γράφει ο Φαίδων Χατζηαντωνίου (αρχιτέκτων αναστηλωτής)
Παράλληλα με την ανάπτυξη της μοναστικής κοινοβιακής ζωής, μορφές της αρχαίας αιγυπτιακής και παλαιστινιακής ασκητικής παράδοσης επιβιώνουν μέχρι των ημερών μας σε απομονωμένες περιοχές του Αγίου Όρους.
Σματικότητα αυτές οι αρχαίες μορφές της μοναστικής ζωής εμφανίστηκαν στο Όρος πολύ νωρίτερα από τη Μεγίστη Λαύρα, το πρώτο αθωνικό κοινόβιο, που ιδρύθηκε το 963. Θωρώντας τρεις εμβληματικές μορφές του πρώιμου αθωνικού αναχωρητισμού, τον Όσιο Πέτρο τον Αθωνίτη, τον Άγιο Ευθύμιο τον Νέο και τον Ιωάννη Κολοβό, συνειδητοποιούμε ότι κατά τη διάρκεια του 9ου αιώνα μια ριζική αλλαγή έλαβε χώρα στη συμπεριφορά των αθωνιτών ασκητών.
O Πέτρος απαρνήθηκε τον κόσμο, εφαρμόζοντας διά βίου μια σκληρή άσκηση αυστηρά μοναχική. Ενώ ο Ευθύμιος και ο Ιωάννης, ιδρυτές μοναστηριών και οι δυο τους, ακολούθησαν το παράδειγμα του Πέτρου για μια μεταβατική περίοδο αυστηρά ατομικής άσκησης, ως ένα σκαλοπάτι προς την οργάνωση μιας από κοινού ζωής υπό την προστασία του κράτους και του ανώτατου κλήρου.
Αυτό το σκαλοπάτι μερικές δεκαετίες αργότερα άνοιξε τον δρόμο στον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη και τη δική του Μεγίστη Λαύρα. Η ίδρυση της Μεγίστης Λαύρας πυροδότησε μια ζωηρή αντιπαράθεση ανάμεσα στους δύο τρόπους αναχωρητισμού στην αυγή του αθωνικού μοναχισμού. Η έκδοση του πρώτου αθωνικού Τυπικού (972) συμφιλίωσε τα δύο μέρη, αναγνωρίζοντας εμμέσως τους νεωτερισμούς του Αθανασίου, και έτσι έκτοτε όλα τα αγιορείτικα μοναστήρια που ιδρύονταν ακολουθούσαν το πρότυπο της Λαύρας του Αθανασίου. Στην ουσία, η επικύρωση του πρώτου αθωνικού Τυπικού εξέφραζε τη στήριξη του κράτους προς τα οργανωμένα κοινόβια μάλλον και λιγότερο στους μοναχικούς ερημίτες. Παρ’ όλ’ αυτά, το πρότυπο του μοναχικού αναχωρητισμού δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει στην Αθωνική χερσόνησο, παράλληλαμε τον κοινοβιοτισμό, αν και έκτοτε ο πρώτος προοδευτικά περιορίστηκε στις πιο απόμακρες και δυσπρόσιτες περιοχές.
Βιγλίζοντας το Αιγαίο
Αυτή η διαδικασία της μετάβασης από τους μοναχικούς ασκητές στα οργανωμένα κοινόβια στον Άθω πρέπει να ερμηνευθεί στη βάση των γεωπολιτικών και στρατιωτικών συνθηκών της εποχής. Μετά την τελευταία αναλαμπή της Ιουστινιάνειας περιόδου (527-610), η Μεσόγειος παύει να είναι μια ρωμαϊκή λίμνη. Και καθώς οι αραβικές φυλές εξαπλώνονται ορμητικά αποσπώντας εδάφη από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, αναδύεται η στρατηγική σημασία του Άθω, που διατρυπά το Βόρειο Αιγαίο και ελέγχει τις θρακικές ακτές, δηλαδή τη χερσαία επικοινωνία Κωνσταντινούπολης – Θεσσαλονίκης, και τα Δαρδανέλια, τον θαλάσσιο δρόμο που οδηγεί στην Κωνσταντινούπολη και τη Μαύρη Θάλασσα.
Σύντομα μια αλυσίδα φρουρίων εκτείνονταν κατά μήκος όλης της ανατολικής ακτής της χερσονήσου. Ήταν ή έγιναν εξαρτήματα των μεγάλων μοναστηριών αυτής της πλευράς, ή τα ίδια τα μοναστήρια χτίστηκαν με τη μορφή πραγματικών κάστρων. Το φαινόμενο επαναλήφθηκε στη δυτική ακτήτης χερσονήσου 3-4 αιώνες μετά την ίδρυση της Λαύρας, ξεκινώντας από τον 14ο αιώνα, δηλαδή όταν η βυζαντινή επικράτεια στη Μακεδονία περιορίστηκε στο Παλαιολόγειο Δεσποτάτο της Θεσσαλονίκης, αποτελούμενο από την πόλη της Θεσσαλονίκης και τις δύο χερσονήσους Κασσάνδρα και Άθω, ενώ η μεσαία, η Σιθωνία, είχε ήδη καταληφθεί από τους Τούρκους.
Όλα τα μοναστήρια του Όρους απέκτησαν τη σημερινή τους μορφή μετά από διαδοχικές οικοδομικές επεκτάσεις διαμέσου των αιώνων. Μερικά είχαν χτιστεί εξαρχής στη μορφή μεγάλων συγκροτημάτων, υπό την προστασία κάποιων ισχυρών δωρητών, ενώ άλλα συνδέθηκαν εξαρχής με μονήρεις ασκητές, και η σημερινή μορφή του καθενός είναι αποτέλεσμα διαδοχικών προσθηκών σε έναν αρχικό πυρήνα μαθητών συγκεντρωμένων γύρω από τον πνευματικό οδηγό τους. Σε άλλες περιπτώσεις οι τοποθεσίες των αρχικών ασκητικών εγκαταστάσεων δεν βρήκαν τις πρόσφορες συνθήκες για την ανάπτυξή τους ως κυρίαρχων μονών (π.χ. Καυσοκαλύβια) ως την εποχή που παγιώθηκε η σημερινή αγιορείτικη ιεραρχία. Αυτό οφείλεται είτε σε αντίξοες συνθήκες είτε στις θέσεις των οικισμών αυτών, για τους οποίους δεν εκτιμήθηκε ότι είχαν ιδιαίτερη στρατηγική σημασία.
Καυσοκαλύβια
Συχνά συναντούμε τον αυστηρά ασκητικό χαρακτήρα που είχαν οι αγιορείτες ερημίτες σε περιγραφές προσκυνητών του 17ου και 18ου αιώνα. Η ελληνική Σκήτη της Αγίας Τριάδος, γνωστή ως Καυσοκαλύβια, βρίσκεται στο νότιο άκρο της χερσονήσου, σε ένα στενό και τραχύ έδαφος που κρέμεται σε ταράτσες 120 μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Ο Άγιος Μάξιμος, ένας φημισμένος αθωνίτης ασκητής του 14ου αιώνα, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην περιοχή, συνήθιζε να καίει τις αχυροκαλύβες του και μετά να περιφέρεται ως «διά Χριστόν σαλός», εξ ου και το παρώνυμό του, «Καυσοκαλύβης», και το όνομα με το οποίο έγινε γνωστός ο τόπος.
Ο οικισμός των Καυσοκαλυβίων σχηματίστηκε όταν μερικοί ερημίτες προσελκύστηκαν από την ισχυρή ασκητική μορφή του Αγίου Ακακίου και συγκεντρώθηκαν γύρω του. Ο Ακάκιος ζούσε σε μια στενή σπηλιά που κρέμεται στην άκρη ενός απότομου γκρεμού, και πάνω από την σπηλιά είχε κάνει έναν μικρό πετρόχτιστο ξενώνα. Ο Ακάκιος πέθανε το 1730/1740 σε ηλικία περίπου εκατό ετών και σύντομα μετά τον θάνατό του ο οικισμός αναγνωρίστηκε επισήμως ως ιδιόρρυθμη σκήτη.
Ο ρώσος προσκυνητής Βασίλι Μπάρσκι κατά τη διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στο Άγιον Όρος, το 1725, επισκέφθηκε τα Καυσοκαλύβια. Τον φιλοξένησε ο Ακάκιος στον μικρό ξενώνα του. Ο Μπάρσκι είδε τα Καυσοκαλύβια τη στιγμή που σχηματίζονταν και περιέγραψε τον τόπο: «Οι μοναχοί εκεί διαβιούν χωριστά ο ένας από τον άλλο, και ο καθένας έχει στο κελλί του έναν μικρό ναΐσκο για να προσεύχεται κατά μόνας. […] Οι καλύβες τους είναι από ξερολιθιά πάνω από απόκρημνα και τρομερά βάραθρα, ανάμεσα σε βράχια, πάνω από την θάλασσα, σαν φωλιές πουλιών. Τρέφονται μόνο από τα χειροτεχνήματά τους, κάνουν σταυρούς και κουτάλια».
Πίσω από την Καλύβη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μια στενή σκάλα οδηγεί στη σπηλιά του Ακακίου, που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το σπίτι. Η σπηλιά είναι ένα στενό άνοιγμα στον βραχώδη γκρεμό. Η βακτηρία του και το κρεβάτι του, φτιαγμένο από τρία χοντροκομμένα κλαδιά ελιάς και ένα τέταρτο για προσκεφάλι, διατηρούνται σ’ αυτό το πρωτόγονο καταφύγιο. Πάνω από τη σπηλιά, κρυμμένος πίσω από το σπίτι, διατηρείται και ο πετρόχτιστος ξενώνας. Μερικά ασκηταριά παρόμοιας κατασκευής από την εποχή των πρώτων κατοίκων σώζονται στα περίχωρα του οικισμού. Είναι όλα από ξερολιθιά σαν κι αυτά που περιγράφει ο Μπάρσκι.
Μπροστά από τον ξενώνα του Ακακίου χτίστηκεαρχικάτο παρεκκλήσι της Κοιμήσεως, το 1759, και από τότε με συνεχείς προσθήκες δημιουργήθηκε η σημερινή καλύβη. Ο τωρινός κάτοικος, ο πατήρ Πατάπιος, Πειραιώτης, είναι εικονογράφος, βιβλιοθηκάριος της Σκήτης και μελετητής των αρχείων της. Κατάγεται από εύπορη οικογένεια και οι νεωτερισμοί του σπιτιού ανακαλούν τα μεσοαστικά σπίτια των ελληνικών πόλεων.
Άγιος Βασίλειος
Κατά το δεύτερο ταξίδι του στο Άγιον Όρος, το 1744, ο Μπάρσκι επισκέφθηκε και περιέγραψε τον πρόσφατα τότε σχηματισμένο οικισμό του Αγίου Βασιλείου, κάτω από τον ορεινό όγκο του Προφήτη Ηλία. Οι πρώτοι ερημίτες είχαν έρθει από την Καππαδοκία, περιοχή Καισάρειας. Ο Μπάρσκι τους είδε που ζούσαν στο δάσος, πίνοντας βρόχινο νερό και να «τους ξεπερνούν όλους σε νηστεία, ταπεινότητα κι ευλάβεια».Επτά καλύβες υπήρχαν τότε, τόσο στενές που μέσα «δεν μπορεί να κατακλιθεί άνθρωπος», πολύ φτωχικές, «έχουν μόνο μία ψάθα, ένα ξύλινο προσκέφαλο και κάποια εργαλεία». Όταν πέρασε ο Μπάρσκι από εκεί, η κοινή εκκλησία τους, αφιερωμένη στον Άγιο Βασίλειο τον Μέγα, ήταν υπό κατασκευή.
Ένα στενό καλύβι χτισμένο από γκρίζα πέτρα, ξερολιθιά, στέκει κοντά στην εκκλησία του 1744, μαρτυρεί τη μορφή των αρχικών καταλυμάτων που έχτισαν οι πρώτοι καραμάνοι ασκητές. Είναι ένα απλούστατο ορθογώνιο πέτρινο κουτί, με καθαρό ύψος περίπου 1,90 μ., χωρίς ανοίγματα, παρά μόνο μία είσοδο ανοιχτή στη μία πλευρά και χωρίς στέγη, ωφέλιμου εμβαδού περίπου ενός τετραγωνικού μέτρου, που χωράει μόνο έναν άνθρωπο, όρθιο ή μισοξαπλωτό. Μια στέγη ξύλινη φτιαγμένη από πουρναρόξυλα και ξερό χορτάρι, και μια ξύλινη τάβλα για πορτόφυλλο να κλείνει την είσοδο, θα συμπλήρωνε την εικόνα μιας από τις επτά καλύβες που είδε ο Μπάρσκι.
Συναπτόμενο στον ναό του Αγίου Βασιλείου, ένα απλό συγκρότημα αποτελούμενο από δωμάτια και βοηθητικούς χώρους κατασκευάστηκε τα τελευταία χρόνια. Μια μικρή συνοδεία τριών ή τεσσάρων μοναχών ζουν στο κελλί του Αγίου Βασιλείου. Ο γέροντας, Κρητικός, που ζει εδώ από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ενώ ως λαϊκός ασκούσε τη δικηγορία, είναι ο συγγραφέας διαφόρων πονημάτων θεολογικού περιεχομένου. Ό,τι έχει γίνει σ’ αυτό το σπίτι έγινε με τα χέρια τα δικά του και των υποτακτικών του. Αρνήθηκε πάντα να αποκτήσει μοντέρνα υλικά της αγοράς, δημιουργώντας χρηστικά αντικείμενα μόνος του και χτίζοντας με υλικά σε δεύτερη χρήση, που έχουν πεταχτεί ή περίσσεψαν από τις ανακαινίσεις των μοναστηριών.
Καρούλια
Στο νοτιότερο σημείο της χερσονήσου, σε έναν ξερό κάθετο βράχο, ασκηταριά είναι διάσπαρτα σε όλες τις φυσικές κοιλότητες των βράχων. Ο τόπος ονομάζεται Καρούλια και χωρίζεται στο Μέσα και στο Έξω Καρούλι. Η πρόσβαση από το Έξω στο Μέσα Καρούλι γίνεται με αλυσίδες. Στην αυγή του 20ού αιώνα τριάντα ασκητές ζούσαν εδώ, σήμερα ο αριθμός τους κυμαίνεται μεταξύ δέκα και είκοσι.
Τα περισσότερα από τα κελλιά των Καρουλίων είναι ερημητήρια που δημιούργησαν οι ίδιοι οι ασκητές με ευκαιριακά υλικά, ανακυκλώνοντας τα απόβλητα άλλων μοναχών ή λαϊκών.Το ορατό τμήμα μιας τέτοιας κατασκευής συνήθως κρύβει τις πραγματικές διαστάσεις του ερημητηρίου, το οποίο απλώνεται στο βάθος μιας σπηλιάς ή κατά μήκος των φυσικών κοιλοτήτων του γκρεμού. Η οργάνωση του χώρου στο εσωτερικό αυτών των ασκηταριών αποδεικνύει μια εξαιρετικά ορθολογική χρήση του χώρου.
Ένα από τα χαρακτηριστικά κελλιά της περιοχής είναι των Αγίων Αρχαγγέλων, στο Μέσα Καρούλι. Τη δεκαετίατου ‘50 το κελλί ήταν γνωστό ως «ασκηταριό του Χωροφύλακα», από τον ασκητή Γαβριήλ τον «κατσαρομάλλη», πρώην χωροφύλακα.Τα τελευταία χρόνια ζει εκεί ένας ρώσος ασκητής. Το κελλί και σήμερα δεν παρουσιάζει ριζικές αλλαγές, κάτι που ισχύει και για τα περισσότερα ασκηταριά της περιοχής, που διατηρούν αυτόν τον ασκητικό χαρακτήρα.Το κελλί των Αγίων Αρχαγγέλων αποτελείται από ένα παρεκκλήσι, πέντε μικρά κελλιά και μία αποθήκη. Όλοι οι χώροι έχουν πρόσβαση από έναν φιδωτό διάδρομο, του οποίου το κεντρικό τμήμα είναι φαρδύτερο δημιουργώντας έναν όγδοο χώρο που χρησιμοποιείται τόσο ως καθιστικό όσο και ως νάρθηκας του ναού.
Αυτοί οι οκτώ χώροι μαζί με τον διάδρομο, ένα εμβαδόν συνολικά περίπου 70 τετραγωνικών μέτρων, αναπτύσσονται κατά μήκος των φυσικών κοιλοτήτων του κάθετου βράχου, αξιοποιώντας τα στενά επίπεδα σε διάφορες στάθμες σε ένα συνολικό μήκος περίπου 23 μέτρων και ένα μέσο πλάτος 3,5.
Όλοι οι τοίχοι είναι από ξύλο, μπαγδατότοιχοι, όπως ξύλινα είναι και τα περισσότερα ταβάνια. Μόνο ο αποθηκευτικός χώρος είναι μερικώς λιθόστρωτος, και εκεί βρίσκονται μία χτιστή στέρνα για τη συλλογή του βρόχινου νερού και πήλινα κιούπια για το λάδι.
Κατουνάκια
Ψηλότερα από το Έξω Καρούλι, ένα συγκρότημα από ερημητήρια διάσπαρτα στις απότομες πλαγιές του βουνού είναι τα Κατουνάκια. Τα Καρούλια και τα Κατουνάκια μοιράζονται την ίδια τσιμεντένια προβλήτα, που κατασκευάστηκε την τελευταία εικοσαετία. Αυτή είναι η αφετηρία και το τέρμα και σταθμός ανάπαυσης των καραβανιών με τα μουλάρια που συνδέουν την απόκοσμη έρημο με τον υπόλοιπο κόσμο. Δύο μικρές αποθήκες από οπλισμένο σκυρόδεμα στη δεξιά άκρη της αποβάθρας χρησιμεύουν για την αποθήκευση εργόχειρων και θυμιάματος για εξαγωγή, προμηθειών και πρώτων υλών για εισαγωγή για τις ανάγκες των ερημιτών, έως ότου μεταφορτωθούν στο φεριμπότ τα πρώτα, στα μουλάρια τα δεύτερα που θα τα μεταφέρουν στα διάφορα σπίτια της περιοχής.
Το κελλί του Οσίου Εφραίμ είναι ένα από τα φημισμένα πνευματικά κέντρα του Αγίου Όρους, καθώς είναι το ασκηταριό του γέροντος Εφραίμ, μιας μεγάλης ασκητικής μορφής του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Η σημερινή συνοδεία αποτελείται από τον γέροντα Ιωσήφ και δύο ασκητές, μαθητές και οι τρεις του κεκοιμημένου Εφραίμ. Το κτιριακό συγκρότημα είναι το αποτέλεσμα διαδοχικών επεκτάσεων που έλαβαν χώρα αυθόρμητα στις τελευταίες πέντε ή έξι δεκαετίες, ξεκινώντας από έναν αρχικό πυρήνα με παρεκκλήσι του ύστερου 19ου αιώνα, και ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων ερημητηρίων της περιοχής.
Ένας από τους τρεις μοναχούς της συνοδείας στις μοναχικές ώρες του περισυλλογής και προσευχής θέλησε να ζήσει κατά τον τρόπο των αρχαίων δενδριτών – μια κατηγορία ασκητών που ζούσαν πάνω στα δέντρα. Πρώτα κατασκεύασε ένα ξύλινο πατάρι στο μεγαλύτερο κλαδί ενός δέντρου, το οποίο στην άλλη μεριά είναι στερεωμένο σε έναν κάθετο βράχο που υψώνεται από πίσω. Η κατασκευή αργότερα επεκτάθηκε, δημιουργώντας ένα χαριτωμένο μικρό διαμέρισμα, εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο από τον ίδιο τον πατέρα Προκόπιο, ο οποίος χρησιμοποίησε ως επί το πλείστον απόβλητα υλικά που είχαν πεταχτεί κατά τις ανακαινίσεις μεγάλων μοναστηριών.
Παράδοση και ανανέωση
Παρόλο που σε όλα τα αγιορείτικα μοναστήρια το κοινοβιακό σύστημα -όπου όλες οι όψεις της ζωής είναι κοινές- έχει σήμερα επικρατήσει, ο τρόπος που οι μοναχικοί ασκητές ζουν τη ζωή του αναχωρητή έχει επιβιώσει στο Όρος ως τις μέρες μας. Ας σημειώσουμε ότι οι σύγχρονοι αναχωρητές είναι φορείς του σύγχρονου τρόπου ζωής, που τον φέρνουν μαζί τους από τον κόσμο. Αυτό δεν είναι κάτι νέο. Με τον ίδιο τρόπο γεννήθηκαν και μεγάλωσαν τα μοναστήρια. Όταν συζητούμε σήμερα για τη διατήρηση της παράδοσης στο Άγιον Όρος, εννοούμε δύο πράγματα: λατρεία και χτιστό περιβάλλον. Στο πέρασμα των αιώνων η λατρεία παραμένει αναλλοίωτη, αλλά το κτιστό περιβάλλον αλλάζει, καθώς εξαρτάται και επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες: ιστορικούς, κοινωνικούς, αισθητικούς, τεχνολογικούς.
Μία από τις πρώτες επαγγελματικές εμπειρίες μου ως αρχιτέκτονα αναστηλωτή στο Άγιον Όρος σχετίζεται με αυτό το ζήτημα. Όταν το 1983 είχα μεταβεί στις Καρυές για να κάνω αυτοψία σε ένα κελλί για το οποίο υπήρχε αίτημα της μονής, το βρήκα πεσμένο από χρόνια, αλλά παρ’ όλ’ αυτά αποτύπωσα τα ερείπια, καθώς σκέφτηκα ότι σύντομα θα τα κατάπινε κι αυτά ο καιρός. Ένας γεροκαλόγερος, που με παρατηρούσε καθώς δούλευα, μου πιάνει την κουβέντα και μου λέει ότι ματαιοπονώ, αφού το κελλί είναι πλέον πεσμένο, και καλύτερα θα ήταν να προλάβω να μην πέσουν κι άλλα. Κι όταν του απάντησα ότι το έκανα επειδή αργότερα θα χρειαστεί η αποτύπωσή μου στην αναστήλωση του μνημείου, μου λέει: «Μνημείο είναι το ράσοπου φοράω, επειδή,αν εγώ σήμερα χτίσω ένα τσιμεντένιο κουτί, μετά από 300 χρόνια θα έρθει ένας τρελός επιστήμονας σαν και σένα και θα βαλθεί να το αναστηλώσει». Ξαφνιάστηκα, γιατί ο απλοϊκός γέροντας, δίχως να το ξέρει, είχε διατυπώσει μία από τις βασικές αρχές της αναστήλωσης, που είναι η διατήρηση της μνήμης. Από την άλλη, αυτό που είπε ενέχει σήμερα έναν μεγάλο κίνδυνο, καθώς ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Σε παλαιότερες εποχές οι ξένες επιδράσεις που έφταναν στο Όρος ενσωματώνονταν δημιουργικά, ήταν σαν το λίπασμα που
πλούταινε τις ντόπιες κουλτούρες. Για παράδειγμα, όταν τον 17ο-18ο αιώνα τα κεντροευρωπαϊκά καλλιτεχνικά κινήματα (μπαρόκ, ροκοκό) έφταναν στα Βαλκάνια φιλτραρισμένα μέσα από το χωνευτήρι της Κωνσταντινούπολης, οι ντόπιοι μαστόροι έπαιρναν αυτά τα νέα άγνωστα πρότυπα και δουλεύοντας με ντόπια υλικά και παραδοσιακή τέχνη δημιουργούσαν νέα τέχνη που έφερε τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Αντιθέτως,σήμεραη παγκοσμιοποιημένη αγορά απαιτεί ομοιομορφία υλικών, τεχνικών, απαιτεί ίδιες μεθόδους κατασκευής, από το Χονγκ Κονγκ ως το Ρίο ντε Τζανέιρο, από το Ελσίνκι ως το Ναϊρόμπι, από τη Νέα Υόρκη ως τις Καρυές. Σήμερα η παγκοσμιοποίηση απειλεί τις ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου.
Όταν το 1963 εορταζόταν η χιλιετηρίδα από την ίδρυση της Λαύρας και του αθωνικού κοινοβιοτισμού, η λειψανδρία των μοναχών, η γήρανση του πληθυσμού και η εγκατάλειψη των κτιρίων άφηναν μια γενική αίσθηση ότι επίκειται το τέλος της Αθωνικής Πολιτείας. Αυτό άλλαξε ριζικά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Σήμερα ο μοναχικός πληθυσμός είναι σταθερά αυξανόμενος και το Άγιον Όρος αντιμετωπίζει την πρόκληση της προσαρμογής στις μοντέρνες τεχνολογίες, διατηρώντας ταυτοχρόνως τον παραδοσιακότου χαρακτήρα. Όσον αφορά στην αρχιτεκτονική, αυτή η ισορροπία δεν είναι πάντα εύκολη. Περισσότεροι μοναχοί διακατέχονται από ένα πνεύμα ανανέωσης και επιλέγουν να ζήσουν μια ζωή λιγότερο αυστηρή από άλλες εποχές. Περισσότερα φεριμπότ μεταφέρουν μεγαλύτερες νταλίκες και νέα υλικά, επομένως χρειάζονται μεγαλύτερες προβλήτες, υπάρχουν περισσότερα αυτοκίνητα που χρειάζονται περισσότερους δρόμους, υπάρχουν περισσότερα χρήματα και περισσότερα απόβλητα. Κατά την άφιξη και αναχώρηση των φεριμπότ η Δάφνη γίνεται ένα πολυσύχναστο λιμάνι, και στις Καρυές υπάρχει μάντρα σύγχρονων οικοδομικών υλικών. Οι σημερινοί επισκέπτες έχουν την αίσθηση ότι τα αγιορείτικα μοναστήρια διανύουν μια περίοδο ακμής,που από την άλλη συνοδεύεται από ανεξέλεγκτες χωματερές, διάσπαρτες πλέον παντού.
Από την άλλη, η ανακύκλωση ετερόκλητων υπολειμμάτων καταναλωτικών προϊόντων και οικοδομικών υλικών σε δεύτερη χρήση, που χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική των ασκηταριών, δείχνει πιστεύω έναν δρόμο. Μακριά από τις ανέσεις και τα απόβλητα των προϊόντων μίας χρήσης, τα ασκηταριά της αθωνικής ερήμου αποτελούν αυθόρμητα δημιουργήματα μιας ανώνυμης λαϊκής αρχιτεκτονικής, οργανωμένα σε παλίμψηστα μιας μοναδικής και απροσδόκητης λαϊκής αισθητικής, που στοχεύει στην ικανοποίηση των βασικών αναγκών. Αντίθετα από τους απόβλητους κατοίκους των παραγκουπόλεων του Τρίτου Κόσμου, οι σύγχρονοι αναχωρητές του Άθω συνειδητά και ηθελημένα απαρνούνται την καταναλωτική κοινωνία.
Αφιέρωμα: «Αυθόρμητη Αρχιτεκτονική στο Άγιον Όρος», Εφημερίδα «Μακεδονία», Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013, σελ. 41-48