ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ – Ποια είναι η επιμέλεια την οποία έχει ο διάβολος για να ενοχλήση την ειρήνη αυτή της ψυχής μας. Εμείς πρέπει να αποφεύγουμε τις πανουργίες και τις απάτες του.
Συνηθίζει ο εχθρός μας διάβολος να χαίρεται σε κάθε μας σύγχισι και ταραχή της καρδιάς μας, όπως χαίρεται ο λύκος κατά την διάρκεια του χειμώνα και της ανεμοταραχής. Για τον λόγο αυτό προσπαθεί να καταρουφά τις ψυχές μας και να τις κάνη, όσο μπορεί, να απομακρύνωνται από την ταπείνωσι και την απλότητα· ακόμη να αποδίδουμε στον εαυτό μας και στην φροντίδα μας κάποια υπόληψι και να μην βλέπουμε το έργο της θείας και λεγομένης προκαταρκτικής θείας χάριτος, χωρίς την οποία δεν μπορεί να πη κανείς τον Κύριο Ιησού Χριστό, όπως λέγει και ο Παύλος: «Κανένας δεν μπορεί να πη τον Κύριο, Ιησού, παρά μόνον εν Πνεύματι Αγίω» (Α´ Κορ. 12,3). Και αν μπορούμε να αντισταθούμε στην χάρι αυτή με την ελεύθερη θέλησί μας, δεν μπορούμε όμως πάλι να την δεχθούμε χωρίς αυτή την ίδια την χάρι, σε τρόπο ώστε, αν κάποιος δεν την δεχθή, αίτιος είναι ο ίδιος· αν όμως κατορθώση και την δεχθή, τότε δεν μπορεί να κάνη κανένα έργο χωρίς την χάρι αυτή που δίνεται αρχικά σε όλους τους ανθρώπους. Προσπαθεί λοιπόν ο εχθρός να μας κάνη να κρίνουμε και να νομίζη κανείς ότι δείχνει μεγαλύτερη επιμέλεια από τον άλλον και δείχνει καλύτερη διάθεσι γα να δέχεται τα χαρίσατα του Θεού· και κατόπιν προσπαθεί ο εχθρός να κάνη ο άνθρωπος τα καλά έργα με υπερηφάνεια, χωρίς να σκεφθή την αδυναμία του, και με τον τρόπο αυτόν δέχεται τον λογισμό να καταφρονή τους άλλους. Γι’ αυτό λοιπόν και συ αν δεν δείχνης μεγάλη προσοχή και δεν αλλάξης γρήγορα, ώστε να ντραπής και να ταπεινωθής και να καταφρονήσης τον εαυτό σου, όπως είπαμε, θα σε κάνη να πέσης σε υπερηφάνεια σαν τον Φαρισαίο που λέγει το Ευαγγέλιο, ο οποίος εκαυχάτο για τα καλά του έργα και έκρινε τα κακά έργα των άλλων.
Κι αν ο εχθρός μία φορά σε κυριεύση με την θέλησί σου, σίγουρα κατόπιν θα σε κυριεύση πολλές φορές, και θα σε γκρεμίση σε κάθε είδους κακία. Και έτσι θα πάθης μεγάλη ζημία και θα κινδυνεύσης πολύ. Γι’ αυτό και μας παρήγγειλε και ο Κύριος να αγρυπνούμε και να προσευχώμαστε: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν» (Ματθ. 26,41).
Είναι λοιπόν απαραίτητο να προσέχης, όσο το δυνατόν περισσότερο, με κάθε λεπτομέρεια για να μη σε κάνη ο εχθρός και χάσης έναν τόσο μεγάλο θησαυρό, όπως είναι η ειρήνη και η γαλήνη της ψυχής. Γιατί με κάθε του δύναμι προσπαθεί να διώξη από μέσα σου αυτή την ανάπαυσι και την ειρήνη της ψυχής και να κάνη την ψυχή να ζη με ανησυχία και σύγχυσι, πράγμα στο οποίο, γνωρίζει αυτός ότι βρίσκεται όλη της η ζημία και η καταστροφή. Διότι όταν μία ψυχή είναι ειρηνική το κάθε της πράγμα το κάνει με ευκολία, κάμνει και πολλά έργα και καλά όλα, υπομένει με την θέλησί της και εύκολα ανθίσταται σε ο,τι της συμβή. Αντίθετα, αν είναι συγχισμένη και ανήσυχη, κάνει λίγα έργα και αυτά ατελή σε μεγάλο βαθμό, κουράζεται εύκολα και τελικά ζη ένα μαρτύριο χωρίς όφελος. Γι’ αυτό εσύ, αν θέλης να νικήσης και να μη χαλάση ο εχθρός το εμπόρευμά σου, πρέπει να προσέχης περισσότερο από κάθε άλλο, να μην επιτρέψης να ταραχθή η ψυχή σου και να μην δεχθής να παραμείνη συγχισμένη ούτε μία στιγμή. Και για να γνωρίζης να φυλάγεσαι καλύτερα από τις πανουργίες και τις απάτες στο συμβάν αυτό, κράτησε ως βέβαιο κανόνα το εξής· ότι κάθε λογισμός που σε χωρίζει και σε απομακρύνει από την αγάπη προς τον Θεό και γενικά από όλη την ελπίδα σου στον Θεό, είναι ένας φοβερός άγγελος του άδη, και σαν τέτοιον πρέπει να τον απομακρύνης και μην τον δέχεσαι ούτε να τον ακούς. Γιατί το έργο του Αγίου Πνεύματος δεν είναι άλλο, παρά το να ενώνη σε κάθε περίπτωσι τις ψυχές πάντοτε και με κάθε αφορμή με τον Θεό, ζεσταίνοντας και δυναμώνοντάς τις στην γλυκειά του αγάπη και βάζοντας μέσα τους νέα πεποίθησι και αγάπη προς τον Θεό· ενώ το έργο του διαβόλου είναι το εντελώς αντίθετο.
Επειδή αυτός χρησιμοποιεί όλα τα μέσα και τους τρόπους που μπορεί για το σκοπό αυτόν, δηλαδή, βάζει στην καρδιά φόβο παραπάνω από τον κανονικό, αυξάνει την συνηθισμένη αδυναμία της ψυχής, δεν αφήνει να διατεθή ούτε να γλυκαθή η ψυχή όπως πρέπει, ούτε στην εξομολόγησι, ούτε στην θεία μετάληψι, ούτε στην προσευχή, αλλά την κάνει να μεταχειρίζεται όλα αυτά χωρίς θάρρος, χωρίς αγάπη, αλλά με φόβο και σύγχισι. Την έλλειψι της αισθητικής ευλαβείας και την στέρησι της εσωτερικής γλυκύτητος, που συμβαίνει πολλές φορές στην προσευχή και στα άλλα γυμνάσματα, κάνει την ψυχή να τα δέχεται με μία ανυπόμονη λύπη, δίνοντάς της να εννοή ότι αυτό γίνεται από τον Θεό, όχι για να την δοκιμάση, αλλά ότι με τον τρόπο αυτόν όλα της τα έργα είναι χαμένα και είναι καλύτερα να εγκαταλείψη τις πνευματικές της ασκήσεις. Και στο τέλος την κάνει να έλθη σε τόση μεγάλη σύγχισι και απελπισία, ώστε να νομίζη πως ο,τι κι αν κάνη, είναι εντελώς ανώφελο γενικά και χωρίς καρπό. Έτσι αυξάνει μέσα της ο φόβος και η λύπη, και νομίζει ότι ο Θεός την εγκατέλειψε. Αλλά δεν είναι αυτή η αλήθεια. Διότι αν δοκιμάζη η ψυχή ξηρασία και έλλειψι της πνευματικής γλυκύτητας, μπορεί όμως πάντοτε να κάμνη αναρίθμητα καλά έργα, ακολουθώντας μόνον την απλή πίστι και έχοντας υπομονή και καρτερία στο να κάνη το καλό, όπως μπορεί. Έτσι και για να το καταλάβης και συ καλύτερα αυτό και για να μη σου γίνη αιτία βλάβης το καλό εκείνο και η ωφέλεια που πρόκειται να σου δώση ο Θεός με την στέρησι της παρόμοιας ευλαβείας και γλυκύτητας, θα τοποθετήσω στο επόμενο κεφάλαιο τα καλά που προέρχονται από την ταπεινή υπομονή (καρτερία), που θα δείξη κανείς κατά την διάρκεια αυτής της ξηρασίας της ευλαβείας, για να τα μάθης και συ και για να μη χάσης την ειρήνη για τον λόγο αυτό, αν σου συμβή να βρεθής σε μία παρόμοια ξηρασία νοός και λύπη της καρδιάς, τόσο για την στέρησι της ευλαβείας και της πνευματικής γλυκύτητας που είχες, όσο και για την πικρία που γεύεσαι από κάθε εσωτερικό πειρασμό και από τους πονηρούς λογισμούς.
Κεφάλαιον ΚΔ´
Η ψυχή δεν πρέπει να συγχίζεται για τους εσωτερικούς πειρασμούς και λογισμούς
Αν και είπαμε προηγουμένως, στο ζ´ κεφάλαιο, για την πικρότητα και την εσωτερική ξηρασία της ευλαβείας, αλλά και τώρα θα πούμε όσα παραλείψαμε εκεί, δηλαδή ότι είναι πολλά τα καλά που προξενεί στην ψυχή η πικρότητα και αυτή η πνευματική ξηρασία, δηλαδή η στέρησις της πνευματικής χαράς και γλυκύτητος, αν τα δεχθούμε με ταπείνωσι και υπομονή, πράγματα που αν τα καταλάβαινε ο άνθρωπος, χωρίς αμφιβολία δεν θα τον ενοχλούσε αυτό τόσο πολύ και δεν θα λυπόταν τόσο όταν του συνέβαιναν γιατί θα δεχόταν την πικρότητα και την στέρησι αυτή, όχι ως σημείο μίσους που του δείχνει ο Θεός, αλλά ως σημείο μεγάλης και εξαιρετικής αγάπης, και θα την δεχόταν ως εξαίρετη χάρι που του κάνει ο Θεός. Διότι οι παρόμοιες καταστάσεις δε συμβαίνουν σε όλους, παρά σε εκείνους που θέλουν να δοθούν ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του Θεού και να απομακρυνθούν από εκείνα που μπορούν να τους ζημιώσουν. Και γενικά δε συμβαίνουν στην αρχή της επιστροφής τους, αλλά αφού υπηρετήσουν τον Θεό για κάποιο χρονικό διάστημα και αφού καθαρίσουν μέτρια την καρδιά τους με την ιερή προσευχή και κατάνυξι και αισθανθούν εν μέρει στην καρδιά τους κάποια γλυκύτητα πνευματική, θέρμη και χαρά, και αποφασίσουν να αφιερωθούν ολοκληρωτικά στον Θεό και να τον υπηρετήσουν με περισσότερη τελειότητα και όταν ήδη έχουν αρχίσει το έργο. Γιατί ποτέ δεν βλέπουμε τους αμαρτωλούς και εκείνους, που είναι δοσμένοι στα πράγματα του κόσμου, να παραπονούνται για παρόμοιους πειρασμούς. Έτσι φαίνεται καθαρά ότι η πικρότητα αυτή είναι ένα τίμιο και ακριβό φαγητό, με το οποίο ο Θεός προσκαλεί εκείνους που αγαπά να τους φιλοξενήση. Και αν στη γεύσι μας δεν είναι νόστιμο, παρά ταύτα μας ωφελεί χωρίς να το γνωρίζουμε τότε που το γευόμαστε. Γιατί η ψυχή που βρίσκεται σε τέτοια ξηρασία και πικρή γεύσι και έχει τέτοιους πειρασμούς και λογισμούς, που μόνο να τους σκεφθούμε μας ταράσσουν, ας φαρμακώνουν την καρδιά και σχεδόν παραλύουν όλον τον εσωτερικό άνθρωπο, με αυτό τον τρόπο αποκτά φόβο, μίσος και αποστροφή του εαυτού της και εκείνην την ταπείνωσι που μας ζητά ο Θεός και επί πλέον αποκτά θερμότερη αγάπη προς τον Θεό, ακριβέστερη προσοχή στους λογισμούς, δυνατώτερο στομάχι για να μπορή να χωνεύη τους πειρασμούς χωρίς βλάβη και γυμνασμένα αισθητήρια, για να μπορή να διακρίνη με ευκολία το καλό και το κακό, όπως είπε ο Παύλος (Εβρ. 5,14). Η ψυχή όμως που τότε δεν καταλαβαίνει τα μυστικά αυτά αίτια, σιχαίνεται και αποφεύγει την πικρότητα που λέχθηκε, σαν να μη θέλη ποτέ να μείνη χωρίς πνευματική γεύσι και ηδονή και χωρίς αυτήν κάθε άλλη άσκησι την θεωρεί χαμένο καιρό και κόπο χωρίς προκοπή.