Άγιος Παΐσιος: Η δουλειά είναι ευλογία, είναι δώρο Θεού. Δίνει ζωντάνια στο σώμα, φρεσκάδα στον νου. Η δουλειά βοηθάει τον άνθρωπο να ξεπαγώσουν τα λάδια της μηχανής του.
Είναι δημιουργία. Δίνει χαρά και παίρνει το άγχος, την πλήξη. Εάν δεν έδινε ο Θεός την δουλειά, θα μούχλιαζε ο άνθρωπος.
Να δίνουμε τα πρωτεία στην πνευματική ζωή και όχι στα υλικά. Αν κανείς έχει πρώτα τις δουλειές και ύστερα την προσευχή, δίνει μεγαλύτερη αξία στις δουλειές παρά στα πνευματικά. Αυτό έχει υπερηφάνεια και ανευλάβεια. Δεν αγιάζεται το έργο, που γίνεται με χρεωκοπία πνευματική. Αν δίνουμε τα πρωτεία στα πνευματικά, τότε ο Θεός όλα θα τα τακτοποιήσει.
Όσο μπορείτε, στις δουλειές σας καρδιά να μην δίνετε. Χέρια, μυαλό να δίνετε. Καρδιά να μην δίνετε σε χαμένα, σε άχρηστα πράγματα. Γιατί μετά πώς θα σκιρτήσει η καρδιά για τον Χριστό; Να αξιοποιήστε την καρδιά σας, να μην την σπαταλάτε.
Η δουλειά είναι ευλογία, είναι δώρο Θεού. Δίνει ζωντάνια στο σώμα, φρεσκάδα στον νου. Η δουλειά βοηθάει τον άνθρωπο να ξεπαγώσουν τα λάδια της μηχανής του. Είναι δημιουργία. Δίνει χαρά και παίρνει το άγχος, την πλήξη. Εάν δεν έδινε ο Θεός την δουλειά, θα μούχλιαζε ο άνθρωπος. Όσοι είναι εργατικοί, ακόμη και στα γεράματά τους δεν σταματούν να δουλεύουν. Αν σταματήσουν την δουλειά, ενώ ακόμη έχουν δυνάμεις, μελαγχολία θα πάθουν. Αυτό είναι θάνατος γι’ αυτούς.
Η ευχαρίστηση που νοιώθει όποιος κάνει φιλότιμα την δουλειά του, είναι καλή ευχαρίστηση. Την έδωσε ο Θεός, για να μην κουράζεται το πλάσμα Του. Αυτή είναι ξεκούραση από την κούραση.
Να μην κάνεις την δουλειά σου, χωρίς να εμπιστεύεσαι στον Θεό, γιατί μετά αγωνιάς και κουράζεις το μυαλό σου και νιώθεις άσχημα ψυχικά.
Σήμερα πολλοί άνθρωποι είναι βασανισμένοι, γιατί δεν αγαπούν την δουλειά τους. Κοιτάζουν πότε να έρθει η ώρα να φύγουν. Ενώ όταν υπάρχει ζήλος για την δουλειά και έχει κανείς ενδιαφέρον γι’ αυτό που φτιάχνει, όσο δουλεύει, τόσο ανάβει ο ζήλος. Είναι πανηγύρι γι’ αυτόν η δουλειά.
Οι άνθρωποι σήμερα ανοίγουν πολλά μέτωπα και χάνονται με την πολλή μέριμνα. Εγώ ένα-δύο πράγματα τα τακτοποιώ και μετά σκέφτομαι άλλα. Ποτέ δεν έχω να κάνω πολλά πράγματα μαζί. Τώρα σκέφτομαι να κάνω αυτό, το τελειώνω και μετά σκέφτομαι να κάνω κάτι άλλο. Γιατί, αν δεν τελειώσω το ένα και αρχίσω το άλλο, δεν έχω ανάπαυση. Όταν έχει κανείς πολλά μαζί να κάνει, παλαβώνει. Και μόνο να τα σκέφτεται, παθαίνει σχιζοφρένεια. Είναι μερικοί πού, ενώ έχουν περιορισμένες δυνάμεις και μπορούν να κάνουν μόνον ένα-δύο πράγματα, καταπιάνονται και μπερδεύονται με πολλά και μετά δεν κάνουν τίποτε σωστό και σέρνουν και τους άλλους. Όσο μπορεί κανείς, να κάνει ένα-δυό πράγματα μόνο, να τα τελειώνει σωστά και να έχει το μυαλό του καθαρό και ξεκούραστο και μετά να αρχίζει κάτι άλλο. Γιατί, άμα ο νους του σκορπίσει, τί πνευματικά θα κάνει μετά; Πώς να θυμηθεί τον Χριστό;
Η πολλή δουλειά με την κόπωσή της και τον περισπασμό, ιδίως όταν γίνεται με βιασύνη, δεν βοηθάει. Παραμερίζει την νήψη και αγριεύει την ψυχή. Δεν μπορεί όχι μόνο να προσευχηθεί κανείς, αλλά ούτε να σκεφτεί. Δεν μπορεί να ενεργήσει με σύνεση και έτσι οι ενέργειες του δεν είναι σωστές.
Και το πιο ήμερο αλογάκι, όταν το πολυκουράσει κανείς, αρχίζει να κλωτσάει, παρ’ όλο που δεν είχε κακό χούι, έτσι και ο άνθρωπος αρχίζει να αγριεύει, όταν πολύ εργάζεται και κουράζεται σωματικά.
Αν δουλεύεις στην αμαρτία, θα πληρωθείς από τον διάβολο. Αν εργάζεσαι την αρετή, θα πληρωθείς από τον Χριστό.
Αν δεις, ότι ο νους σου συνέχεια φεύγει και πάει σε δουλειές κ.λ.π. πρέπει να καταλάβεις, ότι δεν πας καλά και να ανησυχήσεις, γιατί έχεις απομακρυνθεί από τον Θεό. Να καταλάβεις, ότι είσαι πιο κοντά στα πράγματα παρά στον Θεό, στην κτίση και όχι στον Κτίστη. Με την πολλή δουλειά και μέριμνα ξεχνάει κανείς τον Θεό. Έλεγε χαρακτηριστικά ο Πάπα-Τύχων: «Ο Φαραώ έδινε πολλή δουλειά και πολύ φαγητό στους Ισραηλίτες, για να ξεχάσουν τον Θεό». Στην εποχή μας ο διάβολος απορρόφησε τους ανθρώπους στην ύλη, στον περισπασμό, δουλειά πολλή, φαΐ πολύ, για να ξεχνούν τον Θεό και έτσι να μην μπορούν – ή μάλλον να μη θέλουν – να αξιοποιήσουν την ελευθερία που τους δίνεται για τον αγιασμό της ψυχής. Ευτυχώς όμως, χωρίς να το θέλει ο διάβολος, βγαίνει και κάτι καλό, δεν ευκαιρούν οι άνθρωποι να αμαρτήσουν όσο θέλουν.