Τού πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Οι μικρές παραμεθόριες ενορίες της Πατρίδας μας για έξι μήνες το χρόνο είναι ερημωμένες, βρίσκονται θα έλεγα σε παρατεταμένη χειμερία νάρκη.
Η κατάσταση αυτή αλλάζει τον Απρίλιο, όταν επιστρέφουν μερικοί κάτοικοι, οι οποίοι βάζουν ένα κηπάκο και επιδιορθώνουν τα σπίτια τους. Συνήθως οι άνθρωποι αυτοί είναι μεγάλης ηλικίας και οι δυνατότητές τους είναι μικρές.
Γιά να ξεπεράσουν τις δυσκολίες τους πληρώνουν μερικούς αλλοδαπούς, οι οποίοι συνήθως είναι μόνιμοι κάτοικοι η έρχονται καθημερινά από τις γειτονικές χώρες. Έτσι παρατηρείται μια μικρή δραστηριότητα, από τον Απρίλιο μέχρι το Φθινόπωρο.
Παράλληλα διαπιστώνει κανείς την έλλειψη ιερέων στις ενορίες αυτές, γεγονός που απογοητεύει τους ανθρώπους, αφού δεν μπορούν να εκκλησιαστούν. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς, στις πόλεις που μένουν, δεν πηγαίνουν στην Εκκλησία, περιμένουν όμως να πάνε στο χωριό τους, για να εκκλησιαστούν.
Πρόκειται για ένα πρόβλημα, που πρέπει να αντιμετωπιστεί με προσοχή και διάκριση. Δεν λέω να λυθεί, γιατί κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο. Είναι σχεδόν αδύνατο. Δεν υπάρχουν πιά νέοι άνθρωποι στην επαρχία, που να έχουν ιερό ζήλο και να επιθυμούν την ιερωσύνη. Προφανώς δεν θέλω να βλέπω νέους ιερείς αθεόφοβους και σκανδαλοποιούς.
Δεν θέλω επαγγελματίες ιερείς, οι οποίοι με την παρουσία τους και την απαράδεκτη συμπεριφορά τους διώχνουν τους ανθρώπους από την Εκκλησία. Είναι προτιμότερο να μη υπάρχουν, παρά να αλωνίζουν στα χωριά και να γίνονται πρωταγωνιστές σκανδάλων.
Μερικοί Μητροπολίτες προκειμένου να καλύψουν τα εφημεριακά κενά, χειροτονούν χωρίς να εξετάζουν τους υποψήφιους και τοποθετούν στις ενορίες λύκους και όχι ποιμένες. Καί τότε δεν υπάρχουν λόγια, για να περιγράψεις το θράσος, την αθεοφοβία, την πλεονεξία και το σκανδαλώδη βίο τους.