ΧΟΥΝΤΑ – Είναι Πέμπτη, 5 Μαρτίου 1970. Στη Μητρόπολη Αθηνών, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Ά και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης τελούν έναν γάμο με λίγους καλεσμένους.
Η Δέσποινα Σερέτη παντρεύεται τον συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο. Θα μπορεί, έτσι, να τον συνοδεύει και επισήμως πια και να γίνει η “Πρώτη Κυρία” της χώρας. Και θα σταματήσουν τα κουτσομπολιά, τα οποία, όπως και να το κάνει κανείς, έβλαπταν την εικόνα της Χούντας, η οποία ευαγγελιζόταν το “Πατρίς- Θρησκεία- Οικογένεια”.
Ο θάνατος της Δέσποινας Παπαδοπούλου, χθες, από σηπτικό σοκ, στα 93 της χρόνια κλείνει ένα (ακόμα) κεφάλαιο. Η ίδια πάντα έλεγε πως δεν ασχολείτο με τα πολιτικά. Ήταν όμως μια από τους πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος του 1967 και των όσων συνέβησαν στη δικτατορία και μια από τις λίγες πηγές της άλλης πλευράς της ιστορίας- που, όποτε έβρισκε ευκαιρία την περιέγραφε, με τη δική της οπτική.
Με τον μετέπειτα δικτάτορα, η Δέσποινα γνωριζόταν αρκετά χρόνια πριν. Από την Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, όπου εργαζόταν. Τι ειρωνεία: Εκεί διορίστηκε αφού μπήκε ως αριστούχος και αποφοίτησε ως τέτοια, στη Σχολή Τοπογράφων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Κόρη του Νίκου και της Υπερμαχείας Γάσπαρη, με ρίζες από τη Μικρά Ασία, η Δέσποινα βρέθηκε στην Εκάλη όταν η οικογένεια μετακόμισε στην πρωτεύουσα το 1940. Εκεί φοίτησε στο Γυμνάσιο, για να δώσει εξετάσεις και να μπει στο Πολυτεχνείο. Και από εκεί, η ζωή της θα άλλαζε δραματικά.
Το «αυτόματο διαζύγιο» και ο γάμος
Η Δέσποινα ήταν παντρεμένη με έναν αστυνομικό, από τον οποίο είχε πάρει το επίθετο- Σερέτης. Φοιτήτρια ακόμα στο Πολυτεχνείο, προσλήφθηε στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού και αποσπάστηκε στη Διεύθυνση Α2 του ΓΕΣ ως χαρτογράφος -με προϊστάμενο τον Νικόλαο Ντερτιλή. Αργότερα, θα τοποθετούταν στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών.
Το 1954 θα γνώριζε τον αξιωματικό του Στρατού Γεώργιο Παπαδόπουλο. Παντρεμένος κι εκείνος, με τη Νίκη Βασιλειάδη, με την οποία είχαν δύο παιδιά, τον Χρήστο και τη Χρυσούλα, μέχρι πρότινος ήταν αποσπασμένος στη Διεύθυνση Πυροβολικού της VI Μεραρχίας. “Δεν ήταν και πολύ ομιλητικός”, σκεφτόταν η Δέσποινα για τον άνθρωπο, με τον οποίο σύντομα θα ζούσαν έναν παθιασμένο έρωτα. Η σχέση τους, θα παρέμενε μυστική ως «…το 1959 ήρθε (σ.σ. ο Παπαδόπουλος) στην Υπηρεσία Πληροφοριών και αρχίσαμε και μέναμε μαζί, στην Πλατεία Αμερικής, και εκεί μας βρήκε και η Επανάσταση». Εκεί, στην οδό Σορβόλου, η Δέσποινα θα αγόραζε αργότερα ένα διαμέρισμα με 6 κύρια δωμάτια, έναντι 1,7 εκατ. δραχμών.
Το -όχι επίσημο- ζευγάρι είχε αποτήσει στο μεταξύ μια κόρη, τη Μάχη Παπαδοπούλου, η οποία τα πρώτα χρόνια της ζωής της τα έζησε με τους παππούδες, τους γονείς της Δέσποινας. Το σκάνδαλο για μια εποχή που όσοι/ες έπαιρναν διαζύγιο ή είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις, πολύ δε περισσότερο παιδιά εκτός γάμου ήταν δακτυλοδεικτούμενοι, ήταν πολύ μεγάλο για να το αντέξει ακόμα και η Χούντα. Άλλωστε, το δημοφιλές ήδη τότε τραγούδι “κυρα- Γιώργαινα, ο Γιώργος σου πού πάει”, το οποίο η κοινή γνώμη πίστευε πως είχε γραφτεί για την τότε νόμιμη σύζυγο του Γεώργιου Παπαδόπουλου ήταν αρκετά… ενοχλητικό.
Περισσότερα από δέκα χρόνια κράτησε η σχέση μεταξύ φανερού και κρυφού. Μέχρι που η Νίκη Βασιλειάδη αποφάσισε να καταθέσει αγωγή διαζυγίου. Με τον χρόνο να πιέζει ασφυκτικά τον Παπαδόπουλο, αποφασίζεται να αλλάξει εν μία νυκτί ο νόμος και να εκδίδονται διαζύγια- εξπρές. Είναι το περιβόητο “αυτόματο διαζύγιο”. Ο νόμος του “αυτόματου διαζυγίου” έλεγε ότι όποιος ήταν εν διαστάσει για 7 συναπτά έτη τότε έβγαινε το διαζύγιο του αυθημερόν. Ο νόμος πέρασε το βράδυ, το ίδιο βράδυ έγινε η αίτηση για να βγουν τα δύο διαζύγια και, αφού βγήκε η απόφαση, το επόμενο πρωί, ο νόμος καταργήθηκε.
Κάπως έτσι, χωρίζει ο Παπαδόπουλος με τη Βασιλειάδη και η Δέσποινα με τον Σερέτη, με τη Δέσποινα Παπαδοπούλου να κάνει την πρώτη της επίσημη εμφάνιση και μάλιστα τηλεοπτική, στα εγκαίνια του Ωνασείου, τον Φεβρουάριο του 1970. Ο φακός τη δείχνει να χαιρετά παιδιά, όμως δεν υπάρχει καμία περιγραφή ως προς το ποια είναι. Μένει λιγότερο από μήνας, άλλωστε, μέχρι να γίνει Δέσποινα Παπαδοπούλου.
Τα χρόνια της Χούντας και τα… γήπεδα
Το ζευγάρι αργότερα θα μετακόμιζε σε βίλα στο Λαγονήσι που είχε παραχωρήσει ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ενώ η Δέσποινα θα γνωριστεί με όλη την επιχειρηματική ελίτ της χώρας- αν και τις πιο στενές σχέσεις είχε με τον Ωνάση, ο οποίος της είχε παραχωρήσει και μια λιμουζίνα για τις επίσημες μετακινήσεις της. Όπως, για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 1971 όταν υποδέχθηκε στο Ελληνικό τον ελληνικής καταγωγής αντιπρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Σπύρο Άγκνιου, ο οποίος πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στη χώρα.
Ως πρώτη κυρία, εμφανιζόταν πολλές φορές στα «Επίκαιρα», στο πλευρό του Παπαδόπουλου, ντυμένη με ταγεράκια, ως καλεσμένη σε βραβεύσεις, εκδηλώσεις, εγκαίνια. Τις περισσότερες εμφανίσεις της, πάντως, τις έκανε στα… γήπεδα. Η Δέσποινα ήταν μεγάλη ποδοσφαιρόφιλος. Φανατική με τη μπάλα, την παρακολουθούσε μανιωδώς. Και δεν έχανε ευκαιρία να βρίσκεται στη θέση των επισήμων σε πολλά αθλητικά γεγονότα και να παρακολουθεί φανατικά ποδόσφαιρο.
Το “μικρόβιο” της το είχε μεταδώσει ο Γιώργος Γάσπαρης. Ο θειος της, αδελφός του πατέρα της, ήταν διεθνής αμυντικός ποδοσφαιριστής, μετέπειτα προπονητής και παράγοντας της ΑΕΚ της μετέδωσε όχι μόνο την αγάπη για την Ένωση, αλλά και για το ποδόσφαιρο. Με το ελληνικό ποδόσφαιρο να είναι σε ερασιτεχνικό επίπεδο, αλλά πολύ ανταγωνιστικό διεθνώς, λόγω των τεράστιων ταλέντων του, η Δέσποινα απολάμβανε από κοντά όλους τους αγώνες των ομάδων, της εθνικής -η οποία αποκλείστηκε από το Μουντιάλ του Μεξικού λόγω ενός καυγά του Μίμη Δομάζου με τον πανίσχυρο Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού της Χούντας, Κωνσταντίνο Ασλανίδη ο οποίος τον τιμώρησε να απέχει από το πιο κρίσιμο παιχνίδι, αυτό που τελικά κόστισε την πρόσκληση. Είχε και ενεργό ρόλο η Δέσποινα στον αθλητισμό. Για παράδειγμα, το αστέρι της ΑΕΚ Παντελής Νικολάου, κατέληξε στην Ένωση, παρότι είχε κλείσει μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, μετά από απαίτηση της Δέσποινας Παπαδοπούλου, όπως ομολογεί ο ίδιος, καθώς και του θείου της.
Αν συζητήθηκε κάτι, περισσότερο από όλα τα άλλα στη ζωή της Δέσποινας Παπαδοπούλου, ωστόσο, είναι η πορεία του Παναθηναϊκού προς το Γουέμπλεϊ. Αν και… ΑΕΚτζού, η Δέσποινα Παπαδοπούλου παρακολουθούσε όλους τους αγώνες του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, τότε και είχε έκδηλη αγωνία. Μάλιστα, μετά την πρόκριση με την Έβερτον, ο Μίμης Δομάζος έτρεξε προς τα επίσημα και ο φακός απαθανάτισε τη Δέσποινα Παπαδοπούλου να σκύβει και να τον φιλάει, με τις λεζάντες των εφημερίδων της εποχής να γράφουν «Συγχαρητήρια κι ένα θερμό φιλί…». Αυτή την επική πορεία θα έκαιγε στις φωτιές που άναβε η ίδια, αργότερα, λέγοντας ότι στη διάρκεια του κρίσιμου αγώνα πρόκρισης στον τελικό, με τον Ερυθρό Αστέρα, ο Στυλιανός Παττακός που καθόταν δίπλα της τη διαβεβαίωσε πως το παιχνίδι ήταν “αγορασμένο”, κάτι που της επιβεβαίωσε και ο Γιουγκοσλάβος πρέσβης. Ο ίδιος ο Παττακός, ωστόσο, είχε διαψεύσει ότι είπε ποτέ κάτι τέτοιο, πολύ περισσότερο ότι συνέβη.
Το τέλος
Ήταν αυθόρμητη η Δέσποινα Παπαδοπούλου. Και πολλές δηλώσεις της είχαν προκαλέσει αντιδράσεις. Όπως, όταν έλεγε ότι ο σύζυγός της -τον οποίο σεβόταν πάντα και στον οποίο στάθηκε δίπλα του ως το τέλος- δεν μισούσε τους κομμουνιστές, ή ότι οι εξόριστοι έκαναν… διακοπές και έπαιζαν τένις. Μικρή σημασία έχει.
Σημασία έχει ότι το πρώτο κεφάλαιο της Επταετίας έκλεισε με την πτώση της -περίοδο στην οποία η Δέσποινα Παπαδοπούλου βρέθηκε κατηγορούμενη για απάτη, καθώς τον Σεπτέμβριο του 1974 της ασκήθηκε δίωξη για απάτη σε βάρος του Δημοσίου από κοινού με υπαλλήλους που κατηγορήθηκαν ότι της χορήγησαν ψευδείς βεβαιώσεις πως εργαζόταν σε δημόσια θέση. Κατηγορήθηκε ότι εισέπραξε 750.000 δραχμές, τις οποίες επέστρεψε, για να αθωωθεί το 1976. Στη συνέχεια ερευνήθηκαν τα περιουσιακά της στοιχεία για να διαπιστωθεί ότι ο Παπαδόπουλος είχε αγοράσει τρία ακίνητα και εκείνη το διαμέρισμα της οδού Σορβόλου, για τα οποία δεν προέκυψε κάτι παράνομο και δόθηκαν προίκα στα παιδιά τους. Από το καλοκαίρι του 1996, όταν ο δικτάτορας διακομίστηκε από τις Φυλακές Κορυδαλλού στο «Λαϊκό» Νοσοκομείο, εκείνη στάθηκε δίπλα του και στα τρία χρόνια της νοσηλείας του μέχρι το τέλος. Μάλιστα, στην κηδεία παρευρέθηκε μαζί με την πρώτη σύζυγο του Παπαδόπουλου.
Μέχρι το τέλος, αποκαλούσε τη Χούντα «επανάσταση», αρνείτο μετ’ επιτάσεως ότι έγιναν διώξεις και μακάριζε τον σύζυγό της, Γεώργιο Παπαδόπουλο, ως μεγάλο ευεργέτη του τόπου. Με τον θάνατό της, έκλεισε ένα κεφάλαιο ακόμα, μιας περιόδου που και η ίδια σημάδεψε, με τον δικό της τρόπο.
protothema.gr/Γιώργος Καραγιάννης