Δάφνη. Αναχώρηση με το λεωφορείο στις 12.15 μ.μ, για τις Καρυές. Ο Τάκης παρακολουθεί με ενθουσιασμό τη διαδρομή. Στις Καρυές, επιβιβαζόμαστε, σχεδόν αμέσως με άλλους 11 προσκυνητές, σ' ένα μικρό λεωφορείο της Μεγίστης Λαύρας, που θα μας μεταφέρει έως εκεί. Μια διαδρομή περίπου μιας ώρας και κάτι, προς τα νότια της χερσονήσου του Άθω, από την πλευρά του ανοιχτού Αιγαίου πελάγους. Το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής ήταν πρωτόγνωρο και για μένα, αφού είχα πάει πέρυσι μόνο προς τη μονή Φιλοθέου. Απέραντα, πυκνά δάση, τρεχούμενα νερά και μικροί ποταμοί με καταρράκτες. Άλλη φυσιογνωμία του τοπίου, σε σχέση με την πιο αποψιλωμένη και τραχιά, δυτική πλευρά της χερσονήσου.
Μετά τη μονή Καρακάλου, είδαμε ένα ζαρκάδι ή ελάφι, να τρέχει στο χωματόδρομο και να χάνεται μέσα στο πυκνό δάσος, μόλις μας αντιλήφθηκε. Ωραία αίσθηση φυσικής ομορφιάς και πλούτου, που, δόξα σοι ο θεός, υπάρχει ακόμη στο Άγιον Όρος. Κάναμε μια ολιγόλεπτη στάση στο Αγίασμα του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη, για να πιούμε κρύο νερό της πηγής και να προσκυνήσουμε.
Στο σημείο αυτό, ο ιδρυτής της Μεγίστης Λαύρας, Όσιος Αθανάσιος, είδε το 963 την Κυρία Θεοτόκο, που του υπέδειξε, προς απόδειξη της ταυτότητος της, να χτυπήσει με το ραβδί του σταυροειδώς τον βράχο, για να τρέξει νερό, όπως και έγινε. Η πηγή αυτή μέσα από το βράχο, αναβλύζει αστείρευτη νερό, εδώ και 1040 χρόνια. Ξεκινήσαμε και 20 λεπτά αργότερα, σε μια στροφή του δρόμου αντικρίσαμε την Μεγίστη Λαύρα, το μεγαλύτερο, αρχαιότερο, και πρώτο στην τάξη, μοναστήρι του Άγίου Όρους.
Εγγραφήκαμε στο βιβλίο των προσκυνητών και κεραστήκαμε λουκούμια και ρακί, από τον αρχοντάρη παπά-Βασίλειο. Μας δόθηκε ένα κελί απέναντι από το παρεκκλήσιο της Παναγίας της «Κουκουζέλισσας», που μοιραστήκαμε με ακόμη τρεις προσκυνητές. Στις 4 μ.μ, συγκεντρωθήκαμε στο πανοραμικό κιόσκι, δίπλα από την κεντρική πύλη της μονής, όπου έγινε συζήτηση επί διαφόρων πνευματικών θεμάτων και σύντομη ξενάγηση στους χώρους της μονής, από τον ευγενέστατο, συμπαθέστατο και πολύ ευλαβή π. Νικόλαο. Η ιστορία αυτής της μονής, που αριθμεί ήδη 1040 χρόνια ύπαρξης, και τα πολυάριθμα γεγονότα που τη συνθέτουν, είναι τέτοια, που είναι αδύνατον να τα καταγράψω, έστω και ονομαστικά. Η ξενάγηση του π. Νικολάου, τελείωσε μπροστά από το Αγίασμα, όπου βρίσκεται και το Καθολικό.
Ο μοναχός Νικόλαος, στο τέλος της ξενάγησης μου έκανε νόημα, πως θέλει να μου μιλήσει ιδιαιτέρως. Το ίδιο έκανε και με 4-5 ακόμη επιλεγμένα άτομα, από τους περίπου 20 προσκυνητές που είμαστε εκεί. Τον ακολούθησα παράμερα γεμάτος απορία, για το τι ήθελε να μου πει ιδιαιτέρως, χωρίς να μπορώ να φανταστώ. Δεν θα σταθώ σε λεπτομέρειες αυτού του πολύ προσωπικού διαλόγου. Αρκεί ότι γνωρίζει ο Κύριος, εκείνος και εγώ. Τον άκουσα αποσβολωμένος και αμήχανος. Είχε απόλυτο δίκιο. Μου ανέλυσε, εν τάχει, γιατί και πώς, και μου συνέστησε το δρόμο της διόρθωσης και της επιστροφής στην ευχαριστιακή ζωή της Εκκλησίας.
Κάπου εκεί, τελείωσε η ολιγόλεπτη συζήτηση μας και έκανε το ίδιο πάλι, συζητώντας ξεχωριστά με τον καθένα από τους υπόλοιπους 4-5 προσκυνητές, που είχε επιλέξει. Απόμεινα εντυπωσιασμένος και κάπως ταραγμένος. Πώς τα ήξερε όλα αυτά για μένα; Αργότερα, συνομίλησα με τον Χαράλαμπο, έναν συνομήλικό μου, που επίσης του είχε μιλήσει. Οι υπόλοιποι ήταν ηλικιωμένοι. Όπως και εγώ, έτσι και ο Χαράλαμπος, που ήταν ευσεβής άνθρωπος, ήταν έκπληκτος από όσα του είχε πει ο π. Νικόλαος, για τη δική του κατάσταση. Ανταλλάξαμε απορημένοι απόψεις για τα όσα μας ελέχθησαν. Σε αρκετά σημεία τα «κενά» μας, ήταν κοινά. Καταλήξαμε, ότι ο π. Νικόλαος είχε απόλυτο δίκιο και πως, κατά κάποιον τρόπο, είχε το διορατικό χάρισμα από το Άγιο Πνεύμα. Ενισχύσαμε ο ένας τον άλλο, με την πνευματική ωφέλεια που μας δόθηκε, και για πολλή ώρα αργότερα, συζητήσαμε στο κιόσκι προσωπικά μας θέματα, νιώθοντας κάπως πνευματικοί συγγενείς και γινόμενοι φίλοι.
Αντιλήφθηκα επίσης, όπως και εκείνος, ότι ο π. Νικόλαος μας μίλησε, μάλλον κατ΄εξαίρεση, βλέποντας την καλή προαίρεση της καρδιάς μας και τον ψυχικό κόπο που καταβάλλαμε, ψάχνοντας την αλήθεια και για απαντήσεις. Άλλωστε, όπως μου είπε κάποια στιγμή ο π. Νικόλαος: «Βλέπω σε πολλούς διάφορα, αλλά δεν μιλώ σε όλους, γιατί μερικοί προσβάλλονται και δεν θέλουν να καταλάβουν, και έτσι δεν τους λέω τίποτα».
Μετά από την ακολουθία του Εσπερινού, στις 5 μ.μ, δειπνήσαμε στην τράπεζα. Εγώ, ακολουθώντας την υπόδειξη του π. Παύλου, προκειμένου να κοινωνήσω, δείπνησα ανάλαδα λίγο χαλβά, ελιές και ντομάτα με αγγούρι. Έπειτα, πήγαμε στο παρεκκλήσι της Παναγίας της «Κουκουζέλισσας», όπου προσκυνήσαμε την θαυματουργή εικόνα και εψάλλη ο Παρακλητικός της Κανόνας, ενώ ο π. Βασίλειος στο Καθολικό, μας μίλησε λίγο για τα ιερά κειμήλια που φυλάσσονται στη μονή, και είναι πολλά, και μας παρέθεσε τμήματα σημαντικών ιερών λειψάνων, τα οποία και προσκυνήσαμε. Έπειτα, είμαστε ελεύθεροι για συζήτηση και καφέ στο αρχονταρίκι και στο κιόσκι. Πήγαμε για ύπνο, γύρω στις 11 μ.μ.
Πήγαμε στο κατανυκτικό και μεγάλο Καθολικό, γύρω στις 3.20 π.μ, νύχτα ακόμη, για την Ακολουθία του Όρθρου και την Θεία Λειτουργία, όπου με το «Μετά φόβου θεού και πίστεως προσέλθετε..», αξιώθηκα συγκινημένος να μεταλάβω από τα χέρια του τίμιου παπά-Βασίλη, τα Άχραντα Μυστήρια. Ήμουν, μάλιστα, ο μόνος εκείνο το πρωϊνό που κοινώνησα.
Μεγίστη Λαύρα-Άγιον Όρος
Αυτή η Τρίτη, γιορτή των ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, έμοιαζε για μένα σαν Κυριακή του Πάσχα. Μια τόσο φωτεινή και γιορτινή ημέρα, παρόλη τη συννεφιά και τον αέρα που κράτησε περίπου μέχρι τις 11 π.μ. Μετά από την Θεία Λειτουργία, στις 9 π.μ, γευματίσαμε στη μεγάλη τράπεζα, σαλάτα λάχανο και πατάτες με αγκινάρες και άλλα χορταρικά κοκκινιστά, τυρί φέτα και ένα ποτήρι κρασί, μαζί με φρούτα, μήλα, πορτοκάλια και αχλάδια. Νοστιμότατα μου φάνηκαν, το καλύτερο τραπέζι.
Τρώγοντας βιαστικά, περιεργαζόμουν ταυτόχρονα τις επιβλητικές, αν και αρκετά φθαρμένες τοιχογραφίες του Θεοφάνη του Κρητός, που καλύπτουν όλη την επιφάνεια των εσωτερικών τοίχων της τράπεζας. Το «Γενεαλογικό Δέντρο του Ιησού», η «Δευτέρα Παρουσία», η «Κρίση» και ο «Ποταμός του Πυρός και η Κόλαση». Ειδικά οι τελευταίες, τόσο παραστατικές, όχι τόσο στην άρτια καλλιτεχνική τους τεχνική, όσο στο γλαφυρό τους διδακτικό περιεχόμενο, που σχεδόν σε κάνει να ανατριχιάζεις με την οδυνηρή κατάληξη των ψυχών των κολασμένων και για τα είδη των αμαρτιών τους. Ακόμη και η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου, για μια τέτοια θεματογραφία, εδώ στην Λαύρα, αλλά και σε άλλες μονές, δεν είναι τυχαία, αλλά έχει βαθύτερες προεκτάσεις, πιστεύω, πολύ μελετημένες. Η τράπεζα, είναι ταυτόχρονα ιερός χώρος σύναξης και ευχαριστίας των μοναχών για την τροφή. Είναι, όμως, και χώρος, όπου ο εσωτερικός άνθρωπος δοκιμάζεται από τα διάφορα σωματικά πάθη του, με πρώτο αυτό της γαστριμαργίας, της ακράτειας κ.αλλ. Εικόνες τόσο συγκλονιστικές, όπως αυτές, αποτελούν για το μοναχό μια διαρκή υπενθύμιση, που σκοπό έχουν την πνευματική του νίψη και την προσοχή στις αρετές, όπως είναι η εγκράτεια και όσα αυτή συνεπάγεται, για την προσωπική του σωτηρία.
Στις 11 π.μ, περίπου, ο Τάκης και εγώ, μαζί με 5 ακόμη προσκυνητές και με τη σεμνή συντροφιά του ταπεινού π. Νικολάου, επιχειρήσαμε μια μικρή εξόρμηση μέχρι την Βίγλα, στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου του Άθω, προκειμένου να επισκεφθούμε την Ρουμάνικη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και το σπήλαιο στο οποίο ασκήτευσε, εν πρώτοις, ο Άγιος Αθανάσιος. Γύρω στην 1 ώρα με πεζοπορία μέσα από ένα καταπράσινο τοπίο, που το επεσκίαζε η επιβλητική παρουσία του Άθωνα, με την κωνική κορυφή του να χάνεται σε ύψος 2.033 μέτρων. Σε αρκετά σημεία και χαράδρες υπήρχαν ακόμη χιόνια και πάγοι, που λιώνοντας δημιουργούσαν ποταμάκια, προσφέροντας άφθονα, κρυστάλλινα καθαρά νερά. Η μεγίστη Λαύρα είναι χτισμένη σχεδόν στις παρυφές του ψηλού βουνού και η διαδρομή που ακολουθήσαμε είναι η πλέον κοντινή σε αυτό. Σου προκαλεί δέος το ύψος του, καθώς είσαι αναγκασμένος να σηκώσεις ψηλά το κεφάλι για να το κοιτάξεις. Η οδοιπορία μας ήταν πολύ ευχάριστη, αφού η μέρα είχε καθαρίσει και ήταν ζεστή τόσο, όσο ήταν ιδανικό για πεζοπόρους, δίχως να μας καίει ο ήλιος.
Επισκεφθήκαμε την Ρουμάνικη Σκήτη, που μοιάζει με μικρό μοναστήρι και είναι πολύ όμορφη και καθαρή. Οι τοιχογραφίες της γενικά δεν με εντυπωσίασαν, αλλά έμεινα κυριολεκτικά έκθαμβος και ένδεος από την θαυματουργή εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου, που προσκυνήσαμε στο Καθολικό. Η «Αχειροποίητη» εικόνα της Παναγίας, που ζωγραφίστηκε μόνη της, καθώς υποδηλώνει και το όνομα της, δίχως να την αγγίξει ανθρώπινο χέρι. Ο π. Νικόλαος, μας διηγήθηκε το θαυμαστό γεγονός, όπως διασώθηκε μέσα στον χρόνο. Η ίδια η εικόνα, είναι εξαίσια και πανέμορφη τόσο, που εμπνέει με τα τέλεια χαρακτηριστικά του προσώπου της, τα δίχως ψεγάδι, έναν Θείο έρωτα σε εκείνον που τη βλέπει. Τι μάτια, θεέ μου, τι γλύκα ασύγκριτη, τι συναισθήματα αξέχαστα για Εκείνη την Ουράνια Καλλονή, που έγινε δοχείο αγνό της Χάριτος του θεού. Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια, όσα ως ζωγράφος θαύμασα και επόθησα σε αυτήν την άγια εικόνα, που δεν χόρταινα να την κοιτώ και που ποτέ δεν θα την ξεχάσω όσο ζω. Και αναφέρομαι σε Αυτήν ως καλλιτέχνης ζωγράφος, που επί 20 χρόνια ζωγραφίζει και έχει δει χιλιάδες πίνακες και εικόνες στην ζωή του, των μεγαλύτερων ζωγράφων του κόσμου όλου. Το δικό Σου Κάλλος, Βασίλισσα μου, είναι αξεπέραστο και ασύγκριτο! Έπειτα από το Καθολικό, επισκεφθήκαμε το οστεοφυλακείο της Σκήτης με τις δεκάδες τίμιες κάρες των αδελφών.
Στη συνέχεια, ακολουθώντας ένα μονοπάτι μέσα από ολάνθιστα κίτρινα λουλούδια, άσπαρτα, φτάσαμε 10 λεπτά μετά στην άκρη της χερσονήσου, στην κόψη ενός απότομου, ιλιγγιώδους γκρεμού εκατοντάδων μέτρων, που στο βάθος του έσπαζαν αφρισμένα τα κύματα του Αιγαίου. Άγριο τοπίο, χωρίς καμία παρηγοριά, που ο άνεμος ακατάπαυστος το έγδερνε από κάθε ψηλή βλάστηση. Εκεί, σε ένα σπήλαιο, στη μέση σχεδόν του ύψους του κατακόρυφου γκρεμού, ασκήτευσε ο Άγιος Αθανάσιος. Τα τελευταία χρόνια, έχουν κτίσει 230 πέτρινα, στενά σκαλοπάτια, σύρριζα στον βράχο και στο κενό, προκειμένου οι τολμηροί προσκυνητές να μπορέσουν να κατέβουν και να προσκυνήσουν το σπήλαιο του Αγίου. Από τους 8 της συντροφιάς, κατεβήκαμε μόνο 2, καθώς οι άλλοι προτίμησαν να περιμένουν επάνω. Σαν σχοινοβάτης ένιωσα, μετέωρος πάνω από μια άβυσσο. Κάποια στιγμή, έκανα το λάθος να κοιτάξω κάτω αριστερά και αισθάνθηκα τον ίλιγγο, για μονάχα μια στιγμή την ακατανίκητη έλξη του κενού, πριν στρέψω τρομαγμένος το βλέμμα μου αλλού. Κατεβαίναμε για αρκετά λεπτά, ώσπου φτάσαμε σε μια εσοχή του γκρεμού, που δημιουργούσε ένα εσωτερικό πλάτωμα ελαχίστων μέτρων. Στο πλάτωμα αυτό, έχουν κτίσει 2-3 μικρά κελιά και ένα παρεκκλήσιο με ένα μικρό κήπο με τριανταφυλλιές.
Δυστυχώς, η είσοδος του σπηλαίου, που έχει χτιστεί και υπάρχει ξύλινη πόρτα, ήταν κλειστή και έτσι δε μπορέσαμε να μπούμε και να προσκυνήσουμε. Όμως, ο κόπος μας δεν ήταν ολότελα δίχως αντίκρισμα, αφού πήραμε μια ιδέα του τόπου, όπου ασκήτευσε ο Άγιος και θαυμάσαμε. Θαυμάσαμε την αμετακίνητη και αδάμαστη πίστη των ανθρώπων του θεού και καταλάβαμε, γιατί ο θεός αγιάζει και ανταμείβει με την Χάρη Του, αυτές τις ψυχές. Όχι τυχαία, ούτε χωρίς κόπο. Ανεβήκαμε πάλι λαχανιασμένοι, αλλά έχοντας να διηγηθούμε στους συντρόφους μας που περίμεναν, την εμπειρία αυτής της κατάβασης.
Αργότερα, πήραμε συζητώντας τον δρόμο της επιστροφής στην Λαύρα. Στο διάστημα αυτό, μου δόθηκε η ευκαιρία να ξανασυζητήσω με περισσότερη άνεση και λεπτομέρειες με τον π. Νικόλαο, τα χθεσινά του λόγια, που μου είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση. Μείναμε λίγο πίσω οι δύο μας, ακολουθώντας τους υπόλοιπους. Ο π. Νικόλαος θα πρέπει να είναι συνομήλικός μου περίπου, ή λίγο νεότερος. Του ζήτησα να μου πει περισσότερα για αυτά που είδε σε εμένα και με ποιον τρόπο τα είδε. Ο ταπεινός έκανε αγάπη και μου μίλησε διακριτικά, ικανοποιώντας όσο μπορούσε τις απορίες μου. Συνεχίσαμε την ψυχωφελή συζήτηση μας για αρκετή ώρα, γύρω και από άλλα θέματα, όπως λ.χ την ζωγραφική μου και την αντίρρηση που είχε για τα θέματα των γυμνών. Σύμφωνα με εκείνον, όλοι, ακόμη και οι μεγάλοι ζωγράφοι, που του ανέφερα ότι έχουν ζωγραφίσει γυμνά, έχουν διαπράξει αμάρτημα. Μάλιστα, όσο περισσότερο, λέει, εγκωμιάζονται μέσα στο χρόνο από τους ανθρώπους για τα έργα τους, τόσο περισσότερο ίσως τιμωρούνται και υποφέρουν οι ψυχές τους. Τι να πω; Σε άλλα συμφώνησα μαζί του, σε αυτό δυσκολεύτηκα. Δεν ξέρω τίποτα. Αν είναι έτσι, αλίμονο. Τότε, όλη σχεδόν η Τέχνη, ή ένα μεγάλο τουλάχιστον κομμάτι της, είναι άχρηστο και βλαβερό. Έχει πολλά υπέρ και κατά αυτή η συζήτηση περί Τέχνης. Μόνο οι αγιογράφοι δηλαδή θα σωθούν και όσοι ζωγραφίζουν τοπία και νεκρές φύσεις; Από την άλλη, δεν μου είναι εύκολο να πω ότι κάνει λάθος, ένας τόσο πνευματικός άνθρωπος, που μου έδωσε αποδείξεις της Θείας Χάριτος που έχει αξιωθεί. Εύχομαι μόνο να με φωτίσει ο Κύριος να καταλάβω την αλήθεια, γιατί είναι όντως πολλές οι παγίδες και οι απάτες του πονηρού.
Το απόγευμα πήρα τα σύνεργα της σχεδίασης και αναζήτησα ένα σημείο πέριξ της μονής, από όπου θα μπορούσα να έχω, μια κατά το περισσότερο δυνατό, πανοραμική άποψη. Εργάστηκα κάτω από τον ήλιο για περίπου 1,5 ώρα, και το σχέδιο ήταν αρκετά ικανοποιητικό. Σε μια κλίμακα όμως, που άφηνε εκτός, ένα μέρος της τεράστιας κτιριακής επιφάνειας, ιδανικό όμως για εξάσκηση εκ του φυσικού και για την ανάμνηση της περίστασης. Ίσα που πρόλαβα να τελειώσω, όταν ακούστηκαν οι καμπάνες που καλούσαν για τον Εσπερινό. Έπειτα τράπεζα και το Απόδειπνο με τον Παρακλητικό στην Κυρία Θεοτόκο. Από τις 10.30 μ.μ, ξάπλωσα για ύπνο. Αύριο, πρωί-πρωί, αναχωρούμε από την Λαύρα με προορισμό τη μονή Ξενοφώντος.
* Σημ: (Το απόσπασμα είναι από τις ημερολογιακές σημειώσεις μου με τον τίτλο: «ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΒΙΒΛΙΑ»)Το σχέδιο της μονής με μολύβι, είναι αυτό που αναφέρεται στις σημειώσεις μου. Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος