ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ – Είμαι συγγραφέας και υποθέτω πως αυτή την ιστορία την έχω επινοήσει. Γράφω «υποθέτω», μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία πως την έχω επινοήσει, κι όμως θέλω να πιστεύω ότι πρέπει να έχει συμβεί κάπου, κάποτε· ότι πρέπει να έχει συμβεί μια παραμονή Χριστουγέννων, σε κάποια μεγάλη πόλη, μέσα στο κρύο και την παγωνιά.
Βλέπω μπροστά μου ένα αγόρι, ένα μικρό αγοράκι, έξι χρονών ή και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε εκείνο το πρωί σ’ ένα παγωμένο, υγρό υπόγειο. Φορούσε ένα ρούχο σαν κοντή νυχτικιά και έτρεμε από το κρύο. Η αναπνοή του έβγαινε από το στόμα του σαν σύννεφο άσπρου ατμού· καθισμένο σ’ ένα κασόνι στη γωνιά, περνούσε την ώρα του χαζεύοντας τον αχνό, που ανέβαινε προς το ταβάνι και σιγά σιγά διαλυόταν. Όμως πεινούσε φοβερά. Εκείνο το πρωινό έφτασε πολλές φορές ως το σανιδένιο κρεβάτι, όπου κειτόταν η άρρωστη μάνα του πάνω σ’ ένα στρώμα λεπτό σαν τηγανίτα, μ’ ένα μάτσο άχυρα για προσκεφάλι. Πώς είχε βρεθεί εκεί; Πρέπει να είχε έρθει με το παιδί της από κάποια άλλη πόλη και ξαφνικά ν’ αρρώστησε. Πριν από δυο μέρες, είχαν οδηγήσει στο τμήμα τη σπιτονοικοκυρά που είχε μοιράσει το υπόγειο στα τέσσερα και νοίκιαζε τις γωνίες πλησίαζαν οι γιορτές και οι νοικάρηδες είχαν πάρει τους δρόμους· ο μόνος που είχε ξεμείνει, είχε προλάβει να γίνει σκνίπα πριν έρθουν τα Χριστούγεννα εδώ και είκοσι τέσσερις ώρες ήταν αναίσθητος από το μεθύσι. Σε μιαν άλλη γωνιά, μια άθλια γριά, γύρω στα ογδόντα, που κάποτε ήτανε νταντά ενός παιδιού αλλά τώρα την είχαν παρατήσει να πεθάνει αβοήθητη, αναστέναζε και βογκούσε από τους ρευματισμούς, βρίζοντας και αποπαίρνοντας το παιδί, κάνοντάς το να φοβάται να την πλησιάσει. Το παιδί είχε ανακουφίσει τη δίψα του με λίγο νερό που είχε ξεμείνει σε μια κανάτα· όσο κι αν έψαξε, όμως, δεν κατάφερε να βρει ούτε ένα ξεροκόμματο και πολλές φορές έφτασε ως το κρεβάτι της μητέρας του, με σκοπό να την ξυπνήσει. Στο τέλος, άρχισε να φοβάται μέσα στο σκοτάδι· είχε βραδιάσει από ώρα, αλλά ούτε ένα φως δεν είχε ανάψει. Άγγιξε το πρόσωπο της μητέρας του και είδε με έκπληξη πως έμεινε εντελώς ακίνητη και πως ήταν παγωμένη σαν τον τοίχο. «Κάνει πολύ κρύο εδώ», σκέφτηκε. Έμεινε έτσι για λίγο, με τα χέρια ακουμπισμένα στους ώμους της νεκρής γυναίκας, μετά χουχούλιασε τα δάχτυλά του για να τα ζεστάνει κι ύστερα έψαξε στα τυφλά πάνω στο κρεβάτι για το κασκέτο του και βγήκε απ’ το υπόγειο. Θα είχε φύγει νωρίτερα, αλλά φοβόταν το μεγάλο σκυλί που ούρλιαζε όλη μέρα έξω από την πόρτα του γείτονα, στο ισόγειο. Αλλά το σκυλί δεν ήταν τώρα εκεί και το παιδί βγήκε στον δρόμο.
Κύριε ελέησον, τι πόλη! Ποτέ του δεν είχε δει κάτι τέτοιο. Στην πόλη απ’ όπου είχε έρθει, το σκοτάδι ήταν τόσο μαύρο τη νύχτα! Υπήρχε μόνο ένα φανάρι για όλο το σοκάκι· στα μικρά, χαμηλά, ξύλινα σπίτια τα παραθυρόφυλλα ήταν σφαλιστά· κανένας δεν κυκλοφορούσε στο δρόμο· μόλις σουρούπωνε, όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους και δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο τα ουρλιαχτά των σκύλων, εκατοντάδων, χιλιάδων σκύλων που γάβγιζαν και αλυχτούσαν όλη νύχτα. Αλλά εκεί ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν φαγητό, ενώ εδώ – αχ, μανούλα μου, να είχε κάτι να φάει! Και τι φασαρία και οχλοβοή εδώ, τι φώτα και τι κόσμος, άλογα και αμάξια και τι κρύο… Οι παγωμένες ανάσες σχημάτιζαν συννεφάκια πάνω απ’ τ’ άλογα, πάνω απ’ τα στόματά τους που άχνιζαν· οι οπλές τους κροτάλιζαν στο χιονισμένο πλακόστρωτο κι όλα τους κάλπαζαν τόσο, και – αχ, μανούλα μου, πόσο λαχταρούσε μια μπουκιά φαΐ και πόσο δυστυχισμένος αισθάνθηκε ξαφνικά! Ένας αστυφύλακας πέρασε, στρίβοντας απότομα για ν’ αποφύγει το παιδί.
Να κι ένας άλλος δρόμος – ω, τι φαρδύς που ήταν, εδώ σίγουρα δεν θα τη γλίτωνε, θα τον ποδοπατούσαν. Πώς φώναζαν όλοι, πώς έτρεχαν πάνω κάτω, και το φως, το φως!… Και τι ήταν αυτό; Ένα πελώριο παράθυρο και πίσω από το τζάμι ένα δέντρο που υψωνόταν ίσαμε το ταβάνι, ήταν ένα έλατο και πάνω του κρέμονταν τόσα φώτα, χρυσόχαρτα και μήλα και κουκλίτσες κι αλογάκια· και μέσα στο δωμάτιο παιδιά, καθαρά και ντυμένα με τα καλά τους, έτρεχαν παντού. Κι ύστερα, ένα μικρό κοριτσάκι άρχισε να χορεύει μ’ ένα αγόρι, τι όμορφο κοριτσάκι! Κι έφτανε στ’ αυτιά του η μουσική μέσα απ’ το τζάμι. Το παιδί κοίταξε και θαύμασε και γέλασε, μ’ όλο που τα ποδαράκια του είχαν μουδιάσει από το κρύο και τα δάχτυλά του είχαν μελανιάσει και ξυλιάσει και το πονούσαν, όποτε έκανε να τα κουνήσει. Και ξαφνικά το παιδί θυμήθηκε πόσο το πονούσαν τα χέρια και τα πόδια του κι άρχισε να κλαίει και να τρέχει· και πάλι πίσω από ένα τζάμι είδε ένα άλλο χριστουγεννιάτικο δέντρο και σ’ ένα τραπέζι λιχουδιές κάθε λογής – αμυγδαλόψωμα, κόκκινα κουλουράκια και κίτρινα κουλουράκια και τρεις όμορφες νεαρές κυρίες κάθονταν εκεί κι έδιναν τα γλυκά σ’ όποιον ερχόταν κοντά τους και η πόρτα άνοιγε κάθε τόσο και πλήθος κύριοι και κυρίες έμπαιναν από το δρόμο. Το παιδί τρύπωσε μέσα, ανέβηκε τη σκάλα και, χωρίς να το πολυσκεφτεί, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Α, πώς του φώναξαν και το έδιωξαν ανεμίζοντας τα χέρια τους! Μια κυρία όρμησε πάνω του και γλιστρώντας ένα καπίκι στη χούφτα του, άνοιξε την πόρτα και το έβγαλε στο δρόμο. Πόσο φοβήθηκε! Και το καπίκι έπεσε και κατρακύλησε κουδουνίζοντας στα σκαλιά· δεν μπορούσε να λυγίσει τα μελανιασμένα του δάχτυλα για να το κρατήσει σφιχτά.
Το παιδί έφυγε τρέχοντας, χωρίς να ξέρει πού πήγαινε. Ήταν έτοιμο να βάλει τα κλάματα, αλλά φοβόταν κι έτρεχε όλο και πιο μακριά, χουχουλίζοντας τα δάχτυλά του. Και ήταν δυστυχισμένο γιατί αισθανόταν τόσο μόνο κι έρημο και, ξαφνικά, Κύριε ελέησον – τι ήταν αυτό πάλι; Πλήθος άνθρωποι στέκονταν ακίνητοι, θαυμάζοντας. Πίσω από μια βιτρίνα ήταν τρεις κουκλίτσες, ντυμένες με κόκκινα και πράσινα φορέματα κι έμοιαζαν τόσο, μα τόσο αληθινές! Η μία ήταν ένας μικρός γεράκος, που καθόταν κι έπαιζε ένα μεγάλο βιολί και δύο άλλοι στέκονταν κοντά του κι έπαιζαν μικρά βιολιά και κουνούσαν ρυθμικά τα κεφάλια τους και κοίταζε ο ένας τον άλλο και τα χείλη τους κουνιόνταν, μιλούσαν μεταξύ τους, μιλούσαν στ’ αλήθεια, μόνο που τα λόγια τους δεν ακούγονταν μέσα από το τζάμι. Και στην αρχή το παιδί νόμισε πως ήταν άνθρωποι ζωντανοί, κι όταν κατάλαβε πως ήταν κούκλες, γέλασε. Δεν είχε δει ποτέ του τέτοιες κούκλες, και δεν φανταζόταν πως υπήρχαν! Και ήθελε να κλάψει, αλλά χαιρόταν, χαιρόταν με τις κούκλες. Σε μια στιγμή ένιωσε πως κάποιος πίσω του είχε γραπώσει τη μπλούζα του: ένα απαίσιο μεγάλο αγόρι στεκόταν πλάι του και ξαφνικά τον χτύπησε στο κεφάλι, άρπαξε το κασκέτο του και τον έριξε κάτω. Το παιδί έπεσε στο σώμα ακούστηκε μια φωνή που έκανε το αίμα του να παγώσει, πήδησε πάνω κι άρχισε να τρέχει. Έτρεχε και χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, βρέθηκε στην αυλόπορτα κάποιου σπιτιού και κούρνιασε πίσω από μια στοίβα ξύλα: «Δεν θα με βρουν εδώ, έτσι κι αλλιώς είναι σκοτάδι!»
Έμεινε εκεί, κουβαριασμένο και ξέπνοο από τον τρόμο και, στη στιγμή, εντελώς ξαφνικά, ένιωσε τόσο ευτυχισμένο: τα χέρια και τα πόδια του δεν πονούσαν πια κι είχαν ζεσταθεί τόσο, σαν να’ χε χωθεί μέσα σε φούρνο· μετά τον διαπέρασε ένα ρίγος κι άνοιξε τα μάτια του, γιατί πρέπει να είχε αποκοιμηθεί για λίγο. Τι όμορφα που ήταν να κοιμάσαι εδώ! «Θα καθίσω εδώ λιγάκι και μετά θα πάω πάλι στις κούκλες» είπε το παιδί και χαμογέλασε μόλις τις σκέφτηκε. «Τόσο, μα τόσο ζωντανές!…» Και ξαφνικά, άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδάει. «Μανούλα, με πήρε ο ύπνος· τι όμορφα που είναι να κοιμάσαι εδώ!»
«Έλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο μου, μικρούλη μου», του ψιθύρισε μια απαλή φωνή.
Νόμισε πως ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν εκείνη. Ποιος τον φώναζε δεν μπορούσε να δει, αλλά κάποιος έσκυψε και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι· κι άπλωσε τα χέρια του σ’ αυτόν και ξαφνικά – ω, τι λαμπρό φως! Ω, τι χριστουγεννιάτικο δέντρο! Κι όμως, δεν ήταν έλατο, δεν είχε ξαναδεί δέντρο σαν κι αυτό! Πού βρισκόταν τώρα; Όλα έλαμπαν και άστραφταν και παντού γύρω του ήταν κούκλες, όμως όχι, δεν ήταν κούκλες, ήταν αγοράκια και κοριτσάκια, μόνο πιο λαμπερά κι αστραφτερά από τα κανονικά. Ήρθαν κοντά του πετώντας, κι όλα τον φίλησαν, τον πήραν μαζί τους και πετούσε κι ο ίδιος και είδε πως η μητέρα του τον κοίταζε και γελούσε χαρούμενα. «Μανούλα, μανούλα· α, πόσο όμορφα είναι εδώ, Μανούλα!» Και πάλι φίλησε τα παιδιά και ήθελε να τους πει αμέσως για κείνες τις κούκλες στη βιτρίνα. «Αγόρια, πώς σας λένε; Πώς σας λένε κοριτσάκια;» ρώτησε, γελώντας και θαυμάζοντάς τα.
«Είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Χριστού», απάντησαν. «Ο Χριστός έχει πάντα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο κάθε τέτοια μέρα, για τα μικρά παιδιά που δεν έχουν δικό τους…» Και κατάλαβε πως όλα εκείνα τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδιά όπως κι εκείνος· πως άλλα, νεογέννητα ακόμη, είχαν παγώσει μέσα στα καλάθια που είχαν παρατήσει οι γονείς τους έξω απ’ τις πόρτες των πλουσίων της Πετρούπολης, άλλα τα είχαν στραγγαλίσει άκαρδες μαμές, άλλα είχαν σβήσει κρεμασμένα στα στήθη μητέρων που λιμοκτονούσαν (στο λιμό της Σαμάρα), άλλα είχαν πεθάνει από ασφυξία μέσα σε αποπνικτικά βαγόνια της τρίτης θέσης κι όμως, ήταν όλα εδώ, ήταν όλα σαν άγγελοι γύρω από τον Χριστό κι Εκείνος βρισκόταν ανάμεσά τους κι άπλωνε τα χέρια Του να τ’ αγγίξει και ευλογούσε – και αυτά και τις αμαρτωλές μητέρες τους… Και οι μητέρες αυτών των παιδιών στέκονταν σε μιαν άκρη κλαίγοντας η κάθε μια γνώριζε το δικό της παιδί. Και τα παιδιά πέταξαν προς το μέρος τους και τις φίλησαν και τους σκούπισαν τα δάκρυα με τα τρυφερά χεράκια τους και τις ικέτεψαν να πάψουν να κλαίνε, γιατί όλα τους ήταν τόσο ευτυχισμένα.
Κι όταν ξημέρωσε, ο κηπουρός βρήκε το μικρό νεκρό κορμάκι του παγωμένου παιδιού πάνω στα ξύλα, έψαξαν για τη μητέρα του… εκείνη είχε πεθάνει πριν από το παιδί. Και συναντήθηκαν μπροστά στον Κύριο, στους ουρανούς.
Γιατί επινόησα μια τέτοια ιστορία, τόσο αλλιώτικη απ’ όσα μπορεί να συναντήσει κανείς σ’ ένα ημερολόγιο και μάλιστα συγγραφέα; Και σας είχα υποσχεθεί δύο ιστορίες! Αλλά τι να γίνει; Θέλω να πιστεύω ότι όλα αυτά μπορεί να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια – δηλαδή όσα έγιναν στο υπόγειο και πλάι στα ξύλα, όσο για τα άλλα, όρκο δεν παίρνω.
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, «Το ημερολόγιο του συγγραφέα» («Χριστουγεννιάτικες ιστορίες», εκδόσεις Ερατώ 2001, μτφρ Κατερίνα Σχινά).