Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 12 – 35 – 12 ο δε Πέτρος αναστάς έδραμεν επί το μνημείον, και παρακύψας βλέπει τα οθόνια κείμενα μόνα, και απήλθε προς εαυτόν θαυμάζων το γεγονός.
13 Και ιδού δύο εξ αυτών ήσαν πορευόμενοι εν αυτή τη ημέρα εις κώμην απέχουσαν σταδίους εξήκοντα από Ιερουσαλήμ, η όνομα Εμμαούς. 14 και αυτοί ωμίλουν προς αλλήλους περί πάντων των συμβεβηκότων τούτων. 15 και εγένετο εν τώ ομιλείν αυτούς και συζητείν και αυτός ο Ιησούς εγγίσας συνεπορεύετο αυτοίς· 16 οι δε οφθαλμοί αυτών εκρατούντο του μη επιγνώναι αυτόν.
17 είπε δε προς αυτούς· Τίνες οι λόγοι ούτοι ούς αντιβάλλετε προς αλλήλους περιπατούντες καί εστε σκυθρωποί; 18 αποκριθείς δε ο είς, ώ όνομα Κλεόπας, είπε προς αυτόν· Σύ μόνος παροικείς εν Ιερουσαλήμ και ουκ έγνως τα γενόμενα εν αυτή εν ταις ημέραις ταύταις; 19 και είπεν αυτοίς· Ποία; οι δε είπον αυτώ· Τα περί Ιησού του Ναζωραίου, ός εγένετο ανήρ προφήτης δυνατός εν έργω και λόγω εναντίον του Θεού και παντός του λαού, 20 όπως τε παρέδωκαν αυτόν οι αρχιερείς και οι άρχοντες ημών εις κρίμα θανάτου και εσταύρωσαν αυτόν. 21 ημείς δε ηλπίζομεν ότι αυτός εστιν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ· αλλά γε σύν πάσι τούτοις τρίτην ταύτην ημέραν άγει σήμερον αφ’ ού ταύτα εγένετο. 22 αλλά και γυναίκές τινες εξ ημών εξέστησαν ημάς γενόμεναι όρθριαι επί το μνημείον, 23 και μη ευρούσαι το σώμα αυτού ήλθον λέγουσαι και οπτασίαν αγγέλων εωρακέναι, οί λέγουσιν αυτόν ζήν.
24 και απήλθόν τινες των σύν ημίν επί το μνημείον, και εύρον ούτω καθώς και αι γυναίκες είπον, αυτόν δε ουκ είδον. 25 και αυτός είπε προς αυτούς· Ώ ανόητοι και βραδείς τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οίς ελάλησαν οι προφήται! 26 ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού; 27 και αρξάμενος από Μωϋσέως και από πάντων των προφητών διερμήνευσεν αυτοίς εν πάσαις ταις γραφαίς τα περί εαυτού. 28 Και ήγγισαν εις την κώμην ού επορεύοντο, και αυτός προσεποιείτο πορρωτέρω πορεύεσθαι· 29 και παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες· Μείνον μεθ’ ημών, ότι προς εσπέραν εστί και κέκλικεν η ημέρα. και εισήλθε του μείναι σύν αυτοίς.
30 και εγένετο εν τώ κατακλιθήναι αυτόν μετ’ αυτών λαβών τον άρτον ευλόγησε, και κλάσας επεδίδου αυτοίς. 31 αυτών δε διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί, και επέγνωσαν αυτόν· και αυτός άφαντος εγένετο απ’ αυτών. 32 και είπον προς αλλήλους· Ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και ως διήνοιγεν ημίν τας γραφάς; 33 Και αναστάντες αυτή τη ώρα υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ, και εύρον συνηθροισμένους τους ένδεκα και τους σύν αυτοίς, 34 λέγοντας ότι ηγέρθη ο Κύριος όντως και ώφθη Σίμωνι. 35 και αυτοί εξηγούντο τα εν τη οδώ και ως εγνώσθη αυτοίς εν τη κλάσει του άρτου.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 12 – 35
12 Παρά ταύτα όμως ο Πέτρος εσηκώθη και έτρεξεν εις το μνημείον. Και αφού έσκυψεν από την θύραν, βλέπει τους νεκρικούς επιδέσμους να είναι χάμω εις το μνημείον μόνοι χωρίς το σώμα. Και επέστρεψε εις το κατάλυμά του θαυμάζων αυτό που έγινε. 13 Και ιδού δύο από τους μαθητάς αυτούς του Ιησού έβγαιναν κατά την αυτήν ημέραν εις κάποιο χωρίον, που απείχεν από την Ιερουσαλήμ εξήκοντα στάδια, περίπου ένδεκα σημερινά χιλιόμετρα· και εκαλείτο το χωρίον τούτο Εμμαούς. 14 Και αυτοί ωμίλουν μεταξύ των δι’ όλα αυτά, που είχαν συμβή, ήτοι διά τα περιστατικά του θανάτου και της ταφής τον Ιησού, καθώς και διά τα όσα ανήγγειλαν εις τους μαθητάς αι Μυροφόροι. 15 Και συνέβη, ενώ αυτοί ωμίλουν και συνεζήτουν, αυτός ο ίδιος ο Ιησούς επλησίασε και επήγαινε μαζί των. 16 Και είτε διότι η μορφή του αναστάντος Κυρίου είχε αλλάξει, είτε διότι από υπερφυσικήν δύναμιν ημποδίζοντο αι αισθήσεις των, ήσαν κρατημένα τα μάτια των διά να μη τον αναγνωρίσουν.
17 Είπε δε προς αυτούς· Ποία είναι τα ζητήματα αυτά, τα οποία συζητείτε μεταξύ σας και ανταλλάσσετε επ’ αυτών τας σκέψεις σας, ενώ περιπατείτε, και διά τα οποία είσθε σκυθρωποί; 18 Απεκρίθη δε ο ένας, που ωνομάζετο Κλεόπας, και είπε προς αυτόν· Σύ μόνος από τους ξένους, που ήλθαν να προσκυνήσουν κατά το Πάσχα, διαμένεις εις την Ιερουσαλήμ και δεν έμαθες όσα έγιναν εν αυτή κατά τας ημέρας αυτάς; 19 Και είπεν εις αυτούς ο Ιησούς· Ποία; Αυτοί δε του είπαν· Αυτά που έγιναν με τον Ιησούν τον Ναζωραίον, ο οποίος υπήρξε προφήτης και απεδείχθη ενώπιον του Θεού και όλου του λαού δυνατός και εις έργα υπερφυσικά και εις διδασκαλίαν θεόπνευστον και τελείαν. 20 Δεν έμαθες ακόμη και με ποίον τρόπον τον παρέδωκαν οι Αρχιερείς και οι άρχοντές μας εις καταδίκην θανάτου και τον εσταύρωσαν; 21 Ημείς δε ηλπίζαμεν, ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, που μέλλει να ελευθερώση τον Ισραήλ και να αποκαταστήση το βασίλειόν του. Αλλ’ η ελπίς μας αυτή εκλονίσθη, διότι εκτός από την σταύρωσίν του και από όλα τα άλλα που έγιναν, είναι η τρίτη ημέρα σήμερον, αφ’ ότου συνέβησαν αυτά και δεν είδομεν ακόμη τίποτε, που να στηρίξη τας ελπίδας μας. 22 Αλλά και κάτι άλλο, που εν τώ μεταξύ συνέβη, ηύξησε την απορίαν μας. Μερικαί τουτέστι γυναίκες από τον κύκλον ημών των πιστών μαθητών του μας εξέπληξαν. Διότι επήγαν πολύ πρωί εις το μνημείον
23 και αφού δεν ηύραν εκεί το σώμα του, ήλθαν και είπαν, ότι είδον και οπτασίαν αγγέλων, οι οποίοι λέγουν, ότι ο Ιησούς ζή· 24 Και επήγαν εις το μνημείον μερικοί από τους δικούς μας και ηύραν τα πράγματα έτσι, καθώς τα είπαν και αι γυναίκες. Δηλαδή εύρον ανοικτόν το μνημείον, αυτόν όμως τον Ιησούν δεν τον είδον. 25 Και τότε αυτός είπε προς τους δύο μαθητάς· Ώ άνθρωποι, που δεν έχετε νούν φωτισμένον διά να κατανοή τας γραφάς, και που έχετε καρδίαν βραδυκίνητον και δύσκολον εις το να πιστεύετε εις όλα, όσα ελάλησαν οι προφήται. 26 Σύμφωνα με την βουλήν και το σχέδιον του Θεού, τα οποία προεκήρυξαν οι προφήται, δεν έπρεπε αυτά να πάθη ο Χριστός και διά των παθημάτων τούτων να εισέλθη εις την δόξαν του, η οποία ήρχισε διά της αναστάσεως και θα τελειωθή διά της αναλήψεώς του; 27 Και αφού ήρχισεν από τας προφητείας και τας προεικονίσεις, που περιέχονται εις τα συγγράμματα του Μωϋσέως και έλαβεν ακολούθως από όλους τους προφήτας τα εις τον Μεσσίαν αναφερόμενα χωρία, εξηγούσεν εν συνεχεία εις αυτούς τας προφητείας, που ανεφέροντο εις τον εαυτόν του.
28 Και επλησίασαν εις το χωρίον, εις το οποίον οι δύο μαθηταί εσκόπευαν να υπάγουν. Και αυτός εφάνη, ότι θα επροχώρει μακρύτερα. Πράγματι δε θα εχωρίζετο από αυτούς, εάν αυτοί δεν επέμεναν να τον κρατήσουν. 29 Αλλ’ αυτοί τον ηνάγκασαν διά παρακλήσεων λέγοντες· Μείνε μαζί μας, διότι πλησιάζει να βραδυάση και έχει προχωρήσει η ημέρα πολύ προς την δύσιν του ηλίου. Και εμβήκε εις το σπίτι διά να μείνη μαζί των. 30 Και τότε συνέβη τούτο· Όταν αυτός κατεκλίθη μαζί των εις την τράπεζαν του φαγητού, αφού επήρε εις τας χείρας του τον άρτον, ευλόγησε δι’ ευχαριστίας τον Θεόν, όπως συνήθιζαν να κάνουν πρό του φαγητού, και αφού τον έκοψε εις τεμάχια, έδιδεν εις αυτούς. 31 Όταν δε είδαν την ευλογίαν και τον τεμαχισμόν του άρτου να γίνεται κατά τον τρόπον, που εσυνήθιζεν ο Διδάσκαλός των, τότε και δι’ επενεργείας θείας ήνοιξαν τα μάτια των και ανεγνώρισαν καλώς αυτόν. Αλλά την στιγμήν εκείνην και αυτός έγινεν άφαντος από αυτούς. 32 Και είπαν μεταξύ των ο ένας εις τον άλλον· η καρδία μας δεν ησθάνετο μέσα μας την πνευματικήν φλόγα του θείου ζήλου και της αγάπης προς τον Χριστόν και δεν εζεσταίνετο από την θερμότητα του φωτός της θείας αληθείας, όταν μας ωμίλει εις τον δρόμον και μας εξήγει τας Γραφάς; Πως ημποδίσθημεν λοιπόν από του να τον αναγνωρίσωμεν αμέσως; 33 Και αφού εσηκώθησαν κατά την αυτήν ώραν της εσπέρας. επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ και εύρον συναθροισμένους τους ένδεκα Αποστόλους και τους άλλους, που ήσαν μαζί τους, 34 όλοι δε αυτοί έλεγον, ότι πραγματικώς ανέστη ο Κύριος και ενεφανίσθη εις τον Σίμωνα. 35 Και αυτοί οι δύο διηγούντο τα όσα συνέβησαν εις τον δρόμον και πως ανεγνωρίσθη από αυτούς, όταν έκοπτεν εις τεμάχια τον άρτον.