Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης: Πάντρεψα την αδελφή μου – έλεγε ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης – και έφυγα στο Μοναστήρι. Δεν (ξανα)πήγα να την δω.
Η αδελφή μου η μακαριστή πέθανε 25 χρονών από μία ένεση. Την έκανε μία χωρική, είχε μία σκουριασμένη βελόνα και την κέντησε εδώ πέρα και την χτύπησε στο νεφρό, έτσι μου είπαν. Και πέθανε η αδελφή μου και δεν πήγα ούτε στην κηδεία της. Αδελφοί και μήτηρ μου και γονείς μου εσείς είσθε, παιδιά μου. Παρ’ όλο που κάναν 50 τηλεγραφήματα από την Αθήνα και λένε «τόσο σκληρός είναι αυτός ο παπάς και δεν έρχεται;».
Παιδιά μου, με συγχωρείτε, να χάσω την ψυχική μου ωφέλεια; Εγώ εγκατέλειψα όλα τα γήινα παιδιόθεν. Γιατί καταλαβαίνετε ότι ήρθα με πρόγραμμα για να γίνω μοναχός.
Όταν με χειροτόνησε ο Δεσπότης Χαλκίδος ιερέα το 1952, μου είπε: «Παιδί μου, είσαι ένας απλοϊκός ανθρωπάκος, αλλά να προσέχης εκεί πάνω στο Μοναστήρι που θα είσαι, να προσέχης πάρα πολύ, διότι εμείς τους πειρασμούς τους έχομε στην αγκαλιά μας. Όπου να κοιτάξωμε, βλέπομε πειρασμούς και φυλαγόμεθα. Αλλά εσύ, παιδί μου, εκεί πάνω που θα είσαι στην έρημο – τότε ήταν μονοπάτι, για να ‘ρθη κανείς έπρεπε με τα πόδια να έρθη – εκεί που θα είσαι εσύ, παιδί μου, οι πειρασμοί θα είναι αραιοί, αλλά πολύ δυνατοί».
Λοιπόν, παιδιά μου, ντρέπομαι και να πάω και στον γιατρό ακόμα. Μ’ έλεγε ο μακαρίτης ο Γέροντάς μου: «Πάτερ Ιάκωβε, από τον εγωισμό που έχεις θα σε τιμωρήση ο Θεός, παιδί μου. Θα σε βλέπουν οι γιατροί». Λοιπόν, το ‘παθα αυτό.
Εκεί που λέτε, είχαμε τον πατέρα Νικόδημο, ήταν απ’ την Κύμη ο μακαρίτης και ήτανε πνευματικοί αδελφοί με τον Ιάκωβο τον Σχίζα, τον πρώην Λαρίσης, πριν από τον Θεολόγο. Λοιπόν, ήταν από της Κύμης τα μέρη, και λέει: «Παιδί μου, θα σε τιμωρήση ο Θεός, γιατί λες τώρα “Γυναίκα, δεν με είδε, παιδί δεν με είδε”». Από μικρός, (ήμουν) στο σπίτι μου που ήταν σαν Μοναστήρι και έλεγα «Να μην με δη άνθρωπος. Όταν θα πεθάνω στην έρημο, ε, (τότε) θα με δουν εκεί πέρα, θα με πιάσουν, θα ανοίξουν μία λάκκα, θα με χώσουν εκεί μέσα».
Παιδιά μου, νόμιζα πως θα έμενα μόνος μου στην έρημο ν’ ασκητεύσω. Παραπάνω είχα σκάψει μία γαλαρία, να πάω να μπω μέσα, να κάνω προσευχές και μετάνοιες. Ύστερα με μάλωσε ο Γέροντας και μου είπε: «Βρε, πάτερ μου, ολόκληρο Μοναστήρι, δεν έχει κανέναν εδώ πέρα, έλα δω παιδάκι μου, έχει εδώ δύο κελλάκια».
Μετά σε τρεις μήνες με κάναν και ιερέα, μετά με φορτώσανε έξι-εφτά χωριά, γύριζα τα χωριά με το μουλάρι να ‘ξομολογώ τον κόσμο, επί Γρηγορίου, του Δεσπότη του αειμνήστου και πολλά. Ε! “Δόξα τω Θεώ”.
Ο διάβολος δεν θέλει την προσευχή. Εμένα μου ‘σπασε το χέρι, για να μην κάνω τον σταυρό μου. Ο Σταυρός τον καίει. Το δαιμόνιο (κάποτε) φώναζε: «Βγάλε αυτό το μέταλλο (δηλαδή τον Σταυρό). Αυτό με καίει». Ο διάβολος συνεχώς πειράζει. Αυτή είναι η δουλειά του. Τους Αγίους πείραζε. Πόσα και πόσα τράβηξαν απ’ αυτόν!
Πάτερ μου, εκεί που πάω το βράδυ στο κελλί μου να κάνω τον κανόνα μου, έρχονται αυτοί οι πονηροί· τι τραβάω όλη την νύχτα δεν περιγράφεται με λόγια! Είναι, πάτερ μου, 5-6 μαζί και με τραβάνε απ’ τα πόδια, με χτυπάνε μπουνιές με κάτι μαλλιαρά χέρια, με άσχημα πρόσωπα, με πόδια σαν κατσίκια και βρωμάνε πολύ.
Αντέχω εγώ, πάτερ μου, τόσο ξύλο που μου ρίχνουν αυτοί κάθε βράδυ; Εγώ είμαι μισός άνθρωπος, έχω κάνει τόσες επεμβάσεις, τόσα χειρουργεία! Αν, πάτερ μου, τους δει κάποιος που δεν ξέρει για πρώτη φορά, μπορεί και να πεθάνη, τόσο κακοί και απαίσιοι που είναι! Αλλά για την αγάπη του Χριστού μας θα τα υπομείνωμε όλα.
Από το βιβλίο: “Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)”. Α’. Διηγήσεις (ιε’, ιζ’, κα’, λβ’, λγ’). Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.