Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι´ 2 – 12 – 2 και προσελθόντες οι Φαρισαίοι επηρώτων αυτόν ει έξεστιν ανδρί γυναίκα απολύσαι, πειράζοντες αυτόν. 3 ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς· Τί υμίν ενετείλατο Μωϋσής;
4 οι δε είπον· Επέτρεψε Μωϋσής βιβλίον αποστασίου γράψαι και απολύσαι. 5 και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς· Προς την σκληροκαρδίαν υμών έγραψεν υμίν την εντολήν ταύτην· 6 από δε αρχής κτίσεως άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς ο Θεός·
7 ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν. 8 ώστε ουκέτι εισί δύο, αλλά μία σάρξ· 9 ο ούν ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω·
10 και εις την οικίαν πάλιν οι μαθηταί περί τούτου επηρώτων αυτόν, 11 και λέγει αυτοίς· Ός αν απολύση την γυναίκα αυτού και γαμήση άλλην, μοιχάται επ’ αυτήν· 12 και εάν γυνή απολύσασα τον άνδρα γαμηθή άλλω, μοιχάται.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι´ 2 – 12
2 Και αφού τον επλησίασαν οι Φαρισαίοι, τον ηρώτησαν, εάν επιτρέπεται εις άνδρα να χωρίση την γυναίκα του. Του έκαμαν δε την ερώτησιν αυτήν πειράζοντες αυτόν, διά να εύρουν αφορμήν να τον κατηγορήσουν, ότι περιώριζε την ελευθερίαν εις το ζήτημα του διαζυγίου· τούτο δε και πλείστους εκ του λαού θα δυσηρέστει, ίσως δε και εις τον Ηρώδην θα τον εξέθετεν. 3 Αυτός δε απεκρίθη και τους είπε· Ποίαν εντολήν σας έδωκεν ο Μωϋσής περί τούτου;
4 Αυτοί δε είπον· ο Μωϋσής επέτρεψεν εις τον άνδρα να γράψη έγγραφον, εις το οποίον να βεβαιώνεται, ότι έκαμε διαζύγιον με την γυναίκα του και τότε να την χωρίση. 5 Και ο Ιησούς απεκρίθη και τους είπεν· Ο Μωϋσής απέβλεψε προς την σκληρότητα των καρδιών σας και την άξεστον και απολίτιστον φύσιν σας και δι’ αυτό έγραψε την εντολήν αυτήν, διά να σας προφυλάξη από μεγαλύτερα κακά. Διότι και εις φόνον ακόμη θα ήτο δυνατόν να φθάσετε, διά να απαλλαγήτε από την ανεπιθύμητον γυναίκα σας.
6 Από την αρχήν της δημιουργίας όμως ο Θεός έκαμε τους πρωτοπλάστους ένα άνδρα και μίαν γυναίκα, ώστε ούτε ο ανήρ ηδύνατο να αποκτήση δευτέραν σύζυγον χωρίζων την πρώτην, ούτε η γυνή ηδύνατο να χωρισθή από τον πρώτον σύζυγόν της και να συνδεθή με άλλον. Εάν ο Δημιουργός ενομοθέτει τότε και το διαζύγιον, δεν θα εδημιούργει μίαν μόνον, αλλά περισσοτέρας διά τον ένα άνδρα γυναίκας.
7 Διότι δε ένα άνδρα και μίαν γυναίκα εδημιούργησεν εξ αρχής ο Θεός, δι’ αυτό σύμφωνα με τους λόγους της Αγίας Γραφής θα εγκαταλείψη ο άνθρωπος τον πατέρα του και την μητέρα του και θα προσκολληθή εις την μίαν και μόνην γυναίκα του. Είναι λοιπόν ο δεσμός των συζύγων στενώτερος από τον δεσμόν των τέκνων προς τους γονείς. Και οι δύο σύζυγοι θα είναι από της πρώτης στιγμής του γάμου των μία σάρξ, ένα σώμα. 8 Ώστε εις το εξής δεν είναι πλέον δύο, όπως ήσαν προτήτερα, αλλά ένα σώμα. 9 Εκείνο λοιπόν που ο Θεός ήνωσεν εις ένα σώμα, ο άνθρωπος άς μη το χωρίζη. 10 Και εις το σπίτι πάλιν τον ηρώτησαν οι μαθηταί του διά το αυτό ζήτημα.
11 Και είπεν εις αυτούς· Εκείνος που θα χωρίση την γυναίκα του και θα έλθη εις γάμον με άλλην, γίνεται μοιχός εις βάρος της νομίμου συζύγου του. 12 Και εάν μία γυναίκα χωρίση τον άνδρα της και έλθη εις γάμον με άλλον, διαπράττει μοιχείαν και λέγεται μοιχαλίς.