Στις 27 Απριλίου 1945 έφτασε στο Άγιο Όρος το πρώτο κλιμάκιο της Χωροφυλακής. Στην δύναμη αυτή υπηρετούσαν 36 αξιωματικοί και χωροφύλακες. Το πρώτο σοβαρό επεισόδιο ήταν η επίθεση κατά της Δάφνης στις 23/4/1947 από 42 ενόπλους αντάρτες με αρχηγούς τους Κ. Παπαγεωργίου και Α. Καζάκο με σύνδεσμο το Θ. Δαμπάση.
Αυτή η ομάδα καθήλωσε τη φρουρά του Σταθμού Χωροφυλακής που την αποτελούσαν 3 άνδρες και κατέλαβε το Τελωνείο, το Ταχυδρομείο, τον Αστυνομικό Σταθμό και τα εμπορικά καταστήματα.
Την επόμενη ημέρα στις 3 π.μ. φόρτωσαν τα προϊόντα που κατάσχεσαν (τρόφιμα, 110 σάκους αλεύρι, ιματισμό, υγειονομικό και τηλεπικοινωνιακό υλικό κ.α.) στο πετρελαιοκίνητο «Άγιος Νικόλαος» που έτυχε να βρίσκεται στην Δάφνη και επέπλευσαν με κατεύθυνση Αρκούδα Χαλκιδικής.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας απόσπασμα Χωροφυλακής ΑΟ με ακταιωρούς πρόλαβε τους αντάρτες.
Στην συμπλοκή που ακολούθησε οι αντάρτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν σχεδόν όλα τα εφόδια που είχαν πάρει και με απώλειες, σύμφωνα με στοιχεία της χωροφυλακής 2 νεκρούς και 2 τραυματίες, διέφυγαν. Από την πλευρά των ανταρτών υποστηρίχτηκε ότι δεν είχαν καμιά απώλεια.
Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΚΑΡΥΩΝ 16/10/1948
Η σημαντικότερη όμως μάχη ήταν αυτή που διεξάχθηκε την αυγή της 16/10/1948 από 400 περίπου ένοπλους αντάρτες που ήταν τμήμα της VI Μεραρχίας του ΔΣΕ.
ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ ΚΑΙ ΑΜΥΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Στις 22/4/1948 30 αντάρτες εισήλθαν στο ΑΟ και λεηλάτησαν την Ι. Μ. Χιλιανδαρίου.
Στις 5/8/11948 ο καπετάν Παπαγεωργίου με ομάδα από ενόπλους λεηλάτησε την Ι. Μ. Εσφιγμένου.
Στις 18/10/1948 ο καπετάν Παπαγεωργίου λεηλάτησε την Ι. Μ. Καρακάλλου.
Στις 8/11/1948 ο καπετάν Παπαγεωργίου λεηλάτησε την Ι. Μ. Φιλοθέου.
Στις 17/11/1948 ο καπετάν Παπαγεωργίου προσπάθησε να λεηλατήσει την Ι. Μ. Ζωγράφου (Βουλγάρικο) η επίθεση αυτή αποκρούστηκε από δύναμη της Χωροφυλακής που φρουρούσε την Μονή (ο λόγος που φρουρείτε ειδικά η Βουλγάρικη Μονή πιο επιμελώς είναι καταφανής, μια ενδεχόμενη λεηλασία της θα έδινε αφορμή να εγείρουν αξιώσεις οι Βούλγαροι για διεθνοποίηση του ΑΟ).
Όλο το 1948 η κατάσταση στο ΑΟ ήταν ρευστή.
Στις 3/12/1948 το ΓΕΣ ζήτησε την εκκαθάριση της περιοχής και προς τούτο ενισχύθηκαν με δυνάμεις Χωροφυλάκων και εφόδια. Μετά την ενίσχυσή τους οι Χωροφύλακες επιτέθηκαν και αιφνιδίασαν τις αντάρτικες ομάδες, με τον τρόπο αυτό επιτεύχθηκε η εκκαθάριση του ΑΟ από τις δυνάμεις του ΔΣΕ.
Ταυτόχρονα οχυρώθηκε το στενό του Ξέρξη από δύναμη Στρατού Χωροφυλακής και ΜΑΔ, ενώ πλοία του στόλου περιπολούσαν στην περιοχή.
Το 1949 έμεινε ισχυρή δύναμη Χωροφυλακής από 160 αξιωματικούς και οπλίτες και 40 ΜΑΔ, εφεδρικά δε είχαν οργανωθεί μεταβατικά αποσπάσματα που περιπολούσαν στην περιοχή. Από το καλοκαίρι του 1949 η δύναμη αυτή άρχισε να μειώνεται.
Στις 10/6/1949 μια δύναμη από 150 ενόπλους του ΔΣΕ με επικεφαλής τον ο καπετάν Παπαγεωργίου προσπάθησε να εισβάλει στο ΑΟ αλλά αποκρούστηκε στο στενό του Ξέρξη. Κατά την επίθεση οι αντάρτες κατέλαβαν 2 φυλάκια στο χωριό Νέα Ρόδα που τα αποτελούσαν ΜΑΔ. Οι επιτιθέμενοι μπήκαν στο χωριό Νέα Ρόδα πήραν τρόφιμα και ζώα, αλλά στις 3 μ.μ. αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς Γομάτι υπό τους κανονιοβολισμούς του Φ Τ 12 και του ν/κ Κάλυμνος. Στη συνέχεια ανέλαβε η αεροπορία.
Με την μάχη αυτή έκλεισε για το ΑΟ το κεφάλαιο εμφύλιος, δεν υπήρξε άλλη ενόχληση του Άθωνα από τον ΔΣΕ.
Ο πρωταγωνιστής των αντάρτικων επιθέσεων ο καπετάν Παπαγεωργίου συνελήφθη στις 8/1/1950 στο χωριό Μεγάλη Παναγιά και εκτελέστηκε.
Τι έγραψε ο Γαβριήλ Διονυσιάτης για τη μάχη των Καρυών
Η σημαντικότερη μάχη ανταρτών και χωροφυλακής στο Άγιο Όρος, ήταν αυτή που διεξήχθη την αυγή της 16/10/1948 από 400 περίπου ένοπλους αντάρτες που ήταν τμήμα της VI Μεραρχίας του ΔΣΕ .
Η δύναμη αυτή είχε στις τάξεις της και γυναίκες και η επιχείρηση έγινε με αντικειμενικό στόχο την προμήθεια τροφίμων και την στρατολόγηση κατοίκων της Χαλκιδικής που είχαν καταφύγει στο Άγιο Όρος. Μετά το πέρας της επιχείρησης η δύναμη αυτή θα κατέληγε στον Κάκαβο που στρατοπέδευε και η υπόλοιπη VI Μεραρχία.
Διοικητής των ανταρτών ήταν ο Π. Ερυθριάδης και η επίθεση είχε δύο στόχους.
1ον Το Διοικητήριο όπου ήταν ο Διοικητής Αγίου Όρους Π. Παναγιωτάκος και 4 άνδρες η οποία και αποκρούστηκε μετά από 8ωρη μάχη και με απώλειες για τους επιτεθέντες. Το κτίριο έπαθε μεγάλες ζημιές και καήκε μεγάλο μέρος από το αρχείο της Διοικήσεως.
2ον Το κτίριο που στεγαζόταν η δύναμη της Χωροφυλακής που και αυτή απέτυχε.
Οι απώλειες των χωροφυλάκων ήταν ένας τραυματίας και των ανταρτών 2 νεκροί και 5 τραυματίες. Τραυματίστηκε και ο Παπαγεωργίου.
Πήραν από τις Καρυές τρόφιμα, ιματισμό και χρήματα. Παρόμοιες λεηλασίες έκαναν και στην Ι. Μ. Ιβήρων και Βατοπεδίου, προέβησαν δε σε εκτεταμένη στρατολόγηση.
Οι αντάρτες με τα εφόδια που φορτώθηκαν σε 80 υποζύγια αποχώρησαν στις 17/10/1948.
Επισημάνθηκαν από την πολεμική αεροπορία και στην πορεία των ανδρών του ΔΣΕ επί δύο ημέρες από τις Καρυές μέχρι τον Κάκαβο η Αεροπορία έκανε συνεχείς επιθέσεις, ταυτόχρονα τους βομβάρδισαν πολεμικά πλοία με συνέπεια να υποστούν σοβαρές απώλειες και να χάσουν το μεγαλύτερο μέρος των εφοδίων που είχαν συναποκομίσει.
Για την υπόθεση αυτή ο Πατέρας Γαβριήλ ο Διονυσιάτης έχει γράψει:
«Οκτώβριος 1948. Ο συμμοριτοπόλεμος εμαίνετο καθ όλην την χώραν, και ιδία εις τας βορείους επαρχίας όπου ήτο ευκολότερος ο ανεφοδιασμός των συμμοριτών από τας γειτονικάς κομμουνιστικάς χώρας. Εις την Χαλκιδικήν λόγω της ορεινότητας και της εύκολου εξοικονομίσεως τροφίμων εκ των χωριών, ευρίσκοντο 3 με 4 συμμορίαι, των οποίων σκοπός να έχουν υπερφαλαγγισμένην την Θεσσαλονίκην, να ενεργούν μέχρι των προθύρων αυτής δολιοφθοράς και να στρατολογούν εκουσίως και ακουσίως.
«Ο πληθυσμός αυτής εθνικόφρων κατά τα 9/10, ίνα αποφύγει τας στρατολογίας, τας διώξεις και τας εξοντώσεις εκ μέρους των συμμοριτών, μετώκησεν εις τα μεγαλύτερα κέντρα, οι γεωργοί προς την Κασσάνδραν, πεδινήν ως επί το πολύ και ήδη με την τομήν του ισθμού εις την Ποτίδαίαν νήσον γενομένην και ευκόλως φρουρουμένην, οι αστοί και βιοτέχναι διέρρευσαν προς Θεσσαλονίκην, Πολύγυρον και Αρναίαν, οι δε εργάται και υλοτόμοι προς το Άγιον Όρος, όπου προ διετίας είχον εισρρεύσει και οι κτηνοτρόφοι με τας αγέλας και τα ποίμνιά των.
«Ούτω ο πληθυσμός τετραπλασιάσθη, των 2/3 αυτού αποτελουμένων προσφύγων χωρικών της Χαλκιδικής, και τούτων όλων ακμαίων ανδρών ειθισμένων εις την υπαίθριον ζωήν και τας ορειβασίας.
«Τούτο έχουσα υπ όψιν η ηγεσία του συμμοριτισμού, ενήργησεν δύο τρεις κρούσεις εις Δάφνην, Εσφιγμένου και τινα ακραία σημεία τα προς τον ισθμόν του Ξέρξου.
«Δυστυχώς δια λόγους αγνώστους προς ημάς, το Κράτος δεν έλαβεν τα κατάλληλα μέτρα, ούτε καν προς οχύρωσιν του προρρηθέντος Ισθμού αρκεσθέν εις εγκατάστσιν εκείσε ενός φυλακίου χωροφυλάκων.
«Η Ιερά Κοινότης και δι εγγράφων της και δι αποστολής εις Αθήνας και Θεσσαλονίκην ειδικών επιτροπών, εν συντονισμώ και με τας γειτονικάς Κοινότητας, εζήτησεν επιμόνως την οχύρωσιν και στρατιωτικήν επάνδρωσιν του Ισθμού και την σύστασιν περιοδεύοντος παρ αυτόν Σώματος οπλιτών, αλλά δεν εγένετο τίποτα.
«Κατά τον Σεπτέμβριον ήτο πρόδηλον, ότι επρόκειτο εξόρμησις των συμμοριτών προς τας Χερσονήσους, καθ ότι το τοπικόν αρχηγείον των μετεφέρθη νοτιότερον και είχον παρατηρηθεί και διελεύσεις εκ των περιφερειών Λαγκαδά και Νιγρίτας προς Χαλνιδικήν.
«Και πάλιν η Ιερά Κοινότης ετόνισεν τον κίνδυνον και εζήτησεν ειδικώς ενίσχυσιν της Χωροφυλακής του Όρους και δια Στρατού, αλλ εις μάτην και πάλιν. Και ούτω περί τα μέσα Οκτωβρίου σχηματισμός εξ εκατόν περίππου συμμοριτών και συμμοριτισών εισέβαλον δια του Ισθμού νύκτωρ εις το Άγιον Όρος και έφτασεν εις την Πρωτεύουσαν αυτού Καρυάς χωρίς να γίνει αντιληπτός.
«Ευτυχώς ότι τον αντελήφθησαν μερικοί μοναχοί εκ των ακραίων Κελλίων εν Καρυαίς και έτρεξαν και ειδοποίησαν την Υποδιοίκησιν Χωροφυλακής και επρόλαβεν αυτή να λάβη τα αμυντικά μέτρα της και να μη καταληφθή εξ απίνης.
«Τούτο απέτρεψεν τα σχέδια των συμμοριτών, και ότε περί τα ξημερώματα επετέθησαν κατά των κτιρίων της Χωροφυλακής και Διοικήσεως, ευρέθησαν αντιμέτωποι των γρηγορούντων ανδρών.
«Επηκολούθησεν ολοήμερος μάχη υπό ραγδαίαν βροχήν, καθ ήν εφονεύθησαν τρεις συμμορίται και εκ των χωροφυλάκων ουδείς.
«Την επομένην οι εκ των συμμοριτών άνδρες επεδόθησαν εις την λεηλασίαν των Κελλίων και καταστημάτων, αι δε γυναίκες προς εμπαιγμόν και βεβήλωσιν των ιερών παραδόσεων και τυπικών, εχόρευον υπό την αψίδα του Κωδωνοστασίου του Πρωτάτου, και με Καυκασιακήν προφοράν των έλεγον εις ενίους Πατέρας διερχομένους εκείθεν: «ας κάνη το θάμα της η Παναγία σας εις εμάς τα κοράσια».
«Και τότε μεν εμακροθύμησεν η Παντάνασσα και δεν ετιμώρησεν τους υβριστάς της, αλλ έκτοτε δεν είδαν κατά το λεγόμενον «άσπρη μέρα». Τους βρήκε, μετ ολίγον η καταστροφή της Φλωρίνης με 1.200 νεκρούς, αιχμαλώτους και τραυματίας, και εντός έτους δεν έμεινεν τίποτε από το ανόσιον έργον τους.
«Ο ηρωικός στρατός μας με την βοήθειαν του Θεού και της Παναγίας τους συνέτριβε πραγματικώς, όπου τους συνήντα, και τον Αύγουστον του επωμένου έτους τους εξώντωσε κυριολέκτηκώς εκεί εις τα ληστρικά των ερείσματα του Γράμμου και του Βίτσι και δεν απέμεινεν πλέον εις την Ελλάδα μας παρά μόνον τα ερείπια, που δημιούργησεν ο Θεοκατάρατος Κομμουνισμός, η φρίκη εκ της αναμνήσεως του ελλεεινού συμμορίτου και η αιώνια κατάρα του λαού μας επί τας κεφαλάς εκείνων, που αρνηθέντες την πίστην και την πατρίδα των εξυπηρέτουσαν τα Σλαυικά συμφέροντα.
«Προς το εσπέρας ανεχώρησαν μετά φοβεράν λεηλασίαν των Καρυών, διέρρηξαν τα Kαταστήματα και όσα μεν πράγματα ήθελον, τα εφόρτωσαν εις διαρπαγέντα εκ των μονών και ιδιωτών ζώα, τα δε άλλα, ρύζια, ζυμαρικά κλπ τα πετούσαν εις τις λάσπες του δρόμου, μόνον και μόνον, ίνα κάμουν ζημίαν. Το χείριστον δε και χαρακτηριστικόν δια την θηριωδίαν των, κατά την λεηλασίαν των Κελλίων, ότι εύρισκον ιερά σκεύη, Ευαγγέλια, Επάργυρωμένας θήκας Αγίων λειψάνων κλπ τα έρριπταν φύρδην μίγδην και μετ άλλων χυδαίων αντικειμένων εις σάκκους και τα συναπεκόμιζαν προς εκποίησιν, αλλά δεν επρόφθασαν, τα περισσότερα ευρέθησαν εις τα Κρούσια, όταν εξεδιώχθησαν κακώς και εκείθεν. Φεύγοντας εξ Αγίου όρους έλαβον βιαίως μεθ εαυτών εκατόν και πλέον ανθρώπους, ποιμένας, εργάτας, υλοτόμους, και περί τα εκατόν πεντήκοντα ζώα, φορτωμένα τα κλεπτολάφυρα των και τους τραυματίας των.
«Και όλη αυτή η θρλιβερά φάλαγξ διήλθεν ανενόχλητος το στενόν του Ξέρξη, καίτοι υπήρχον δύο ακταιωροί εκατέρωθεν και εντός ολίγου είχε φθάσει και το αντιτορπιλικών «Δόξα», αλλά έμειναν αδρανή, ίνα μη φονευσωσιν το πλήθος των αθώων απαχθέντων.
«Η Βέβηλος αυτή εισβολή και λεηλασία του αγίου Όρους, το οποίον εσεβάσθησαν αλλοεθνείς και αλλόπιστοι, θα μείνη ως θλιβερά και απαισίας μορφής ανάμνησις, ότι ευρέθησαν Έλληνες και Ελληνίδες, έστω κατ όνομα, να καταπατήσουν εν εικοστώ αιώνι τα ιερά θέσμια. Πρεπόντως λοιπόν εγράφει υπό τινος υπό το Κωδωνοστασιον του Πρωτάτου: «Εν τω Αγίω τούτω τόπω εχόρευαν κατά την εισβολήν αι ερινύες του συμμοριτισμού, ήτοι τα βδελύγματα της ερημώσεως».
[irp posts=”525568″ name=”Άγιο Όρος: Η θλιβερή αναγνώριση – Αρσένιος μοναχός – Σκήτη Κουτλουμουσίου”]
Ευγενία Πέγιου, η αντάρτισσα που μετείχε στη μάχη των Καρυών (16/10/1948) και τη λεηλασία της Ι.Μ. Ιβήρων
ΤΑ ΝΕΑ 23 Σεπτεμβρίου 1999
Οκτώβριος του 1948. Οι αντάρτες της Χαλκιδικής μπαίνουν στο Άγιον Όρος. Αναμεσά τους και γυναίκες. Το άβατον για πρώτη φορά καταργήθηκε. Μεταξύ αυτών και η Ευγενία Πέγιου που σήμερα ζει στο χωριό Μεγάλη Παναγιά κοντά στην Ιερισσό. Τότε ήταν 17 χρόνων και σήμερα πενήντα χρόνια μετά, θυμάται για κείνη την περιπέτεια που κράτησε δύο ημέρες. «Έκανα αμαρτία», λέει. Οι μοναχοί και αυτοί θυμούνται την είσοδο γυναικών στα μοναστήρια. Δεν αναφέρονται σ’ αυτό. Άλλωστε αυτή ήταν και η μοναδική εξαίρεση. Από τότε υπεραμύνθηκαν του άβατου με σθένος και μέχρι σήμερα, παρά το γεγονός ότι πολλές γυναίκες ζητούν να επισκεφτούν το Άγιον Όρος, αρνούνται κάθε συζήτηση.
Η βροχή έφτανε ώς το κόκαλο. Το Μάουζερ την κούραζε ακόμη πιο πολύ. Πεινούσε και κρύωνε. Μα πιο πολύ, έτσι όπως στεκόταν έξω από την πόρτα της Μονής Ιβήρων, την τρόμαζε η ιδέα ότι ήταν μια γυναίκα μόνη στο Άγιον Όρος. Ήταν Οκτώβρης του 1948. Τοτε η Ευγενία Πέγιου ήταν μόλις 17 χρόνων. Περνώντας από το χωριό της, τη Μεγάλη Παναγιά Χαλκιδικής, οι άνδρες του Δημοκρατικού Στρατού την πήραν μαζί της. Μέσα στις επιχειρήσεις που γίνονταν τότε ήταν και αυτή του Αγίου Όρους, για να πάρουν τρόφιμα. Η Ευγενία τους ακολούθησε. Περπάτησε ώρες και παρά τον φόβο της βρέθηκε έξω από τη Μονή Ιβήρων με το όπλο στο χέρι.
«Φοβόμουν πολύ. Είχα ακούσει ότι απαγορεύονταν να μπούνε γυναίκες στο Άγιον Όρος. Η διμοιρία μου έφτασε στη Μονή Ιβήρων. Οι καλόγεροι δεν άνοιγαν την πόρτα. Εγώ δεν πυροβολούσα. Δεν κυκλοφορούσε κανείς. Τότε θυμάμαι ότι ένας αντάρτης, Αλβανό, τον φώναζαν, πήδηξε πάνω από την πόρτα και την άνοιξε. Εγώ δεν μπήκα μέσα. Περίμενα με το όπλο στο χέρι. Ήμουν μόνη. Πρέπει να ήταν και άλλες γυναίκες εκεί κοντά».
Οι βρύσες
Ακόμη και σήμερα δεν έχει συνειδητοποιήσει πώς έσπασε το άβατο. Αποφεύγει να μιλάει γι’ αυτό. Όμως τότε δεν είχε και πολλά περιθώρια. Ο καπετάνιος της Κώστας Παπαγεωργίου την χρειαζότανε. «Το όπλο ήταν πιο ψηλό από μένα. Θυμάμαι σαν τώρα κάτι βρύσες με κεφάλι φιδιού έξω απ το μοναστήρι. Οι αντάρτες πήραν μουλάρια και φόρτωσαν ρούχα και τρόφιμα. Το αστείο είναι ότι πήραν και αυτά που είχε ο πατέρας μου, ο οποίος δούλευε στο Όρος. Εγώ το έμαθα μετά». Τότε δεκάδες αντάρτες είχαν σκορπιστεί στο Άγιον Όρος και συγκέντρωναν τρόφιμα. Τριακόσια πενήντα μουλάρια είχαν φορτώσει. Δύο μέρες έμεινε η Ευγενία στη Μονή. Άλλοτε για να διώξει τον φόβο της τραγουδούσε το «Πολεμάμε, τραγουδάμε τους φασίστες κυνηγάμε». Καμιά φορά έκανε και τον σταυρό της. «Έγινε ό,τι έγινε, όμως πρέπει να πω ότι κανένας αντάρτης δεν προκάλεσε την παραμικρή ζημιά στα μοναστήρια. Είχαμε ανάγκη από τρόφιμα και ρούχα. Μέρες ζούσαμε τρώγοντας κάστανα. Εγώ φορούσα κάτι παπούτσια μεγαλύτερα από το νούμερό μου. Μέσα είχαν μπει λάσπες. Πονούσα πολύ. Παρακαλούσα να φύγουμε. Στις Καρυές γίνονταν μάχες με τους χωροφύλακες. Οι μοναχοί είχαν κρυφτεί. Δεν κυκλοφορούσε κανείς. Είχαν φοβηθεί».
Οι μοναχοί, άλλωστε, είχαν δεχτεί επιθέσεις και το 1947, δεν προέβαλαν καμία αντίσταση και ούτε ήθελαν να μπλέξουν. Οι χωροφύλακες προσπάθησαν να εμποδίσουν τους αντάρτες. Όμως δεν κατάφεραν και πολλά. Έτσι οι μοναχοί, μην έχοντας άλλο τρόπο, προσέφεραν ό,τι μπορούσαν για να γλιτώσουν μια ώρα γρηγορότερα. Ο χρόνος αργούσε για όλους και πιο πολύ για τη νεαρή αντάρτισσα που ένιωθε ότι είχε διαπράξει μεγάλη αμαρτία.
Τα αεροπλάνα
«Αφού οι αντάρτες πήραν ό,τι πήραν, πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Καθήσαμε σε ένα ξέφωτο στο Γομάτι. Μας εντόπισαν τα αεροπλάνα. Εκεί κοντά στα Νέα Ρόδα άρχισαν να μας κτυπούν. Θυμάμαι μια νέα κοπέλα, Πόντια ήταν, που είχε τραυματιστεί. Την μετέφεραν μέσα από ένα μονοπάτι στο βουνό. Στον δρόμο όλο φώναζε “ωχ μανούλα μου λελέβω”. Καποια στιγμή πέθανε». Οι καλόγεροι μόλις έμαθαν για τον θάνατο είπαν ότι την τιμώρησε η Παναγία γιατί μπήκε στο Άγιον Όρος. Πολλοί το πίστευαν, δεν ήταν όμως λίγοι και εκείνοι που βρήκαν την ευκαιρία, σε συνεργασία με τους χωροφύλακες, να διαδίδουν παντού το περιστατικό.
Και η ίδια είχε πάντα μέσα της ένα φόβο. Άλλωστε ήταν από αυτούς που επί δυόμισι χρόνια στην ομάδα Παπαγεωργίου δεν πυροβόλησε. «Δεν ήθελα να το κάνω. Δεν ήθελα να σκοτώσω. Τι ήμουν, ένα παιδί». Ο στρατος είχε φέρει σε δύσκολη θέση τις μονάδες του Δημοκρατικού Στρατού και στη Χαλκιδική. Η Ευγενία παραδόθηκε στη Γαλάτιστα. Πέρασε στρατοδικείο. Αθωώθηκε. Γύρισε στο χωριό της. Ήταν δύσκολα χρόνια για όλους. Η μικρή αντάρτισσα παντρεύτηκε τον γείτονά της Κώστα. Η ειρωνεία: τότε που μπήκε στο Άγιον Όρος αυτός εργαζόταν στο δάσος μαζί με τον πατέρα του. Με τους πρώτους πυροβολισμούς κρύφτηκε. Όταν σταμάτησε το κακό, διαπίστωσε ότι του είχαν πάρει τα μουλάρια. «Θυμάμαι σαν τώρα τη μάχη που έγινε στο Βατοπεδινό κονάκι.
Εκεί ένα χωροφύλακας σκότωσε έναν αντάρτη. Τον έθαψαν λίγο πιο κάτω», λέει ο κ. Πέγιος που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η γυναίκα του ήταν με τους αντάρτες…
Τώρα στη Μεγάλη Παναγιά, ένα από τα πλέον όμορφα χωριά, πολλοί έχουν ξεχάσει την ιστορία. Θυμούνται απλώς τον Παπαγεωργίου.
Διηγούνται τις περιπέτειές του, τον θάνατό του αλλά για την Ευγενία, που πέρασε στο Άγιον Όρος, κουβέντα. Και η ίδια δεν θέλει να τα θυμάται. Παντρεύτηκε, έκανε δυο παιδιά και η ζωή της κύλησε ήρεμα. Ε, κάπου – κάπου όταν μένει μόνη στην αυλή της, ο νους της γυρνάει και σ’ εκείνη την εποχή. Όπως λέει «τους αγαπούσε τους αντάρτες». Θα ήθελε να πήγαινε και στο Άγιον Όρος, όμως απαγορεύεται.
1947: Η Ομάδα Παπαγεωργίου συγκρούεται με τη Χωροφυλακή
Η αντιπαλότητα ανταρτών και Αγίου Όρους στην ουσία άρχισε το 1945. Τότε, μπροστά στον κίνδυνο, εστάλησαν εκεί 36 χωροφύλακες, οι οποίοι ανέλαβαν την προστασία του Όρους. Το 1947 μια ομάδα ανταρτών, με επικεφαλής τον Παπαγεωργίου, χτυπήθηκε στη Δάφνη με τη δύναμη της Χωροφυλακής. Κατέλαβε τον Αστυνομικό Σταθμό, το Τελωνείο και καταστήματα, για να αναχωρήσει την επομένη με ρούχα και τρόφιμα. Όμως, η ομάδα δεν στάθηκε τυχερή, καθώς από πλοιάρια οι χωροφύλακες τους αιφνιδίασαν.
Το 1948, οι αντάρτες επανήλθαν με δύναμη 400 ανδρών. Ανάμεσά τους και γυκαίκες, μεταξύ των οποίων η Ευγενία και η φίλη και συγχωριανή της Μαριάνθη. Οκτώ ώρες κράτησε η μάχη.
Σήμερα οι μοναχοί θυμούνται τον διοικητή της Χωροφυλακής Παναγιώτη Παναγιωτάκο να γυρίζει μόνος του με το πιστόλι στο χέρι για να βρει αντάρτες. Ένας αντάρτης σκοτώθηκε όταν επιχείρησε να κάψει μια εκκλησία στο κέντρο των Καρυών.
Όπως λένε όσοι έζησαν τα γεγονότα τότε, οι αντάρτες πήραν τρόφιμα και ρούχα από τις Μονές Χιλιανδρίου, Εσφιγμένου, Ιβήρων (στην οποία σκοπό είχαν βάλει την Ευγενία), Καρακάλου, Φιλοθέου και Ζωγράφου. Τότε το Γενικό Επιτελείο Στρατού αποφάσισε να πάρει μέτρα και έδωσε εντολή στους χωροφύλακες για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Στη μάχη κατά των ανταρτών μπήκαν επίσης και τα πλοία, τα οποία περιπολούσαν, αλλά και η Αεροπορία.
Πάντως, οι αντάρτες είχαν και μέσα στο Άγιον Όρος υποστηρικτές μοναχούς, κυρίως κελιώτες, που είχαν ενταχθεί στο ΕΑΜ, όπως και πολλούς που ζούσαν σε μοναστήρια, αλλά δεν είχαν λόγο στη διοίκηση του Αγίου Όρους και στην εκλογή ηγουμένων.
«Τρώγαμε κάστανα κι αυτό μας στήριζε»
Ήταν καλοκαίρι του 1948. Η 17χρονη τότε Ευγενία καθόταν στο παράθυρο και θαύμαζε τους αντάρτες που περνούσαν. Από το χωριό της κατάετο ο Παπαγεωργίου. Ένα βράδυ ένοπλοι πέρασαν και από το σπίτι της και την πήραν μαζί τους με άλλα 12 κορίτσια. Έμαθε να τραγουδάει «όλοι στ’ άρματα παιδιά για να ‘ρθει η λευτεριά».
Αν και στην αρχή ενθουσιάστηκε, στη συνέχεια προβληματίστηκε για πολλά και κυρίως για τις κακουχίες. «Την πρώτη ημέρα μας έριξαν λίγα κομμάτια κρέας πάνω σε κάτι τσουβάλια. Δεν μπόρεσα να φάω. Τα πόδια μου είχαν γεμίσει πληγές. Στην αρχή μάς έβαζαν σκοπούς. Στήναμε ενέδρες. Εγώ όμως δεν χρησιμοποίησα ποτέ το Μάουζερ. Ήμουν παιδί, ήθελα να γυρίσω σπίτι μου. Δεν με άφηναν».
Ήταν παραμονές της γιορτής του Διονυσίου Αρεοπαγίτου όταν η ομάδα Παπαγεωργίου κινήθηκε προς το Άγιον Όρος. «Ξεκινήσαμε νύχτα. Έβρεχε. Θέλαμε τρόφιμα και ο μόνος χώρος, όπως έλεγαν οι παλιότεροι, ήταν τα μοναστήρια. Είχαν τα πάντα. Πεινούσαμε και υποφέραμε. Οι απλοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να μας δώσουν ούτε ψωμί. Περάσαμε μέσα από το δάσος. Η πορεία ήταν μαρτύριο. Εμείς κινηθήκαμε προς την Μονή Ιβήρων. Ένιωθα ότι θα έπεφτα κάτω. Τρώγαμε κάστανα και αυτό μας στήριζε. Σκεφτόμουν ότι έκανα μεγάλη αμαρτία. Οι δικοί μου ήταν θεοσεβούμενοι. Ο πατέρας μου δούλευε στο Άγιον Όρος. Είναι αλήθεια ότι φοβήθηκα, όπως φοβόμουν και μετά, μήπως μου συμβεί κάτι κακό. Άκουγες τότε τόσα πολλά. Για τιμωρίες της Παναγίας, για θαύματα και όλα αυτά με επηρέαζαν», λέει.
«Έκανε βόλτες με το πιστόλι στο χέρι»
Ο μοναχός Κοσμάς, 70 χρόνια στο Άγιον Όρος, ήταν ένα από τα «θύματα» των ανταρτών. «Εγώ είχα το τσαγκάρικο στις Καρυές. Μπήκαν μέσα και μας τα πήραν όλα. Παπούτσια, δέρματα και φύγανε. Τα είχαν ανάγκη. Δεν γινόταν διαφορετικά. Κι εμείς δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Ήταν δύσκολες εποχές».
Κοντά στη Μονή Κουτλουμουσίου ο Ευθύμιος ήταν τότε καμπανάρης (υπεύθυνος για ό,τι γινόταν στην εκκλησία) στο Πρωτάτο. Εκείνη την ημέρα ήταν του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Ήταν Σάββατο και, όπως γίνεται, κάναμε τη Θεία Λειτουργία στο εκκλησάκι, στο κοιμητήρι. Τότε άρχισαν οι πυροβολισμοί. Κάηκε ο τόπος. Προσπαθήσαμε και κρύψαμε έναν χωροφύλακα μέσα στα ξύλα. Σώθηκε». Ο μοναχός θυμάται τους αντάρτες στις Καρυές. Κάποιοι έστησαν χορό στην πλατεία. Είναι, όπως λέει, σαν να έχει μπροστά την εικόνα μιας γυναίκας που έκανε βόλτες με το πιστόλι στο χέρι. Οι αντάρτες πέρασαν και από το κελί του. Ο γέροντάς του τους κέρασε τσίπουρο. Στο υπόγειο είχαν αλεύρι, δεν το πήραν. Τώρα καθισμένος στο ξύλινο μπαλκόνι γελάει σαν τα θυμάται. Του φαίνονται όλα τόσο μακρινά. Όσο για τις γυναίκες που αγνόησαν το άβατο δεν είχε πρόβλημα. «Δεν ήθελαν. Τότε πολλά έγιναν με το ζόρι. Οι καταστάσεις ήταν ανώμαλες. Τι να κάνουμε».
Τα εξαφάνισαν
Γεγονός είναι πάντως ότι στο Άγιον Όρος αμέσως μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, οι μοναχοί φρόντισαν να ξεχάσουν και να εξαφανίσουν χαρτιά και φωτογραφίες. Τα προηγούμενα χρόνια είχαν φροντίσει να μην έρθουν σε σύγκρουση με τους αντάρτες. Είχαν στις τάξεις τους και μοναχούς, οι οποίοι ήταν μέλη της Επιμελητείας Του Αντάρτη, την ΕΤΑ, και συχνά τους έδιναν τρόφιμα και ρούχα. «Ο μόνος λόγος που γίνονταν αυτά ήταν για να προστατέψουν τα κειμήλια. Και με τους Γερμανούς τα ίδια γίνονταν. Κανείς δεν θέλει την κατοχή, όμως έπρεπε να προστατευθεί και η παράδοση αιώνων», λέει ο πατέρας Ιωαννίκιος. Όσο για την είσοδο των γυναικών στο Όρος, ήταν κάτι που δεν μπορούσε κανείς να αποτρέψει, από τη στιγμή που οι χωροφύλακες εγκλωβίστηκαν από τους αντάρτες. Ήταν η μοναδική φορά, τουλάχιστον είναι γνωστό, που γυναίκες μπήκαν μέσα περπατώντας από την Ουρανούπολη.
Όμως κατά καιρούς κυκλοφορούν διάφορα για γυναίκες που ντύθηκαν άνδρες ή που επιχείρησαν να φθάσουν έως εκεί κολυμπώντας. Οι κανόνες είναι αυστηροί ακόμη και σήμερα, ενώ και αυτοί που εμφανίζονται ως εκσυγχρονιστές συμφωνούν με τη διατήρηση του άβατου. «Είμαστε μια ομάδα ιδιόρρυθμων ανθρώπων, ας το πάρουμε και έτσι. Για ποιο λόγο να χαλάσει μια παράδοση αιώνων. Το Άγιον Όρος είναι σύμβολο του μοναχισμού. Μοναδικό φαινόμενο στον κόσμο και έτσι πρέπει να παραμείνει», λέει ο πατέρας Ιωαννίκιος.
Λεηλασίες του Αγίου Όρους κατά τον εμφύλιο
Επιστολή την οποία απέστειλε στο περιοδικό «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη» ο Φιλοθεΐτης Μοναχός Σάββας και δημοσιεύθηκε στο τεύχ. 149-151 του Ιανουαρίου-Μαρτίου 1949, σελ. 63-64.
Κατά τας αρχάς Οκτωβρίου συμμορία πολυμελής έως 400, έχοντες μεθ’ εαυτών και γυναίκας συμμορίτισσας εισέβαλον εις άγιον Όρος φέροντες συνάμα μεθ’ εαυτών πάμπολλα φορτηγά ζώα, διαρπάσαντες δε και εξ αγίου Όρους πολλά διεχύθησαν εις διαρπαγήν. Επικρατήσαντες επί 36 ώρας από της ι. Μονής Βατοπαιδίου έως την Μορφωνού ελήστευσαν κατ’ αρχάς όλα τα παντοπωλεία των Καρυών. Επί εξ ώρας προς τρομοκράτησιν επυροβόλουν το διοικητήριον και την αστυνομίαν. Η δε μικρά δύναμις χωροφυλάκων αντεστάθη γενναιότατα φονεύσασα 2 συμμορίτας και τραυματίσασα πολλούς εξ αυτών, οίτινες ορμήσαντες επειράθησαν να πυρπολήσουν το Διοικητήριον χύνοντες πετρέλαιον, ίνα συλλάβωσιν τον διοικητήν, αλλά διασκορπισθέντες έφυγον άπρακτοι πυροβοληθέντες υπό των χωροφυλάκων.
Εντός των Καρυών εφόρτωσαν περίπου 30 ζώα υλικόν εκ διαφόρων ειδών, άλευρα, έλαια, βακαλάον, πανικά, υποδήματα (όσα ευρέθησαν εντός υποδηματοποιείου) και άλλα τρόφιμα φαγώσιμα, άτινα υπό της βίας της φυγής διεσκορπίζοντο εντός του δημοσίου δρόμου! Συγχρόνως μερίς της συμμορίας επειράθη ίνα εισέλθη εις την ι. Μονήν του Βατοπαιδίου αλλ’ απεκρούσθη υπό των ολίγων χωροφυλάκων, και ως εκ τούτου διαχυθέντες εις τα βατοπαιδινά κελλία εγύμνωσαν ταύτα αφαιρέσαντες ότι ηδυνήθησαν, έλαια, άλευρα, όσπρια, ιματισμόν, υποδήματα κ.λ.π. Είναι απερίγραπτος η λεηλασία των κελλίων τούτων.
Οσαύτος την νύκτα εισήλθεν ετέρα μερίς συμμοριτών εις την ι. Μ. των Ιβήρων δια κλίμακος και αφήρεσαν εκ του ταμείου αυτής όσα χρήματα εύρον, έως δυο εκατομμύρια δραχμάς. Εκ δε του εμπόρου Θεοχαρίδου εφόρτωσαν από την αποθήκην του πάμπολλα είδη τροφίμων, απήγαγον δε και πολλούς νέους λαϊκούς.
Άλλη μερίς ταυτοχρόνως έφθασεν εις την σκάλαν της Μορφωνούς όπου εφόρτωσαν πολλά φορτία τρόφιμα, διαρπάσαντες και όσα ζώα εύρον∙ απήγαγον δε και πολλούς νέους λαϊκούς. Εφόρτωσαν εν όλω εκ Καρυών, βατοπαιδινών κελλίων, Ιβήρων και Μορφωνούς έως 100 ζώα.
***
Εις το τέλος του αυτού μηνός Οκτωβρίου συμμορία αποτελουμένη από 50 περίπου άτομα εισήλθεν εις την ι. Μονήν του Καρακάλλου και έλαβεν 7 ζώα άτινα εφόρτωσαν άλευρα, έλαια, όσπρια και άλλα τρόφιμα και δυο ζώα αγωγιατών. Η αυτή συμμορία διελθούσα κατά ημίσειαν ώραν της νυκτός εκ της ι. Μονής Φιλοθέου έλαβεν εξ αυτής ένα ίππον, δυο ημιόνους αγωγιατών, 40 οκάδας φασόλια, δυο δοχεία με έλαιον, αφήρεσαν δε και από ένα μοναχόν τα υποδήματά του.
***
Αρχάς Νοεμβρίου δια δευτέραν φοράν συμμορία τριακονταμελής εισελθούσα εις την ι. Μονήν Εσφιγμένου έλαβε τρία ζώα εξ αυτής, άτινα εφόρτωσεν άλευρα και άλλα τρόφιμα.
***
Πρώτη Δεκεμβρίου κατά τα μεσάνυχτα δεκαμελής συμμορία εισήλθεν εις το κελλίον Πατερίτσα άνωθεν των Καρυών και ληστεύσασα εφόρτωσε 13 φορτία διάφορα είδη άλευρα, έλαια, δέρματα κ.λ.π. γυμνώσασα παντάπασι το κελλίον.