Ι.Μ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ – Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας κ. Ειρηναίος, κατά τις ημέρες 1-3 Ιουνίου 2024, επισκέφτηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, συνοδευόμενος από τους κληρικούς τής Ιεράς Μητροπόλεως, τον Πανοσιολ. αρχιμ. κ. Τιμόθεο Τσισμαλίδη, τον Ιερολ. κ. Θεόκλητο Στάμκο, Αρχιδιάκονο, τον Πανοσιολ. αρχιμ. κ. Χριστόδουλο Καραθανάση, κληρικό τής Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως, και τον κ. Ραφαήλ Καραβασιλειάδη.
Στις 2 Μαρτίου, Κυριακή της Σαμαρείτιδος και ημέρα μνήμης πάντων τών Αγίων Αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, ο Ποιμενάρχης μας, κατόπιν προτάσεως του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου μας κ. Βαρθολομαίου, ομίλησε κατά την Πατριαρχική και Συνοδική Θεία Λειτουργία που τελέστηκε στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό τού Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι τής Κωνσταντινούπολης. Την ημέρα αυτή πραγματοποιήθηκε, επίσης, το ετήσιο προσκύνημα του εν Αθήναις Συλλόγου τών Οφικκιαλίων τού Οικουμενικού Πατριαρχείου «Παναγία η Παμμακάριστος».
Στη συνέχεια, ο Μητροπολίτης μας έγινε δεκτός υπό της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Πατριάρχου στο γραφείο του, υποβάλλοντας τα σέβη του στον Παναγιώτατο, με τον οποίο συνδέεται από την τριακονταετή διακονία του στην Ι. Μ. Αλεξανδρουπόλεως ως κληρικός αυτής. Κατόπιν, συνόδευσε τον Παναγιώτατο στο επίσημο γεύμα που παραχώρησε η Αδελφότητα.
Φωτο: Νίκος Παπαχρήστου, Διευθυντής Γραφείου Τύπου Οικουμενικού Πατριαρχείου
Ακολουθεί η ομιλία τού Σεβασμιωτάτου.
Παναγιώτατε και Θειότατε Πάτερ και Δέσποτα,
Θεόλεκτος των Ιεραρχών χορεία,
Εξοχώτατε κύριε Πρέσβυ, Γενικέ Πρόξενε της Ελλάδος εν τη Πόλει,
Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας,
Ευσεβές εκκλησίασμα,
Χριστός Ανέστη!
Ευρισκόμενοι εντός της λαμπροφόρου περιόδου της Αναστάσεως, ζώντες πάλιν και πολλάκις το καινοποιούν αναστάσιμον μήνυμα της Εκκλησίας μας, ότι ο θάνατος κατεπατήθη, μη αποτελών, πλέον, το τέλος του ανθρώπου και τον μηδενισμόν της ανθρωπίνης υπάρξεως, καθώς η Ανάστασις του Ιησού σηματοδοτεί την αφετηρίαν της αιωνίου ζωής, την απαρχήν της κτίσεως ήτις διαρκώς ανακαινίζεται,[1] ιστάμεθα κύκλω της τραπέζης της εν Φαναρίω τελουμένης ευχαριστιακής συνάξεως με πρώτον Υμάς, Παναγιώτατε Πάτερ, όπως εν κοινότητι αποτελουμένη εκ των εγγύς και των μακράν αδελφών, τιμήσωμεν την τε Κυριακήν της Σαμαρείτιδος και την Σύναξιν των Αγίων Προκατόχων Υμών Πατριαρχών.
Η συνάντησις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μετά της Σαμαρείτιδος γυναικός εις το φρέαρ του Ιακώβ πραγματοποιεί τομάς εις την ανθρωπίνην ύπαρξιν και αποκαλύπτει το απελευθερωτικόν μήνυμα της Εκκλησίας, το μήνυμα της απαρχής της άλλης βιοτής.[2]
Ο Ιησούς ευρίσκετο εις Σαμάρειαν, τόπον ξένον ει μη και εχθρικόν τοις Ιουδαίοις, όταν αντίκρυσε την γυναίκα που εβίωνε τον πόνον και την θλίψιν της κοινωνικής απαξιώσεως και της περιθωριοποιήσεώς της ένεκα της προσωπικής ζωής της. Συνεθλίβετο εξ ενός κόσμου βρίθοντος στερεοτύπων και διακρίσεων. Ο διάλογος του Ιησού μετά της Σαμαρείτιδος εκπλήσσει την ιδίαν και άπαντας έως σήμερον, καθώς γεννάται η απορία διά την προσέγγισιν αλλοεθνούς, αμαρτωλού και περιθωριοποιημένης γυναικός. Όμως, εις την εν Χριστώ νέαν πραγματικότητα, την «καινήν κτίσιν»,[3] η νέα ζωή και η σωτηρία δεν συνδέονται με έθνη και λαούς, δεν υφίστανται γεωγραφικά όρια, φυλετικαί, γλωσσικαί και θρησκευτικαί διακρίσεις, κριτήρια κοινωνικού και οικονομικού κύρους και κρίσις της ηθικής καταστάσεως, καθώς η σωτηρία είναι δωρεά[4] εις άπαν των ανθρώπων το γένος και ουχί ίδιον κεκτημένον η προνόμιον εθνών η μισθαποδοσία ηθικής βιοτής. Η δε εκλεκτότης εις την εν Χριστώ πραγματικότητα είναι υιότης· παρέχεται ως κληρονομική δωρεά εις την ανθρωπότητα και ουδέν ισχυρότερον της σταυρικής θυσίας δυνατόν να άρη την σχέσιν ταύτην. Η οντολογία του χριστιανισμού ενώνει τα πρόσωπα εν τω προσώπω του Ιησού, καταργούσα άπαν τι αλλότριον, το οποίον επιχειρεί την αλλοίωσίν της η την τροπήν της εκ χριστοκεντρικής οντολογίας του προσώπου εις εκκοσμικευμένην οντολογίαν του ατόμου.
Ο Ιησούς δεν ίσταται ενώπιον της Σαμαρείτιδος ως κήρυξ, αλλ’ ως διαλεγόμενος πατήρ και σωτήρ αποκαλυπτόμενος. Η αλήθειά Του καταργεί τα στερεότυπα του τυφλού και καταστροφικού εθνοφυλετισμού, όστις απετέλει εμπόδιον και χάσμα διά την αδελφοσύνην και την εν ομονοία διαβίωσιν των Ιουδαίων με τους Σαμαρείτας. Ο εθνοφυλετισμός εις την μακράν ιστορίαν της ανθρωπότητος καθίσταται αίτιος μόνον του διχασμού και της φαλκιδεύσεως της ειρήνης. Όθεν, η υπό του Κυρίου προσέγγισις της Σαμαρείτιδος αποτελεί το αρχέτυπον δι’ ημάς διά την προσέγγισιν ενός εκάστου αδελφού αδιακρίτως και ανεξαιρέτως, πολλάκις δε παρά τας υπό των πολλών η των ολίγων ανθρωπίνους απαιτήσεις. Ετέραν σημαντικοτάτην κατάργησιν αποτελεί η υπό του Κυρίου άρσις του στιγματισμού των πορευομένων παρά τους ηθικούς κανόνας των λαών η τας ηθικάς παραδόσεις των θρησκειών. Η αλήθειά Του καταργεί τους θρησκευτικούς τύπους και τας ηθικάς διατάξεις διά την μετοχήν εις το μυστήριον του Χριστού· «επ’ ελευθερία εκλήθημεν»[5] και «εν πνεύματι και αληθεία»[6] προσεγγίζεται, βιούται και λατρεύεται ο Θεός. Η Σαμαρείτις γυνή ούσα δεσμία της κοσμικότητος της εποχής της, ευρίσκετο υπό το στίγμα απάντων καταισχυνομένη και εντρεπομένη να προσέλθη εις το φρέαρ, διό και προσήλθε την μεσημβρίαν, μόνη και εν σιγή. Τουναντίον, ο Χριστός διαλέγεται μετά της γυναικός, παραθεωρών αυτής τον βίον και προσφερόμενος εις αυτήν ολοτελώς, ως ύδωρ αιώνιον, ως αυτή η ελευθερία και σωτηρία· ουδόλως κωλυόμενος εκ της αμαρτωλότητός της, αλλ’ ωθούμενος εκ της απείρου αυτού ευσπλαγχνίας.
Εκ της συναντήσεως ταύτης, η κατατρεγμένη γυνή, αναγνωρίζουσα την κατανόησιν και την αγάπην του Κυρίου, διαλέγεται μεθ’ εαυτόν, σιωπώσα αποδέχεται τα λάθη της και μεταβάλλεται εις άλλην γυναίκα, αναζητούσαν την αλήθειαν. Ερμηνεύοντες την Κυριακήν συνάντησιν διαπιστώνομεν ότι η ερμηνεία είναι εξόχως οντολογική, εκκλησιολογική και εσχατολογική. Η Σαμαρείτις απηλευθερώθη, καθώς ο Ιησούς την αντιμετώπισεν ως εικόνα του Θεού, ως άνθρωπον θεούμενον, ως άνθρωπον των εσχάτων, διαλεγόμενος μετ’ αυτής εν τω κόσμω τούτω, «μη ων εκ του κόσμου τούτου».[7] Η Σαμαρείτις, ζώσα, πλέον, την υπό του Κυρίου δοθείσαν ελευθερίαν, ελθούσα εις εαυτόν, σπεύδει εις κοινωνίαν μετά των συμφυλετών της, διότι η ελευθερία είναι πορεία προς τα άνω και προς τον αδελφόν, είναι «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη».[8]
Η τεθεμελιωμένη εις τον Σταυρόν και την Ανάστασιν του Σωτήρος ελευθερία είναι το τέλειον και ύψιστον δώρον του Θεού προς τον άνθρωπον και πηγάζει εκ της συναντήσεως με το μυστήριον του Θεού, αφ’ ενός μεν εκ της αγάπης και της μακροθυμίας Του προς πάντας, αφ’ ετέρου δε εκ της ομολογίας ημών ότι είμεθα εγκεντρισμένοι εις το πρόσωπον του Ιησού, «απαρνηθέντες τον εαυτόν» ημών.[9] Ο Θεός είναι ελεύθερος, διότι είναι η απόλυτος ελευθερία· όσοι δε Τον προσκυνούν εν πνεύματι και αληθεία εισέρχονται εις την ελευθέραν ζωήν της αναστασίμου απελευθερωτικής χαράς. Αύτη η ελευθέρα ζωή βιούται εν ελευθερία μόνον ως κοινωνία των προσώπων. Τότε μόνον ο άνθρωπος παραμένει πρόσωπον· αν εκλείψη η κοινωνία μετά του συνανθρώπου, τότε το πρόσωπον υποπίπτει εις άτομον μετά προσωπείου, κατά τον μακαριστόν Μητροπολίτην Περγάμου Ιωάννην.[10] Η εν Χριστώ ελευθερία είναι η «άλλη πλάσις»[11] του ανθρώπου, χριστοδώρητος υπέρβασις της εσωστρεφείας και της συρρικνώσεως της υπάρξεως, πρόγευσις και προτύπωσις της πληρότητος της εσχάτης ημέρας, ότε οι «ευλογημένοι του Πατρός» θα ευρίσκωνται πρόσωπον προς πρόσωπον μετά του Χριστού, «ορώντες αυτόν και ορώμενοι και άληκτον την απ’ αυτού ευφροσύνην καρπούμενοι».[12]
Τον επί του φρέατος του κόσμου διαχρονικώς τελούμενον διάλογον της Μητρός Εκκλησίας μετ’ αυτού διηκόνησαν οι Άγιοι Πατριάρχαι, Προκάτοχοι της Υμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος, κατά το πρότυπον του αρχιποίμενος Χριστού. Η εκκλησιαστική πρωθιεραρχική παράδοσις του Φαναρίου είναι διαδοχή και προσήλωσις εις την παράδοσιν της ανοιχτότητος, της ελευθερίας και της ενσυναισθήσεως, είναι η παρακαταθήκη της ειρήνης «της πάντα νούν υπερεχούσης»[13] και της αποκαταστάσεως της απελευθερωτικής αληθείας, καθώς η αλήθεια ελευθερώνει, κατά το «γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς».[14] Η παράδοσις δεν αποτελεί συνέχειαν της ανθρωπίνης μνήμης, αλλά μυστήριον, καθώς εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία είναι η μαρτυρία του υπό του Παρακλήτου φωτισμού, η παρουσία του Αγίου Πνεύματος εις την ζωήν της Εκκλησίας.[15] Οι Άγιοι Πατριάρχαι, τους οποίους σήμερον γεραίρομεν, διετήρησαν την μαρτυρίαν της Μητρός Εκκλησίας εν πνεύματι καταλλαγής και αδελφοσύνης μετά πάντων, ώστε σήμερον σύμπας ο κόσμος να προστρέχη εις την φωνήν του Πατριάρχου Βαρθολομαίου, του ειρηνοποιού, του αγρύπνου φρουρού της αληθείας και της ενότητος πάντων, του μεριμνώντος «ίνα πάντες εν ώσιν».[16]
Οι σήμερον τιμώμενοι εβδομήκοντα και πλέον Πατριάρχαι λαβόντες την σταυροαναστάσιμον πείραν της ανά την οικουμένην απευθυνομένης Μητρός Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, μετά θυσιαστικού πνεύματος διακονίας της οικουμενικής πίστεως ημών, «εκένωσαν εαυτούς, μορφήν δούλου λαβόντες»,[17] φθάσαντες εις το ύψος της αρετής, διδόμενοι υπέρ των προβάτων αυτών, εν χαλεποίς δε χρόνοις τελειωθέντες εν Κυρίω υπέρ του Πανσέπτου Οικουμενικού Θρόνου και του Γένους ημών.
Η διακονία των Αγίων Πατριαρχών ήτο μεν καρποβριθής και καλλίκαρπος, εν ταυτώ δε επώδυνος και μαρτυρική, καθώς ο σταυρός εδέσποζεν εις την καθ’ ημέραν διακονίαν, ως Υμείς, Παναγιώτατε, καλώς ως ουδείς άλλος γνωρίζετε, διά δυσφημιών, εμπτυσμών, ύβρεων, συκοφαντιών, προσκομμάτων, καθ’ εκάστην φοράν ο Πατριάρχης επεχείρει την αποκατάστασιν της αληθείας, την απελευθέρωσιν εκ των δεσμών της εκκοσμικεύσεως, την υπεράσπισιν των δικαίων και των ιεροκανονικών προνομίων του Οικουμενικού Θρόνου, την θεολογικήν υπό των Αγίων Πατέρων παραδεδομένην αλήθειαν, τον διάλογον μετά πάντων των αδελφών και πασών των Εκκλησιών, την διά Συνόδου καταδίκην του εθνοφυλετισμού (1872), την απόδοσιν των Αυτοκεφαλιών εις τας θυγατέρας κατά τόπους Ορθοδόξους Εκκλησίας, την έκδηλον υπεράσπισιν της ειρήνης και την καταδίκην του πολέμου, την ομοψυχίαν μεταξύ των χριστιανών και την αρμονικήν συνύπαρξιν μετά των ετεροθρήσκων αδελφών, σκοπούντες μόνον εις την διάθεσιν του εκ του Φαναρίου φρέατος ύδατος, ίνα πάντες εύρωσιν την ελευθερίαν και την αλήθειαν.
Η μακραίωνος οικουμενική πρωθιεραρχική διακονία της Μεγάλης Εκκλησίας και του Σεπτού Προκαθημένου Αυτής είχε πάντοτε την στήριξιν εκλεκτών, τιμιωτάτων και φιλανθρώπων αξιωματούχων, των Οφφικιαλίων της Αγίας του Χριστού Μεγάλης ᾽Εκκλησίας, η στήριξις και η συνέργεια των οποίων καθιστούσεν επιτυχεστέραν η πολλάκις καθώριζεν την ποιμαντικήν δράσιν Της. Οι Άρχοντες του Θρόνου αποτελούν αγαθούς και προθύμους συγκυρηναίους εις το πνευματικόν, το κοινωνικόν, το διοικητικόν, το φιλανθρωπικόν, το διαθρησκειακόν, το οικουμενικόν και άπαν εν συνόλω το έργον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προασπίζοντες την τε υπόστασίν Του και το πρόσωπον του Σεπτού Πρώτου Αυτού.
Εις τα πρόσωπα των σήμερον ευρισκομένων εις κοινήν σύναξιν προσκυνητών εν τω Σεπτώ Κέντρω, εξαιρέτως εις το πρόσωπον του Προέδρου της εν Αθήναις Αδελφότητος των Οφικκιαλίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Παναγία η Παμμακάριστος», Εντιμολογιωτάτου Άρχοντος Εξάρχου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας κ. Αθανασίου Μαρτίνου, αντικρύζομεν τους τιμίους συνεργάτας του Πατριάρχου ημών Βαρθολομαίου, οίτινες μη φειδόμενοι κόπων φροντίζουν «αγαθών έργων προίστασθαι».[18] Η αποστολή των Εντιμολογιωτάτων Αρχόντων εκ του Βυζαντίου απεσκόπει εις την στήριξιν του Κράτους και της Εκκλησίας, μετά δε τας λυπηράς ιστορικάς συγκυρίας, αποσκοπεί εις την διαφύλαξιν των υψηλών αξιών της Ορθοδόξου ημών παραδόσεως και των ιδανικών της πνευματικής κληρονομιάς του Γένους, αι οποίαι καθορίζουν την ταυτότητα ημών. «Η πιστότης εις αυτάς τας αξίας διέσωσε την ιδιοπροσωπίαν μας μέχρι σήμερον και μετ’ αυτής συναρτάται η μελλοντική μας πορεία»,[19] ως Υμείς, Παναγιώτατε, προ ημερών ετονίσατε, κατά τον χαιρετισμόν Υμών εις την ιστορικήν εν Αθήναις Α´ Παγκόσμιον Συνάντησιν των Αρχόντων του Οικουμενικού Θρόνου. Η αλήθεια της Πίστεως ημών και η οικουμενικότης της Εκκλησίας διαλάμπει εις άπαντα τον κόσμον ένεκα εν Αγίω Πνεύματι ευλογητής Πρωθιεραρχικής διακονίας του Πατριάρχου ημών και της σημαινούσης αρωγής των Εντιμολογιωτάτων Αρχόντων.
Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,
Φερεπόνως, ανεπιλήπτως και τυπούμενος το Πάθους του Αρχιποίμενος Ιησού, διακονείτε την Μητέρα Εκκλησίαν της Κωνσταντίνου Πόλεως επί τριάκοντα και τρία έτη ευκλεούς και λαμπροφαούς Πατριαρχίας. Διακονείτε την Μητέρα Εκκλησίαν και άπασαν την Οικουμένην, αναλισκόμενος εις παν έργον «υπέρ της του κόσμου ζωής» και μεριμνών διά την αποκατάστασιν του σύμπαντος κόσμου εν πνεύματι ειρήνης, ενότητος και καταλλαγής, εν πνεύματι αδελφικής συνυπάρξεως άνευ θρησκευτικών, εθνικών, φυλετικών, κοινωνικών η άλλων διαφορών και διακρίσεων.[20] Δι’ ο και αποτελεί υψίστην τιμήν δι’ άπαντας τους χριστιανούς όταν ο Σεπτός Προκαθήμενος ημών προίσταται διεθνών και παγκοσμίων συναντήσεων και πρωτοβουλιών που αφορούν εις την υπεράσπισιν της ανθρωπίνης ζωής, της ειρήνης, των δικαιωμάτων του ανθρώπου, του περιβάλλοντος, την κοινωνικήν δικαιοσύνην, την μαρτυρίαν της Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω. Διά του οικουμενικού σεβασμού και της εξιδιασμένης τιμής εν τω προσώπω της Υμετέρας Παναγιότητος αποτίεται η τιμή εις το όντως οικουμενικόν μήνυμα του χριστιανισμού και την Μητέρα Εκκλησία.
Επιτραπήτω μοι, Παναγιώτατε Δέσποτα, εις παραλληλισμός. Εις τύπον του Μεγάλου Αρχιερέως, ευρισκόμενος Υμείς, Παναγιώτατε, εις το φρέαρ του συγχρόνου κόσμου, ίστασθε ανυστάκτως και ακόπως πλησίον των διψώντων τέκνων Υμών, ακροώμενος πάντας και διαλεγόμενος μετά πάντων, προσφέρων το ζείδωρον μήνυμα της σταυροαναστασίμου Εκκλησίας ημών, το οποίον είναι η καινοποιός αλήθεια της Πίστεως ημών· η χαρά και η αγαλλίασις της ομονοίας, της ειρήνης και του διαλόγου μετά πάντων. Άπασα η οικουμένη πείραν ειληφυία της διά πάθους διακονίας Υμών, εγκεντρίζεται εις την μαρτυρίαν του Πατριάρχου Βαρθολομαίου, ήτις ερείδεται επί την πέτραν του φρέατος της συναντήσεως του Κυρίου μετά της Σαμαρείτιδος γυναικός· νυν δε το φρέαρ εστί το κλεινόν Φανάριον, δι’ ου πηγάζει ο αυθεντικός και φιλάνθρωπος λόγος της Υμετέρας Παναγιότητος, ο παρέχων το αιώνιον ύδωρ εις πάσαν ψυχήν διψώσαν.
Παναγιώτατε,
Εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε διά την τέλεσιν της όντως λατρείας, της «εν πνεύματι και αληθεία», κύκλω της Δεσποτικής Τραπέζης, του κατ’ εξοχήν μυστηρίου της ενότητος και των εσχάτων, της βιώσεως της Βασιλείας του Θεού, διακηρύσσοντες και διατρανούντες την άρρηκτον ενότητα του Κυριακού Σώματος, την οποίαν εγγυάται και διαφυλάσσει η Αποστολική Καθέδρα της Κωνσταντινουπόλεως και οι εκάστοτε Αυτής Πρώτοι, προσευχόμεθα προς τον Αναστάντα Κύριον ημών υπέρ της αστεμφούς υγείας και της μακροημερεύσεως της Υμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος, όπως εν δυνάμει Θεού συνεχίσητε την Πατριαρχίαν Υμών, μεταλαμπαδεύων εις την ανθρωπότητα τα βαθύτατα της όντως ζωής πράγματα και διαφυλάττων τα όσια και τα ιερά του Γένους ημών, επόμενος τοις σήμερον τιμωμένοις Αγίοις Προκατόχοις Υμών.
Γένοιτο.