Α. Λίγα λόγια περί του βίου του οσίου
Ο όσιος Παΐσιος Αγιορείτης, κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, του Προδρόμου και της Ευλαμπίας, γεννήθηκε το έτος 1924 στα Φάρασα της αγιοτόκου Καππαδοκίας και έλαβε το άγιο βάπτισμα από τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη στην πατρίδα του.
Ο άγιος Αρσένιος κατά την ημέρα της βάπτισης εκδήλωσε προφητικά τη βούλησή του να αφήσει μοναχό διάδοχό του. Ήδη βρέφος, ο όσιος Παΐσιος ήρθε στην Ελλάδα με τους συμπατριώτες του, πρόσφυγες τής Μικρασιατικής Καταστροφής. Μεγάλωσε στην Κόνιτσα, υπηρέτησε στον στρατό, εργάστηκε ως ξυλουργός και προσήλθε το 1953 στο Άγιον Όρος να μονάσει.
Πρώτη μονή της μετανοίας του ήταν η Ιερά ημών Μονή του Εσφιγμένου, όπου μετονομάστηκε Αβέρκιος με ρασοευχή από τον ηγούμενο Καλλίνικο. Εντός του κτηρίου της μονής παρέμεινε μεταξύ των ετών 1953-1954 και εγγεγραμμένος μοναχός Εσφιγμενίτης έως το 1956, που ενεγράφη στη μονή Φιλοθέου. Με τους μοναχικούς κόπους και την ολόθερμη καρδιακή προσευχή βοήθησε ποικιλοτρόπως χιλιάδες ανθρώπους και ήλξε εμφανώς τη θεία χάρη.
Κοιμήθηκε εν Κυρίω το 1994, ενώ ενεγράφη επισήμως στο αγιολόγιο το έτος 2015 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Β. Διηγήσεις του οσίου γέροντος Παϊσίου περί της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου
Από το βιβλίο «Βίος γέροντος Παϊσίου του Aγιορείτου», Ιερομονάχου π. Ισαάκ.
1) Θυμάμαι, μία φορά στο Κοινόβιo μου είχαν πει να μείνω στο κελλί και να είμαι σε τελεία ακινησία, γιατί έβγαζα συνέχεια αίμα. Κάποια στιγμή βλέπω από το παράθυρο ένα γεροντάκι, τον πορτάρη, να παιδεύεται να σχίσει με το τσεκούρι ένα κούτσουρο, για να το βάλει στο τζάκι. Αυτό το γεροντάκι είχε πρόβλημα με τα έντερα και είχε, το καημένο, συνέχεια αιμορραγίες, είχε τελείως εξαντληθεί. Να σκεφθείτε κοιμόταν με τα παπούτσια, γιατί δεν είχε κουράγιο να τα λύνει και να τα δένει. Πετάγομαι, πιάνω το τσεκούρι, χτυπώ μια-δυο το κούτσουρο, το σχίζω και να, μετά βγήκε το αίμα από το στόμα μου. Κατάλαβες; Ούτε καν σκέφθηκα την κατάστασή μου, δεν υπολόγισα καθόλου τον εαυτό μου. Αρχοντιά πνευματική! Τίποτε άλλο δεν συγκινεί τον Θεό όσο η αρχοντιά! Είναι ο δέκτης της θείας Χάριτος
2) Στο Κοινόβιο, όταν ήμουν δόκιμος, ήταν και ένας άλλος δόκιμος στην ίδια ηλικία περίπου με εμένα, που είχε φθάσει σε πολύ μεγάλη πνευματική κατάσταση, έλαμπε το πρόσωπό του. Σε όλα ήταν πρότυπο, υπόδειγμα, πολύ αγωνιστής και βιαστής. Είχε και πολλή ευλάβεια, ακόμη και οι γεροντότεροι σηκώνονταν όρθιοι από σεβασμό, όταν περνούσε από μπροστά τους. Περισσότερο ωφελήθηκα από αυτόν τον δόκιμο παρά από τα βιβλία που είχα διαβάσει μέχρι τότε, γιατί ήταν ζωντανό παράδειγμα. Μια φορά πονούσε η καρδιά μου. Έτυχε τότε να περάσει από το κελλί μου αυτός ο αδελφός και του είπα να κάνει ευχή. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί και μου πέρασε ο πόνος. Άλλη φορά είχε έρθει ένας δαιμονισμένος και ζητούσε να τον κάνουν οι Πατέρες καλά. Τότε ο Γέροντας είπε σ’ αυτόν τον δόκιμο: «Άντε, πήγαινε να κάνεις καμμιά ευχή, να φύγει το δαιμόνιο από αυτόν τον ταλαίπωρο». «Με τις ευχές σας, είπε εκείνος, να διώξει ο Χριστός το δαιμόνιο». Μόλις απομακρύνθηκε, έφυγε το δαιμόνιο. Τέτοια παρρησία είχε στον Θεό! Σε τέτοια πνευματική κατάσταση είχε φθάσει! Παρακαλούσα λοιπόν τον Θεό αυτός ο αδελφός να φθάσει στα μέτρα του Αγίου που είχε το όνομά του κι εγώ να φθάσω στα μέτρα τα δικά του. Έτσι να κάνεις κι εσύ και θα δεις φανερά την ενέργεια του Θεού.
3) Στο Κοινόβιο που ήμουν, όποιος έκανε την πιο πολλή δουλειά κρυβόταν. Μάζευε ένας αδελφός δυο τσουβάλια ελιές και έλεγε ότι μάζεψε ένα καλαθάκι και ότι ο άλλος μάζεψε πολλά τσουβάλια. Αυτό είναι αγάπη.
4) Όταν ήμουν Εκκλησιαστικός, μου συνέβη ένα γεγονός. Μία φορά, όταν ο ιερεύς έκανε την Προσκομιδή, την στιγμή που είπε: «Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη», ακούω σπαρτάρισμα αρνίου επάνω στο άγιο Δισκάριο. Όταν πάλι είπε: «θύεται ο Αμνός του Θεού», ακούω βέλασμα από την Αγία Πρόθεση. Φοβερό! αυτό λέω στους ιερείς, να μην προετοιμάζουν από νωρίτερα την Προσκομιδή και μετά κάνουν τα άλλα εικονικά. Δηλαδή δεν πρέπει να κόβουν το πρόσφορο από νωρίτερα και απλώς εκείνη την στιγμή να τοποθετούν τον Αμνό στο άγιο Δισκάριο και να λένε «θύεται ο Αμνός του Θεού» και «ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη», ενώ έχουν ήδη βγάλει τον Αμνό. Όταν λένε αυτά τα λόγια, τότε πρέπει να παίρνουν την αγία Λόγχη και να χαράζουν το πρόσφορο. Όταν δηλαδή λένε, «θύεται ο Αμνός του Θεού», τότε να Τον «θύουν».
5) Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, γνώρισα έναν διάκο που γέρασε και πέθανε διάκος. Όταν ήταν ακόμη νέος μοναχός, το Μοναστήρι είχε ανάγκη από διάκο και τον χειροτόνησαν. Αργότερα ήρθαν νεώτεροι. Οι νεώτεροι έγιναν διάκοι και ιερείς και εκείνος έδινε συνέχεια την σειρά του στους άλλους και παρέμενε διάκος. Όταν του έλεγαν να γίνει ιερεύς, έλεγε: «Τώρα δεν έχει ανάγκη το Μοναστήρι. Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν οι νεώτεροι αδελφοί». Τον έβαλαν στο γραφείο. Όταν ήρθαν μορφωμένοι στο Μοναστήρι, παρακάλεσε και έφυγε και από το γραφείο. Όταν το Μοναστήρι περνούσε μία δυσκολία, παρακάλεσε αυτός ο ευλαβής διάκος έναν ιερέα ενάρετο να αναλάβει την ηγουμενία. Εκείνος του είπε: «Πώς εσύ αποφεύγεις τις ευθύνες και τις φορτώνεις σ’ εμένα; Γίνε εσύ προϊστάμενος, για να γίνω και εγώ ηγούμενος». Έτσι έγινε ο ένας ηγούμενος και ο άλλος προϊστάμενος. Όταν τακτοποιήθηκαν τα πράγματα και πήγαινε καλά το Μοναστήρι, παραιτήθηκε πάλι από προϊστάμενος. Πολύ με βοήθησε αυτός ο διάκος, είχε πολλή Χάρη Θεού. Αυτόν καλούσαν για τα δύσκολα θέματα στην Ιερά Κοινότητα να πει την φωτισμένη του γνώμη.
6) Θυμάμαι, ήταν ένα γεροντάκι στην Μονή Εσφιγμένου τόσο απλό που και την Ανάληψη την νόμιζε για Αγία. Έκανε κομποσχοίνι και έλεγε: «Αγία του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών»! Κάποτε ένας αδελφός στο Γηροκομείο ήταν άρρωστος και δεν είχε τι να του δώσει να φάει. Μια και δυο, κατεβαίνει τις σκάλες, ανοίγει το παράθυρο που έβλεπε προς την θάλασσα, απλώνει τα χέρια στην θάλασσα και λέει: «Αγία μου Ανάληψη, δώσ’ μου ένα ψαράκι για τον αδελφό». Και αμέσως – ω, του θαύματος! – ένα τόσο μεγάλο ψάρι ξεπηδάει από την θάλασσα μέσα στα χέρια του. Οι άλλοι που τον είδαν, έμειναν έκπληκτοι. Εκείνος τους κοιτούσε και χαμογελούσε, σαν να τους έλεγε: «Τι παράξενο βλέπετε;» Εμείς έχουμε γνώσεις, ξέρουμε πότε γιορτάζει ο ένας ο Άγιος, πως μαρτύρησε ο άλλος, πότε έγινε η Ανάληψη και πού έγινε και πώς έγινε και όμως ούτε ένα τόσο δα ψαράκι δεν μπορούμε να έχουμε! Αυτά είναι τα παράξενα της πνευματικής ζωής, τα οποία η λογική όσων διανοουμένων έχουν μέσα τους τον εαυτό τους και όχι τον Θεό δεν τα συλλαμβάνει, γιατί έχουν την στείρα κοσμική γνώση με την κοσμική πνευματική αρρώστια και λείπει το Άγιο Πνεύμα.
7) Στα Κοινόβια πρώτα τι όμορφα ήταν! Ησυχία! Είχαν και το ρολόι που χτυπούσε κάθε τέταρτο, για να θυμάται καθένας να λέει την ευχή. Και να ξεχνιόταν κανείς, άκουγε το ρολόι που χτυπούσε κάθε τέταρτο και άρχιζε πάλι την ευχή. Πολύ βοηθούσε το ρολόι. Έλεγαν οι Πατέρες την ευχή και είχε ησυχία, γαλήνη μεγάλη μέσα στο Μοναστήρι. Στο Κοινόβιο που ήμουν στο Άγιον Όρος ήμασταν εξήντα Πατέρες και ήταν σαν να ήταν ένας ησυχαστής. Είχαν όλοι την ευχή. Στην Εκκλησία λίγοι έψαλλαν και οι περισσότεροι νοερά προσεύχονταν. Στα διακονήματα το ίδιο. Μια ησυχία παντού! Δεν μιλούσαν δυνατά ούτε φώναζαν. Ήσυχα έκαναν τα διακονήματά τους. Όλοι αθόρυβα κινούνταν σαν τα πρόβατα. Πάντα υπήρχε αθόρυβα μια κίνηση στο Μοναστήρι. Δεν ήταν όπως τώρα που έχουν στα Κοινόβια ώρα διακονίας, ώρα ησυχίας… σιωπητήριο! Καθένας κινιόταν ανάλογα με την διακονία του.
8) Παλιά οι διακονητές στα Κοινόβια, ιδίως ο τραπεζάρης και ο αρχοντάρης, πολύ κουράζονταν. Έπρεπε να πλύνουν τα πιάτα, να τρίψουν τα μπακιρένια σκεύη… Σήμερα έχουν ευκολίες, έχουν διάφορα σύγχρονα μέσα και τα περισσότερα κάνουν θόρυβο. Θυμάμαι, εμείς στο Κοινόβιο με τα δοχεία κουβαλούσαμε το νερό από μια πηγή και με το μαγγάνι το ανεβάζαμε σιγά-σιγά στον τρίτο όροφο. Τώρα φέρνουν το νερό με την μηχανή και ακούς συνέχεια ντούκου-ντούκου. Τα ντουβάρια σείονται, τα τζάμια τρίζουν! Τουλάχιστον να βάλουν έναν σιγαστήρα.
9) Όταν ήμουν αρχάριος μοναχός, ένα διάστημα μου έφερνε ο διάβολος, ακόμη και μέσα στην εκκλησία, βλασφήμους λογισμούς και στενοχωριόμουν πολύ. Ό,τι άκουγα να λένε οι άλλοι όταν ήμουν στρατιώτης, βρισιές κλπ. τα έφερνε ο διάβολος στον νου μου για τους Αγίους. Μου έλεγε ο πνευματικός: «Αυτοί οι λογισμοί είναι του διαβόλου. Από την στιγμή που εσύ στενοχωριέσαι κάπως για τους άσχημους λογισμούς που περνάνε από το μυαλό σου για τα ιερά πράγματα, αυτό είναι ένδειξη ότι δεν είναι δικοί σου, αλλά έρχονται από έξω». Εγώ πάλι στενοχωριόμουν. Έφευγα, πήγαινα στο παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου να προσευχηθώ και ευωδίαζε η εικόνα του όταν προσκυνούσα. Όταν μου έρχονταν πάλι τέτοιοι λογισμοί, ξανάβγαινα στο παρεκκλήσι και ερχόταν μία ευωδία από την εικόνα. Μία μέρα την ώρα της Θείας Λειτουργίας, στο Τρισάγιο, έψελνα κι εγώ σιγανά το «Άγιος ο Θεός» του Νηλέως. Τότε βλέπω να μπαίνει από την πόρτα της Λιτής ένα θηρίο με πολύ φοβερό, μοσχαρίσιο κεφάλι. Πετούσε φλόγες από το στόμα και από τα μάτια του! Γυρίζει και μου δίνει δυο μούτζες, γιατί έψαλλα το «Άγιος ο Θεός». Κοιτάζω δίπλα μου, μήπως το είδε και κάποιος άλλος, κανείς δεν το είχε δει. Μετά είπα στον πνευματικό: «αυτό και αυτό συνέβη». «Να! τον είδες;» μου είπε «Πραγματικά, αυτός είναι. Τώρα ησύχασες;».
10) Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, όλοι κοίταζαν πώς να κάνουν κάποια θυσία. Στην δουλειά, στο φαγητό, σε όλα υπήρχε το πνεύμα της θυσίας: Σκέπτονταν πρώτα τον άλλον και γι’ αυτό ζούσαν τον Παράδεισο. Ήταν κάποιος λ.χ. στην τράπεζα; Κοιτούσε να φάει κάπως λιγότερο, για να μείνει το περισσότερο για τον άλλον. Και αδύνατος να ήταν ο ίδιος, δεν το λάμβανε υπ’ όψιν. Δεν εξέταζε τι ήταν ο άλλος. Έκανε θυσία. Ούτε έβαζε την κρίση του να πει: «Θα του κάνη κακό, αν φάει περισσότερο». Από την στιγμή που ο μοναχός κοιτάζει να μην τον αδικήσουν, να μην κουρασθεί πολύ, είναι σαν να μην πιστεύει ότι υπάρχει Θεός, ότι υπάρχει Κόλαση, ότι υπάρχει ανταπόδοση.
11) Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, μια φορά την Μεγάλη Σαρακοστή ένα γεροντάκι, ο Γερο-Δωρόθεος, τηγάνιζε κολοκυθάκια. Τον είδε ένας αδελφός την ώρα που τα έβαζε στο τηγάνι και έρχεται και μου λέει: «Να δεις, ο Γερο-Δωρόθεος τηγανίζει κάτι μπαρμπούνια τόσο μεγάλα!». «Μα, του λέω, ο Γερο-Δωρόθεος, Μεγάλη Σαρακοστή, είναι δυνατόν να τηγανίζει μπαρμπούνια;» «Ναι, ευλογημένε, τα είδα με τα μάτια μου, κάτι μπαρμπούνια τέτοια». Ο Γερο-Δωρόθεος είχε έρθει δεκαπέντε χρονών στο Άγιον Όρος και ήταν σαν μάνα. Αν έβλεπε κανένα καλογέρι λίγο φιλάσθενο, «έλα εδώ, του έλεγε, έχω ένα μυστικό να σου πω» και του έδινε λίγο ταχίνι, σπασμένα καρύδια ή κάτι άλλο. Και τα γεροντάκια τα οικονομούσε ανάλογα. Πάω μετά στον Γερο-Δωρόθεο, τι να δω! Κολοκυθάκια τηγάνιζε για το νοσοκομείο!
Γ. Περιστατικά από τη ζωή του οσίου γέροντος Παϊσίου περί της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου
Από το βιβλίο «Βίος γέροντος Παϊσίου του Aγιορείτου», Ιερομονάχου π. Ισαάκ (σελ. 86-97).
Κοινοβιάτης Εσφιγμενίτης
Από την πρώτη επίσκεψη στο Άγιον Όρος του είχε μείνει η πείρα και η γνώση. Σκέφθηκε λοιπόν με διάκριση να πάει για ένα διάστημα σε κοινόβιο, να βγάλει τα πνευματικά φτερά. Σκεφτόταν να πάει στην Κωνσταμονίτου να δοκιμάσει, γιατί είχε ακούσει ότι είναι ησυχαστικό και ασκητικό Μοναστήρι. Επειδή όμως είχε φουρτούνα από εκείνη την πλευρά, ήρθε από την βόρεια -το θεώρησε οικονομία Θεού- και πήγε στο Μοναστήρι του Εσφιγμένου (τότε δεν είχε γίνει ακόμη ζηλωτικό). Έγινε δεκτός από τον ηγούμενο Καλλίνικο, έβαλε μετάνοια και άρχισε την δοκιμή.
Το Μοναστήρι είχε καλή τάξη και αγωνιστές πατέρες. Εκτός από τις πολύωρες ακολουθίες ήταν και τα κοπιαστικά διακονήματα και ο κανόνας στο κελλί. Έλεγε ο Γέροντας: «Για να βγάλεις μια Σαρακοστή στου Εσφιγμένου τότε, ήταν πραγματικός Γολγοθάς. Μόνο με ένα πιάτο νερόβραστο φαγητό το εικοσιτετράωρο. Ήταν το πιο αυστηρό Κοινόβιο. Την πρώτη εβδομάδα των Νηστειών όλοι οι πατέρες έμεναν σχεδόν όλη την ημέρα μέσα στην Εκκλησία».
Διηγήθηκε αργότερα: «Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, βοηθήθηκα πολύ από έναν πατέρα. Δεν μιλούσε καθόλου. Αισθανόταν την ανάγκη της συνομιλίας με τον Χριστό. Δεν του έκανε η καρδιά να μιλήσει με τους ανθρώπους. Μόνο που τον έβλεπες, έφθανε. Με βοήθησε πιο πολύ από τα Συναξάρια. Για κάποιο πταίσιμο δεν κοινωνούσε τρία χρόνια, ενώ το πταίσιμο δεν ήταν ούτε για κανόνα είκοσι ημερών. Ενώ δεν μιλάνε οι μοναχοί, όταν έχουν τέτοια κατάσταση, ακόμη και οι κοσμικοί που τους βλέπουν αλλοιώνονται. Αυτό είναι το κήρυγμα των μοναχών».
Στο Μοναστήρι μεταξύ των εναρέτων πατέρων ήταν και κάποιος άλλος ευλαβής αγωνιστής, τον οποίον εθαύμαζε. Ο Αρσένιος χωρίς φθόνο και ζήλεια προσευχόταν στον Θεό και παρακαλούσε, ο καλός αδελφός να μοιάσει τον Άγιο που φέρει το όνομά του και ο ίδιος να έρθει στην πνευματική κατάσταση αυτού του ενάρετου μοναχού. Έβλεπε τον εαυτό του κατώτερο από όλους.
Δοκιμή και διακονήματα
Ο νέος δόκιμος προχωρούσε με χαρά στους κόπους της κοινοβιακής ζωής. Στην αρχή τον τοποθέτησαν βοηθό στην τράπεζα και στο μαγκιπείο (φούρνο). Το ζύμωμα ήταν πολύ κουραστικό. Ζύμωναν με τα χέρια σε μεγάλη σκάφη αρκετή ποσότητα αλεύρου. Το χέρι έπρεπε να κατεβαίνει μέχρι κάτω, για να κόβει την ζύμη.
Αργότερα τον τοποθέτησαν στο ξυλουργείο, γιατί ήξερε την τέχνη του ξυλουργού. Όλη την ημέρα νηστικός πλάνιζε καστανιές με την μεγάλη χειροπλάνη. Ήταν για κάθε έργο επιτήδειος, ικανότατος και ταχύτατος. Ακόμη και τα σαμάρια των ζώων του Μοναστηριού τα έκανε «σαν έπιπλα».
Ο Αρσένιος από φιλότιμο ζήτησε ευλογία, όταν έχουν πολλούς επισκέπτες, να βοηθά και στο Αρχονταρίκι.
Ήταν επίσης υπεύθυνος για δυο παρεκκλήσια έξω από το Μοναστήρι. Κάθε ημέρα άναβε τα καντήλια, τα περιεποιείτο και φρόντιζε να γίνεται κάπου-κάπου θεία Λειτουργία.
Αγώνες αρχαρίου
Έχοντας πρότυπα τους οσίους Πατέρες προσπαθούσε να τους μιμηθεί. Έβαλε ως θεμέλιο της μοναχικής ζωής την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή και επιδόθηκε σε αγώνες υπέρ την αντοχή του.
Τις ημέρες κοπίαζε σωματικά και τις νύχτες παρέμενε άυπνος, προσευχόμενος και δοξολογώντας τον Θεό. Αισθανόταν μεγάλη κούραση, αλλά ήταν ανυποχώρητος στην άσκηση. Συνεχώς πρόσθετε νέους αγώνες, πάντα με ευλογία και παρακολούθηση από τον Ηγούμενο. Όλα τα έκανε με χαρούμενη διάθεση.
Έλεγε: «Κάναμε πολύ σκληρή δουλειά στον τόρνο όλη την ημέρα. Το βράδυ πήγαινα στο Αρχονταρίκι και βοηθούσα μέχρι τις 10 ή 11 η ώρα. Δεν μου έμενε χρόνος ούτε για πνευματικά. Γι’ αυτό στην συνέχεια, όταν πήγαινα στο κελλί μου, δεν κοιμόμουν, μόνο έβαζα ένα τέταρτο τα πόδια ψηλά για να ξεκουραστούν λίγο και να κατέβη το αίμα (που μαζευόταν από την πολύωρη ορθοστασία). Μετά στεκόμουν όρθιος σε μια λεκάνη με νερό, για να μη με παίρνει ο ύπνος, και έκανα τα κομποσχοίνια. Κοιμόμουν μισή μέχρι μία ώρα και μετά πήγαινα στην ακολουθία για να διαβάσω το Μεσονυκτικό. Και επειδή είχα τον λογισμό, μήπως δεν θα κατάφερνα αργότερα να κάνω τα καθήκοντα του μεγαλοσχήμου, ζήτησα ευλογία από τον Ηγούμενο και μου έδωσε, να κάνω τον κανόνα του μεγαλοσχήμου από δόκιμος. Όχι από εγωισμό, αλλά μήπως δεν μπορέσω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις του Σχήματος. Δεν τα ‘κανα με υπερηφάνεια. “Αν δεν μπορώ”, έλεγα, “να μην κοροϊδεύω τον εαυτό μου”».
Στην Εκκλησία δεν καθόταν καθόλου. Στεκόταν όρθιος στο στασίδι. Πήγαινε καμμιά φορά να τον κλέψει ο ύπνος και αμέσως τιναζόταν.
Τον χειμώνα δεν άναβε φωτιά. Είχε τόση υγρασία στο κελλί, που η μούχλα γινόταν σαν βαμβάκια στους τοίχους. Όταν το κρύο ήταν ανυπόφορο, είχε ένα δέρμα ζώου, από αυτά που έκανε τα σαμάρια και τύλιγε τα πόδια του. Δούλευε έξω στο κρύο μόνο με το ζωστικό και έβαζε από μέσα ένα χαρτί για να τον προστατεύει λίγο.
Πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή είχαν τυπικό στο Μοναστήρι να δίνουν σε όλους τους πατέρες από ένα κουτί γάλα. Και εκείνο ο Αρσένιος δεν το έπινε, αλλά το έδινε στον γέρο-Νικήτα που ήταν προφυματικός. Στη νηστεία τα φασόλια δεν τα μασούσε καλά, για να αργούν να χωνέψουν και έτσι να τον κρατούν κάπως. Κοιμόταν για άσκηση κάτω στις πλάκες και άλλες φορές στα τούβλα, που «ήταν πιο φιλάνθρωπα».
Άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται αντιληπτή στους πατέρες η άσκηση και η ευλάβειά του. Οι ιερείς τον προτιμούσαν να τους ψάλλει στα παρεκκλήσια.
«Με τηγάνισε η αγάπη των δικών μου»
Σαν να μην έφθανε η άσκηση και ο κόπος των διακονημάτων είχε και τον διάβολο που τον στενοχωρούσε με διαφόρους λογισμούς. Βρήκε το ευαίσθητο σημείο, την μεγάλη αγάπη προς τους συγγενείς του. Έλεγε αργότερα: «Στην αρχή με τηγάνισε ο διάβολος με την ενθύμηση των δικών μου. Πότε μου έφερνε την ενθύμηση της μητέρας μου, πότε των άλλων συγγενών. Άλλοτε μου τους έδειχνε στον ύπνο αρρώστους και άλλοτε πεθαμένους. Ο διακονητής με έβλεπε στενοχωρημένο και με ρωτούσε τι έχω. Πήγαινα και εξομολογούμουν στον Ηγούμενο και ειρήνευα. Είναι οδυνηρό στην αρχή να βγει ο μοναχός από την μικρή του οικογένεια και να μπει στην μεγάλη οικογένεια του Αδάμ, του Θεού».
Δαιμονικές εμφανίσεις
Ο διάβολος δεν αρκείτο μόνο στον πόλεμο των λογισμών, αφού μάλιστα δεν μπορούσε με αυτούς να ανακόψει την αγωνιστικότητά του. Παρουσιαζόταν και αισθητώς. Τον έβλεπε οφθαλμοφανώς και συνομιλούσαν. Προσπαθούσε ο πειρασμός με κάθε τρόπο να τον εκφοβίσει και να τον εμποδίσει από τους αγώνες του. Φαίνεται ότι από την πείρα του καταλάβαινε τι θα γινόταν αυτός ο αρχάριος.
Ο δόκιμος Αρσένιος δεν ταρασσόταν, ούτε φοβόταν από την παρουσία του διαβόλου. Έλεγε: «Να ‘ρχεσαι, διότι μου κάνεις καλό. Με βοηθάς να θυμάμαι τον Θεό, όταν τον ξεχνώ, και να προσεύχομαι».
Αργότερα σχολίαζε ο Γέροντας: «Πού να μείνει ο πειρασμός! Εξαφανιζόταν αμέσως. Δεν είναι χαζός να προξενεί στεφάνια στον μοναχό».
«Γέροντα, πειρασμό εννοείτε τους λογισμούς;» τον ρώτησε με αφέλεια κάποιος μοναχός. «Βρε, πειρασμός! (διάβολος)· Καταλαβαίνεις; Τι λογισμοί;» απαντούσε. Ο δόκιμος Αρσένιος με την ευστροφία του «ενίκησε δαιμόνων πανουργίαν δι’ ανθρωπίνης επινοίας».
Ρασοευχή
Στις 27 Μαρτίου 1954 μετά από την κανονισμένη δοκιμασία εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Ο Ηγούμενος του πρότεινε να λάβει το Μεγάλο Σχήμα, αλλά δεν δέχθηκε. Ανέφερε: «Αν και μπορούσα να γίνω αμέσως μεγαλόσχημος, διότι μου είπαν: “Εσύ στρατό τελείωσες, δεν σε εμποδίζει τίποτε”, είπα: “Αρκεί η ρασοευχή”». Θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο, αλλά και δεν ήθελε να δεσμευθεί με τις υποσχέσεις του Μεγάλου Σχήματος, εξ αιτίας της αγάπης του για την ησυχαστική ζωή που επιθυμούσε.
[irp posts=”333323″ name=”Αγιος Γέροντας Παΐσιος: Ήλθε ο κυρ-Θανάσης ο πεθαμένος και μου παραπονέθηκε…”]
Βλέπει τον Αμνό να σπαρταρά
«Βοηθούσα και στην Εκκλησία» διηγήθηκε ο Γέροντας, «ως εκκλησιαστικός στις αγρυπνίες. Μια φορά ήμουν μέσα στο Ιερό και παρακολουθούσα τον ιερέα που έκανε την προσκομιδή. Μου συνέβη τότε ένα γεγονός. Στο “θύεται ο Αμνός του Θεού”, είδα τον Αμνό πάνω στο άγιο Δισκάριο να σπαρταρά σαν αρνί που το σφάζουν. Πού να τολμήσω άλλη φορά να πλησιάσω! Γι’ αυτό, το μυστήριο αρχίζει από πριν και ας λένε μερικοί…» (ότι αρχίζει αργότερα).
Νηπτικός εργάτης
Από την περίοδο αυτή άρχισε να κρατά σημειώσεις από όσα διάβαζε. Ό,τι τον βοηθούσε στον αγώνα του, το αντέγραφε σε ένα τετράδιο και προσπαθούσε να το κάνει πράξη. Ο εσωτερικός του αφανής αγώνας ήταν: Λίγη πρακτική μελέτη στα ασκητικά συγγράμματα, πολλή προσοχή, αδιάλειπτη προσευχή και επίμονη προσπάθεια για την κάθαρση από τα πάθη και την απόκτηση της θείας χάριτος.
Αλλά και στην εργασία του, τόσο στο διακόνημά του, όσο και στις παγκοινιές, προσπαθούσε να μην διακόπτει την προσευχή. Εργαζόταν γρήγορα και σιωπηλά. Ο γερο-Γεράσιμος ο Κουτλουμουσιανός, παλαιός συγκοινοβιάτης του διηγήθηκε: «Εμείς όταν δουλεύαμε στις παγκοινιές, μιλούσαμε, γελούσαμε, αυτός τίποτε. Δούλευε απόμερα και απέφευγε την πολυλογία και την κατάκριση. Ήταν πολύ προσεκτικός καλόγηρος».
Κάποτε έστειλε το Μοναστήρι πατέρες μεταξύ των οποίων και τον π. Αβέρκιο έξω από τα σύνορα του Αγίου Όρους, για να φυτέψουν λεύκες σε ένα κτήμα. Πιο πέρα υπήρχε δρόμος και περνούσαν διάφοροι κοσμικοί. Ο π. Αβέρκιος επέβαλε στον λογισμό και στα μάτια του να μη δει κανέναν και πράγματι κατόρθωσε παρόμοιο άθλο με τον αββά Ισίδωρο της Σκήτεως, που πήγε στην Αλεξάνδρεια και δεν είδε κανέναν, παρά μόνο τον Πατριάρχη. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά για να βλέπει μόνον καλά παραδείγματα προχωρημένων πατέρων και να ωφελείται.
Αιματηρή υπακοή
Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Ήταν στο Μοναστήρι ένας αδελφός μαραγκός, που οι πατέρες τον δέχτηκαν από ανάγκη, γιατί ενώ στην αρχή είχε επτά μαραγκούς το Μοναστήρι, στο τέλος δεν είχε κανέναν, ούτε για τις μικροδουλειές. Επειδή τον είχαν ανάγκη, του ‘χαν δώσει και πολλές πρωτοβουλίες. Είχε πάρει πολύ αέρα, έγινε και προϊστάμενος και δεν λογάριαζε κανέναν. Όποιος πήγαινε κοντά του να μάθει την τέχνη, δεν μπορούσε να μείνει περισσότερο από μια βδομάδα. Εγώ, με την χάρη του Θεού, έμεινα δυόμισι χρόνια. Τι τράβηξα, δεν λέγεται. Αλλά και πόσο όφελος είχα! Έβριζε, φώναζε συνέχεια. Δεν έβλεπε καλά και όταν μου ‘λεγε να κάνω κάτι, το όποιο έβλεπα ότι ήταν λάθος και θα χρειαζόταν μετά να διορθώνουμε και να βάζουμε μπαλώματα, αν τολμούσα να του πω κάτι, φώναζε: “Ακόμη δεν το έμαθες; Εσύ μόνο δυο λέξεις θα λες, “ευλόγησον” και “να ‘ναι ευλογημένο”. Σιωπούσα. Γινόταν στραβά. Κάναμε παράθυρα για την Εκκλησία με μπαλώματα. Αν ρωτούσαν οι πατέρες, εγώ σιωπούσα· αυτός ήταν και στην σύναξη και αν ήθελε, μπορούσε να ομολογήσει την αλήθεια. Διαφορετικά έβαζα καμμιά δραχμή στην άκρη (δηλαδή αποταμίευα μισθό πνευματικό). Έκανα αιμοπτύσεις και φώναζε: “Τι κάνεις εκεί; Δούλευε. Εσύ έτσι θα πεθάνεις”.
Όταν χειροτέρεψε η κατάσταση, είπε ο γιατρός να μείνω οπωσδήποτε δυο μήνες στο νοσοκομείο της Μονής. Ήρθε εκεί με φωνές: “Γρήγορα να ‘ρθης κάτω, δεν έχεις τίποτε”. Έκανα υπακοή και ξεκίνησα να πάω στο βουνό, για να κόψουμε καστανιές, να τις τετραγωνίσουμε. Πήρα ένα απόμερο μονοπάτι. Δεν πήγα από τον δρόμο, για να μη με δουν οι πατέρες και εκτεθεί ο γέρο-Ι. Στον δρόμο άνοιξαν οι αρτηρίες και ξέσπασε αιμορραγία, γι’ αυτό αναγκάστηκα να επιστρέψω. Μετά ήρθε στο νοσοκομείο και με ρώτησε αυστηρά: “Γιατί δεν ήρθες;”.
Δεν έκανα κανένα λογισμό για τον αδελφό. Σκεφτόμουν ότι ο Θεός τα επιτρέπει από αγάπη, για να ξεπληρώσω καμμιά αμαρτία. Όταν ήμουν στον κόσμο, ο Θεός μου ‘χε δώσει ένα χάρισμα, να γίνω καλός μαραγκός. Έρχονταν σε μένα οι άνθρωποι και χωρίς να το επιδιώκω, γινόμουν αίτιος να παίρνω την δουλειά από τους άλλους. Όλοι έτρεχαν σε μένα και οι οικογενειάρχες έμεναν χωρίς δουλειά. Για να αποφύγω, τους έλεγα “θ’ αργήσω, έχω πολλές παραγγελίες”, κ.ά., αλλά αυτοί δεν έφευγαν. “Θα περιμένουμε”, έλεγαν. Έτσι τώρα ξεπληρώνω αμαρτίες. Τελικά, επειδή τόσο ωφελήθηκα από αυτόν τον αδελφό, τον οικονόμησε ο καλός Θεός. Δεν έβλεπε καθόλου, ταπεινώθηκε σε όλους και σώθηκε. Με έκανε να φτύσω αίμα, αλλά με έκανε άνθρωπο».
Ο άγιοι Πατέρες έκριναν την υπακοή ως ομολογία. Αλλά για τον π. Αβέρκιο η υπακοή ήταν μαρτυρική, αιματηρή. Και μάλιστα όχι στον Ηγούμενο, αλλά σε έναν παλαιότερο μοναχό. Τα υπέμεινε όλα με χαρά και υπομονή.
Όταν οι προϊστάμενοι έβλεπαν τα παράθυρα λειψά και του έκαναν παρατηρήσεις, δεν εδικαιολογείτο λέγοντας ότι έτσι του είπε ο γερο-Ι., αλλά σιωπούσε και υπέμενε τις άδικες κατηγορίες σαν να έφταιγε. Έπειτα αποκάλυψε ο καλός Θεός την αλήθεια και κατάλαβαν οι προϊστάμενοι τι συνέβαινε και θαύμασαν την αρετή του αρχαρίου.
Στο νοσοκομείο ο καλός νοσοκόμος, για να τον δυναμώσει λίγο, του έδινε να τρώει καρύδια με μέλι. Εκεί ο π. Αβέρκιος στενοχωριόταν που ήταν στο κρεβάτι και δεν μπορούσε να βοηθήσει «τους κοπιώντας πατέρας και αδελφούς». Ο νοσοκόμος τού είπε: «Εάν κάνεις κομποσχοίνι, αυτό αξίζει περισσότερο. Ο Θεός θα δώσει δύναμη στους πατέρες και θα στείλει και ευλογίες στο Μοναστήρι». Έτσι με φιλότιμο κοπίαζε προσευχόμενος για όλους τους αδελφούς.
Όταν κάπως ανέρρωσε, του έδωσε ευλογία ο Ηγούμενος να έχει ένα μπρίκι στο κελλί του να πίνει κανένα ζεστό ρόφημα, για να συνέλθει. Αναζητώντας καμινέτο στους πατέρες συγκινήθηκε πολύ, που δεν βρήκε σε κανέναν. Αφού με δυσκολία εξοικονόμησε και έκανε μια-δυο φορές ζεστό στο κελλί του, υστέρα τον πείραξε ο λογισμός του. Πέταξε το μπρίκι, που ήταν ένα κονσερβοκούτι, από το παράθυρο στην θάλασσα και ανέθεσε την υγεία και ολόκληρο τον εαυτό του στον Θεό.
Επίσκεψη της θείας χάριτος
Την τραχύτητα της ασκήσεως ήρθε να γλυκάνει ένα πρωτόγνωρο γεγονός, η επίσκεψη της θείας χάριτος. «Όταν είχαν σωθεί τελείως οι μπαταρίες (δηλ. εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις)», διηγήθηκε, «έζησα ένα γεγονός: Μια νύχτα, ενώ προσευχόμουν όρθιος, ένιωσα κάτι να κατεβαίνει από πάνω και να με περιλούζει ολόκληρο. Αισθανόμουν μια αγαλλίαση και τα μάτια μου έγιναν δύο βρύσες που έτρεχαν συνέχεια δάκρυα. Έβλεπα και ζούσα αισθητά την χάρη. Μέχρι τότε, συγκινήσεις και τέτοια είχα αισθανθεί πολλές φορές, αλλά τέτοιο πράγμα πρώτη φορά μου συνέβη. Ήταν τόσο δυνατό πνευματικά αυτό το γεγονός, ώστε με στήριξε και κράτησε για δέκα περίπου χρόνια, μέχρι που αργότερα στο Σινά έζησα μεγαλύτερες καταστάσεις με άλλον τρόπο».
Αναχώρηση για ησυχία
Όταν ο π. Αβέρκιος προσήλθε στο Μοναστήρι, παρακάλεσε τον Ηγούμενο να μείνει για ένα χρονικό διάστημα και έπειτα να του δώσει ευλογία για την ησυχία και αυτός το δέχθηκε. Ωφελήθηκε βέβαια πολύ από όλους τους πατέρες και έβαλε καλό θεμέλιο σε εκείνο το πολύαθλο κοινόβιο, αλλά και ο πόθος του για την ησυχαστική ζωή γινόταν εντονότερος. Όταν προσευχόταν, ο νους του ηρπάζετο σε θεωρία. Η καρδιά του ήταν πυρωμένη «τοις άνθραξι τοις ερημικοίς» και αισθανόταν το κάλεσμα της ερήμου.
Έλαβε ευλογία να αναχωρήσει από την Μονή για λόγους ησυχίας. Άφησε στο Μοναστήρι κόπους και διακονία, αίματα και ιδρώτες και εξήλθε με την ελπίδα στον Θεό και στην Παναγία, για να τον οδηγήσουν «εν γη ερήμω».
Πρώτα πήγε και προσκύνησε την εικόνα της Πορταϊτίσσης στην Ιβήρων. Αλλοιώθηκε η μορφή της Παναγίας! Έγινε πολύ γλυκειά! Από αυτό πληροφορήθηκε ότι είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού η αναχώρησή του.
Δ. Ο όσιος γέρων Παΐσιος και οι εξωεκκλησιαστικοί παλαιοημερολογίτες
Από το βιβλίο «Βίος γέροντος Παϊσίου του Aγιορείτου», Ιερομονάχου π. Ισαάκ (σελ. 691-696).
Ένα θέμα που απασχόλησε τον Γέροντα Παΐσιο, ήταν το θέμα του ημερολογίου. Πονούσε για το χωρισμό και προσευχόταν. Λυπόταν για τις παρατάξεις των παλαιοημερολογιτών που είναι ξεκομμένες σαν τα κλήματα από την Άμπελο, και δεν έχουν κοινωνία με τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και τις κατά τόπους αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Μερικές τέτοιες ενορίες στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη ενώθηκαν καθ’ υπόδειξή του με την Εκκλησία, κρατώντας το παλαιό ημερολόγιο.
Έλεγε, λοιπόν ο Γέροντας: «Καλό ήταν να μην υπήρχε αυτή η εορτολογική διαφορά, αλλά δεν είναι θέμα πίστεως». Στις ενστάσεις ότι το νέο ημερολόγιο το έκανε Πάπας, απαντούσε: «Το νέο ημερολόγιο το έκανε Πάπας και το παλιό ειδωλολάτρης», εννοώντας τον Ιούλιο Καίσαρα. Για να φανεί καλύτερα η τοποθέτηση του Γέροντα στο θέμα του ημερολογίου, παρατίθεται στη συνέχεια μια σχετική μαρτυρία:
Ορθόδοξος Έλληνας με την οικογένειά του ζούσε χρόνια στην Αμερική. Είχε όμως σοβαρό πρόβλημα. Ο ίδιος ήταν ζηλωτής (παλαιοημερολογίτης), ενώ η γυναίκα και τα παιδιά του ήταν με το νέο ημερολόγιο. «Δεν μπορούσαμε να γιορτάσουμε μια γιορτή σαν οικογένεια μαζί», έλεγε. «Αυτοί είχαν Χριστούγεννα, εγώ του Αγίου Σπυρίδωνος. Εγώ Χριστούγεννα, αυτοί του Αϊ-Γιαννιού. Και αυτό ήταν το λιγότερο. Το χειρότερο ήταν το να ξέρεις, όπως μας δίδασκαν, ότι οι νεοημερολογίτες είναι αιρετικοί και θα κολασθούν. Μικρό πράγμα είναι να ακούς συνέχεια ότι η γυναίκα σου και τα παιδιά σου πρόδωσαν την πίστη τους, πήγαν με τον Πάπα, τα μυστήριά τους δεν έχουν χάρη, κ.ά.π. Ώρες συζητούσαμε με τη γυναίκα μου, αλλά άκρη δε βρίσκαμε.
Για να πω την αλήθεια, κάτι δε μου άρεσε και στους παλαιοημερολογίτες. Ιδίως όταν έρχονταν κάποιοι δεσποτάδες και μας μιλούσαν. Δεν μιλούσαν με αγάπη και με πόνο για τους «πλανεμένους» (όπως τους θεωρούσαν) νεοημερολογίτες. Αλλά θαρρείς πως είχαν ένα μίσος και χαίρονταν, όταν έλεγαν ότι θα κολασθούν. Ήταν πολύ φανατικοί. Όταν τελείωνε η ομιλία τους, ένιωθα μέσα μου μια ταραχή. Έχανα την ειρήνη μου. Όμως, ούτε σκέψη να φύγω από την «παράδοσή μας». Πήγαινα να σκάσω. Σίγουρα θα πάθαινα κάτι από τη στενοχώρια.
Σ’ ένα ταξίδι μου στην Ελλάδα, είπα τον προβληματισμό μου στον ξάδερφό μου Γιάννη. Εκείνος μου μίλησε για κάποιον γέροντα Παΐσιο. Αποφασίσαμε να πάμε στο Άγιον Όρος, για να τον συναντήσω. Φθάσαμε στην «Παναγούδα». Ο Γέροντας μάς κέρασε με γελαστό πρόσωπο και με έβαλε να καθήσω δίπλα του. Τα είχα χαμένα. Ένιωθα, όπως μου συμπεριφερόταν, σαν να με γνώριζε από καιρό, σα να ήξερε τα πάντα για μένα. «Πώς τα πας με τ’ αυτοκίνητα εκεί στην Αμερική;» Ήταν η πρώτη κουβέντα του. Σάστισα. Ξέχασα να αναφέρω πως η δουλειά μου ήταν στους χώρους σταθμεύσεως αυτοκινήτων και φυσικά όλο με αυτοκίνητα ασχολούμουν.
«Καλά τα πάω», ήταν το μόνο που μπόρεσα να ψελλίσω, κοιτώντας σαν χαμένος το Γέροντα. «Πόσες Εκκλησίες έχετε εκεί που μένεις»; «Τέσσερις», απάντησα και δεύτερο κύμα έκπληξης με κατέλαβε. «Με το παλιό ή με το νέο»; Ήρθε ο τρίτος κεραυνός, που όμως, αντί να μεγαλώσει τη σαστιμάρα μου, κάπως με εξοικείωσε, με …προσγείωσε, θα έλεγα, με το χάρισμα του Γέροντα. «Δυο με το παλιό και δυο με το νέο», του αποκρίθηκα. «Εσύ πού πας»; «Εγώ με το παλιό και η γυναίκα μου με το νέο», απάντησα. «Κοίτα. Να πας κι εσύ εκεί που πηγαίνει και η γυναίκα σου», μου είπε με μια αυθεντικότητα, και ετοιμαζόταν να μου δώσει εξηγήσεις. Αλλά για μένα το θέμα είχε τελειώσει. Δεν χρειαζόμουν εξηγήσεις και επιχειρήματα. Κάτι το ανεξήγητο συνέβη μέσα μου, κάτι το θεϊκό. Ένα βάρος έφυγε και τινάχτηκε μακριά μου. Όλα τα επιχειρήματα και όλες οι απειλές και οι αφορισμοί για τους νεοημερολογίτες, που χρόνια άκουγα, εξανεμίστηκαν. Ένιωθα τη χάρη του Θεού, που μέσω του Αγίου του δρούσε επάνω μου και με πλημμύριζε με μια ειρήνη που χρόνια αναζητούσα. Η κατάσταση που ζούσα θα εκδηλώθηκε στο πρόσωπό του…
Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι αυτό μάλλον έκανε τον Γέροντα να σταματήσει για λίγο. Αλλά έπειτα συνέχισε με μερικές εξηγήσεις. Ίσως για να τις λέω σε άλλους. Ίσως και για να τις χρησιμοποιήσω για τον εαυτό μου σε καιρό πειρασμού, όταν θα περνούσε εκείνη η ουράνια κατάσταση.
«Και εμείς βέβαια εδώ στο Άγιον Όρος με το παλιό πάμε. Αλλά είναι άλλη περίπτωση. Είμαστε ενωμένοι με την Εκκλησία, με όλα τα Πατριαρχεία, και μ’ αυτά που έχουν το νέο ημερολόγιο και μ’ αυτά που έχουν το παλιό ημερολόγιο. Αναγνωρίζουμε τα μυστήριά τους και αυτοί τα δικά μας. Οι ιερείς τους συλλειτουργούν με τους ιερείς μας. Ενώ αυτοί οι καημένοι (δηλ. οι παλαιοημερολογίτες) ξεκόπηκαν. Οι περισσότεροι και ευλάβεια έχουν και ακρίβεια και αγωνιστικότητα και ζήλο Θεού. Μόνο που είναι αδιάκριτος, «ου κατ’ επίγνωσιν». Άλλοι από απλότητα, άλλοι από αμάθεια, άλλοι από εγωισμό, παρασύρθηκαν. Θεώρησαν τις 13 μέρες θέμα δογματικό και όλους εμάς πλανεμένους και έφυγαν από την Εκκλησία. Δεν έχουν κοινωνία ούτε με τα Πατριαρχεία και τις Εκκλησίες που πάνε με το νέο, αλλά ούτε και με τα Πατριαρχεία και τις Εκκλησίες που πάνε με το παλιό, γιατί δήθεν μολύνθηκαν από την επικοινωνία με τους νεοημερολογίτες. Και όχι μόνον αυτό. Και αυτοί οι λίγοι που έμειναν, έγιναν, δεν ξέρω και εγώ, πόσα κομμάτια. Και όλο και κομματιάζονται και αλληλοαναθεματίζονται και αλληλοαφορίζονται και αλληλοκαθαιρούνται. Δεν ξέρεις πόσο έχω πονέσει και πόσο έχω προσευχηθεί γι’ αυτό το θέμα. Χρειάζεται να τους αγαπάμε και να τους πονάμε και όχι να τους κατακρίνουμε, και πιο πολύ να προσευχόμαστε γι’ αυτούς να τους φωτίσει ο Θεός, και αν τύχει καμιά φορά και μας ζητήσει κανείς με καλή διάθεση βοήθεια, να λέμε καμμιά κουβέντα».
Πέρασαν πάνω από πέντε χρόνια από την κοίμηση του Γέροντα. Ο κ. Χ. ήλθε στην «Παναγούδα» να ευχαριστήσει τον Γέροντα, γιατί έκτοτε βρήκε την πνευματική, αλλά και την οικογενειακή του σωτηρία και με δάκρυα στα μάτια διηγήθηκε τα ανωτέρω.
Με την αγάπη, την προσευχή και την διάκρισή του, γνώριζε πότε να μιλά, πώς να ενεργεί και να βοηθά αθόρυβα τη μητέρα Εκκλησία, αποφεύγοντας τα άκρα και θεραπεύοντας πληγές που ταλαιπωρούν το σώμα της Εκκλησίας και σκανδαλίζουν τους πιστούς.