Σαν γερόντισσα στην ηλικία, παρότι έπασχε από ασθένειες, ουδέποτε απουσίασε από την εκκλησία. Διατηρούσαν μία συνήθεια οι νοικοκυρές να ασπάζωνται το χέρι των γερόντων και των χηρών και να τους βάζουν στο χέρι χρήματα. Κάποτε μ᾿ερώτησε, αν είναι καλό αυτό που κάνει δηλαδή, να παίρνη χρήματα.
Μού έλεγε: “Ποτέ δεν εξοδεύω αυτά τα χρήματα για μένα, αλλά αγοράζω με αυτά κεριά και τα ανάβω μπροστά στην Κυρία Θεοτόκο· και στο σπίτι μου για κάθε φράγκο κάνω και από δέκα μετάνοιες, για την υγεία που μου έδωσε”.
Άλλη φορά ήθελα να μάθω τι ξέρει η μητέρα μου από την διδασκαλία της Εκκλησίας. Μού έλεγε τότε το Σύμβολο της Πίστεως, το Όνειρο της Παναγίας, την Επιστολή, τα οποία απήγγειλλε από στήθους. Επίσης ολόκληρα κείμενα από το Ιερό Ευαγγέλιο και τους Ψαλμούς. Μού έλεγε τον 49ον Ψαλμό. Εγνώριζε από στήθους πολλές προσευχές, τροπάρια, στιχηρά των εορτών, τα οποία εμάθαινε στην εκκλησία. Εθαύμασα για όλα αυτά διότι δεν μου είχε δώσει κάποια αίσθησι ότι τα εγνώριζε και τα κρατούσε μέσα της με πολλή αφοσίωσι.
Πάντοτε στην προσευχή. Πριν να βγούμε από το σπίτι, την εβλέπαμε αμέσως και επήγαινε στα εικονίσματα. Έκανε το σημείο του σταυρού, έκανε μερικές μετάνοιες και μετά άρχιζε τις δουλειές της. Το όνομα του Ιησού Χριστού και της Κυρίας Θεοτόκου τα έλεγε με πολλή ψυχική θερμότητα, με εμπιστοσύνη και ακλόνητη ελπίδα στην βοήθεια του Θεού.
Γιά τον θάνατό της ήτο προετοιμασμένη, πριν από πολύ καιρό. Το φόρεμά της για τον τάφο της, το σεντόνι για το φέρετρό της και ένα μάτσο κεριά τα είχε ετοιμάσει και τα κρατούσε στο σεντούκι της.
Μερικές εβδομάδες πριν από τον θάνατό της, πηγαίνοντας να την ιδώ ακόμη μια φορά, της έδωσα μία δεσμίδα κερί καθαρό, που μου το χάρισε ο π. Μακάριος. Της έδωσα μεγάλη χαρά γι᾿ αυτά. Τα έβαλε στο σεντούκι της και μ᾿ αυτή την ευκαιρία είδα τι είχε μέσα.
Επέρασε στην αιωνιότητα στις 4 Ιουλίου 1967, μετά από κάποια ολιγόμηνη ασθένεια.
Ακόμη, πριν από την νηστεία των Αγίων Αποστόλων-την χρονιά αυτή διαρκούσε μόνο τρεις ημέρες-εκάλεσε την αδελφή μου Γλυκερία: «Να καλέσης τον πάτερ Ιονίκα να με εξομολογήση και να με κοινωνήση».
Ενήστευσε τρεις ημέρες, εξωμολογήθηκε και κοινώνησε. Το Σάββατο 1η Ιουλίου πλύθηκε, άλλαξε, κατά την συνήθειά της, χτενίσθηκε και είπε στην Γλυκερία:
-Πάρε το σεντόνι και σκέπασέ με, διότι να, βλέπεις, έρχονται στον δρόμο τρεις γυναίκες στα λευκά ντυμένες.
-Πού είναι μαμά; Την ερώτησε η Γλυκερία κυττάζοντας προς το παράθυρο χωρίς να ιδή κάποιον..
-Άφησε. Αυτές έχουν δουλειά με μένα και όχι με σένα…
Κάποια νύκτα από τις τελευταίες της είδε στο όνειρό της τον Δημήτριο, τον μικρότερο γυιό της που πέθανε πρώτος απ᾿ όλους μας, εξ αιτίας του οποίου ήτο πάντοτε απαρηγόρητη…Ήτο το παιδί με λευκό υποκάμισο, με το κεφάλι άσκεπο, μέσα σ᾿ ένα μεγάλο λιβάδι και συνέλλεγε λουλούδια.
-Τι κάνεις εδώ; Τον ερώτησε εκείνη.
-Μαζεύω λουλούδια, της απήντησε ο γυιός της.
-Καί γιατί είσαι ασκέπαστος στο κεφάλι; Εγώ σού φόρεσα καπελλάκι.
-‘Εδώ δεν έχουμε ανάγκη απ᾿ αυτά, της απήντησε χαρούμενος ο γυιός της….
Μετά την Θεία Κοινωνία το πρόσωπό της αλλοιώθηκε. Δεν έφαγε πλέον πάλι τίποτε, αλλά ζητούσε μόνο κρύο νερό για να δροσίζεται, επειδή καιγόταν στον πυρεττό. Κατόπιν είχε μεγάλη ευθυμία, την οποία ουδέποτε είχε δείξει και άρχισε να ψάλλη από τα τροπάρια που είχε μάθει στην εκκλησία: «Χριστός ανέστη…», «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε…», «Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών…», το τροπάριο της Πεντηκοστής και άλλα. Ακόμη προσευχόταν ακατάπαυστα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με την αμαρτωλή. Μητέρα του Κυρίου μου, ελέησόν με την αμαρτωλή». «Κύριε μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με», τον 50ον Ψαλμό και επανελάμβανε πάντοτε: «Δέξου Κύριε αυτούς που έρχονται σε Σένα και μετά δέξου και μένα…».
Την τελευταία ημέρα, μήνα και νύκτα προς την ημέρα Τρίτη, δεν κοιμήθηκε καθόλου, αλλά προσευχόταν συνεχώς ψιθυριστά. Κατόπιν είπε στην Γλυκερία: «Να μου κάνης ωραίο μνημόσυνο με κόλυβα, με πρόσφορο, με λουλούδια και….να δώσης στον πάτερ (Πετρώνιο) λευκή την λύσι των αμαρτιών μου να την έχη σαν ενθύμιο από την μάννα του…».
Την τρίτη το πρωί, 4η Ιουλίου, όταν ήρχοντο οι πρώτες ακτίνες στο παράθυρο του δωματίου της, εζήτησε από την Γλυκερία το κερί, άνοιξε τα μάτια της και εψιθύρισε: «Συγχώρεσέ με…!», κατόπιν εστράφη προς το άλλο μέρος και εκοιμήθη οριστικά…Η ψυχή της επέταξε από το χωμάτινο σκεύος του σώματός της, που τόσο πολύ βασανίσθηκε και ταλαιπωρήθηκε. Το πρόσωπό της ήτο ειρηνικό και ένα χαμόγελο κρεμόταν από τα χείλη της…
Έζησε περίπου 87 χρόνια, από τα οποία 39 με τον άνδρα της και τα υπόλοιπα 25 σαν χήρα. Γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1880, παντρεύθηκε τον Ιανουάριο του 1903, απέθανε στις 4 Ιουλίου 1967.
Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1873 και απέθανε την 1ην Αυγούστου 1942.