Το Κελλί του Αγίου Μηνά, ευρίσκεται εις ύψος 250μ. πάνω από το νοτιο-ανατολικό ακρωτήριο της χερσονήσου του Άθωνος. Στο θαλάσσιο σημείο αυτό, το 493 π.Χ. ο Μαρδόνιος απώλεσε το εν τρίτο του στόλου του, τριακόσια πλοία και είκοσι χιλιάδες στρατό.
Ψηλά στους βράχους, αρχικώς κατοικούνταν δύο σπηλιές, μία ανατολικώς, μία νοτίως.
Ένα διόρωφο κελλί κτίσθηκε εις τα τέλη του 19ου αιώνος, το οποίο εκάηκε από κεραυνό. Εις τα 1933, όπως αναφέρεται σε λίθινη επιγραφή, κτίσθηκε ο Ιερός Ναός του Κελλίου, επ΄ ονόματι του Μεγαλομάρτυρος Μηνά (εορτάζει 11 Νοεμβρίου), καθώς και δεύτερος όροφος του Κελλίου στη βόρεια πλευρά, που κάηκε και πάλιν από κεραυνό, διασωθέντος ως τόσον του Ναού. Ο Ναός ούτος, εκτίσθη παρά τινος Μοναχού Μηνά, το δε ξυλόγλυπτον τέμπλον, θύρες και παράθυρα είναι έργα του γέροντος εκείνου, αρίστου οντως ξυλουργού.
Τo αριστουργηματικά μαρμάρινο δάπεδο του Ναού (1997-1998) είναι έργο του Μοναχού Ιωσήφ, με ακριβέστατα γεωμετρικά ψηφιδωτά. Οι παραστάσεις που απεικονίζονται είναι: στο κέντρο υπάρχει ένθετη μία πέτρα από το όρος Σινά, ώστε ο τόπος να είναι τόπος Σινά – τόπος προσευχής. Γύρω, υπάρχει αριστοτεχνικός πλοχμός, αρχαίο σχέδιο, με χρωματικές επιλογές που παραπέμπουν στις φυλές των ανθρώπων και την ευκτέα αγάπη και ομόνοια αυτών. Στις γωνίες του δαπέδου, απεικονίζονται τέσσερα δελφίνια, θαυματουργικώς παρόντα σε βίους Αγίων. Επίσης, υπάρχει η επιγραφή, μία λέξη πλάϊ σε κάθε δελφίνι Ιωσήφ αιτεί έλεος, 1997, μία αιώνια παράκληση.
Ο π. Ιωσήφ προσήλθε στη Βίγλα κατά τον Οκτώβριο του έτους 1989, ευρίσκοντας ερειπωμένο το Κελλί, ακατοίκητο ήδη από εικοσαετίας. Έκτοτε ακόπως και αδιαλείπτως προσπαθεί, επιτυχώς έως τώρα, να ανακαινίζει διαρκώς το Κελλί, καθιστώντας το, όχι μόνον υλικώς, τόπο πνευματικής αναπαύσεως των εκεί προσερχομένων προσκυνητών. Αλησμόνητες παραμένουν σε όλους, οι αλληγορικές παρουσιάσεις του π. Ιωσήφ, πλήρεις υψηλών νοημάτων, που προτρέπουν σε αίνεσι Κυρίου, εσωτερική εγρήγορση, νήψη και ανοδική μετάνοια. Πλήθος μαρμάρινων, λίθινων και ξύλινων κατασκευών, σωστών κομψοτεχνημάτων κοσμούν το ησυχαστήριον Άλλωστε, έργο του ιδίου είναι η κλίμακα που οδηγεί στο παρακείμενο σπήλαιο του Οσίου Αθανασίου.
Από το εκπληκτικού φυσικού κάλλους γεωγραφικό σημείο της Βίγλας, σε μικρή απόσταση ψηλά στον ουρανό, υπάρχει σημείο διελεύσεως αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας, πριν ή και μετά από τις αποστολές. Υπάρχει δέ, ένας ιδιότυπος κώδικας επικοινωνίας των ιπταμένων χειριστών και του ασκητή της Βίγλας, ο οποίος κραδαίνει τεράστιες Ελληνικές και Ρωμανικές (Βυζαντινές) σημαίες, ευχόμενος επιτυχία στην αποστολή τους δέχεται δε τις άμεσες ενθουσιώδεις απαντήσεις και ευχαριστίες τους, με εντυπωσιακούς ακροβατικούς χειρισμούς των αεροσκαφών. Το αυτό συμβαίνει και με την διέλευση από θαλάσσης σκαφών του Πολεμικού Ναυτικού.
Ο μοναχός Ιωσήφ γεννήθηκε στον Άγιο Βασίλειο Κορινθίας (κατά κόσμον Χρήστος Μπαϊρακτάρης) το 1958. Απόφοιτος της Σχολής ιεροψαλτών Μητροπόλεως Κορίνθου. Στην μουσική του συγκρότηση συνέβαλαν επίσης ο κατά σάρκα πατέρας του ιερέας Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, ο πρωτοψάλτης του Αγίου Νικολάου Κορίνθου Ιωάννης Σπανός και ο Αθανάσιος Παϊβανάς, μαθητής του Θρασυβούλου Στανίτσα. Μοναχός της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου (1983-1989), όπου συνέψαλλε σταθερά με τους λοιπούς πατέρες της Μονής. Σήμερα μονάζει στο ησυχαστήριο του Αγίου Μηνά στη Βίγλα, του ακρωτηρίου Ακραθως, Αγίου Όρους.
(Εκ της εκδόσεως: Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής (2001), Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής, Σώμα Πρώτο, Οκτάηχα Μέλη, σ.34, Κέντρον Ερευνών και εκδόσεων, Αθήνα).
Ο π. Ιωσήφ εκτός της επιμελούς μοναστικής του ζωής, μελετά και ενδιατρίβει εις πλήθος θεολογικών, ιστορικών και μουσικών συγγραμμάτων. Ψάλλει δε ενίοτε εις την κυρίαρχον Ιεράν Μονήν της Μεγίστης Λαύρας του Οσίου Αθανασίου, και αλλαχού, εις πανηγύρεις και ιγρυπνίες.
Το ζητούμενο, λέγει ο π. Ιωσήφ, είναι η ειρήνη, εσωτερική καί εξωτερική, οπότε και αξίζει αυτή η επικοινωνία ως ηθική αμοιβή κι έπαινος σε αυτούς που την διαφυλάττουν.
Ο επί πτερύγων ανέμων ερχόμενος εις τόπον ειρήνης, αιτεί, λαμβάνει, και φέρει την όντως ειρήνην εις τα πέρατα της Οικουμένης. Ιωσήφ Μοναχός, Βίγλα, Άγιον Όρος.
Είναι γνωστό το Λαυρεωτικό Ι. Κελλί του Αγίου Μηνά στη Βίγλα και ο Γέροντας του π. Ιωσήφ που με την Ελληνική και τη Βυζαντινή Σημαία χαιρετά τους φίλους του αεροπόρους όταν αυτοί πετούν «ξυστά» από το κελλί του. Άγνωστο όμως είναι στους πολλούς το πώς ο π. Ιωσήφ εγκαταστάθηκε στο κελλί και ποιές δυσκολίες αντιμετώπισε στην αρχή.
Ο πολυγραφότατος Επίσκοπος Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομος στο βιβλίο του «Ωδή στα αμάραντα, στον Άθωνα» με γλαφυρό τρόπο περιγράφει τις αντιξοότητες που αντιμετώπισε ο π. Ιωήφ σε ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα. Μερικά αποσπάσματα παραθέτω εδώ:
Τούτο το θαυμάσιο ησυχαστήριο του Αγίου Μηνά, που κάποτε για το ερημικό, το ησύχιο και την σκληροκομψότητά του, το είχα στα «υπ΄ όψιν», και παρά λίγο να το ερωτευθώ με πάθος, διάλεξε για τόπο καταφυγής, διαμονής και ασκήσεώς του, ο αγαπητός μου π. Ιωσήφ, (Μπαϊρακτάρης Χρήστος εκ Κορίνθου, υπό έτος γεννήσεως 1958, προσελεύσεως εις όρια Μεγ. Λαύρας 1989, κουράς 1983).
«Κόβει» το μάτι του. Λεπτό αισθητήριο για την αγιορείτικη καλλιτεχνία και αρχιτεκτονική, και με αρκετή επισκευαστική πείρα στο μαστορικό μητρώο του, απ΄ τη θήτευσί του στην Ι.Μ. Δοχειαρίου…
…Συνηγόρησα στους Προϊσταμένους της Συνάξεως της Λαύρας για να δοθή στον π. Ιωσήφ το κελλί. Με έθλιβε η επί τόσα χρόνια αφροντισιά του απ΄ τον μακαρίτη ΓεροΜιχαήλ, που ανήμπορος επί δεκαετίες να βάλη επάνω του «ούτε ένα καρφί», τελικώς λόγω γηρατειών το εγκατέλειψε και τέθηκε στην εσωδιαίτησι και περίθαλψι της Λαύρας.
Ήδη το ευλογημένο, είχε πάρει την κατιούσα. Και όλοι στο Όρος ξέρουμε τι παθαίνουν τα κελλιά και οι καλύβες μόλις παύση να καπνίζη το τζάκι τους και μόλις μείνουν για κάπως περισσότερο του ανεκτού τα καντήλια τους σβησμένα…
…Νέος, δραστήριος, έξυπνος και «πιάνουν τα χέρια του». Θα το σώση και θα το κάνη ακόμα καλλίτερο, σκεφτόμουν… Και τον ενεθάρρυνα σε κάθε ευκαιρία, όπως όλοι οι αδελφοί. Απέφευγα όμως να του κάνω λόγο για τους σε κάθε κακοκαιρία βροντοπάταγους και τις σε κάθε καταιγίδα κεραυνοπληξίες. Θα φοβηθή στις αρχές, είπα μέσα μου, θα μάθη ύστερα να κρύβεται στα ενδότερα και στο τέλος θα τις συνηθήση. Θα του είναι και μια γυμνασία και αφορμή να καταφεύγη μετά δέους στη δύναμι προς τον Χριστό, την Παναγία και τον Άγιό του, προσευχής…
…Μόλις τα πέριξ σκοτείνιασαν, η βροχή έγινε νεροποντή και τα ατραπόβροντα έγιναν επικίνδυνα, ο π. Ιωσήφ κατέφυγε τρεμάμενος στην εκκλησία και «τόριξε» στην προσευχή. Άρχισε απ΄ το Χριστό, παρακάλεσε την Παναγία, πρόσεξε μην ήταν τα κανδήλια τους σβηστά και μπρος στην εικόνα του θαυματουργού αγίου Μηνά έστησε το εισοδικό μ΄ αναμμένη μεγάλη λαμπάδα. Χώθηκε ύστερα στο στασίδι του με το κομποσχοίνι στο χέρι και προσπάθησε να ηρεμήση το νου του, να γαληνέψη την ψυχή του, ψελλίζοντας την μονολόγιστη ευχή.
Νόμισε πως αναθάρρησε αρκετά και ξέννοιασε για λίγο. Μικρή όμως ήταν η ανακωχή, ολιγόλεπτη του υγροπατάγου η παύσις και των μπουμπουνητών το τέρμα. Μόλις που ένας κεραυνός έπεσε κατάκεντρα πάνω στον πετρόκτιστο τρούλλο. Τόσο εκκωφαντικός ήταν ο κρότος, τόσο δυνατό το τράνταγμα της εκκλησιάς και εκτυφλωτικός από τα παράθυρα ο φωτισμός, που ο δυστυχής νόμισε πως ταυτόχρονα έγινε και σεισμός πολλών καταστροφικής εντάσεως και ενεργείας ρίχτερς.
Πίστεψε πως έφτασε το τέλος του. Γιατί πέρα απ΄ τον φυσικό έως ενός σημείου φόβο που τον κατέλαβε, και κάτι το φρικιαστικό αισθάνθηκε να διαπερνά το σώμα του, να ριγή την επιδερμίδα του και να ανορθώνη το τριχωτό της κεφαλής του. Δάκρυα έβλυσαν ευθύς τα μάτια του, και για αρκετές στιγμές τα αισθανόταν καταθαμπωμένα… Κι αν δεν πίστευε πως παρά ταύτα εκεί μέσα ήταν ασφαλέστερος και ότι αν τολμούσε να βγη έξω σίγουρα κάποιος άλλος θα τον αποτελείωνε και θα τον έκανε κάρβουνο, ή θα τον περιάδραχνε η κακοκαιρία για να τον κατατσακίση χάμω στα κακοτράχαλα, θα έτρεχε για καταφυγή και παρηγοριά στους γείτονες Βιγλιώτες, των οποίων όλες οι καλύβες με πρόνοια και σοφία είναι κτισμένες σε λακκοβαθουλώματα, και καμμιά ανεμοθύελλα απ’ όπου κι αν λυσσομανήση δεν μπορεί να τις προσβάλη και τις βλάψη…
…Μόλις έφεξε και ξημέρωσε, και κόπασε κάπως η θύελλα και κατάλαβε πως τώρα, μπορούσε να ξεμυτίση, νάτος να παίρνη βιαστικός το μονοπάτι προς τους συμπατριώτες του Κορινθίους και άτσαλα να χτυπάη την πόρτα της καλύβας του Γέροντος Ποταπίου και του παπαΑνθίμου. Τον ενεθάρρυναν κι εκείνοι να εγκαταβιώση στον άγιο Μηνά και τούτο τον εφοδίαζε τώρα με πρόσθετο θάρρος.
– Ανοίξτε γρήγορα γιατί πεθαίνω. Και μόλις του άνοιξαν και μπήκε μέσα: Έφυγα οριστικά από το κελλί και μη μου ξαναπήτε να μείνω εκεί μέσα …
Εύγε σου, πάτερ Ιωσήφ
Εύγε σου, πάτερ Ιωσήφ, για τις σημαίες, που έστησες και ύψωσες στις κορυφές σου. Την Ελληνική και την Βυζαντινή. «Διάβασες», ως φαίνεται, τη χρόνια σκέψη μου, αντέγραψες τους σχεδιασμούς μου, μούκλεψες τα πρωτεία. Εμένα με καθυστέρησαν σε τούτο, όπως και σε πολλά άλλα, οι άλλες έγνοιες. Έκαμψε, ως μη ώφειλε, τους ενθουσιασμούς μου η ηλικία, ατόνισε στην ψυχή μου η ζωηρότης των συμβόλων του Γένους μας και δεν σφυροκοπούν όπως πρώτα στην καρδιά μου της υπερχιλιόχρονης αγιορείτικης Ιστορίας οι επιταγές. Ανεξόφλητα, λοιπόν, αφήνονται τα χρέη μου προς τούτη την ανόθευτη, βαρύτιμη και άγια Βυζαντινογωνιά μας. Να όψωνται οι εξ ανθρώπων περισπασμοί και οι πολλές απασχολήσεις και των ασθενειών μου ο σκόλοψ και σκυλμός.
Σε κατασπάζομαι γι΄ αυτή σου την πρωτοβουλία και συγχαίρω και συγκινούμαι καθώς ρίγη πατριωτισμού διαπερνούν την ύπαρξί μου, βλέποντάς τες να κυματίζουν στην πνοή του ανέμου και να ελληνοχρωματίζουν και χρεωστικά βυζαντιώνουν τον Τόπο, τον αέρα, το Αιγαίο. Σε διαβεβαιώ ότι φρέσκαρες την σιγασμένη επιθυμία μου και όπου νάναι μάλλον θα τα καταφέρω να υψώσω κι εγώ τις δικές μου στα δικά μου ραχώνια.
Και αν τυχόν σου έρθουν άλλοι σαν κι εκείνους, που σαχλόχασκαν για το θέαμα και περιγελούσαν τον πατριωτισμό και την ελληνοφροσύνη σου, σε προτρέπω και σε παρακαλώ, απόστρεψε το πρόσωπό σου απ΄ αυτούς και οικτίρησέ τους. Παράτα τους και κοίτα τη δουλειά σου, μολονότι τους αξίζει να τους ελεεινολογήσης, αν μη και τους «μουτζώσης», μπας και προβληματήση τον εγωϊσμό και τον…προοδευτισμό τους ο στολισμός τους με το παράσημο μιας ανοιχτής μοναχικής παλάμης. Δυστυχείς, αδίδακτοι, αριβίστες. Της ηδονής και της ραστώνης θηρευταί, ανιστόρητοι και ανεύρωτοι διεθνισταί. Δεν τους αγγίζουν τέτοια ιδεώδη, δεν μπορούν να τους συγκινήσουν τέτοια σύμβολα.
Και καθώς έχουμε άκαπνους, αμπαρουτομύριστους και πατριωτικώς αθέρμαστους και ασυγκίνητους κυβερνήτας και ταγούς, είναι επόμενο να έχουμε μιμητάς των τους νέους κυρίως, που πλειοδοτούντες σε πολλαπλό αμοραλισμό, θα ασελγούν περί τα ιερά σύμβολα και θα φθάνουν μέχρι να τα καίνε στας επετείους του Πολυτεχνείου. Το είδε κι αυτό ο σύγχρονος Ελληνικός λαός μας. Και θα δικαιολογούνται οι ιερόσυλες πράξεις τους απ΄ τους πλαδαρούς και ασπόνδυλους «προοδευτικούς» Αθηναίους κουλτουριάρηδες, θα «γλείφωνται» και οι μεν και οι δε από πληρωμένες εφημερίδες και «καλολαδωμένες» κάμερες και απάτριδες δημοσιογράφους, και θα αμνηστεύωνται απ΄ τους ψοφοειδείς και επτοημένους απ΄ όλα και απ΄ όλους μικρούς και μεγάλους δικαστικούς μας …
Επίσκοπος Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομος
μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του
«Ωδή στα αμάραντα, στον Άθωνα»