Αγιο Ορος: Συγκρουσιακές οι φωνές γύρω απ’ τον τόπο του Αγίου Όρους. Συνέβησαν ‘πολλά και διάφορα’ όταν κάποια στιγμή κοσμικοί γραβατωμένοι και απόκοσμοι ρασοφόροι ομοτραπεζώθηκαν.
Θλιβερές ιστορίες … που οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί θέλουν να ξεχάσουν, όχι αδικαιολόγητα. Για τον απλό καθημερινό άνθρωπο που βιο-παλεύει με τον Σταυρό στο χέρι αυτές οι ιστορίες προσβάλλουν την ιερότητα της πίστης του και μολύνουν όλους τους καθάριους που κυκλοφορούν στα πέριξ.
Θλιβερές ιστορίες … που οι Μη Χριστιανοί πάντα θα θυμούνται, δυστυχώς δικαιολογημένα. Για έναν άνθρωπο που απέχει από θεολογικούς προβληματισμούς αυτές οι ιστορίες επιβεβαιώνουν τις υποψίες του γύρω απ’ τη σαθρότητα του όλου ‘οικοδομήματος’ και των ‘ενοίκων’ συλλήβδην.
Πού βρίσκεται, όμως, η αλήθεια; Όπως σχεδόν πάντα … κάπου στη μέση, καθώς το να ‘καίγονται τα χλωρά μαζί με τα ξερά’ είναι μια ισοπεδωτική πρακτική που συχνά βολεύει, αλλά αδικεί κατάφωρα.
Ένας νέος άνθρωπος επισκέφτηκε το Άγιο Όρος και μας περιγράφει το βίωμά του:
Η μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους αποτελεί το δέρμα στο οποίο περικλείεται το κορμί της Ορθοδοξίας, μια οφθαλμαπάτη της Ουράνιας Βασιλείας στα μετα-πτωτικά πρότυπα και μέτρα των πρωτόπλαστων απογόνων. Ένα επίγειο καθαρτήριο όπου δίνει παρηγοριά στον άνθρωπο όσο υπομένει την αναμονή στο κατώφλι της φθοράς.
Το μυθολογικό πεδίο της γιγαντομαχίας και αργότερα ιερός τόπος των θεών, για αιώνες φιλοξένησε την υπαρξιακή αγωνία για τα σιωπηρά επέκεινα, έως ότου εδραιώθηκε ως Θεομητορικό Περιβόλι. Το τελευταίο γνήσιο προπύργιο της πνευματικής καλλιέργειας και ανασυγκρότησης του υποτασικού παρόντος.
Όρος ΆθωςΚάτω από τη φυσική πυραμίδα του Άθωνα, η παράδοση του μοναχισμού ρίζωσε και σαν άμπελος παράγει το κρασί της αιώνιας αναζήτησης του Θεού. Το τεράστιο αυτό θησαυροφυλάκιο περιέχει κομμάτια του παρελθόντος καλά φυλαγμένα στα μπουντρούμια των επιβλητικών μοναστηριών, γραπτά και χειρόγραφα ανεκτίμητης αξίας, όπως και αντικείμενα ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος εξίσου σημαντικά και μοναδικά, απόμακρα από τα αχόρταγα μάτια του στείρου υλισμού.
Παράλληλα, η μνημειώδης αρχιτεκτονική προκαλεί δέος, αφού το θεϊκό καλέμι φρόντισε να σκαλίσει βράχους στους οποίους ανάγλυφα οικοδόμησε βυζαντινά ξωκλήσια που στην όψη τους και μόνο θυμίζουν γίγαντες που μάχονται για τη σωτηρία. Μια μακέτα των Ουράνιων δωματίων επί της γης που ξέρει να κρατάει καλά κρυμμένα τα μυστικά και να προσφέρει σταγόνες της επίγευσης του Παραδείσου.
Μοναστήρι (μέρα)Όλα αυτά αποτελούν όαση για κάποιον που επισκέπτεται τον ιερό τόπο πρώτη φορά. H συνέχεια είναι εντελώς διαφορετική καθώς τότε ξεκινάει το πραγματικό παιχνίδι του χαμένου θησαυρού, η αναζήτηση του αγνώστου μοναχού, η αναζήτηση της θεϊκής παρηγοριάς. Η προσέγγιση της πνευματικότητας διαπερνά τον χώρο και τον χρόνο δημιουργώντας μια συνέχεια στην μοναστική παράδοση που κρατά για αιώνες. Τα αναρίθμητα λείψανα, που άφησαν τα καλογέρια πίσω τους, έντυσαν τη γη του Άθω με ανθρώπινο δέρμα που ματώνει και πληγώνεται στην προσμονή της νεκρανάστασης.
Στα κοινοβιακά μοναστήρια, όπου η κοινοκτημοσύνη ανθεί, έρχεται κανείς αντιμέτωπος με τη μυστηριακή ομορφιά και ουσία της λειτουργικής ανιδιοτέλειας, υπό το φως των κεριών και μόνο. Στις μεταμεσονύκτιες συναντήσεις Θεού και ανθρώπου οι απόκοσμες δοξολογίες συναναστρέφονται τις άγριες εικόνες Αγίων και ηττημένων θηρίων της όχι και τόσο μακρινής Αποκάλυψης.
Μια κοινή τράπεζα και ένας πνευματικός διάλογος φέρνουν τους επισκέπτες κοντά, ενώ τους απομακρύνουν από τις κοσμικές κατακρίσεις και το στοίχημα θεωρείται κερδισμένο. Πολλά τα οφέλη της ζύμωσης με την αυταπάρνηση της σύγχρονης καχυποψίας που από εξαίρεση έγινε κανόνας. Η καθημερινή, όμως, συναναστροφή με κόσμο, παρά την ισχυρή εξοικείωση στον χώρο και την ψυχική γαλήνη οδηγούν στην ανάγκη για περισσότερο φως, στην ερημιά και στο άγνωστο.
Στα βάθη του Θεοβάδιστου Περιβολιού το βήμα γίνεται αργό καθώς τα γόνατα κλειδώνουν στην ανάβαση του άγριου Γολγοθά και ο αποσυμβολισμός των Γραφών παίρνει σάρκα και οστά. Η έρημος του Αγίου Όρους κάνει τον επισκέπτη να μοχθήσει για να δρέψει τους καρπούς των ριζωμένων εννοιών, και η απόλυτη ησυχαστική κατάνυξη των Βιβλικών κατοίκων συνταράσσει τα μύχια και σκοτεινά ένστικτα της ψυχής. Μικρές κόγχες στις καρδιές των ανυπότακτων βράχων, λίγα γαλόνια χώμα και καταρράκτες νηπτικής προσευχής φέρνουν σε άβολη θέση αυτόν που τα αντικρύζει.
Μοναστήρι (βράδυ)Μοναχοί, ησυχαστές, ερημίτες, πολεμιστές και στρατιώτες του Θεού, εθισμένοι στα ευωδιαστά βάτα, στο θυμίαμα που αναδίδει η φύση στο χέρσο χώμα. Μοναδικό όπλο στα χέρια τους το κομποσκοίνι στον ατέρμονο πόλεμο κατά του υπερφίαλου έκπτωτου αγγέλου και του περιπαιχτικού ασκεριού του. Εδώ, το μετα-φυσικό και πραγματικό μπλέκουν και είναι δυσδιάκριτα τα όριά τους. Ο αδιάκοπος πόλεμος κρατά άσβεστη τη φλόγα της πίστης καθώς γνωρίζουν λίγοι και ταπεινά σιωπούν.
Εικόνες σκληρές αλλά συνάμα τόσο αληθινές, νεκροκέφαλα μοναχών κοσμούν παράθυρα και πέτρινες καμάρες, μνήμη θανάτου, μνήμη ματαιότητας για τη στενή διάνοια και κατάντια του ανθρώπινου εγωκεντρισμού. Αδιάκοπο το λάδι κρατάει άσβηστα τα καντήλια της σωτηρίας μπροστά στη μικρότητα της ανθρώπινης τάσης.
Όποιος αναζητά θαυματοποιούς στο Άγιο Όρος θα μείνει απογοητευμένος. Η προσέγγιση γίνεται μέσα από την παράδοση στην ενέργεια που διαπερνά τον χώρο και παραδίδει σιωπηλά μαθήματα στην εκλογικευμένη διάνοια. Τα μάτια της ψυχής και ο νους της πίστης αποτελούν οδηγό προς το θαύμα και τον μακαρισμό.
Άνθρωποι φθαρτοί επανδρώνουν το οχυρό της Ορθοδοξίας και ανεβαίνουν σκαλί σκαλί την κλίμακα της θέωσης σαν μάρτυρες μιας υπερκόσμιας αποκάλυψης πέρα από τον υποτιθέμενο πολιτισμό. Στο σχολείο του Θεού μαθητεύει η ταπείνωση και η από κτίσεως κόσμου προσμονή για το αναστάσιμο κοιμητήρι όπου όλα μπορούν να βρουν γιατρειά.
Τα αδύνατα παρά ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ εστίν.
Εμμανουήλ Πηλιτσίδης
– Πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του Α.Π.Θ.
– Συγγραφέας του βιβλίου «Και εγένετο πτώσις» (εκδ. Ρώμη)
– Αναγνώστης του Macroskopio