Θαύματα του Αγίου Νικολάου: Α. Σώζει από την ατίμωση τις τρεις αδελφές.
Κάποιος πατέρας είχε τρεις πολύ όμορφες θυγατέρες, σε ηλικία γάμου. Κι ενώ ήταν πλούσιος, ήρθαν έτσι τα πράγματα και ξέπεσε. Δεν μπορούσε πλέον να ζήσει την οικογένειά του. Κι αφού δεν έβρισκε άλλη διέξοδο στο πρόβλημα του, σκέφτηκε πως αν εξέδιδε τις κόρες του του – πράγμα εύκολο, επειδή και οι τρεις διακρινόταν για τα νιάτα και την ομορφιά τους – θα έβγαινε από την οικτρή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Όμως και πάλι δεν το σήκωνε η πατρική του συνείδηση. Αν μπορούσε να τις παντρέψει, θα ήταν καλύτερο. Αλλά πως, αφού δεν ήταν σε θέση να διαθέσει και την παραμικρή προίκα, όπως συνηθιζόταν και τότε: Πραγματικά, το δίλημμα που του προκαλούσε η φτώχεια ήταν φοβερό. Όμως δεν εύρισκε άλλη λύση. Είχε πάρει την απόφαση να εκδώσει τις τρεις κόρες του…
Ο φιλάνθρωπος, όμως Θεός που θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, βρήκε τρόπο και έφτασε στ’ αφτιά του Νικολάου η απόφαση του τραγικού αυτού πατέρα. Και τι κάνει ο άγιος αυτός άνθρωπος; Αποφασίζει να σώσει την κατάσταση, αλλά με πολύ διακριτικό τρόπο: Γνωρίζοντας ότι θα πλήγωνε την υπερηφάνεια του ξεπεσμένου πλούσιου πατέρα, δεν έρχεται να τον συναντήσει προσωπικά και να συζητήσει μαζί του το πρόβλημα, προσφέροντας και τη βοήθειά του. Αλλά, αφού πήρε ένα πουγγί με χρυσά νομίσματα, πήγε νύχτα στο σπίτι του δύστυχου εκείνου πατέρα κι από το μισάνοιχτο παράθυρο το έριξε μέσα, και πριν τον αντιληφθεί κανένας, γύρισε αθόρυβα στο σπίτι του. Όταν το πρωί ο ξεπεσμένος οικονομικά πατέρας βρήκε το πουγγί με τα χρυσά νομίσματα απόρησε. Σκεφτόταν, μα δεν πήγαινε το μυαλό του σε κανέναν από τους “κατέχοντες” που να είχαν τέτοια καρδιά, ώστε να του κάνουν αυτή την ευεργεσία. Έτσι απέδωσε το γεγονός στον ελεήμονα Θεό. Μετανιωμένος, μάλιστα, γι αυτό που σχεδίαζε για τις κόρες του, έσπευσε να παντρέψει τη μεγαλύτερη, προικίζοντάς την με τα χρυσά νομίσματα.
Ο ΄Αγιος Νικόλαος πληροφορήθηκε το γεγονός. Ευχαριστήθηκε για το ότι ο πατέρας αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο της προσφορά, σώζοντας έτσι από την αμαρτία την κόρη ου. Γι’ αυτό και επανέλαβε με τον ίδιο τρόπο, για τη δεύτερη κόρη, τη δωρεά: Νύχτα, απαρατήρητος, έριξε από το παράθυρο δεύτερο πουγγί με χρυσά νομίσματα. Και πάλι ο πατέρας ενήργησε με σύνεση, αποδίδοντας και τη νέα ευεργεσία στο Θεό, τον οποίο αφού ευχαρίστησε με δάκρυα στα μάτια, παρακάλεσε να του αποκαλύψει τον άνθρωπο που χρησιμοποιούσε ως όργανό του για να τον λυτρώσει από τη “μνηστεία” της κόρης του με τον διάβολο. Στο μεταξύ πάντρεψε και τη δεύτερη θυγατέρα του, περίμενε δε ότι ο άγνωστος ευεργέτης θα έκανε το ίδιο και για την τρίτη κόρη. Γι’ αυτό και βρισκόταν σε ετοιμότητα, επειδή ήθελε οπωσδήποτε να τον γνωρίσει, ώστε να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Τα βράδια έμενε ξάγρυπνος. Έτσι, όταν ο ΄Αγιος Νικόλαος, με χίλιες προφυλάξεις, πλησίασε και έριξε από το μισάνοιχτο παράθυρο το πουγγί με τα χρυσά νομίσματα και απομακρύνθηκε βιαστικά, ο πατέρας τον ακολούθησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Καθώς τον πρόλαβε, διεπίστωσε ποιος ήταν. Και πέφτοντας στα πόδια του, τον ευχαριστούσε, αποκαλώντας τον ευεργέτη του ίδιου και των τριών θυγατέρων, τις οποίες έσωσε από την αμαρτία. Κι ο μεγάλος και συνάμα ταπεινός Νικόλαος, αφού τον σήκωσε, τον δέσμευσε με όρκους να κρατήσει μυστικό ότι είχε γίνει ως τότε. Φυσικά αυτή η τριπλή ευεργεσία δεν υπήρξε η μόνη. Γιατί στο καθημερινό του πρόγραμμα ήταν η φιλανθρωπία. Μοίραζε στους φτωχούς ρούχα και τρόφιμα η χρήματα, ανακουφίζοντας έτσι κάθε έναν που ήταν εμπερίστατος .
Β. Η περίπτωση των τριών στρατηγών.
Ο ΄Αγιος Συμεών ο Μεταφραστής αφιερώνει πολλές σελίδες από το βίο και την πολιτεία του Αγίου Νικολάου, προκειμένου να εξιστορήσει την καταστολή μιας επανάστασης στη Φρυγία με την επέμβαση τριών στρατηγών, κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα, τον ρόλο του Νικολάου, την κατασυκοφάντηση και φυλάκιση των στρατηγών, την καταδίκη τους σε θάνατο και τη σωτήρια επέμβαση του Αγίου Συγκεκριμένα και με κάθε δυνατή συντομία: Στην περιοχή της Μεγάλης Φρυγίας (Μ. Ασία) ξέσπασε επανάσταση. Ο αυτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος έστειλε τρεις στρατηγούς (Νεπωτιανό , Ούρσο και Ερπυλίων), με ανάλογο στρατό, να την καταστείλουν και να επαναφέρουν την τάξη. Ο στρατός, με καράβια, έφτασε σ’ ένα λιμάνι της Λυκίας, αλλά λόγω της θαλασσοταραχής δεν μπορούσε ν’ αποπλεύσει. Οι στρατιώτες ενώ βγήκαν στην πόλη για προμήθειες, άρχισαν δυστυχώς να επιδίδονται σε κλοπές και βιαιοπραγίες σε βάρος των κατοίκων. Όταν το πληροφορήθηκε ο επίσκοπος Νικόλαος, έσπευσε στους κατοίκους και τους τρεις στρατηγούς, που έτρεξαν να τον συναντήσουν. Όταν ο Νικόλαος έμαθε την αιτία της εκεί παρουσίας τους, τους προσκάλεσε να κατέβουν από τα πλοία και τους φιλοξένησε με εγκαρδιότητα. Γεγονός που συνετέλεσε στο να ηρεμήσουν οι στρατηγοί τους στρατιώτες και η πόλη να επανεύρει την ησυχία της. Ενώ λοιπόν, οι στρατηγοί με τη δύναμή τους αναχωρούσαν για τη Μεγάλη Φρυγία, κάτοικοι της πόλης ενημέρωσαν το Νικόλαο ότι ο τοπικός διοικητής Ευστάθιος, δωροδοκημένος από φθονερούς ανθρώπους, είχε καταδικάσει σε θάνατο τρεις αθώους πολίτες, που επρόκειτο να εκτελεστούν. Τότε ο ΄Αγιος επίσκοπος, παίρνει μαζί του τους τρεις στρατηγούς και αναζητώντας βρίσκει τους τρεις καταδικασμένους, που τους είχαν μεταφέρει στην τοποθεσία Διόσκουροι, όπου θα γινόταν και η εκτέλεσή τους. Ο όχλος που αρέσκεται, δυστυχώς, σε παρόμοια θεάματα, είχε από νωρίς συγκεντρωθεί εκεί, ενώ ο δήμιος ήταν έτοιμος για το μακάβριο έργο του. Καθώς ο ΄Αγιος Νικόλαος αντίκρυσε τη συγκλονιστική εικόνα, όντας συγχρόνως αυστηρός και πράος, έτρεξε προς το δήμιο και με αποφασιστικότητα του άρπαξε το ξίφος, το πέταξε στο χώμα και έλυσε τους αθώους καταδίκους. Το γεγονός προκάλεσε τρομερή εντύπωση σ’ όλους. Κανένας, ούτε ο δήμιος, δεν αντέδρασε. Ύστερα, όμως, κυριευμένοι όλοι από την έκπληξη, άρχισαν να επευφημούν τον επίσκοπο τους, με αποτέλεσμα και ο Ευστάθιος να πλησιάσει το Νικόλαο, θέλοντας να πέσει στα πόδια του, ζητώντας τη συγχώρεσή του. Εκείνος τον προειδοποίησε ότι, αν ξαναπάρει άδικες αποφάσεις, θα τον καταγγείλει στον αυτοκράτορα και θα ζητήσει την τιμωρία του από το Θεό. Οι τρεις διασωθέντες έχυναν δάκρυα χαράς για τη σωτηρία τους και ευγνωμονούσαν τον ΄Αγιο και το Θεό. Ενισχυμένοι ηθικά απ’ όσα έβλεπαν και οι τρεις στρατηγοί, πήγαν στη Φρυγία, διευθέτησαν με επιτυχία την κρίση που είχε ξεσπάσει και θριαμβευτές επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και συνέχισαν να ζουν κοντά στα ανάκτορα, έχοντας την εξαιρετική εύνοια του αυτοκράτορα.
Η εύνοια, όμως, αυτή προκάλεσε το φθόνο κάποιων ανθρώπων, που όντας φίλοι του επάρχου, συκοφάντησαν τους τρεις στρατηγούς, ότι δήθεν οργάνωναν στάση σε βάρος του αυτοκράτορα. Ο έπαρχος, εξαγορασμένος με πολύ χρυσάφι από τους φθονερούς αυλικούς, έπεισε τον αυτοκράτορα ότι οι δήθεν πληροφορίες για τη στάση ήταν αληθινές και εκείνος διέταξε τη σύλληψη και φυλάκιση των τριών, χωρίς απολογία και χωρίς οι ίδιοι να γνωρίζουν το λόγο! Επειδή, όμως, οι συκοφάντες ανησυχούσαν μήπως αποκαλυφθούν τα σατανικά ψέματά τους, έπεισαν εκ νέου τον έπαρχο να εισηγηθεί στον αυτοκράτορα την καταδίκη και εκτέλεση των στρατηγών. Ο έπαρχος, όντας ενεργούμενο πλέον των συκοφαντών, εμφανίστηκε στον αυτοκράτορα και λέγοντας του και πάλι ψέματα, ότι οι τρεις στρατηγοί και από την φυλακή τους προσπαθούσαν να οργανώσουν την ανατροπή του, κατάφερε να τον θορυβήσει. Έτσι εκείνος, με απόφασή του, τους καταδίκασε σε θάνατο, όρισε δε να εκτελεστούν την επόμενη κιόλας ημέρα. Αγγελιοφόρος ανακοίνωσε το γεγονός στον δεσμοφύλακα, κι εκείνος με τη σειρά του στους τρεις στρατηγούς. Εκείνοι, εξαιτίας της αδικίας που τους γινόταν, έπεσαν στην απελπισία. Θρηνούσαν γοερά, τραβούσαν τα μαλλιά του, ξέσχιζαν τα ρούχα τους, έλεγαν με πόνο ψυχής: «Ποιός δαίμονας μας βάσκανε; Τι κακό πράξαμε και καταδικαστήκαμε σαν κακούργοι; Ποιοί μας κατηγόρησαν χωρίς λόγο;». Κι ενώ έτσι ολοφύρονταν, ένας – ο Νεπωτιανός, θυμήθηκε τον ΄Αγιο Νικόλαο και τον τρόπο με τον οποίο είχε συμπαρασταθεί και σώσει τους τρεις άδικα καταδικασμένους πολίτες στα Μύρα. Υπενθύμισε το γεγονός στους άλλους δύο στρατηγούς και αμέσως γονάτισαν και με δάκρυα ικέτευαν το Θεό να τους σώσει, με τη μεσιτεία τους αγίου επισκόπου του. Και ο φιλάνθρωπος Θεός, ο προστάτης των αδικουμένων που τον επικαλούνται, άκουσε την προσευχή τους. Και έστειλε τον άγιο Νικόλαο να εμφανιστεί σε όνειρο στον αυτοκράτορα και να του πει: «Σήκω γρήγορα και ελευθέρωσε τους τρεις στρατηγούς, γιατί η κατηγορία σε βάρος τους είναι συκοφαντική και ψεύτικη». Προειδοποίησε δε, ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του, θα υποκινηθεί εξέγερση εναντίον του και ανατροπή από τον θρόνο. Στην ερώτηση του έντρομου βασιλιά, “ποιός είναι και πώς τολμάει να τον προειδοποιεί απειλητικά, απάντησε: Είμαι ο Νικόλαος, αρχιεπίσκοπος των Μύρων”. Την ίδια ώρα ο άγιος είχε εμφανισθεί και στον έπαρχο Αβλάβιο και του έδωσε την ίδια εντολή. Όταν αυτός ξύπνησε, προσπαθούσε να εξηγήσει τη σημασία του ονείρου. Καταφτάνει, όμως απεσταλμένος του βασιλιά και του ανακοινώνει την οπτασία. Το ίδιο πράττει και ο έπαρχος. Μένουν κατάπληκτοι και οι δύο. Και μη μπορώντας να εξηγήσουν το γεγονός, κάλεσαν τους τρεις στρατηγούς, που όταν τους παρουσίασαν μπροστά του, είπε ο βασιλιάς: “Τι είδους μάγια χρησιμοποιήσατε και μας στείλατε τέτοιες οπτασίες και απειλές;”. Οι τρεις απόρησαν με την ερώτηση. Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι δεν είχαν γνώση κι έγινε πιο ήπιος. Εκείνοι αρνήθηκαν κάθε ανάμιξη και συγκινημένοι απάντησαν: “Ούτε τι είναι η μαγεία ξέρουμε, ούτε απειλές σε βάρος σου απευθύναμε. Αρχή δική μας ήταν και είναι: Να τιμάμε το βασιλιά και να προτιμάμε την ευμενή μας προς αυτόν διάθεση. Γι’ αυτό και μας ξεχώρισες απ όλους και μας ανέθεσες την καταστολή της εξέγερσης στη Μεγάλη Φρυγία, έργο που φέραμε σε πέρας. Ίσως γι’ αυτό και λόγω της εύνοιας που μας είχες δείξει, κάποιοι μας φθόνησαν και μας συκοφάντησαν ενώπιόν σου …”. Ο βασιλιάς επηρεασμένος από την ειλικρίνεια των τριών, αλλά και την εμφάνιση του αγίου Νικολάου, ανακάλεσε την προηγούμενη απόφασή του και τους αθώωσε. Οι στρατηγοί ευχαρίστησαν τον αυτοκράτορα και εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους προς το Θεό και τον άγιο Νικόλαο. Έσπευσαν δε να μεταβούν στα Μύρα της Λυκίας για να τον ευχαριστήσουν και προσωπικά, ενώ του μετέφεραν και τα δώρα που του έστειλε ο βασιλιάς (χρυσό ευαγγέλιο, επιχρυσωμένες λαμπάδες κ.α.) για να τ’ αφιερώσει στον ιερό ναό.
Γ. Ιερά αποδημία στους Αγίους Τόπους και θαύματα.
Κάποτε ο Νικόλαος απεφάσισε να μεταβεί στους Αγίους Τόπους, εκεί όπου γεννήθηκε ως άνθρωπος ο Ιησούς Χριστός, δίδαξε, θαυματούργησε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, ιδρύθηκε η πρώτη Εκκλησία και όπου υπήρχαν πάμπολλα ιερά προσκυνήματα, τα οποία επιθυμούσε να επισκεφθεί και να κάμψει ευλαβικά τα γόνατά του. Απώτερος στόχος του, βέβαια, ήταν να βρει έρημο τόπο για να ασκηθεί στην ησυχία. Πριν όμως να φτάσει στον προορισμό του, συνέβησαν πάνω στο καράβι, που μετέφερε τον ίδιο και τους άλλους ταξιδιώτες, κάποια γεγονότα τα οποία έδωσαν την ευκαιρία στον πιστό δούλο του Θεού να φανερώσει τις θαυμαστές επεμβάσεις του Κυρίου. Συγκεκριμένα: Ενώ το αιγυπτιακό πλοίο κατευθυνόταν στην Παλαιστίνη, ο ΄Αγιος προέβλεψε ότι θα αντιμετώπιζαν σφοδρή τρικυμία. Είχε δει στον ύπνο του ότι ο διάβολος ανέβηκε στο πλοίο κι έκοψε με μαχαίρι τα σχοινιά του ιστίου και των πηδαλίων, το έδεσε γύρω γύρω, το στριφογύρισε και προσπαθούσε να το βυθίσει. Και πράγματι, ξαφνικός άνεμος προκάλεσε τρικυμία και πανικό στους ναύτες. Οι οποίοι έσπευσαν κοντά στο Νικόλαο, προσεύχονταν στο Θεό και ζητούσαν τη μεσιτεία του, γιατί πίστευαν ότι είχε πάνω του την ευλογία και τη χάρη του Κυρίου. Ο ΄Αγιος τους καθησύχαζε, τους έδινε θάρρος και τους διαβεβαίωνε ότι όλα θα περάσουν γρήγορα. Και, ω του Θαύματος! Έτσι και έγινε. Οι ναύτες και οι ταξιδιώτες ευχαρίστησαν το Θεό και τον άνθρωπό του ΄Αγιο Νικόλαο, για τη σωτηρία τους. Ο διάβολος, όμως, που δεν του άρεσε το ότι ματαιώθηκε το σχέδιό του για την βύθιση του πλοίου, προκάλεσε νέα δοκιμασία: Ένας ναύτης είχε ανεβεί ψηλά στο μεσαίο κατάρτι για να δέσει κάποιο σχοινί. Όταν τελείωσε την αποστολή του, ενώ κατέβαινε, γλίστρησε και πέφτοντας στο κατάστρωμα χτύπησε θανάσιμα. Ο Νικόλαος έσπευσε κοντά του, προσευχήθηκε θερμά στο Θεό και ανέστησε το νεκρό ναύτη, προς μεγάλη χαρά των συνταξιδιωτών και του πληρώματος, που δόξασαν απ’ την καρδιά τους τον Κύριο για το θαύμα κι ευχαρίστησαν τον άγιο. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, πλήθος ασθενών προσέρχοταν στον άνθρωπο του Θεού και θεραπευόταν από τις αρρώστιες. Ο Νικόλαος πήγε, στη συνέχεια, στον Τάφο του Κυρίου, στο Γολγοθά, και στον ιερό ναό όπου φυλασσόταν ο Τίμιος Σταυρός. Πλησιάζοντας στον ιερό ναό οι πύλες του άνοιξαν μόνες τους! Ο δούλος του Θεού προσκύνησε με ευλάβεια τα ιερά σεβάσματα της Πίστης. προσευχήθηκε με όλη τη δύναμη της καρδιάς και του νου του και έλαβε πρόσθετη δύναμη και χάρη. Στην Παλαιστίνη παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα, έλαβε όμως εντολή του Κυρίου να επιστρέψει στην έδρα του, για να μη τον στερείται επί μακρόν το ποίμνιό του. Νέα δοκιμασία του επεφύλασσε ο διάβολος και σ’ αυτό το ταξίδι της επιστροφής. Ο καπετάνιος και οι ναύτες του πλοίου με τους οποίους είχε συμφωνήσει να τον μεταφέρουν στην πατρίδα του, αθέτησαν τη συμφωνία. Και επειδή τους ευνοούσαν οι άνεμοι κατευθύνθηκαν προς την δική τους πατρίδα. Η θεία Δίκη όμως, τους τιμώρησε: Σφοδρή ξαφνική καταιγίδα μετατόπισε το πηδάλιο, άλλαξε την κατεύθυνση της πορείας του πλοίου, απείλησε το πλήρωμα με καταποντισμό και τελικά οδήγησε το καράβι στο λιμάνι – προορισμό του Αγίου Νικολάου. Παρά την κακή συμπεριφορά του πληρώματος ο Νικόλαος, όντας πράος και φιλάνθρωπος, προσευχήθηκε στο Θεό και Εκείνος έδωσε να επιστρέψουν γρήγορα και χωρίς περιπέτειες στην πατρίδα τους, ενώ ο ΄Αγιος επανήλθε στη Μονή της Αγίας Σιών, που είχε ιδρύσει ο θείος του, και στην οποία τον υποδέχτηκαν όλοι με χαρά.
Δ. Προστάτης και βοηθός όσων ταξιδεύουν στη θάλασσα.
Όλες αυτές οι θαυμαστές επεμβάσεις του Θεού, που γίνονταν με τη μεσιτεία του αγίου Νικολάου, συνετέλεσαν στο να διαδοθεί η φήμη του αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας σ’ όλο τον κόσμο, ενώ ακόμα ζούσε ο μακάριος αυτός άνθρωπος. Γράφει ο Συμεών ο βιογράφος του: «Η φήμη του πήρε φτερά, πέταξε ψηλά, έτρεχε παντού και αγκάλιαζε τα πάντα, διάβαινε το πέλαγος, τριγύριζε σ’ ολόκληρη τη θάλασσα και δεν υπήρχε τόπος που να μη ακούει για τις θαυμαστές επεμβάσεις του». Αναφέρει δε και τα ακόλουθα περιστατικά:
Ένα καράβι κατά το ταξίδι του συνάντησε φοβερή θαλασσοταραχή. Το πλήρωμα έχασε κάθε ελπίδα σωτηρίας. Είχαν όμως οι ναύτες ακουστά, ότι ο άγιος Νικόλαος έσπευδε σε βοήθεια όσων επικαλούνταν τη συμπαράστασή του. Προσευχήθηκαν λοιπόν θερμά υψώνοντας το χέρια τους κι ήταν σα να τον είχαν εκεί μπροστά τους και εξαρτούσαν απ’ αυτόν τη σωτηρία τους. Και ω του θαύματος! Εκείνος παρουσιάστηκε και τους είπε: «Με καλέσατε και ήλθα». Κι αφού τους είπε να έχουν θάρρος και να ελπίζουν στο Θεό, πήρε το πηδάλιο στα χέρια του και κατηύθυνε το καράβι, επιτίμησε δε και τη θάλασσα η οποία γαλήνεψε, όπως κάποτε είχε κάνει και ο Χριστός ( Ματθ . 8, 23-27). Φθάνοντας στο λιμάνι ήθελαν οι ναύτες να προφτάσουν αυτόν που τους είχε σώσει. Ρωτώντας έμαθαν ότι είχε πάει στο ναό, όπου κατευθύνθηκαν κι αυτοί. Δε δυσκολεύτηκαν να αναγνωρίσουν τον άγιο Νικόλαο ανάμεσα στους άλλους ιερωμένους. Έτρεξαν και έπεσαν στα πόδια του, ενώ του εξέφραζαν μεγαλόφωνα τις ευχαριστίες τους και στους απορημένους χριστιανούς που παρευρίσκονταν εξηγούσαν συγκινημένοι πως σώθηκαν από τον άγιο. ΄Αλλα εκείνος γνώριζε πως υπήρχε ανάγκη οι ναύτες να σωθούν και από τις φουρτούνες που απειλούσαν την ψυχή τους, η οποία – με το θείο χάρισμα που διέθετε – έβλεπε ότι ήταν γεμάτη μοχθηρία και τους κρατούσε μακριά από το θέλημα του Θεού. Γι’ αυτό και με πατρική αγάπη και στοργή τους είπε: «Παιδιά μου, σας παρακαλώ εξετάστε στο βάθος την ψυχή σας και στρέψτε τις καρδιές σας, τις σκέψεις και τα διανοήματά σας στο Θεό. Γιατί έστω κι αν μπορούμε να κρυβόμαστε από τους άλλους και να φαινόμαστε καλοί άνθρωποι, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το βλέμμα του Θεού. Η Αγία Γραφή λέει σχετικά· “ο άνθρωπος βλέπει το πρόσωπο” (Β’ Κορ . 10, 7), δηλαδή εξωτερικά και επιφανειακά, ο Θεός όμως βλέπει την καρδιά, το βάθος δηλαδή της ψυχής του ανθρώπου. Αλλού πάλι ο λόγος του Θεού λέει· “μη κάνετε κακές πράξεις και δεν θα σας βρει κακό στη ζωή σας” (Σοφία Σειράχ 7, 1). Μάθετε λοιπόν να κάνετε το καλό στους συνανθρώπους σας και να φροντίζετε επίμονα για τον αγιασμό του σώματός σας, αφού όπως λέει ο απόστολος Παύλος, “είμαστε ναός του Θεού και εκείνον που καταστρέφει το ναό του Θεού θα τον καταστρέψει ο Θεός” (Α’ Κορ . 3, 16-17). Έτσι να συμπεριφέρεστε στη ζωή σας κι ο Θεός θα είναι βοηθός σας ακατάβλητος .