“Ένας φιλόσοφος της πόλεως εκείνης ήλθε στο μοναστήρι για να τους εξετάσει τι άνθρωποι είναι. Και είπε: “Φωνάξτε μου τον πατέρα σας να του μιλήσω”. Στο άκουσμα αυτό ο Παχώμιος έστειλε τον Κορνήλιο, για να κουβεντιάσει μαζί του. Και του λέει ο φιλόσοφος: “Φημίζεσθε σαν μοναχοί συνετοί και σοφοί στα λόγια σας.
Αλλά ποίος φέρνει απο αλλού εληές στην Πανόπολι για να τις πουλήσει, αφού η πόλη αυτή έχει άφθονο αυτό το είδος;” Ο Κορνήλιος του αποκρίθηκε: ” Ακούσθηκε ποτέ να κάνουν λάδι οι εληές την Πανοπόλεως, χωρίς να αλατισθούν;
Εμείς είμαστε το αλάτι. Ήρθαμε να σας αλατίσουμε”. Ακούγοντας αυτά εκείνος είπε: “Αυτή ήταν όλη η συζήτηση σου με αυτούς; εγώ θα πάω και θα τους δοκιμάσω με βάσι την Γραφή, αν την καταλαβαίνουν”. Φωνάζει τον Θεόδωρο ο αββάς Παχώμιος και τον στέλνει στον καινούργιο επισκέπτη, όπως μας τα διηγήθηκε ο ίδιος ο Θεόδωρος: ” Όταν πήγα εκεί, εφοβόμουν πως θα απαντήσω στον φιλόσοφο, μια και ο Κορνήλιος είναι σοφώτερος απο μένα”. Εκείνος του έθεσε ένα ζήτημα, όχι πολύ δύσκολο: “Ποιός είναι πού, χωρίς κάποτε να γεννηθεί, πέθανε; Ποιός είναι εκείνος που, ενώ γεννήθηκε, δεν πέθανε; Και ποιός πεθαίνοντας δεν μύρισε;”
Ο Θεόδωρος του είπε οτι ο πρώτος είναι ο Αδάμ, ο δέυτερος ο Ενώχ και ο τρίτος η γυναίκα του Λωτ που δεν μύρισε, διότι έγινε στήλη άλατος. Εκείνος τα παραδέχτηκε και έφυγε.
Απο τον Βίο του Αγίου Παχωμίου