ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ: Το 2025 ξεκίνησε με νέες υποσχέσεις και ελπίδες για τους συνταξιούχους, καθώς η κυβέρνηση προχώρησε σε αλλαγές στις κλίμακες υπολογισμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης (ΕΑΣ).
Του Γιάννη Παπανικολάου
News:Οι 93.606 συνταξιούχοι που ωφελήθηκαν από τη μείωση ή κατάργηση της εισφοράς ίσως θεωρούνται οι “τυχεροί”, αλλά ο αντίκτυπος αυτών των μέτρων εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα και τη δικαιοσύνη των αλλαγών.
Οι αριθμοί πίσω από την “ανακούφιση”
Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι νέες κλίμακες της ΕΑΣ προσαρμόστηκαν τιμαριθμικά κατά 2,4%, μια κίνηση που στοχεύει στη μείωση των βαρών για όσους βρίσκονται στις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες. Ωστόσο, από τους περίπου 440.000 συνταξιούχους που επιβαρύνονται με την ΕΑΣ, μόλις το 21% επωφελήθηκε. Το υπόλοιπο 79% συνέχισε να πληρώνει τα ίδια ποσά, δίχως να δει καμία αλλαγή στις αποδοχές του.
Για παράδειγμα, οι συνταξιούχοι που βρέθηκαν στην πρώτη κλίμακα (συντάξεις από 1.434 έως 1.741 ευρώ) είδαν τη μείωση της εισφοράς να αντιστοιχεί σε λίγα ευρώ ή ακόμα και μηδενισμό της. Αντίθετα, εκείνοι με υψηλότερες συντάξεις παρέμειναν αμετάβλητοι ή διαπίστωσαν μικρές διαφορές που ελάχιστα επηρεάζουν την καθημερινότητά τους.
Αντίκτυπος στη δικαιοσύνη του συστήματος
Αν και η προσαρμογή των κλιμάκων μπορεί να θεωρηθεί μια κίνηση “κοινωνικής ευαισθησίας”, η πραγματικότητα δείχνει ένα σύστημα που συνεχίζει να παραμένει βαθιά άδικο. Η ΕΑΣ είναι μια εισφορά που αρχικά θεσπίστηκε ως μέτρο “έκτακτης ανάγκης” για να στηρίξει τα δημοσιονομικά ελλείμματα, αλλά έχει καταλήξει σε έναν μόνιμο μηχανισμό επιβάρυνσης.
Γιατί, λοιπόν, η κυβέρνηση δεν προχώρησε σε μια ουσιαστική μεταρρύθμιση της ΕΑΣ, αλλά περιορίστηκε σε μια τιμαριθμική αναπροσαρμογή; Η απάντηση βρίσκεται στη διαχρονική αδυναμία των πολιτικών να επιλύσουν τα βαθύτερα προβλήματα του ασφαλιστικού συστήματος, προτιμώντας μικροαλλαγές που παρουσιάζονται ως “μεγάλες τομές”.
Ποιος πραγματικά επωφελείται;
Οι 93.606 συνταξιούχοι που είδαν τη μείωση της ΕΑΣ αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Πολλοί από αυτούς βρίσκονται στις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες και τα λίγα ευρώ που εξοικονομούν είναι αναμφίβολα ευπρόσδεκτα. Όμως, η ουσία του προβλήματος παραμένει.
Το βάρος της ΕΑΣ εξακολουθεί να επιβαρύνει δυσανάλογα όσους έχουν συντάξεις λίγο υψηλότερες από τα όρια των κλιμάκων. Για παράδειγμα, ένας συνταξιούχος με κύρια σύνταξη 1.750 ευρώ πληρώνει το ίδιο ποσοστό εισφοράς με κάποιον που λαμβάνει 1.790 ευρώ, ενώ η διαφορά στο εισόδημα είναι μόλις 40 ευρώ.
Η προσέγγιση αυτή όχι μόνο αγνοεί τη δικαιοσύνη, αλλά ενισχύει την αίσθηση αδικίας που διακατέχει πολλούς συνταξιούχους, ιδιαίτερα όσους εργάστηκαν σκληρά για δεκαετίες και συνεισέφεραν υψηλά ποσά στο ασφαλιστικό σύστημα.
Προβλήματα στην εφαρμογή: Όταν η θεωρία συναντά την πράξη
Η αναπροσαρμογή της ΕΑΣ συνοδεύτηκε από τεχνικά προβλήματα και λάθη που δημιούργησαν σύγχυση και αγανάκτηση. Πολλοί συνταξιούχοι διαπίστωσαν ότι, παρά την αύξηση στις συντάξεις τους, συνεχίζουν να πληρώνουν ΕΑΣ με τις παλιές κλίμακες. Αυτά τα λάθη, όπως αναφέρθηκε, πιθανότατα θα διορθωθούν στις επόμενες πληρωμές. Όμως, ποιος θα αποζημιώσει αυτούς τους ανθρώπους για το εισόδημα που στερήθηκαν;
Αυτό το γεγονός υπογραμμίζει τη διαχρονική ανικανότητα των κρατικών μηχανισμών να εφαρμόζουν γρήγορα και σωστά τις αποφάσεις που λαμβάνονται. Αντί να δούμε μια οργανωμένη και αποτελεσματική προσέγγιση, οι συνταξιούχοι καλούνται να επωμιστούν το κόστος της δυσλειτουργίας ενός συστήματος που υποτίθεται ότι θα τους στήριζε στα γηρατειά τους.
Η ανάγκη για μια ριζική μεταρρύθμιση
Η συζήτηση για την ΕΑΣ πρέπει να ξεπεράσει τα όρια των μικροαλλαγών στις κλίμακες. Το βασικό ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι: έχει νόημα η διατήρηση μιας εισφοράς που εξ αρχής επιβλήθηκε ως προσωρινή; Η απάντηση είναι προφανής: η ΕΑΣ δεν έχει πλέον καμία θέση σε ένα σύγχρονο και δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα.
Η κατάργησή της θα ήταν μια πραγματική τομή, όχι μόνο για να ανακουφιστούν οι συνταξιούχοι, αλλά και για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη τους στο κράτος. Τα έσοδα που χάνονται από την ΕΑΣ μπορούν να αναπληρωθούν με άλλους τρόπους, όπως η αποτελεσματικότερη διαχείριση των ασφαλιστικών ταμείων και η καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής.
Από τις υποσχέσεις στην πράξη
Η μείωση της ΕΑΣ παρουσιάζεται ως “δώρο” στους συνταξιούχους, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί ένα μέτρο περιορισμένου εύρους και αντίκτυπου. Το κράτος οφείλει να δείξει μεγαλύτερη τόλμη και να προχωρήσει σε βαθιές μεταρρυθμίσεις που θα εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα και τη δικαιοσύνη του ασφαλιστικού συστήματος.
Η εισφορά αλληλεγγύης δεν μπορεί να αποτελεί εσαεί ένα “μπάλωμα” που καλύπτει τις τρύπες ενός προβληματικού συστήματος. Οι συνταξιούχοι δεν χρειάζονται ψίχουλα, αλλά ένα κράτος που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους και θα αναγνωρίζει τη συμβολή τους στην κοινωνία. Ήρθε η ώρα η πολιτική να περάσει από τις υποσχέσεις στις πράξεις.