Για το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Στο άκουσμα της έκρηξης της Ελληνικής Επανάστασης το 1821, η τότε ελληνική κοινωνία έσπευσε να συνδράμει στον μεγάλο αυτό εθνικοαπελευρωτικό αγώνα για την ανεξαρτησία της πατρίδας της.
Η επαναστατημένη ελληνική κοινωνία από τους απλούς χωρικούς και κτηνοτρόφους μέχρι τους κοτζαμπάσηδες και τους προεστούς ήσαν χριστιανοί ορθόδοξοι. Ειδικά για την εποχή εκείνη προεπαναστατικά αλλά και επαναστατικά η ελληνική κοινωνία ήταν βαθιά θρησκευόμενη καθώς είχε κατορθώσει να διατηρήσει σε ολόκληρη την διάρκεια του οθωμανικού ζυγού το βυζαντινό θρησκευτικό εθιμοτυπικό, κι αυτό άλλωστε ήταν κάτι επιπλέον ώστε να την χαρακτηρίσει και να την διαφοροποιήσει από τους μουσουλμάνους κατακτητές της. Ένα λοιπόν βασικό στοιχείο το οποίο λειτούργησε ως ιδεολογικός πυρσός και ως αδιάσπαστος συνδετικός κρίκος πίστης μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν η Ορθοδοξία.
Για το συγκεκριμένο ζήτημα η περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης ξεχωρίζει από άλλες επαναστάσεις της σχετικά κοντινής ιστορικής περιόδου. Η Αμερικανική και η Γαλλική Επανάσταση αποτέλεσαν τους φορείς του Διαφωτισμού και των φιλελεύθερων ιδεών γεγονός το οποίο συναντάμε και στην Ελληνική Επανάσταση μέσα από τις επαναστατικές φυλλάδες του Ρήγα Φεραίου αλλά και τα λόγια κείμενα του Αδαμαντίου Κοραή. Όμως οι Αμερικάνοι και οι Γάλλοι είχαν να αντιμετωπίσουν άλλου είδους εχθρούς στις επαναστάσεις τους. Για το Εικοσιένα ο εχθρός των Ελλήνων ήταν αλλόγλωσσος και αλλόθρησκος, δηλαδή γλώσσα και θρησκεία δυο χαρακτηριστικά τα οποία αποτελούν τον πυρήνα της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης ενός έθνους – λαού. Ο χριστιανισμός και δη η Ορθοδοξία έγινε ένα βασικό και χρήσιμο εργαλείο για τον πνευματικό ξεσηκωμό του υπόδουλου ελληνικού έθνους.
Η Φιλική Εταιρεία η καρδιά της οργάνωσης και του συντονισμού της Επανάστασης εμπεριείχε στους όρκους των μελών της στοιχεία ορθόδοξης πίστης και λατρείαςόπως το ιερό Ευαγγέλιο, παρουσία ιερέα και χριστιανικά σύμβολα.
Η Φιλική Εταιρεία άλλωστε χρησιμοποιούσεορθόδοξους ιερείς για τις τελετουργίες της, αλλά και μέλη του ανώτατου ορθόδοξου κλήρου τα οποία και αποτελούσαν ξεχωριστές τάξεις της όπως ήταν οι «Ποιμένες» και οι «Αρχιποιμένες». Η προθυμία του ορθόδοξου ελληνικού κλήρου για συμμετοχή στον αγώνα δεν αρκέστηκε μόνον στους κύκλους των συνωμοτικών αντιοθωμανικών επαναστατικών οργανώσεων, αφού παρατηρούμε την ενεργό δράση του στα πεδία των μαχών και στα κηρύγματα υπέρ του ξεσηκωμού του Γένους. Συγκεκριμένα μητροπολίτες όπως ο Π.Πατρών Γερμανός, ο Νεόφυτος Ταλαντίου και ο Σαλώνων Ησαΐας αξιοποιήσαν το κύρος του αξιώματός τους και την συναισθηματική απήχηση που είχε ο λόγος τους στον τότε βαθιά θρησκευόμενο ελληνικό λαό ώστε να τον κινητοποιήσουν επιτυχώς στις τοπικές εξεγέρσεις.
Έτσι ο Π.Π.Γερμανός με τον επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο «υψώνουν» τα επαναστατικά λάβαρα στον Μωριά ενώ ο Ταλαντίου Νεόφυτος με τον μητροπολίτη Σαλώνων Ησαΐα και τον διάκονο Αθανάσιο Γραμματικό ξεσηκώνουν την Ρούμελη. Όλα αυτά συνέβαιναν ενώ παράλληλα η θέση της τότε επίσημης ορθόδοξης Εκκλησίας δηλαδή του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ήταν να καταδικάζει με μια σειρά από αφοριστικές εγκυκλίους και αναθέματα την Επανάσταση και τους αγωνιστές της. Συνεπώς μιλάμε για μια δυνητική εκκοσμίκευση του εν Ελλάδι ορθοδόξου κλήρου, ο οποίος στην πιο ριζοσπαστική του μορφή αψηφά την κατευθυνόμενη από την Πύλη πολιτική του Πατριαρχείου και ταυτίζεται με τους «αφορισμένους αιρετικούς εθνικιστές» ήρωες του 1821.
Σήμερα στην δημόσια ιστορία αλλά και στο σύνολο της νεότερης ελληνικής ιστοριογραφίας σχετικά με την συνεισφορά της Ορθοδοξίας στο Εικοσιένα, έχει ηγεμονεύσει κυρίως για κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους η ερμηνεία της στάσης που κράτησε ο εκάστοτε Μιλλέτ– μπασί υποτελής του Σουλτάνου. Η Ιστορία όμως μιλά πάντα με τεκμήρια καταμαρτυρώντας την παρουσία της Ορθοδοξίας άλλοτε αποτυπωμένη στις φλογερές προκηρύξεις του Αλ. Υψηλάντη και στα ηρωικά απομνημονεύματα του Ι. Μακρυγιάννη και άλλοτε να αντηχεί μέσα από τους ένδοξους λόγους τουΠαπαφλέσσα και του Γέρου του Μωριά.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΡΥΦΤΟΣ – ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ
Πηγές :