμού είναι “όποιος αναπαύει τον αδελφό του, αναπαύει τον Θεό”. Ο μοναχός θέλει να αναπαύω με την αγάπη του τον Θεό και τον αδελφό του. Όταν αναπαύω τον Θεόν, αναπαύει και τον αδελφό του. Και όταν αναπαύω τον αδελφό του, αναπαύει και τον Θεό. Ο μοναχός θέλει να αναπαύω τον πλησίον, τον συνασκητή, κάθε άνθρωπο που θα συναντήση. Κάθε άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού, και γι’ αυτό αξιοσέβαστος και αξιαγάπητος. Η αγκαλιά λοιπόν του Θεού χωράει όλον τον κόσμο. Η Ορθόδοξος απεικόνισις της Εκκλησίας είναι η εικόνα της Πεντηκοστής. Το Άγιον Όρος λοιπόν αποτελεί κοινότητα, ενότητα, αλλά ενότητα ανοιχτή που δεν υπάρχει για τον εαυτό της αλλά για τον Θεό και τον κόσμο. Αυτός είναι νομίζω ο λόγος που ο άνθρωπος στο Άγιον Όρος αισθάνεται μία άνεσι, μία ευλογία και μία χαρά. Είναι αλήθεια όμως ότι η λογική του κόσμου σκοντάφτει στην λογική της Εκκλησίας και του Αγίου Όρους. Γι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να καταλάβη την Εκκλησία και το Άγιον Όρος χωρίς μετάνοια, δηλαδή χωρίς αλλαγή νού. Η Χριστιανική Πολιτεία σεβάστηκε την λογική αυτή του απράγμονος και ησυχαστικού πνεύματος των μοναχών. Είχε την πνευματικότητα να αναγνωρίση την αξία του θανάτου του Μοναχού ως προϋπόθεσι ζωής. Έτσι καθιέρωσε θεσμικά την δυνατότητα στο Άγιο Όρος να ζήση, όπως Αυτό θέλει την μοναχική του ζωή, ώστε χωρίς κώλυμα να επιτελήται το μυστήριο της μοναχικής πολιτείας». Και καταλήγει ο Γέροντας με πολύ θαυμαστό τρόπο: «Ως Αγιορείτης δεν αισθάνομαι ξένος προς την Ευρώπη. Αισθάνομαι ότι ο εν ενεργεία αρχέγονος Χριστιανισμός του Αγίου Όρους συναντάται με τον κρυμμένο και αρχέγονο Χριστιανισμό της Ευρώπης, τον Χριστιανισμό της Αγίας Σοφίας, τον Χριστιανισμό των κατακομβών της Ρώμης, τον Χριστιανισμό του αγίου Ειρηναίου της Λυών, όπου και το μαρτύριό του, τον Χριστιανισμό των ψηφιδωτών της Ραβέννας, τον Χριστιανισμό των Ορθοδόξων μοναχών της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ιρλανδίας. Ταπεινώς φρονώ», λέγει ο Γέροντας, «ότι η πνευματική ανεστιότητα του συγχρόνου Ευρωπαίου ανθρώπου ημπορεί να βρή την εστία του στο Άγιον Όρος, και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ημπορεί να βρή πέραν από την σύμπτωσι των συμφερόντων κάτι το βαθύτερο, κάτι το ουσιαστικώτερο, στην πνευματική κληρονομιά της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους». Θεωρω ευλογία ότι στην εκφώνησι αυτού του ιστορικού κειμένου -έτσι χαρακτηρίστηκε την εποχή εκείνη- ήμουν αυτήκοος μάρτυς.
Και τώρα κάτι πιο απλό αλλά και πιο ελκυστικό κείμενο. Στις 28 Ιουνίου του 1972 -ο Γέροντας τότε ήταν Υφηγητής στο Πανεπιστήμιο- επισκέφθηκε στα Μετέωρα τον Γέροντα Αιμιλιανό. Εκεί εμονάζαμε εμείς, στο Μεγάλο Μετέωρο. Ήμασταν δόκιμοι μοναχοί, άρα ήταν νωπές οι σπουδές μας. Είπε ο Γέροντας Αιμιλιανός: «Χθές το βράδυ που ήρθε ο π. Γεώργιος με παρεκάλεσε να κάνω μία εισήγησι. Είχε βάλει πολλές ερωτήσεις. Όμως αλλοίμονο, αν καθήσω να απαντήσω σε όλες τις ερωτήσεις. Αποφάσισα μόνο στην μία να πω τις σκέψεις μου και να απαντήσω στο ερώτημα “τι ειναι Μοναχισμός”». Αξίζει, αδελφοί μου, να το ακούσετε. «Κατ’ αρχάς», λέγει ο Γέροντας Αιμιλιανός, «νομίζω ότι ο Μοναχισμός είναι μία έκφρασις και υπόμνησις των δικαιωμάτων του Θεού και των δικαιωμάτων του ανθρώπου ή, ας το πώ καλύτερα, του δικαιώματος του Θεού και του δικαιώματος του ανθρώπου, ενός μοναδικού δικαιώματος. Ποιό είναι αυτό το δικαίωμα; Το μοναδικό δικαίωμα του Θεού είναι όντως ολόκληρη η ανθρώπινη φύσις. Ο Θεός σε θέλει όλον, να σε φάη όλον. Θέλει όλη την ανθρώπινη φύσι. Δεν θέλει το μισό κομμάτι. Δεν του αρέσει το μισό κομμάτι να φάη. Θέλει όλο το κομμάτι. Ολόκληρη την ανθρώπινη υπόστασι με όλες τις δυνάμεις της να είναι δική Του. Και το ανθρώπινο δικαίωμα ποιό είναι; Είναι επίσης κάτι αντίστοιχο. Άπαξ και εκένωσε ο Θεός τον εαυτό Του και έλαβε την ανθρώπινη φύσι ο Χριστός, έτσι και ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα Αυτόν τον κενωθέντα, Αυτόν τον αμίκτως συμμειγέντα Θεόν να τον έχη δικό του· όλον δικό του. Γι’ αυτό λέμε: “Πήρες λίγο Θεό; Τον πήρες Όλον. Είδες το Φως Του; Τον πήρες Όλον. Πήρες λίγο από την Χάρι Του, είδες ένα θαύμα στην ζωή σου; Να ξέρης, πήρες όλον τον Θεόν”, διότι ο Θεός είναι πλήρως ενωμένος με τον άνθρωπο. Ο Μοναχισμός, προχωράω σ’ ένα δεύτερο», λέει ο Γέροντας Αιμιλιανός, «δεν είναι κάποιος δρόμος της ζωής ανώτερος ίσως από τους άλλους. Γιατί δεν πρέπει να χωρίσωμε τους ανθρώπους σε κατηγορίες και να παρουσιάσωμε τον Θεό σαν να ανήκη σε μερικούς ανθρώπους.
Δεν πρέπει να λέμε: “Τί σπουδαίοι που είναι αυτοί οι Μοναχοί ή οι Επίσκοποι!” Όλοι μας είμαστε σπουδαίοι. Και δεν πρέπει να κάνουμε τέτοιες διακρίσεις. Ο Μοναχισμός δεν είναι κάτι παράλληλο με ο,τιδήποτε άλλο. Ο Μοναχισμός μπορεί να βαίνη παραλλήλως προς τον γάμο ή προς την εν κόσμω διαβίωσι, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως τίθεται πάντοτε σε μία θέσι παράλληλη ή σε άλλη οιανδήποτε θέσι, π.χ. ανώτερη, με κάτι άλλο. Ο Μοναχισμός μόνος του είναι δρόμος της ζωής. Δεν αναιρεί κανένα άλλον δρόμο. Δεν τον εξουδετερώνει, δεν τον υποτιμά. Αλλά ούτε και συγκρίνεται με τίποτε. Ο Θεός έχει τα δικαιώματά του στην κάθε ψυχή, είτε μοναστική είναι αυτή η ψυχή είτε κοσμική, ας το πούμε έτσι. Μοναχισμός είναι μία πρόγευσις, ας πούμε, μία εγγύησις, ένας αρραβώνας αυτής της ενώσεως του Θεού και του ανθρώπου, και επομένως της εξασφαλίσεως της Βασιλείας των Ουρανών. Μου λέει ο Θεός: “Έχεις μία εξασφάλισι, τώρα που αρραβωνίστηκες μαζί μου, για την Βασιλεία. Έχεις τον αρραβώνα. Όταν παίρνης το μικρό Σχήμα, παίρνεις τον αρραβώνα. Όταν παίρνης το δακτυλίδι και συναρμόζεσαι με έναν άνθρωπο, αυτό είναι ο αρραβώνας. Τί νομίζεις, ο αρραβώνας είναι για να έχετε ωραία δακτυλίδια; Αλλά αρραβώνας σημαίνει, ότι μαζί θα πατέ στον Παράδεισο. Γίνομαι λοιπόν Μοναχός σημαίνει, ότι δυνάμει έχω εξασφαλίσει τον Ουρανό, την Βασιλεία των Ουρανών. Ακόμη», συνεχίζει ο Γέροντας Αιμιλιανός, «ο Μοναχός δεν μπορεί να μπή μέσα σε καλούπια. Είναι ο Μοναχισμός κάτι το πάντοτε σημερινό, κάτι το αληθινό. Μπορεί να αναμειγνύεται με κάθε πρόσωπο, με την Χαναναία, με την Πόρνη που θα την αθωώση, με τον Τελώνη, με την Σαμαρείτιδα. Ένας Δεσπότης που είναι μέσα στον κόσμο αναμειγνύεται με όλο τον κόσμο. Δεν μπορείς να πής στον Δεσπότη: “Γιατί πας από δώ και δεν πας από κεί; Γιατί κάνεις αυτό και δεν κάνεις το άλλο;”. Γιατί είναι Μοναχός που αναμειγνύεται ταυτόχρονα με τον κόσμο, αλλά συγχρόνως είναι και βυθισμένος μέσα στην απειρότητα του Θεού. Είμαι εδώ. Είμαι μαζί σας, αλλά είμαι και μακρυά σας. Εκείνος είναι ο Σωτήρ, ο οποίος με σώζει, και εγώ εκείνος που Τον ζώ ακριβώς ολόκληρον. Ένας Μοναχός ή ένα Μοναστήρι είναι ακριβώς μία εύελπις ανάμνησις του γεγονότος της Ενσαρκώσεως του Θεού».
«Νομίζω, π. Γεώργιε, ότι σ’ αυτό το πρώτο ερώτημα», είπε τελειώνοντας ο Γέροντας Αιμιλιανός, «σας απήντησα και μπορώ να απαντήσω και στα άλλα ερωτήματα. Αλλά η ώρα είναι 11 παρά 5΄ και μου είπατε ότι στις 11 πρέπει να φύγετε. Εγώ έτσι νομίζω τον Μοναχισμόν και δεν έχω βεβαίως απαίτησι συζητήσεων, γιατί δεν νομίζω ότι σας είπα κάτι το σπουδαίο. Σας είπα κάτι όμως το οποίον το πιστεύομεν, όταν ζούμε μέσα στο Μοναστήρι, και εγώ αλλά και τα παιδιά, οι πατέρες και οι αδελφοί, οι οποίοι εκ νεότητός των ηθέλησαν να άρουν τον ζυγόν και που όντως τον νιώθουν όχι σαν ζυγόν αλλά σαν μίαν ευφροσύνην, την οποίαν δίδει ο Θεός ο ευφραίνων τας καρδίας και την νεότητα.
«Κάτι τέτοιο, θα ήθελα να πιστεύω, ότι θα μπορούσαν οι ψυχές σας να νιώσουν και να πάρουν. Διότι ο Μοναχισμός, αν δεν είναι κανόνας ζωής, όπως είπαμε, αν δεν είναι τύπος ζωής, ειναι όμως μία μίμησις αγγελικής πολιτείας, και επομένως είναι μία μίμησις για κάθε άνθρωπον και για κάθε κοσμικόν άνθρωπον. Διότι, όπως είπε ο Καθηγητής Κωνσταντίνος Μουρατίδης, παραπέμποντας στον Μ. Βασίλειο, “ο Θεός έχει (επάνω στους ανθρώπους) τα ίδια δικαιώματα, εμείς δε τα ίδια καθήκοντα είτε είμεθα μοναχοί, είτε ζούμε εν τω κόσμω”».
Τέλος, αγαπητοί μου, θα έλεγα, ότι για να αποτιμήσωμε αντικειμενικά την προσφορά του μακαριστού Γέροντα Γεωργίου στα κοινά του Αγίου Όρους και να ανακαλύψωμε τα εγκατεσπαρμένα σε διάφορα υπομνήματα και εκθέσεις και στις δέλτους της ψυχής του βιώματα και σκέψεις του, ασφαλώς αυτό θα απαιτούσε ολόκληρη διατριβή. Και θα βλέπαμε εκεί όλον τον άνθρωπο σε όλες τις πτυχές του, αλλά και σε όλους τους πειρασμούς. Όχι μόνον στα καλά και ωραία, αλλά και στους πειρασμούς. Θα δούμε ακριβώς εκεί, πώς φαίνεται και πώς συμπεριφέρεται ο γνήσιος άνθρωπος. Δεν έχεις πειρασμούς; Δεν έχεις ζωή. Εμείς διαμαρτυρόμαστε για τους πειρασμούς, για τα παθήματα, αλλά δεν καταλαβαίνουμε ότι αυτό δημιουργεί το κίνητρο. Πώς θα προσευχηθής, αν δεν έχης πειρασμούς; Νομίζω ότι, αν είναι όλα ωραία, καθόλου δεν θα προσευχηθής. Αλλά όταν αναγκασθής, όταν νιώσης την ανάγκη από τον πειρασμό, θα στρέψης το βλέμμα σου στον Θεό, «όθεν ήξει η βοήθεια» (Ψαλμ. ρκ΄ 1).
Όμως ο Γέροντας δεν έχει πλέον ανάγκη από τα δικά μας λόγια. Εμείς έχομε ανάγκη των ιδικών του λόγων. Δεν έχει ανάγκη, διότι είναι «εν χειρί Θεού και ου μη άψηται αυτού βάσανος». Είναι «εν ειρήνη». «Η ελπίς αυτού» είναι «πλήρης αθανασίας» και ο Κύριος έκρινεν αυτόν «άξιον του εαυτού Του». «Εδοκίμασεν αυτόν», και στο τέλος ιδιαίτερα, και τον δέχτηκε «ως ολοκάρπωμα θυσίας» (Σοφ. Σολ. γ΄ 1-6). Ο Κύριος αναπαύει τον Γέροντα και εκείνος αναπαύεται εν τω Θεώ και αναστρέφεται και αναπαύεται μετά των ηγαπημένων του Αγίων, παλαιών και νέων, και γίνεται και παραμένει για μας τους περιλειπομένους ανάπαυσις, προσκέφαλο, παράκλησις και μεσιτεία. Αιωνία αυτού η μνήμη!
Πηγή:«Ο Όσιος Γρηγόριος», ετήσια έκδοσις της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους,
περίοδος Β΄, έτος 2015, αριθμ. 40, σελ.95-122.