Παγκόσμια ημέρα ποίησης η 21η Μαρτίου, κοντινή ημέρα στην διπλή γιορτή των Ελλήνων, τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και την επέτειο της ενάρξεως της πετυχημένης Επανάστασης του 1821 για την Εθνική μας Παλιγγενεσία.
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Είναι μια ευκαιρία να θυμίσουμε ποιητές που εμπνεύστηκαν από το Εικοσιένα και την Πατρίδα. Πρώτα τους ανώνυμους ποιητές των δημοτικών μας τραγουδιών. Στον αξιόλογο τόμο με τίτλο «Ηρωικά τραγούδια της Πελοποννήσου», που συνέγραψαν ο πρωτοπρεσβύτερος π. Χρίστος Κυριακόπουλος και ο κ. Δημήτριος Κ. Κυριακόπουλος, αναφέρεται αυτό που έγραψε ο Φώτης Κόντογλου: «Άνθρωπος που δεν νιώθει στα κατάβαθα της καρδιάς του τα δημοτικά μας τραγούδια δεν είναι σε θέση να νιώσει αληθινά την Επανάσταση του Εικοσιένα. Μπορεί να την καταλάβει σαν ένα πολιτικό και ιστορικό καθέκαστο, δηλαδή από την υλική πλευρά του, δεν νιώθει όμως απ’ αυτή το “τιμιότατο” δηλαδή την πνευματική φωτοχυσία, που την κάνει αυτήν την Επανάσταση ξεχωριστή ανάμεσα στις λογής λογής επαναστάσεις που γινήκανε».
Σε ένα από αυτά τα ποιήματα που παρατίθενται στον ως άνω τόμο και που η μουσική τους είναι σε τσάμικο χορό, γράφεται:
«Χαρά ΄χουν τα Ελληνόπουλα, του Έθνους η ελπίδα, γιατί γιορτάζει η Παναγιά, γιορτάζει κι η Πατρίδα.
Χαρά ΄χει και η Ελλάδα μας στην πιο τρανή γιορτή της, που ξαναβρήκε την παλιά, τη δόξα και τιμή της.
Σαν σήμερα π’ απλώθηκε από την Άγια Λαύρα στη Ρούμελη και στον Μοριά της λευτεριάς η αύρα
και μ’ αίμα ποτιστήκανε οι ρεματιές κι οι λόγγοι στα Δερβενάκια, στα Ψαρά, στο θείο Μεσολόγγι,
στην Τρίπολη και στη Γραβιά παλαίψαν σα λιοντάρια».
Δημοτικό τραγούδι είναι και «Της Δέσπως», που περιέχεται στη «Γενική Ανθολογία» (Εκδ. Οίκος Δημητράκου, 1956, σελ.69):
Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν,
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι,
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
«-Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είν’ εδώ το Σούλι.
Εδώ ΄σαι σκλάβα του πασά σκλάβα των Αρβανίτων.
-Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα
Η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει».
Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε».
Και τα φυσέκια ανάψανε κι όλοι φωτιά γενήκαν.
Σπορέας της Επανάστασης ο Ρήγας ο Βελεστινλής έγραψε τον επαναστατικό Θούριο ξεσηκώνοντας τους Έλληνες να πάρουν τα όπλα κατά της τυραννίας και, όπως γράφει ο Δημήτρης Καραμπερόπουλος, Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης «Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα», ως πραγματικός επαναστάτης και ηγέτης, «τους προσέφερε το Σύνταγμα, τον τρόπο διοίκησης του νέου κράτους, της Ελληνικής Δημοκρατίας, που θα εδημιουργείτο μετά την κατάλυση της Τυραννίας». (Πρόλογος εις «Τα επαναστατικά του Ρήγα Βελεστινλή», Επιστ. Ετ. Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα, Αθήνα, 1994, σελ. 9).
Στο Θούριο και από τον Όρκο των Πατριωτών επιλέγουμε την αρχή και, στη συνέχεια, μια παραίνεση του Ρήγα:
΄Ω Βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι εις Σε,
Στην γνώμην των τυράννων να μην ελθώ ποτέ!
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ
Εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
Για να τους αφανίσω, θε να ΄ναι σταθερός….
…………………………………………..
Λοιπόν, γιατί αργείτε; Τί στέκεσθε νεκροί;
Ξυπνήσατε, μην είσθε ενάντιοι κ΄ εχθροί.
Πώς οι προπάτορές μας ωρμούσαν σαν θεριά,
Για την Ελευθερίαν πηδούσαν στη φωτιά,
Έτζι κ΄ εμείς, αδέλφια, ν’ αρπάξωμεν για μια
Τ’ άρματα να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά!
Από τον μεγαλοφυή εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό θυμίζουμε τον ηρωισμό των Μεσολογγιτών και όσων, Ελλήνων και ξένων, που έμειναν μαζί τους ως Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Στο σχεδίασμα Β΄ γράφει το συγκλονιστικό:
«Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει, λαλεί πουλί, παίρνει σπειρί κ’ η μάννα το ζηλεύει. Τα μάτια η πείνα εμαύρισε, στα μάτια η μάννα μνέει, στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει – Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω ΄γω στο χέρι; Οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει». Και από τον Εθνικό μας Ύμνο να θυμηθούμε τους στίχους για τη διχόνοια (144-148):
144. Η διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή, καθενός χαμογελάει, πάρ το λέγοντας και συ.
145. Κειό το σκήπτρο, που σας δείχνει έχει αλήθεια ωραία θωριά. Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά.
146. Από στόμα που φθονάει, παλληκάρια, ας μην πωθή, πως το χέρι σας κτυπάει του αδελφού την κεφαλή.
147. Μην ειπούν στον στόχασμό τους τα ξένα έθνη αληθινά, εάν μισούνται ανάμεσά τους δεν τους πρέπει ελευθεριά.
148. Τέτοια αφέστενε φροντίδα, όλο το αίμα οπού χυθή για θρησκεία και για πατρίδα, όμοιαν έχει την τιμή».
Ο Ανδρέας Κάλβος στην τέταρτη ωδή του, την επονομαζόμενη «Εις τον Ιερόν Λόχον» γράφει για τα ενδόξως πεσόντα Ελληνόπουλα:
Ω γνήσια της Ελλάδος τέκνα! Που επέσατε εις τον αγώνα ανδρείως, τάγμα εκλεκτών Ηρώων, καύχημα νέον.
Σας άρπαξεν η τύχη την νικητήριον δάφνην, και από μυρτιάν ας έπλεξε και πένθιμος κυπάρισσον στέφανον άλλον.
Αλλ΄ αν τις απεθάνη δια την πατρίδα, η μύρτος είναι φύλλον ατίμητον και καλά τα κλαδιά της κυπαρίσσου…».
Από τα πονήματα των ποιητών της γενιάς του 1930 επιλέγω το ποίημα του Γιώργου Σαραντάρη «Εμείς οι Έλληνες» (Από τα «Έργα» του, Εκδ. Βικελαίας Βιβλιοθήκης, Ηράκλειο, 2006, Β΄ Τόμος, σελ. 133). Το έγραψε με περισσή αγάπη προς την Πατρίδα μας:
Εμείς οι Έλληνες που σε χαρούμενα νησιά έχουμε τόπο
Σε άμοιρη στεγνή γη που την υγραίνει ευλάβεια στον αιώνα
Η πλούσια ανάμνηση, ο άφθονος ήλιος.
Εμείς, ίσαμε τώρα δουλοπάροικοι ξένων ξεμωραμένων εξουσιών
Που γέρασαν σα δέντρα μελαγχολικά αγνάντια στον τάφο
Και με παράξενο, με αλλόφρονα εγωισμό
Ακόμα μας κρατάνε στην αγκαλιά τους.
Πουλιά που κρυώνουμε και δε νοιαζόμαστε να στήσουμε
Σε πιο πράσινο χώρο τη φωλιά μας.
Εμείς πότε θα διαβάσουμε στην τύχη μας μια ώρα που δε σβύνει
Στα χέρια μας στα νιάτα μας μια χούφτα δύναμη και θάρρος
Που τηνε χρειάζεται και χαιρετάει ο ζωντανός κόσμος.
Η Δύση πού θα βρει καινούργιο δρόμο για τις ανθρώπινες ψυχές;
Κι ένα ακόμη ποίημα αγαπημένου ποιητή του 1930, του Νικηφόρου Βρεττάκου, φίλου του Γιώργου Σαραντάρη. Είναι από τη «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη» (Εκδ. «Θεμέλιο», 5η Έκδ. Αθήνα, 2012):
Ήτανε τα «Κρυφά Σχολειά» όπου μέσα τους, «χιονισμένο», «βρεγμένο» συνάζονταν όλο το Έθνος.
Και το κιτρινισμένο ράσο του παπά, το υφασμένο πριν απ’ την Άλωση, μύριζε σμύρνα από κείνη που οι μάγοι οδοιπορούντες επήγαν και φιλέψανε τον Ιησού.
Μια σταγόνα ηλίου καθισμένη απάνω σ’ ένα κερί, εθαμπόφεγγε γύρω του, πότε τα μάτια, πότε το μέτωπο, πότε τα μάγουλα των παιδιών, που καθόνταν στο μισοσκόταδο.
Κι όπως πάντοτε, όλοι τους ήταν, πάλι, παρόντες: ο Σοφοκλής, ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας και ο Κυναίγειρος.
Ανασκούμπωνε ο Πλάτων το ράσο και τους έδειχνε με το δάχτυλο τη φωνή τους στο συναξάριο.
Κι εκείνα την άκουγαν, καθώς εμουρμούριζαν όλα μαζί την πανάρχαιη Αλφαβήτα, που η αδρή της συρμή ήτανε το μακρύτερο ζων ύδωρ του κόσμου.
Που διασχίζοντας χιόνια και νύχτες και στίφη βαρβαρικά και λουμπάρδες, ερχόταν κατηφορίζοντας απάνω από τα λευκά μαλλιά του Ομήρου.
Παρουσιάστηκαν λίγα από τα ποιήματα και πονήματα που έμπνευσή τους ήταν η αγαπημένη μας Πατρίδα, η Ορθοδοξία Της και και οι ήρωές Της. Σήμερα λησμονιά και αγνωμοσύνη από μερικούς Έλληνες και από το ίδιο το κράτος, που δέχεται η ΕΘΝΙΚΗ Πινακοθήκη να καταστεί άντρο ανθρώπων που δεν σέβονται τίποτε, ούτε τον εαυτό τους.