Η Χερσόνησος του Άθω, γνωστή περισσότερο ως Χερσόνησος του Άγιου Όρους ή Άγιον Όρος, αποτελεί την ανατολικότερη από τις τρεις χερσονήσους της Χαλκιδικής. Διαφέρει από τις δύο άλλες όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και γεωλογικά, μορφολογικά, κλιματικά και ιστορικά. Όλα αυτά αντικατοπτρίζονται κατά ένα σαφή τρόπο στη βλάστηση της περιοχής.
Γεωλογικά, ενώ στην Χερσόνησο της Κασσάνδρας κυριαρχούν σχηματισμοί της τριτογενούς (ιζηματογενείς σχηματισμοί, μάργες), και στην Χερσόνησο της Σιθωνίας κυριαρχούν επίσης τριτογενείς σχηματισμοί, αλλά κυρίως γνεύσιοι και γρανίτες, στην Χερσόνησο του Άθω συναντάμε την προέκταση του γεωλογικού σχηματισμού της Ροδόπης, με επικράτηση των μεταμορφωσιγενών-κρυσταλλοσχιστωδών πετρωμάτων (γνεύσιοι, πρασινόλιθοι, ασβεστόλιθοι, κρυσταλλικοί ασβεστόλιθοι-μάρμαρα) και των πυριγενών πετρωμάτων (γρανίτες, γρανοδιορίτες και οφιόλιθοι).
Μορφολογικά διακρίνεται επίσης η Χερσόνησος του Άθω από τις απόκρημνες κλίσεις κατά μήκος των ακτών, την ισχυρή πτύχωση, δηλαδή το ισχυρό ανάγλυφο και την παρουσία του Όρους Άθω, το οποίο υψώνεται απότομα σαν πυραμίδα, ξεπερνώντας τα 2000 μέτρα (2033 m) ύψος, από το οποίο πήρε και την ονομασία. Το ισχυρό αυτό ανάγλυφο σε συνδυασμό με τις απόκρημνες ακτές και τα θαλάσσια ρεύματα του νοτίου άκρου της, τα οποία ανάγκασαν τον Ξέρξη στην διάνοιξη της ομώνυμης διώρυγας, απετέλεσαν πιθανώς την αιτία της σχετικά αραιής αποίκησης κατά την αρχαιότητα, αλλά επίσης και το κίνητρο για την ίδρυση της ομώνυμης μοναστικής πολιτείας.
Η γεωγραφική αυτή μόνωση της περιοχής συνέβαλε στη διατήρηση της αρχέγονης ποικιλότητας της χλωρίδας, της πανίδας και της βλάστησης, καθώς και στην εμφάνιση 37 ενδημικών είδών. Διαφέρει επίσης κλιματικά η Χερσόνησος του Άθω από τις δύο άλλες χερσονήσους της Χαλκιδικής, στις οποίες κυριαρχεί το ευμεσογειακό κλίμα. Το κλίμα της Χερσονήσου του Άθω επηρεάζεται από τα μεγαλύτερα υπερθαλάσσια ύψη, αλλά και από τους ΒΑ ανέμους, οι οποίοι κυριαρχούν στην περιοχή, καθώς και από τα ανοδικά και καθοδικά ρεύματα αέρος που δημιουργούνται από την έξαρση του Άθω.
Έτσι στην Χερσόνησο του Άθω διακρίνουμε ένα ευμεσογειακό κλίμα στο βόρειο τμήμα της και κατά μήκος των ακτών, σε ένα υπερθαλάσσιο ύψος που ποικίλλει από τα 150-500 (8οο) m, ανάλογα με την έκθεση, την κλίση, το πέτρωμα, με κυριαρχία της χαλεπίου πεύκης και των αειφύλλων πλατύφυλλων, ενώ στο εσωτερικό της επικρατεί ένα μεταβατικό κλίμα, από το μεσογειακό προς το ηπειρωτικό, με κυριαρχία των φυλλοβόλων πλατύφυλλων (δρυός, καστανιάς, οξιάς) και των ορεινών μεσογειακών κωνοφόρων (ελάτης, μαύρης πεύκης). Στο υψηλότερο τμήμα του Άθω, πάνω από τα 1600 ή περίπου, κυριαρχεί ένα καθαρά ηπειρωτικό κλίμα που συνοδεύεται από την εμφάνιση της υπαλπικής βλάστησης.
Αποτέλεσμα της μεγάλης ποικιλίας των γεωλογικών σχηματισμών και πετρωμάτων, του πολύμορφου τοπογραφικού ανάγλυφου και της ποικιλίας κλιματικών τύπων, είναι να εμφανίζει η χερσόνησος του Άθω μία μεγάλη βιοποικιλότητα σε όλα τα επίπεδά της. Είναι ενδεικτικός ο μεγάλος αριθμός ειδών της χλωρίδας και της πανίδας (πάνω από 1200 είδη φυτών, 350 είδη μανιταριών), των μορφών βλάστησης (περίπου 50 τύποι φυτοκοινωνιών) και των τοπίων. Οι τύποι βλάστησης και τα τοπία δημιουργούν ένα μοναδικό μωσαϊκό ποικιλότητας, που σπάνια συναντά κανείς σε μία τόσο μικρή έκταση των 30000 ha του Αγίου Όρους.
Αλλά και ιστορικά διαφέρει επίσης η περιοχή του Αγίου Όρους από την υπόλοιπη Χαλκιδική. Ενώ κατά την αρχαιότητα οι δύο άλλες χερσόνησοι της Χαλκιδικής, Κασσάνδρα και Σιθωνία, είχαν κατοικηθεί αρκετά νωρίς, και αναπτύχθηκαν σ’ αυτές σημαντικές πόλεις, πολλές από τις οποίες είχαν κατακτηθεί από τους Αθηναίους, η χερσόνησος του Άθω, για τους λόγους που ήδη αναφέραμε, φαίνεται ότι ήταν αραιοκατοικημένη. Τα δάση της Κασσάνδρας και της Σιθωνίας, λόγω της ήρεμης θάλασσας που τις περιβάλλει και της ύπαρξης φυσικών λιμένων, εφοδίαζαν με ξυλεία ναυπηγήσιμη και οικοδομήσιμη, και με ορυκτά των μεταλλείων κ.λπ. την αγορά των Αθηναίων και αργότερα του κράτους των Μακεδόνων, με αποτέλεσμα να έχουν υποστεί σημαντική αλλοίωση ήδη από τους αρχαίους χρόνους. Αντίθετα τα δάση της περιοχής του Άθω φαίνεται ότι παρέμειναν σχεδόν ανέπαφα, διατηρώντας το αρχέγονο του χαρακτήρα τους, τόσο σε ό,τι αφορά τη μείξη των ειδών, η οποία διατηρείται μέχρι σήμερα, όσο και τη δομή τους, η οποία διατηρείται ακόμη και σήμερα σε ορισμένα απομακρυσμένα σημεία.
[irp posts=”523131″ name=”Αγιο Ορος: 106 χρόνια από την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος”]
Η μοναχική ζωή, η οποία αποτελεί σταθμό για την εξέλιξη του φυσικού περιβάλλοντος, εμφανίζεται αρκετά νωρίς στη Χερσόνησο του Άθω, η οποία ονομάσθηκε αργότερα Χερσόνησος του Αγίου Όρους, αλλά μέχρι τα μέσα του 10ου αιώνα μ.Χ. ήταν σποραδική. Από τα μέσα όμως του 10ου αιώνα (963) αρχίζει, με την ίδρυση της Ιεράς Μονής της Μεγίστης Λαύρας, η συστηματική ανάπτυξη της μοναχικής ζωής, η οποία ολοκληρώθηκε στα μέσα του 15ου αιώνα με την ίδρυση 20 αυτόνομων Ιερών Μονών, οι όποιες συγκροτούν την αυτόνομη κοινότητα του Αγίου Όρους.
Η κοινότητα αυτή στην υπερχιλιετή ιστορία της γνώρισε εξάρσεις και υφέσεις, υπέστη τις συνέπειες της κυριαρχίας των διαφόρων κατακτητών, αλλά διατήρησε αλώβητο το αγιορείτικο μοναχικό πνεύμα. Σε περιόδους έξαρσης το σύνολο των μοναχών ξεπερνούσε τις 20.000, και αν υπολογίση κανείς και τους κοσμικούς οι οποίοι εργάζονταν ως εργάτες, κτίστες, υλοτόμοι κ.λπ., το Όρος έσφυζε από ζωή. Αυτό όμως το γεγονός είχε συνέπειες και στο φυσικό περιβάλλον, δηλαδή στο φυσικό χώρο που περιέβαλλε τις Ιερές Μονές.
Ένα μεγάλο μέρος της ξυλείας που χρειάσθηκε για την οικοδόμηση, τις επισκευές και την ανοικοδόμηση των Ιερών Μονών προερχόταν από τα δάση του Όρους, ιδιαίτερα από τα δρυοδάση και τα δάση της καστανιάς, αλλά επίσης χρησιμοποιήθηκε και ξυλεία ελάτης και μαύρης πεύκης. Ο επιλεκτικός τρόπος υλοτομίας που εφαρμόσθηκε και οι περιορισμένες δυνατότητες μεταφοράς της εποχής εκείνης, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ικανότητα ανάπλασης των φυσικών οικοσυστημάτων, δεν αλλοίωσε ανεπανόρθωτα τη σύνθεση των οικοσυστημάτων τα οποία διατήρησαν την ποικιλότητα τους.
Κάποια σημαντική όμως επίδραση υπέστησαν τα οικοσυστήματα των αειφύλλων πλατυφύλλων, στην περιοχή των οποίων έχουν κτισθεί τα περισσότερα μοναστήρια, σκήτες και κελλιά, από τα οποία προσπορίζονταν το καύσιμο ξύλο για την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών. Ακόμη και σήμερα μοναδική σχεδόν πηγή ενέργειας για πολλές μονές, σκήτες και κελλιά (σπίτια), είναι τα καυσόξυλα και τα ξυλοκάρβουνα. Αυτός είναι ο λόγος που γύρω σχεδόν από όλες τις Ιερές Μονές οι σχηματισμοί των αειφύλλων πλατυφύλλων εμφανίζονται περισσότερο ή λιγότερο υποβαθμισμένοι.
Επίσης οι Ιερές Μονές, πέρα από την ανάγκη εξεύρεσης χώρου για τις κτιριακές τους εγκαταστάσεις και την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών και των αναγκών τους σε ξυλεία οικοδομών, χρειάσθηκαν και χώρους για την ενάσκηση γεωργικών καλλιεργειών για τη διατροφή των μοναχών και των επισκεπτών. Κυρίως ασχολήθηκαν με την λαχανοκομία, την ελαιοκομία, την αμπελουργία και την δενδροκομία. Για την απόκτηση των απαραίτητων, για την διαβίωση των μοναχών, εκτάσεων, χρειάσθηκε να εκχερσωθεί κάποια επιφάνεια δασών, η οποία όμως στο σύνολο της δεν ξεπερνά το 5-10% της συνολικής έκτασης της Χερσονήσου, η οποία ανέρχεται περίπου σε 30.000 ha, ή 300.000 στρέμματα (300km2).
Συνεπώς το περιβάλλον και το τοπίο δεν έμειναν εντελώς άθικτα. Η κάλυψη των αναγκών σε ξυλεία κατασκευών και καυσόξυλων επέδρασε στη σύνθεση και τη δομή των οικοσυστημάτων. Επειδή όμως όλα τα είδη, εκτός των κωνοφόρων, που συνθέτουν τα οικοσυστήματα του Αγίου Όρους, πρεμνοβλαστάνουν, και γενικά παραβλαστάνουν έντονα, και με δεδομένη την έλλειψη βοσκής ήμερων ζώων και ιδιαίτερα των γιδιών, η ανάπλαση και ανόρθωση των οικοσυστημάτων γινόταν εύκολα και σχετικά γρήγορα.
Μ’ αυτό τον τρόπο το τοπίο έμεινε μακροχρόνια αναλλοίωτο. Ακόμη και μετά από πυρκαγιές τα οικοσυστήματα αυτά, τα οποία είναι προσαρμοσμένα στις πυρκαγιές, αναλαμβάνουν και ανορθώνονται εύκολα λόγω της ικανότητας αναγέννησης των κωνοφόρων, και ιδιαίτερα της χαλεπίου πεύκης, και λόγω της υψηλής πρεμνοβλαστικής ικανότητας των πλατυφύλλων ειδών που τα συνθέτουν.
Από τα μέσα και προς το τέλος του 19ου αιώνα αρχίζει μία άλλη περίοδος για τα δασικά οικοσυστήματα της Χερσονήσου. Οι ανάγκες των μεταλλείων της Χαλκιδικής σε υποστηλώματα των στοών τους, αλλά και η αυξανόμενη χρήση του ξύλου της καστανιάς σε αγροτικές και άλλες κατασκευές, οδήγησε στην έναρξη της εφαρμογής μιας συστηματικής διαχείρισης των δασών, η οποία απέφερε και αποφέρει σημαντικό εισόδημα σε ορισμένες Ιερές Μονές.
Η εφαρμοσθείσα μέθοδος των αποψιλωτικών υλοτομιών, και η εκδίωξη της ελάτης και των άλλων ειδών, είχε ως συνέπεια την αναγωγή των μικτών σπερμοφυών δασών της μεσαίας ζώνης σε σχεδόν αμιγή πρεμνοφυή-χαμηλά δάση καστανιάς. Αυτό οφείλεται στην υπεροχή των πρεμνοβλαστημάτων της καστανιάς σε ταχύτητα αύξησης έναντι όλων των άλλων ειδών, και στην αντοχή της στη σκιά. Έτσι τα μικτά, πυκνά, ανομήλικα, υψηλά, δαψιλά δάση, με τους γιγαντιαίους κορμούς, όπως τα περιέγραψε ο Griesebach (1839), μετατράπηκαν βαθμιαία σε σχεδόν αμιγή, πρεμνοφυή, ομοιόμορφα δάση καστανιάς, με μια εξίσου δαψιλή αύξηση και πυκνότητα.
Ανακεφαλαιώνοντας υπογραμμίζουμε ότι, η μεγάλη ποικιλία γεωλογικών σχηματισμών και πετρωμάτων, το πολύπτυχο της γεωμορφολογικής διαμόρφωσης του εδάφους, το μεγάλο σχετικά υπερ-θαλάσσιο ύψος του Άθω, ο οποίος ανορθώνεται απότομα σε σχήμα πυραμίδας (κώνου) από την επιφάνεια της θάλασσας στα 2033 m, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ποικιλία κλιματικών τύπων, τη μόνωση της περιοχής και την έλλειψη βοσκής από νομαδική κτηνοτροφία, δημιουργούν ένα πολυποίκιλο μωσαϊκό τύπων βλάστησης, από τους καθαρά μεσογειακούς μέχρι τους υπαλπικούς-αλπικούς, με μοναδική θαλερότητα και πληρότητα, καθώς και μεγάλη ποικιλία ειδών της χλωρίδας και της πανίδας.
Τα τοπία που δημιουργούνται από το συνδυασμό της βλάστησης και της μορφολογίας του εδάφους είναι σπάνιας ομορφιάς και ποικιλίας. Είναι μοναδικά. Συναντώνται από τα πιο «ήμερα» της παραθαλάσσιας ζώνης μέχρι τα πιο «άγρια» τοπία των φαραγγιών, των λιθώνων και των απόκρημνων βράχων. Όλα αυτά συνιστούν αυτό που λέγεται «μαγεία του Όρους», και που πρέπει να διατηρηθεί ανέπαφη. Το φυσικό περιβάλλον του Άγιου Όρους, αποτελεί και αυτό αναπόσπαστο στοιχείο της όλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του.
Σπύρος Ντάφης, Ομ. Καθηγητής Δασοκομίας Α.Π.Θ.
Πηγή: «Το φυσικό κάλλος του Αγίου Όρους», “The natural beauty of Mount Athos”, Ημερολόγιο 2003, έκδοση «Αγιορείτικη Εστία».