Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, που σαρκώθηκε, ως τέλειος άνθρωπος, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, και ως Θεάνθρωπος, με το Πάθος και την Ανάστασή του έσωσε το ανθρώπινο γένος από την αμαρτία, τη φθορά και τον πνευματικό θάνατο. Το νόημα της Σωτηρίας αυτής "δεν ήταν άλλο από το ότι η στενή κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου αποκαταστάθηκε"[1]. Κορυφαίο γεγονός στο λυτρωτικό έργο του Χριστού είναι η Ανάσταση Του, χωρίς την οποία ακυρώνεται η χριστιανική πίστη εξ ολοκλήρου: "ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών" (Α’ Κορ. 15:14)[2].
Ο Ιησούς Χριστός
- Το ελληνικό όνομα Ιησούς (λατ.:Jesus) αποδίδει το εβραϊκό Jeshua, συντετμημένη μορφή του ονόματος Jehoshua. H λέξη αυτή αποτελείται από το θείο όνομα Yahweh (Γιαχβέ) στη συντομευμένη μορφή του Yah–Yeho και από το shua, και συνολικά σημαίνει "ο Γιαχβέ είναι σωτηρία".
- Ο όρος Χριστός προέρχεται από το χρίω, και είναι αντίστοιχος προς το εβραϊκό Masiah (Μεσσίας), με έννοια, γενικά, της χρίσεως κάποιου για υψηλό θρησκευτικο-κοινωνικό λειτούργημα: ιερέα, προφήτη ή βασιλέα[3].
Στην Παλαιά Διαθήκη
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός προεξαγγέλεται στην Παλαιά Διαθήκη από τους Προφήτες, ως Μεσσίας Χριστός, υιός Δαβίδ και Υιός ανθρώπου, κεχρισμένος Προφήτης, Βασιλέας και Αιώνιος Αρχιερέας, τονίζεται η θεία καταγωγή του και το μέγιστο έργο της σωτηρίας πάντων των ανθρώπων. Στις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Χριστός, ως άσαρκος Λόγος, φανερώνει την Αγία Τριάδα[5] και για τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Ιησούς Χριστός είναι Γιαχβέ[6], ταυτόχρονα είναι ο[7] ή ακριβέστερα "ο Ιησούς Χριστός είνε ο Γιαχβέ Υιός"[8] ή αλλιώς ο Γιαχβέ-Λόγος[9], δηλ. "ο Χριστός είναι Γιαχβέ και αυτός, ως ο Πατήρ του"[10]. Γιαχβέ
Στην Καινή Διαθήκη
Παρουσιάζεται στην Καινή Διαθήκη ως έχων το θείο μεγαλείο του Λυτρωτή και κηρύσσεται από τον ίδιο τον Πατέρα ως ο Υιός αυτού ο αγαπητός, τοποθετείται υπεράνω του Μωϋσή και του Ηλία, προσφωνείται από τον Δαβίδ Κύριος, εμφανίζεται υπεράνω των Προφητών και των Αγγέλων, ως υπέρτατος Νομοθέτης και Κριτής, κάτοχος υψίστων εξουσιών. Ζητά οι οπαδοί του να βαπτίζονται στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Βεβαιώνει ότι γνωρίζει τον Πατέρα και ο Πατέρας γνωρίζει Εκείνον και προαναγγέλλει ότι θα έλθη καθήμενος εκ δεξιών του Θεού. Αυτός είναι "ο μονογενής Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός", ο "ελθών εκ του ουρανού εις την γην" και συγχρόνως "ων εν τω ουρανώ" "πριν Αβραάμ γενέσθαι". Αυτός και ο Πατέρας είναι ένα. Όπως βεβαιώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο Υιός υπήρχε πριν γίνει ο κόσμος, ως ο συναΐδιος του Πατρός Λόγος και ως Θεός τέλειος, ως το Α καί τό Ω, ως η αρχή και το τέλος του παντός.
Ο Απόστολος Παύλος Τον χαρακτηρίζει ως τον όντα επί πάντων Θεόν, ως τον πρωτότοκο, τον γεννηθέντα από τον Πατέρα προ πάσης της κτίσεως, ως εν μορφή Θεού υπάρχοντα και κενώσαντα εαυτόν, ώστε να εισέλθει στο πεδίο της ζωής και να λάβει μορφή δούλου, ως Εκείνον που εξαγόρασε με το αίμα Του, αίμα Θεού, την Εκκλησία, και ως εκείνον που μέσω αυτού τα πάντα δημιουργήθηκαν.
Στην Ιερά Παράδοση
Όλη η αλήθεια για τον Χριστό, την οποία μαρτύρησε και ομολόγησε και ο ίδιος έχοντας πλήρη συνείδηση αυτής, διακηρύχθηκε από τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, κληροδοτήθηκε στην Εκκλησία εξ αρχής και μεταδόθηκε μέσω των Αγίων, των Μαρτύρων, των Αποστολικών Πατέρων, των Απολογητών και των επόμενων εκκλησιαστικών συγγραφέων και Πατέρων. Έτσι, "σύμπασα η αρχαία Εκκλησία", η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ομολογεί και κηρύττει διαμέσου των αιώνων και χωρίς διακοπή, Ιησού Χριστό Υιό του Θεού Μονογενή, ομοούσιο και συναΐδιο του Πατρός, πολύ πριν από την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας. Και αυτό συμβαίνει επειδή "ό,τι υπάρχει ως αλήθεια στην Εκκλησία""από τον Α’ αιώνα μέχρι σήμερα", αφού "κάθε αποκεκαλυμμένη διδασκαλία είναι έργο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου", σωτηρία που "συντελείται αυθεντικά σε όλες τις εποχές". Άρα δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε ότι η πίστη της Εκκλησίας υπόκειται σε οποιαδήποτε βελτίωση ή αύξηση με την πάροδο του χρόνου ή ότι με το πέρασμα του χρόνου "προστίθενται και νέαι αλήθειαι μη υπάρχουσαι πρότερον εν τη Εκκλησία"[11], και κατά συνέπεια, κάθε δογματική διατύπωση και διδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων "…ουχί μεταβολή εστίν εκ του χείρονος προς το βέλτιον, αλλά συμπλήρωσις του λείποντος κατά την προσθήκην της γνώσεως"[12]. Για παράδειγμα, "η λέξις «ομοούσιος» δεν υπάρχει εις την Αγίαν Γραφήν ούτε εις τας πρώτας ομολογίας πίστεως. Ποίος όμως δύναται να ισχυρισθή ότι η πρώτη Εκκλησία αμφέβαλλε περί της θεότητος του Κυρίου; Ο Μέγας Αθανάσιος εις το «Περί της εν Νικαία Συνόδου» έργον του αναγράφει: «εγώ μεν γαρ την αιτίαν και την διάνοιαν, καθ’ ην η σύνοδος το εκ της ουσίας και το ομοούσιον συμφώνως τοις εκ των Γραφών και του Σωτήρος ειρημένοις και όσοι πρό αυτών εξέθεντο πατέρες και έγραψαν διηγησάμην» (ΒΕΠ 31, 169)"[13]. υφίσταται ίδιο και απαράλαχτο