Μέ τό μικρό βενζινόπλοιο πού κάνει τήν τακτική συγκοινωνία από τή Μεγίστη Λαύρα ώς τή Δάφνη, παραπλέουμε τό νότιο άκρο τού Άθω. Στό σημείο αυτό, η χερσόνησος απότομα αλλάζει σχήμα. Η ήπια, καταπράσινη βουνοσειρά της ξεπετιέται στά ύψη, σχηματίζοντας ένα θεώρατο λίθινο κώνο πού πλησιάζει τίς δυό χιλ. μέτρα. Πρός τή θάλασσα, τό έδαφος γίνεται απόκρημνο, αιχμηρό, επικίνδυνο καί γιά τούς πεζοπόρους καί γιά τά πλοιάρια, άν ο καιρός είναι κακός. Είναι μιά διαδοχή από άβατες, σχεδόν κάθετες πλαγιές καί από σκισμάδες βράχων πού κρύβουν σπήλαια απλησίαστα.
Τήν τελευταία ήμερη εικόνα πού αντικρύζουμε μάς τή δίνουν τά ονομαστά Καυσοκαλύβια, χτισμένα σ’ ένα φυσικό αμφιθέατρο, απάνω από τή θάλασσα. Τή μεγάλη αυτή σκήτη τήν αποτελούν καμιά σαρανταριά οικήματα, τριγυρισμένα από περιβόλια, πού ζώνουν τόν κεντρικό της ναό. Η περιοχή έχει νερό καί αρκετή πρασινάδα πού τής δίνει τήν όψη ενός ειδυλλιακού χωριού.
Πέρα απ’ εκεί, τό τοπίο αγριεύει ολότελα. Τά βραχώδη κράσπεδα τού μεγάλου βουνού προβάλλουν ολοένα πιό ψηλά. Η φυτεία αραιώνει, ο τόπος είναι άνυδρος, απροσπέλαστος, απωθεί κάθε ζωή. Μονάχα μερικοί θάμνοι, μερικά αγριόδεντρα προσθέτουν εδώ κι εκεί λίγο πράσινο στίς σκληρές, πέτρινες επιφάνειες. Καθώς ατενίζει κανείς, από τό πέλαγος, τό θέαμα πού συνθέτουν οι φοβεροί βράχοι καί τά βάραθρα, έχει τήν εντύπωση ότι δέν είναι δυνατό νά κινηθούν άνθρωποι σ’αυτά τά μέρη. Είναι η λεγόμενη Έρημος τού Αγίου Όρους, η μοναδική γωνιά τής γής όπου συνεχίζεται η παλαιοχριστιανική παράδοση τών ερημιτών τής Αιγύπτου, τού Σινά, τής Παλαιστίνης.
Εκεί καταφεύγουν καί απομονώνονται οι μοναχοί τών άκρων, καθώς θά λέγαμε μέ τήν κοσμική μας ορολογία οι «εξτρεμιστές», οι πιό αδιάλλακτοι, οι απόλυτοι, εκείνοι πού θεωρούν ότι ακόμα καί τού μοναστηριού η ζωή είναι μιά παραχώρηση στήν κοινωνικότητα, μιά αδυναμία, ένας συμβιβασμός. Μέσα στήν τέλεια Ησυχία, στήν όσο τό δυνατό πιό ολοκληρωτική απογύμνωσή τους από τίς ανάγκες τής υλικής ύπαρξης κι από τίς φροντίδες τού κόσμου, αγωνίζονται νά συλλάβουν καί νά ζήσουν τό πνεύμα στήν πιό άδολη ουσία του, στά τελευταία σύνορα, στίς εσχατιές τού «ενθάδε» πρός τό «επέκεινα». Διατύπωσα παραπάνω τήν άποψη ότι τό Άγιον Όρος είναι μιά μεταφυσική εμπροσθοφυλακή τής Ορθοδοξίας. Η έρημος είναι η εμπροσθοφυλακή τής εμπροσθοφυλακής.
Φτάνουμε στό Νυμφαίο ακρωτήριο, τήν τελευταία νότια αιχμή τής χερσονήσου. Εκεί μάς περιμένει τό πιό ονομαστό, τό πιό θρυλικό σημείο τής Ερήμου, πού παλαιότεροι συγγραφείς τό έλεγαν τό «φρικτόν», τό «φρικαλέον» Καρούλι. Είναι ένας πανύψηλος βράχος, σωστό πέτρινο βουνό, στημένο απόκρημνα απάνω στή θάλασσα. Στίς σπηλιές του καί στίς προεξοχές του βρίσκονται χτισμένα αρκετά μικρά καλύβια, σέ απόσταση τό ένα από τό άλλο. Οι ταξιδιώτες τά παρομοίασαν μέ φωλιές γλάρων, κοράκων ή γυπαετών. Φαίνονται πολύ δυσπρόσιτα καί λέγεται ότι οι ερημίτες πού τά κατοικούν επικοινωνούν μέ τόν έξω κόσμο κατεβάζοντας μέ καρούλι ένα καλάθι ως τή θάλασσα. Από τούτο τό πρωτόγονο μηχάνημα πήρε τό όνομά της η περιοχή. Τή σκηνή αυτή δέν τήν είδα, πιστεύω όμως πώς, όταν χαλνά ο καιρός, κάθε κίνηση στό στενό χείλος τών γκρεμνών θά είναι πολύ επικίνδυνη κι η απομόνωση τών ασκητών θά είναι σχεδόν απόλυτη.
Πώς περνούν τή ζωή τους; αναρωτιέται κανείς. Η κυριότερη απασχόλησή τους είναι η προσευχή, τό αδιάκοπο τέντωμα τής ψυχής πρός τόν υπέρτατο σκοπό πού έχουν τάξει στόν εαυτό τους. Η υλική τους ζωή έχει περιοριστεί στό ελαχιστότατο όριο πού μπορεί η διάνοια νά συλλάβει. Ένα τριμμένο ράσο, ένα σκεπασμένο μέρος γιά νά κοιμούνται, ξεροί καρποί καί κανένα παξιμάδι γιά νά μήν πεθάνουν τής πείνας, ίσως τό καλοκαίρι κανένα λαχανικό, κανένα νωπό φρούτο: μ’ αυτά συντηρούνται. Νερό συνάζουν από τή βροχή, όταν βρέξει. Γιά νά προμηθευτούν τή στοιχειώδη τροφή τους, ασκούν μερικές χειροτεχνίες. Πλέκουν καλάθια, κατασκευάζουν κομπολόγια, ξύλινους σταυρούς κι άλλα μικρά αντικείμενα πού τά πηγαίνουν, σέ αραιά διαστήματα, καί τά πουλούν ή τά ανταλλάσσουν μέ τρόφιμα στή Δάφνη ή σέ κανένα μοναστήρι.
Μιά μικρή προβλήτα, καινούργιο απόκτημα τού τόπου, επιτρέπει σήμερα στά πλοιάρια ν’ αράξουν κάτω από τά Καρούλια, χωρίς δυσκολία. Ένα μονοπάτι σέ κορδέλες ανεβαίνει στήν κορυφή τού βράχου, από τή μιά πλευρά του. Από τήν άλλη δέν υπάρχει καμιά ομαλή διάβαση. Στό μέρος εκείνο οι ερημίτες όταν αποφασίσουν νά αφήσουν τά ησυχαστήριά τους, πηγαινοέρχονται από ανεμόσκαλες ή πιασμένοι από αλυσίδες, σέ γλιστερά περάσματα, απάνω από αβύσσους. Ψηλότερα από τά Καρούλια, βρίσκονται τά Κατουνάκια, σέ μιά ορεινή περιοχή τής Ερήμου κάπως ομαλότερη. Εκεί πρόκειται νά φιλοξενηθούμε, στόν αγιογραφικό οίκο τών Δανιηλαίων, σέ ύψος, καθώς μού λένε, απάνω από τριακόσια πενήντα μέτρα.
Ο φίλος μας ο πολιτικός διοικητής έχει οργανώσει τή μετακίνησή μας μέ πολλή μεθοδικότητα, αλλιώς, βέβαια, δέν θά είταν εύκολο νά τραβήξουμε στήν τύχη, σ’ αυτά τά άγρια μέρη. Τά Κατουνάκια έχουν ειδοποιηθεί. Ο πατήρ Γερόντιος, από τούς προϊσταμένους τού αγιογραφικού οίκου, μεσόκοπος, ζωντανός καί ανοιχτόκαρδος μοναχός, βρίσκεται στήν προβλήτα τών Καρουλιών καί μάς περιμένει. Έφερε κι ένα μουλάρι γιά νά σηκώσει τίς αποσκευές μας. Παίρνουμε σιγά-σιγά τόν ανήφορο, γεμάτο πέτρες κοφτερές πού κυλούν κάτω από τά πόδια μας, ενώ ο συνοδός μας μιλά γιά τή ζωή τών ερημιτών.
— Εδώ λίγο παραπάνω, μάς λέει, ασκητεύει ένας Ρώσος μοναχός, ένας πρίγκιπας τής παλαιάς Ρωσίας. Μεγάλος θεολόγος, ονομαστός. Μά δέν μιλά ελληνικά. Άν ξέρετε ξένες γλώσσες, μπορούμε νά δοκιμάσουμε νά τόν δούμε.
Ναί, έχουμε ακούσει αρκετά γιά τόν πατέρα Νίκωνα, τό Ρώσο πρίγκιπα τών Καρουλιών. Ο πατήρ Παύλος, στή Μεγίστη Λαύρα, μάς σύστησε θερμά νά τόν πλησιάσουμε. Θά θέλαμε πολύ νά τόν συναντήσουμε, άν είχε διάθεση νά μάς δεχτεί.
– Θά προσπαθήσω, λέει ο πατήρ Γερόντιος. Είναι πολύ γέρος καί αποφεύγει τίς συζητήσεις.
– Πώς ζεί; ρωτούμε.
-Έχει έναν παραγιό πού τού μπλέκει καλάθια. Ρώσος κι αυτός, μά έμαθε ελληνικά καί τού κάνει καί τό διερμηνέα. Πουλούν τά καλάθια καί πορεύονται. Ο Νίκων βρίσκεται εδώ καμιά τριανταριά χρόνια, ίσως καί περισσότερα. Είταν αξιωματικός στό στρατό τού Τσάρου. Ταξίδεψε πολύ, γνώρισε καλά τόν κόσμο. Λένε πώς έχει συγγένεια μέ βασιλιάδες.
Σταματούμε εμπρός σ’ ένα περιφραγμένο πεζούλι όπου βρίσκεται ένα ταπεινό κελλί. Ο πατήρ Γερόντιος μάς συστήνει νά περιμένουμε απ’ έξω καί μπαίνει νά ζητήσει τήν άδεια νά παρουσιαστούμε. Επιστρέφει σέ λίγο καί μάς λέει ότι ο πατήρ Νίκων θά μάς δεχτεί, αλλά στό πόδι. Δέν θά μάς βάλει νά καθήσουμε γιατί δέν θέλει νά μάς κρατήσει πολλή ώρα.
Προχωρούμε σ’ ένα μισοσκότεινο καμαράκι όπου ο παραγιός, καθισμένος χάμω, μπλέκει τά καλάθια του. Είναι μορφή Ρώσου καλογέου κλασική, θά έλεγα, μέ καστανόξανθα γένια, βλέμμα ανοιχτό κι εκείνον τόν απροσδιόριστο σλαβικό αέρα πού περιέχει ζωική ορμή καί μυστικοπάθεια, ανθρωπιά απέραντη καί καταστροφή. Μάς χαμογελά καί συνεχίζει τή δουλειά του. Από ένα διπλανό δωμάτιο, προβάλλει ο πατήρ Nίκων, χαμογελαστός κι αυτός καί μάς χαιρετά.
Είναι ίσιος, μάλλον υψηλός, μέ λίγα άσπρα γένια. Δέν φαίνεται καθόλου κουρασμένος, ούτε σωματικά ούτε διανοητικά, παρά τή μεγάλη του ηλικία. Τουναντίο, βαδίζει μέ άνεση καί τό βλέμμα του σπιθοβολεί, ολοζώντανο. Έχει μιά γοητεία παράξενη, πολύ ισχυρή, πού κατακτά από τήν πρώτη στιγμή τό συνομιλητή του. Η όψη του υποβάλλει μιά βαθιά, άδολη, πολυδουλεμένη καί πολύ έμπειρη πνευματικότητα, μιά ήρεμη εγκαρτέρηση, μιά αδιατάρακτη εσωτερική γαλήνη καί, μαζί, μιάν εξαίρετη ευγένεια καταγωγής καί ήθους, μιά πολύ μεγάλη αρχοντιά. Η παραμικρή του κίνηση αναδίνει μιά κομψότητα, μιά λεπτότητα, μιά χάρη πού δέν βρίσκονται πιά στή σημερινή κοινωνία καί πού μού φάνηκαν σάν επιβιώσεις ανακτορικές από έναν άλλον αιώνα.
Μάς μίλησε πρώτα αγγλικά, ύστερα η συζήτηση κύλησε αυθόρμητα στά γαλλικά. Μεταχειριζότανε καί τίς δύο γλώσσες τέλεια. Είπαμε μερικά πράματα γιά τό Άγιον Όρος, γιά τίς εντυπώσεις μας από τήν επίσκεψή μας.
— Εδώ μάς φυλάει η Παναγία, είπε. Μιλήσαμε λίγο καί γιά τόν κόσμο καί είδαμε πώς είταν ενήμερος γιά τή γενική κατάσταση τών πραγμάτων. Άφησε νά διαφανεί η απογοήτευσή του γιά τήν εξέλιξη τού πολιτισμού μας. Τού είπα ότι πιστεύω σέ μιά μελλοντική πνευματική αναγέννηση πού θά ακολουθήσει, μιά μέρα, τή σημερινή υποχώρηση τών αξιών τού πνεύματος. Πρόσθεσα, μάλιστα, ότι θεωρώ πιθανό, σέ μιά τέτοια ανόρθωση, νά παίξει μεγάλο ρόλο η πατρίδα του, η Ρωσία.
— Όχι, κύριε, αποκρίθηκε σιγανά, μ’ ένα ύφος γεμάτο κατανόηση καί επιείκεια, σάν νά ήξερε καλά τί εννοούσα καί σάν νά τό είχε ξεπεράσει από πολύν καιρό. Όχι, κύριε, δέν θά γίνει τέτοιο πράμα σέ τούτον τόν κόσμο, ούτε στήν πατρίδα μου ούτε αλλού.
Μέ κοίταξε στά μάτια μ’ έναν τρόπο σάν νά ήθελε νά μού δώσει μιάν είδηση πού θά έπρεπε νά τήν είχα υπ’ όψη μου. Δέν επέμενε όμως σ’ αυτό πού έλεγε, απλώς τό σημείωνε.
— Ζούμε τό τέλος τών καιρών, είπε.
Nous vivons la fin des temps.
Καί καθώς κόμπιαζα κάπως, μέ ρώτησε άν διάβασα τήν Αποκάλυψη. Ναί, τήν είχα διαβάσει.
— Εκεί τά βλέπετε όλα καθαρά, είπε. Κι αυτά πού γίνονται καί τά όσα θά συμβούν.
Προτού φύγουμε, τόν παρακαλέσαμε νά μάς ευλογήσει. Στάθηκε μιά στιγμή.
— Είστε ορθόδοξοι; ρώτησε.
— Ναί.
— Ώ τότε… είπε μέ μία κίνηση πού σήμαινε πώς, αφού είμασταν ορθόδοξοι, δέν υπήρχε δυσκολία σ’ αυτό πού τού ζητούσαμε.
Μάς ευλόγησε καί τού φιλήσαμε τό χέρι.
Σάν ξαναπήραμε τό μονοπάτι, ο πατήρ Γερόντιος μού ζήτησε νά τού μεταφράσω ελληνικά τή συζήτηση. Τού τά είπα όλα.
— Σωστά σάς μίλησε, είπε. Πολύ σωστά. Αυτά πιστεύουμε όλοι μας εδώ.
Στά πόδια μας τώρα χαίνει ο γκρεμνός τών Καρουλιών. Γιά νά μάς τονώσει στόν ανήφορο, ο συνοδός μας κόβει καί μάς προσφέρει κλωνάρια από μιάν ερημική, μεγάλη φασκομηλιά πού κανείς δέν ξέρει πώς ξεπετάχτηκε, σέ μιά στροφή τού μονοπατιού, από τούς βράχους. Τόσο έντονη ευωδιά δέν θυμούμαι νά αισθάνθηκα άλλη φορά από θάμνο. Είναι άραγε τό κλίμα πού τής δίνει τό χάρισμα νά αναδίνει τόσο άρωμα; Είναι μήπως η δύναμη πού πρέπει νά βάλει τό φυτό γιά νά μπορέσει νά υπάρξει καί νά φουντώσει μέσα στήν τόση ξηρότητα; Μέ θέλγει τόσο πού κρατώ τά φύλλα της ακατάπαυστα κοντά στό πρόσωπό μου.
Φτάσαμε στήν κορυφή τών Καρουλιών. Προχωρούμε λίγο ακόμα, από ένα κάπως ομαλότερο μονοπάτι, στίς υπώρειες τής μεγάλης κορυφής τού Άθω, καί βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα μεγαλόπρεπο τοπίο πού απλώνεται πλατιά στή νοτιοδυτική πλευρά τής χερσονήσου. Αλλεπάλληλες μεγάλες χαράδρες σκίζουν τό βουνό καί σχηματίζουν μιά σειρά βραχώδη παραπετάσματα πού κατεβαίνουν ώς τή θάλασσα. Αρκετά σκόρπια κελλιά βλέπουμε σέ πετρώδεις πλαγιές, ανάμεσα σέ άγριους θάμνους, πιό προσιτά όμως από κείνα τών Καρουλιών, σάν εξοχικά, απόμερα καλύβια γεωργών. Πρός τά απάνω είναι τά Κατουνάκια.
Τά ησυχαστήρια πού βλέπουμε σκορπισμένα στήν απέναντί μας πλαγιά αποτελούν τή Μικρή Αγία Άννα. Πέρα από άλλες χαράδρες απλώνεται αμφιθεατρικά η καθαυτό Αγία Άννα, μεγάλη σκήτη, ολόκληρο χωριό, σάν τά Καυσοκαλύβια, μέ πολλές οικοδομές καί φουντωμένα περιβόλια. Εκεί πιά η Έρημος έχει τελειώσει.
Αφήνουμε δίπλα μας ένα μικρό ελαιώνα, φυτεμένο σέ πεζούλια, περνούμε μιά αγροτική πόρτα, προχωρούμε κάτω από μιά κληματαριά. Βρισκόμαστε σ’ έναν ωραίο κήπο σάν ταράτσα πού αγναντεύει, από πολύ ψηλά, τή θάλασσα. Ο ήλιος βασιλεύει απέναντί μας, ολοπόρφυρος. Στεκόμαστε μερικά λεπτά μαγεμένοι από τή σιγή, από τά φλογερά χρώματα τού ουρανού, από τή δύναμη αυτής τής φύσης. Τελειότερο περίγυρο γιά ν’ αφοσιωθεί κανείς ολότελα στή ζωή τού πνεύματος δέν μπορώ νά φανταστώ. Ο νούς, εδώ, απορίχνει αυθόρμητα ό,τι περιττό καί μάταιο σέρνει μαζί του καί συγκεντρώνεται στά ουσιώδη.
Η έξαρση, σέ μιά τέτοια ατμόσφαιρα, πρέπει νά είναι συνηθισμένη κατάσταση, κανόνας ζωής. Ακούμε νερό νά κελαρύζει. Τό έφεραν πρόσφατα οι Δανιηλαίοι, από μακριά, στήν καρδιά τής Ερήμου, καί γλύκαναν κάπως τούτη τή γωνιά της. Είμαστε στόν περίβολο τού αγιογραφικού τους οίκου. Ο προϊστάμενός του, ο γέροντας Στέφανος, μάς περιμένει καί προχωρεί, ευγενικός καί γλυκομίλητος, νά μάς καλωσορίσει.