Του Ιωάννη Τάτση, Θεολόγου
Όσοι με τη χάρη του Θεού αξιωθήκαμε να ζούμε και να κινούμαστε εντός της Εκκλησίας ακολουθούμε κάποιες φορές λανθασμένη πορεία στα ζητήματα της καθημερινής πνευματικής ζωής. Και τούτο είναι πολύ επικίνδυνο, καθότι μια πορεία διαφορετική από αυτήν που βάδισαν οι άγιοι Πατέρες μας δεν οδηγεί με ασφάλεια στη Βασιλεία του Θεού, είναι δε πολύ πιθανό να μας στερήσει την αιώνια ζωή.
Η Ορθοδοξία υπήρξε και είναι πάντοτε ασκητική. Η καλοπέραση, η εύκολη άνευ κόπων και θλίψεων ζωή δεν είναι η οδός των Πατέρων μας. Η εργασία της αδιάλειπτης προσευχής, η νηστεία, η μετάνοια, η ενδυνάμωση του αγωνιστικού φρονήματος μέσω της ανάγνωσης των Γραφών και των Πατέρων είναι ουσιώδη στοιχεία της πνευματικής ζωής.
Στις μέρες μας κάποιοι προσπαθούν να ανακαλύψουν μία πλατεία οδό για την είσοδο στη Βασιλεία του Θεού. Η νηστεία είναι, σύμφωνα με μερικούς «προοδευτικούς» πνευματικούς, για τους μοναχούς και τους ηλικιωμένους. Δεν είναι απαραίτητη πριν τη Θεία Κοινωνία, στην οποία προτρέπουν τα πνευματικά τους τέκνα να μετέχουν συχνότατα άνευ νηστείας. Η επιμονή και υπομονή στην προσευχή, η νοερά εργασία φαίνονται αγωνίσματα ακατόρθωτα. Έμεινε το κομποσχοίνι περασμένο στο χέρι σαν κόσμημα αλλά οι κόμποι του αποσυνδέθηκαν από την εργασία της ευχής. Μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι ανακάλυψαν την «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» και υποβάθμισαν την ασκητική διάσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όλα αρχίζουν και τελειώνουν, όπως διδάσκουν, εντός της Θείας Ευχαριστίας, στην οποία μετέχουμε όλοι με κάθε ευκολία άνευ νηστείας, εξομολογήσεως και πνευματικής προετοιμασίας. Τα ασκητικά γυμνάσματα των Πατέρων τίθενται σε δεύτερη μοίρα μαζί με τις «ακραίες» απόψεις τους για τις σχέσεις με τους αιρετικούς.
Η εκκοσμίκευση του βίου μας ενσωματώνεται στη σύγχρονη «θεολογία» που γίνεται «συναφειακή» και με ευκολία επιχειρεί υπερβάσεις των ιερών Κανόνων και των διδαχών των αγίων Πατέρων. Η «μεταπατερική θεολογία» παρέχει πλέον ευκολότερη πρόσβαση στον Παράδεισο, που δεν περνάει από την οδό της ασκήσεως, τους κόπους και τους ιδρώτες, τα δάκρυα και τους στεναγμούς, τις μετάνοιες και τις ολονύκτιες στάσεις, την προσευχή, την αυτομεμψία και τη μετάνοια.
Και ενώ εγκαταλείψαμε εν πολλοίς τον ασκητικό δρόμο των αγίων Πατέρων, ισχυριζόμαστε έπειτα ότι μπορούμε και εμείς σήμερα να παράγουμε νέα θεολογία, διότι το Άγιο Πνεύμα δεν παύει ποτέ να φωτίζει και να ενεργεί εντός της Εκκλησίας. Πράγματι. Μόνο που ο φωτισμός αυτός δεν δίδεται στους καθισμένους στα γραφεία καθηγητές και διανοούμενους ούτε στους κληρικούς και επισκόπους που νομίζουν ότι μόνη η κατάληψη μιας θέσης στην εκκλησιαστική διοίκηση τους μετέτρεψε ξαφνικά σε φορείς του θείου φωτισμού.
Ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος χαρίζεται μετά την κάθαρση στους ασκητές της Ορθοδοξίας που αγωνίζονται εντός και εκτός του κόσμου. Απόδειξη της ενεργούς δράσης του Αγίου Πνεύματος δεν είναι η παραγωγή θεολογίζοντος φιλοσοφικού θεωρητικού λόγου, που πολλές φορές αποτολμά την αμφισβήτηση της πατερικής πείρας αλλά τα συγγράμματα και οι διδαχές των ασκητών όπως αυτά του Γέροντος Παϊσίου, του Γέροντος Πορφυρίου ή του Ιωσήφ του Ησυχαστού.
Τη γνησιότητα της θεολογίας τους βεβαιώνει η πλήρης συμφωνία τους με τους προ αυτών αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Όσοι λοιπόν ποθούμε να αποκτήσουμε την πείρα αυτών των αληθινών θεολόγων οφείλουμε να αναλάβουμε αγώνα πνευματικό όμοιο με εκείνους και με υπομονή να διαπεράσουμε από τα πυρά των πειρασμών που και εκείνοι διήλθαν.