ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΣΚΗΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ – Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς 31 Δεκεμβρίου σε μια μεγάλη πόλη με πολύ κρύο και ψιλοχιόνιζε. Τα σπίτια ήταν φωταγωγημένα και ήταν όλοι μέσα στα σπίτια τους. Με τους συγγενείς τους γλεντούσαν και τρώγανε και πίνανε. Και περιμέναμε όλοι την αλλαγή του χρόνου.
Ένας πάμφτωχος καλογεράκος – ζητιάνος, ο Βασίλειος με μορφή μοναχού και σκουφάκι και φθαρμένα ράσα, χτυπούσε τις πόρτες μία – μία.
Χτύπησε και την πόρτα ενός πλουσίου άρχοντα.
Του ανοίγει ο υπηρέτης, ο οποίος ξαφνιάστηκε. Αυτός περίμενε τους συγγενείς του κυρίου του και όχι έναν καλογεράκο.
Του λέει ο υπηρέτης:
– Τι θέλεις εδώ;
– Καλέ μου άνθρωπε, είμαι ένας φτωχός και ταλαίπωρος, που δεν έχω που την κεφαλή κλίνη. Έχω μέρες να φάω και πεινάω και διψάω και έχω μέρες να κοιμηθώ. Τώρα βράδυασε.. Μήπως υπάρχει κάποια γωνιά σε αυτό το σπίτι να μείνω το βράδυ; Και κάτι να φάω …
– Όχι! απάντησε ο υπηρέτης. Το σπίτι είναι γεμάτο και δεν έχει χώρο για εσάς τους φτωχούς. Εμείς τρώμε, πίνουμε, γλεντάμε, διασκεδάζουμε…
Και τον έδιωξε με αυτόν τον απότομο και σκληρό τρόπο.
Το ίδιο πάνω κάτω έγινε σε παρά πολλά σπίτια. Τον διώχνανε τον γεροντάκο με τα χειρότερα λόγια. Ακόμα και σε μια τέτοια μέρα!!!…
Είχαν οι άνθρωποι σκληρυνθεί και δεν είχαν σπλάχνα οικτιρμών.
…. Άνθρωπε ένας φτωχός ανθρωπάκος κάτι σε ζητάει.. Δώστε του κάτι από τα πλεόνασμά σου, όχι σπό το υστέρημά σου, εφόσον έχεις. Και όμως δεν έδιναν…
Λυπημένος ο φτωχό Βασίλης σκέφτηκε να πάει σε άλλη πόλη, αλλά καθώς πήγαινε να αναχωρήσει από το τελευταίο δρόμο, ήτανε ένα φτωχό καλυβακι.
“Ας χτυπήσω την πόρτα και αυτού του σπιτιού”, είπε μέσα του.
Χτυπάει την πόρτα και ανοίγει ένας λαϊκός γεροντάκος ο οποίος ζούσε μόνος του, γύρω στα 60 – 65 χρονών. Ήταν χήρος, πολύ φτωχός και πολύ κλαμένος.
Κατακόκκινος σαν την παπαρούνα από το κλάμα και τη μελαγχολία. Και μονολογούσε:
– Ακόμη μια χρονιά θα κάνω Πρωτοχρονιά μόνος μου… Όλοι είναι με τους συγγενείς τους και χαίρονται και χαμογελάνε μικροί – μεγάλοι, εγώ ακόμα μια χρονιά μόνος μου…
Και έκλαιγε…
Σε αυτήν την κατάσταση τον βρήκε ο φτωχό Βασίλης.. Του άνοιξε λοιπόν και ξαφνιάστηκε που κάποιος του χτύπησε την πόρτα. Και του λέει ο φτωχό Βασίλης:
– Καλέ μου άνθρωπε, συγγνώμη που σε ενοχλώ.. Μήπως υπάρχει καμμία γωνία να μείνω εδώ απόψε; Γιατί βράδυασε και έχει κρύο έξω…
Τα δάκρυα της λύπης, του γεροντάκου, μετατράπηκαν σε δάκρυα χαράς! Και είπε:
– Θεέ μου, με λυπήθηκες… Θεέ μου με θυμήθηκες! Θεέ μου σε ευχαριστώ!!!
Και ξέσπασε σε μια δοξολογία στον Χριστό, στην Παναγία, στους Αγγγέλους, στους Αγίους!…
Άφησε τον φτωχό Βασίλη να περάσει στο σπίτι του και του έδωσε ρούχα να αλλάξει και να ζεσταθεί, γιατί ήταν βρεγμένος. Του έπλυνε τα πόδια και τον έβαλε να καθίσει στο τραπέζι του.
Αυτός είχε κάνει και μια πιτούλα, μια βασιλόπιτα μόνος του και όταν πήγε 12 η ώρα και άλλαξε η χρονιά, πήρε το θυμιατό και θυμιάτισε τα εικονίσματα και τον φιλοξενούμενο.
Στη συνέχεια ο οικοδεσπότης προέτρεψε τον φτωχό Βασίλη να κόψει την βασιλόπιτα. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις, πείστηκε τελικά ο φτωχός Βασίλης να κόψει την βασιλόπιτα.
Σταύρωσε τη βασιλόπιτα 3 φορές και είπε κάποιες ευχές.
“Ποιός είναι ο φτωχός αυτός γεροντάκος που ξέρει τόσα πολλά γράμματα και ευχές;” αναρωτιόταν ο οικοδεσπότης.
Έκοψε το πρώτο κομμάτι και είπε:
– Του Χριστού μας!.
Έκοψε δεύτερη μερίδα και λέει:
– Της Παναγίας μας!
Σκέφτηκε ο οικοδεσπότης: “Τώρα είναι η μερίδα του Αγίου Βασιλείου, είναι Πρωτοχρονιά, δεν πιστεύω να τον ξεχάσει…” Τρίτο κομμάτι και λέει:
– Των Αρχαγγέλων!!! άλλαξε τη σειρά..
Η επόμενη μερίδα που έκοψε ήταν του Τιμίου Πρόδρομου και Βαπτιστού Ιωάννου, έπειτα των Αγίων Αποστόλων…
“Τί γίνεται;” αναρωτήθηκε, “τελειώνει η πίτα και δεν βγάζει μερίδα του Αγίου Βασιλείου;…”
Και βγάζει το τελευταίο κομμάτι και λέει:
– Του Βασιλείου….
– Όχι παππούλη μου, λέει ο οικοδεσπότης. Εδώ εγώ θα σου πω! Δεν ξέρεις καλά τα γράμματα..Του Αγίου Βασιλείου!! Πέστο σωστά!
Χαμογέλασε ο φτωχό Βασίλης και λέει πάλι:
– Του Βασιλείου…
– Όχι σε παρακαλώ! Μη με λυπήσεις.. Είναι Άγιος ο Μέγας Βασίλειος και άρχισε να του κάνει μάθημα..
Χαμογέλασε πάλι ο φτωχό Βασίλης και λέει:
– Του Βασιλείου…
Και έγινε άφαντος!! Και άρρητη ευωδία απλώθηκε σε όλο το δωμάτιο!
Τότε κατάλαβε ο οικοδεσπότης, ότι ο φτωχός Βασίλης ήταν ο Άγιος Βασίλειος (!!!) που είχε πάρει τη μορφή του μοναχού και χτυπούσε τις πόρτες, για να αποδειχτεί ποιός είναι ο πραγματικά ελεήμων και ποιός είναι ο πραγματικά πιστός και όχι αυτός που λέει τα πολλά λόγια ότι απλώς πιστεύει.
Κανείς δεν του είχε ανοίξει και τελικά κατέληξε σε αυτο το φτωχό.
Κοιτάξτε που αναπαύτηκε η ψυχή του μεγάλου Ιεράρχη Βασιλείου! Στην ταπεινή καλύβα του χήρου γεροντάκου, που είχε όμως πλούσια καρδιά.
Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα