Πρωτοπρ. Μιχαήλ Βοσκού
ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ – Η περίοδος της Τουρκοκρατίας, που κράτησε σχεδόν τέσσερεις αιώνες, ήταν για τον Ελληνισμό μια ιδιαίτερα δύσκολη ιστορική περίοδος.
Σ’ εκείνα τα μαύρα χρόνια, που όλα «τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», κατά τη διατύπωση του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού, οι Ορθόδοξοι Έλληνες – Ρωμιοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον πειρασμό του εξισλαμισμού, με τους διωγμούς, την καταπίεση και το μαρτύριο, με την έλλειψη παιδείας, την αγραμματοσύνη, την άγνοια. Η Εκκλησία σαν φιλόστοργη μάνα, που αγκαλιάζει προστατευτικά τα παιδιά της, και η ορθόδοξη πίστη και ζωή ήταν εκείνοι οι παράγοντες που κράτησαν όρθιο τον Ελληνισμό σ’ αυτή τη μακραίωνη τραγική ιστορική περίοδο, όσο κι αν διάφοροι στρατευμένοι «διανοούμενοι» ενοχλούνται από αυτή την αδιαμφισβήτητη αλήθεια και προσπαθούν να τη διαγράψουν.
Ο Πανάγαθος Θεός δεν άφησε ούτε τότε τα παιδιά του στο έλεος των βαρβάρων κατακτητών. Τα προστάτευσε ποικιλοτρόπως με τη χάρη και το έλεός Του. Το πλήθος των νεομαρτύρων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν μια συνεχής τρανή απόδειξη, ότι οι αλλόθρησκοι κατακτητές δεν μπορούσαν με κανένα βίαιο μέσο να υποτάξουν τις ψυχές των υποδούλων Ρωμιών. Δεν ήταν, όμως, μόνο το πλήθος των νεομαρτύρων. Ένας μεγάλος αριθμός φωτισμένων Διδασκάλων του Γένους έδρασαν σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια, για να κρατήσουν ζωντανή την ορθόδοξη πίστη και ζωή, αλλά και την ελληνική γλώσσα και Ιστορία. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους Διδασκάλους του Γένους ξεχωρίζουν οι φιλοκαλικοί Πατέρες της περιόδου της Τουρκοκρατίας, οι λεγόμενοι Κολλυβάδες, που κράτησαν ζωντανή κατά τους χρόνους της σκλαβιάς την ησυχαστική Παράδοση του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά και των λοιπών ησυχαστών Πατέρων του 14ου αιώνος. Να υπενθυμίσουμε μονάχα μερικά χαρακτηριστικά ονόματα: Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, Αγ. Μακάριος Νοταράς, Αγ. Αθανάσιος ο Πάριος και τόσοι άλλοι.
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, του οποίου τη μνήμη εορτάζουμε στις 24 του Αυγούστου, ανήκει τόσο στη χορεία των νεομαρτύρων, όσο και στη χορεία των φιλοκαλικών Πατέρων, των φωτισμένων Διδασκάλων του Γένους. Η Εκκλησία μας τον τιμά ως Ισαπόστολο και ως Ιερομάρτυρα. Υπήρξε όντως μια φωτεινή αποστολική φυσιογνωμία των χρόνων της Τουρκοκρατίας, ιεραπόστολος και εθναπόστολος, ο οποίος σφράγισε το ασύλληπτο σε έκταση και ποιότητα αποστολικό του έργο με την ίδια τη ζωή του. Υπήρξε ακόμη θεοφώτιστος Προφήτης του Γένους, αλλά και θαυματουργός Άγιος. Κατά το πρότυπο του Αποστόλου των Έθνών Παύλου για είκοσι ολόκληρα χρόνια περιόδευε ανάμεσα στους υπόδουλους ελληνικούς πληθυσμούς (τουρκοκρατούμενους, αλλά και φραγκοκρατούμενους) και δίδασκε, νουθετούσε, στήριζε, παρηγορούσε.
Ο σκοπός του, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, δεν ήταν να ξεσηκώσει τους υπόδουλους Έλληνες εναντίον του κατακτητή, για να κερδίσουν την εθνική τους ελευθερία, αλλά να τους οδηγήσει στην κατά Χριστόν ζωή, να τους βοηθήσει να γίνουν ζωντανά μέλη του Σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, και να κερδίσουν την αληθινή ελευθερία, την πνευματική ελευθερία από τα πάθη και τις αμαρτίες.
Το κήρυγμα του Πατροκοσμά, επειδή ακριβώς ήταν απαύγασμα του φωτισμού του Παναγίου Πνεύματος, δεν αφορούσε μόνο στα δεδομένα της εποχής της Τουρκοκρατίας. Ήταν και παραμένει πάντοτε επίκαιρο. Ιδιαίτερα στην τόσο δύσκολη και μπερδεμένη εποχή μας ο λόγος του είναι άκρως επίκαιρος. Μπορεί να μην ζούμε σήμερα σε δεδομένα Τουρκοκρατίας η Φραγκοκρατίας, μπορεί να μην υπάρχει σήμερα η έλλειψη κοσμικής παιδείας που υπήρχε τότε, ζούμε όμως στα δεδομένα μιάς άλλης μεταμοντέρνας σκλαβιάς και υποδούλωσης, χειρότερης ίσως από την Τουρκοκρατία και τη Φραγκοκρατία, και πάσχουμε από φοβερή έλλειψη αληθινής παιδείας, εκκλησιαστικής παιδείας.
Από τη μια η αθεία, οι λογιών λογιών αιρέσεις και οι λοιπές παραχαράξεις της χριστιανικής πίστης, κι από την άλλη το κοσμικό, υλιστικό, καταναλωτικό – ειδωλολατρικό πνεύμα, που έχει αλώσει τα πάντα· το φοβερό σαράκι της εκκοσμίκευσης, που απειλεί εν πολλοίς και την ίδια τη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο Άγιος Κοσμάς καταγόταν από την Αιτωλία, γι’ αυτό και αποκαλείται Αιτωλός. Γεννήθηκε στο χωριό Μέγα Δένδρο της Αιτωλοακαρνανίας το έτος 1714 μ.Χ. και το κοσμικό του όνομα ήταν Κώνστας. Σε ηλικία 35 χρόνων (1749) μετέβη για σπουδές στη Μονή Βατοπαιδίου στο Άγιον Όρος, όπου λειτουργούσε τότε η περίφημη Αθωνιάδα Σχολή. Απόδειξη της ιδιαίτερης ακμής της Αθωνιάδας Σχολής κατά τους χρόνους εκείνους ήταν το γεγονός ότι από το 1752 τη διηύθυνε και δίδασκε σ’ αυτήν ο πολύς Ευγένιος Βούλγαρης. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του (1759), ο Άγιος Κοσμάς μεταβαίνει στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους, όπου κείρεται μοναχός και λαμβάνει το όνομα Κοσμάς. Σύντομα γίνεται ιερομόναχος, η καρδιά του όμως φλέγεται κυριολεκτικά για την ιεραποστολή. Η βαθειά ταπείνωσή του, ωστόσο, δεν του επιτρέπει να κάνει από μόνος του κάποιο βήμα, όσο κι αν η φωνή της συνειδήσεώς του βοά. Αρχίζει την ιεραποστολική του δράση μόνο αφού εξασφαλίζει την ευλογία των πνευματικών του πατέρων στο Άγιον Όρος, αλλά και των Αρχιερέων και Διδασκάλων της Κων/πόλεως. Έλαβε μάλιστα έγγραφη άδεια για το ιεραποστολικό του έργο από τον τότε Πατριαρχεύοντα Σεραφείμ τον εκ Δελβίνου, ενώ αργότερα έλαβε νέα άδεια και ευλογία από τον Πατριάρχη Σωφρόνιο.
Με επίσημη, λοιπόν, άδεια και ευλογία αρχίζει το ιεραποστολικό του έργο, που διήρκεσε, όπως αναφέραμε, είκοσι ολόκληρα χρόνια. Έκανε τρεις ιεραποστολικές περιοδείες σε όλη την υπόδουλη Ελλάδα (τουρκοκρατούμενη και φραγκοκρατούμενη), αλλά και στη Βόρεια Ήπειρο (την αρχαία Ιλλυρία), όπου τελικά μαρτύρησε. Πως κατάφερε να επιβιώσει διεξάγοντας τέτοιο κοσμογονικό έργο για δύο ολόκληρες δεκαετίες; Επιδεικνύοντας μεγάλο σεβασμό απέναντι στις αρχές και εξουσίες της εποχής του, τόσο τις εκκλησιαστικές (Πατριάρχες, Αρχιερείς) όσο και τις κοσμικές (οθωμανικές και φραγκικές).
Λόγω του πλήθους του λαού, που προσέτρεχε ν’ ακούσει το κήρυγμά του, δίδασκε πάντοτε σε υπαίθριους χώρους Κατασκεύαζε πρώτα έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό, τον οποίο έστηνε εκεί όπου θα γινόταν η διδασκαλία. Τοποθετούσε επίσης ένα σκαμνί, πάνω στο οποίο ανέβαινε και δίδασκε. Το σκαμνί το έπερνε μαζί του από τον ένα τόπο στον άλλο, τον ξύλινο σταυρό όμως τον άφηνε για να θυμούνται οι εκεί Χριστιανοί το κήρυγμά του. Η διδασκαλία του ήταν έκφραση και ξεχείλισμα αδελφικής αγάπης και βαθειάς ταπείνωσης. «Διδάσκω τους αδελφούς μου το κατά δύναμιν», συνήθιζε να λέει, «όχι ως διδάσκαλος, αλλ’ ως αδελφός· διδάσκαλος μόνον ο Χριστός μας είνε» (Διδαχή Α’)
Ολόκληρη η ζωή του και η διδασκαλία του κινείται σαφέστατα στη λογική του σταυρού, στη λογική δηλαδή της θυσίας και του μαρτυρίου. Ο σταυρός που έστηνε σε κάθε τόπο όπου δίδασκε ήταν μια συνεχής υπενθύμιση του θανάτου, ήταν μια αδιάκοπη αίσθηση του μαρτυρίου. Τονίζοντας στους Χριστιανούς ότι δεν είχε απολύτως τίποτα δικό του, προσέθετε ότι και το σκαμνί που κουβαλούσε μαζί του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά εικόνα του τάφου του. «Και το σκαμνί οπού έχω ιδικόν σας είνε, το οποίον εικονίζει τον τάφον μου» (Διδαχή Α’). Η αίσθηση και ο πόθος του μαρτυρίου είχαν τέτοια δύναμη μέσα του, ώστε έλεγε: «Τον Χριστό μας παρακαλώ να με αξιώση να χύσω και εγώ το αίμα μου διά την αγάπην του, καθώς το έχυσε και Εκείνος διά την αγάπην μου» (Διδαχή Α’).
Μια βασική παράμετρος του όλου αναγεννητικού του έργου ήταν η μεγάλη σημασία που απέδιδε στα ελληνικά γράμματα και στην εν γένει μόρφωση, αλλά και στη δημιουργία σε κάθε τόπο που επισκεπτόταν ελληνικών σχολείων. Με δικές του ενέργειες κτίστηκαν 210 ελληνικά σχολεία και άλλα 1100 κατώτερα σχολεία. «Ένας αυτός ανεπλήρωσε την έλλειψιν Υπουργείου Παιδείας κατά τους χρόνους εκείνους της Τουρκοκρατίας», σημειώνει ο μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος στο μνημειώδες βιβλίο του για τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. «Χωρίς το σχολείον περιπατούμεν εις το σκότος» (Διδαχή Α’), έλεγε ο Άγιος με νόημα. «Δεν βλέπετε ότι αγρίωσε το γένος μας από την αμάθειαν και εγίναμεν ωσάν θηρία;» (Διδαχή Β’). «Καλύτερον, αδελφέ μου, να έχης ελληνικόν σχολείον εις την χώραν σου, παρά να έχης βρύσες και ποτάμια· και ωσάν μάθης το παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται άνθρωπος» (Διδαχή Ε’).
Μη διανοηθεί κανείς να σκεφθεί, βεβαίως, ότι στόχος του Αγίου Κοσμά ήταν απλώς ν’ ανοίγουν σχολεία, για να μαθαίνουν οι Έλληνες κοσμικά μονάχα γράμματα. Στόχος του ήταν να μαθαίνουν οι Έλληνες γράμματα που να τους οδηγούν στην Εκκλησία και στην κατά Χριστόν ζωή, γράμματα που να αποβλέπουν στη θέωση του ανθρώπου. «Το σχολείον ανοίγει τας εκκλησίας· το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια» (Διδαχή Ε’), τόνιζε με έμφαση. «Διότι από το σχολείον μανθάνομεν τι είνε Θεός, τι είνε Αγία Τριάς, τι είνε Άγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλασις, αρετή, κακία· τι είνε ψυχή, σώμα …» (Διδαχή Α’). Πόσο επίκαιρος είναι σήμερα ο λόγος του Πατροκοσμά! Σε μια αλλοπρόσαλλη εποχή, κατά την οποία πασχίζουν με νύχια και με δόντια κάποιοι δήθεν «φωτισμένοι» και κάποιοι δήθεν «ειδήμονες» να βγάλουν έξω από τα σχολεία μας ο,τι θυμίζει Εκκλησία, ο,τι θυμίζει Χριστό, ο,τι θυμίζει ορθόδοξη πίστη και ζωή.
Ο Άγιος Κοσμάς προέτρεπε τους Χριστιανούς να εξομολογούνται και να κοινωνούν συχνά, να νηστεύον και να προσεύχονται. «Όσον εξομολογείται ο άνθρωπος, νηστεύει και προσεύχεται, τόσον κατακαίεται και φεύγει ο διαβολος» (Διδαχή Α’). Συμβούλευε τους ιερείς να λειτουργούν, αν ήταν δυνατόν, καθημερινά. «Να βάνητε τους ιερείς να λειτουργούν εις την εκκλησίαν κάθε ημέραν, διά να ευλογήται η χώρα σας» (Διδαχή Η’). Συνιστούσε στον λαό την ευχή του Ιησού: «Σας συμβουλεύω να κάμετε από ένα κομβολόγι μικροί και μεγάλοι και να το κρατήτε με το αριστερό χέρι, και με το δεξιό να κάμνετε τον σταυρόν σας και να λέγετε: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, διά της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου» (Διδαχή Γ’). Φρόντισε ακόμη να φτιαχτούν κολυμβήθρες και να σταλούν σε όλα τα χωριά που δεν είχαν, για να μπορεί να τελείται σωστά το Μυστήριο της Βαπτίσεως.
Η εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν η εποχή του Ευρωπαικού Διαφωτισμού, η εποχή που στην Ευρώπη κυκλοφορούσαν διάφορες αθειστικές θεωρίες, που αποτελούσαν θανάσιμο κίνδυνο και για τους υπόδουλους Ρωμιούς. Ο Άγιος Κοσμάς δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ένας λόγιος Διαφωτιστής. Ήταν ένας αληθινός Απόστολος του Χριστού στη δύσκολη εποχή του, ένας αυθεντικός κρίκος στην αδιάσπαστη αλυσίδα της ζωντανής προφητικής, αποστολικής και πατερικής Παραδόσεως. Ο λόγος του επ’ αυτού ήταν σαφέστατος: «Αφήνομεν λοιπόν, αδελφοί μου, τας φλυαρίας των ασεβών, των αιρετικών, των αθέων, και λέγομεν μόνον όσα το Πνεύμα το Άγιον εφώτισε τους αγίους Προφήτας, Αποστόλους και Πατέρας της Εκκλησίας μας και μας έγραψαν …» (Διδαχή Α’).
Μια άλλη βασική παράμετρος του ιεραποστολικού του έργου, εξίσου επίκαιρη στην εκκοσμικευμένη εποχή μας που κυριαρχείται από το πνεύμα του μαμωνά, ήταν η προσπάθειά του να καταργήσει τα παζάρια της Κυριακής και να τα μεταφέρει στο Σάββατο. Με προφητικό ζήλο έλεγε στους Χριστιανούς: «Εκείνο το κέρδος οπού γίνεται την Κυριακήν είνε αφωρισμένο και κατηραμένο, και βάνετε φωτιά και κατάρα εις το σπίτι σας και όχι ευλογίαν» (Διδαχή Δ’). Αυτή η προσπάθεια του Αγίου, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, προκάλεσε το μίσος των Εβραίων, που έπαθαν εξαιτίας αυτής της αλλαγής οικονομική καταστροφή. Ο Άγιος Κοσμάς, ενώ μέχρις ενός σημείου της ιεραποστολικής του δράσεως ποτέ δεν είπε αρνητικό λόγο για τους Εβραίους, από ένα σημείο και μετά άρχισε να τους κατηγορεί για το μίσος τους εναντίον των Χριστιανών. Αυτή ήταν και η απαρχή του τέλους για τον Άγιο.
Οι ‘Εβραίοι δωροδόκησαν τον Κούρτ Πασά, που είχε την έδρα του στο Μπεράτι της Βορείου Ηπείρου, με σκοπό να θανατώσει τον Άγιο Κοσμά, όπως και πράγματι έγινε. Ο Άγιος προείδε το μαρτυρικό του τέλος και δέχθηκε με χαρά την απόφαση για θανάτωσή του, αφού όλη η ζωή του, όπως είδαμε, ήταν μια πορεία προς το μαρτύριο, το οποίο τόσο ποθούσε. Όταν οι δήμιοι τον οδήγησαν στον τόπο του μαρτυρίου του, στο χωριό Κολικόντασι της Βορείου Ηπείρου, γονάτισε, προσευχήθηκε θερμά, σηκώθηκε και ευλόγησε τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και παραδόθηκε χωρίς καμιά αντίσταση. Ήταν η 24η Αυγούστου του σωτηρίου έτους 1779 και ο Άγιος ήταν μόλις 65 χρόνων. Το Τίμιο Λείψανό του το έριξαν οι δήμιοί του σ’ ένα ποτάμι με μια μεγάλη πέτρα στον λαιμό. Τρεις μέρες αργότερα το βρήκε ένας ευλαβής ιερέας να στέκεται πάνω στο νερό του ποταμού σαν να ήταν ζωντανό. Ο Κούρτ Πασάς μετανόησε, βεβαίως, για την άδικη και βάρβαρη πράξη του, ήταν όμως πλέον αργά.
Σε μεταγενέστερο στάδιο, με προσταγή του Αλή Πασά, ο οποίος ιδιαιτέρως τον ευλαβείτο και τον τιμούσε ως Άγιο, έγινε ανακομιδή του Τιμίου Λειψάνου του και κτίστηκε Μοναστήρι επ’ ονόματί του. Η Τιμία Κάρα του Αγίου Κοσμά ευρισκόταν μέχρι τον θάνατο του Αλή Πασά στο σαράι του στα Ιωάννινα υπό την ευθύνη της συζύγου του Βασιλικής, η οποία, να υπενθυμίσουμε εν προκειμένω, παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της Ορθόδοξη Χριστιανή. Ο Αλή Πασάς, μάλιστα, όταν βρέθηκε σε ώρα μεγάλης ανάγκης, όταν ήταν δηλαδή πολιορκημένος από τα στρατεύματα του Χουρσίτ Πασά, διέταξε και λιτανεύτηκε η Τιμία Κάρα του Αγίου.
Θα κλείσουμε αυτή την αναφορά μας στον Ιερομάρτυρα και Ισαπόστολο Κοσμά τον Αιτωλό, τον φωτισμένο Διδάσκαλο και τον θεοφώτιστο Προφήτη του Γένους, με ένα λόγο του διαχρονικό και άκρως επίκαιρο: «Το κορμί σας ας το καύσουν, ας το τηγανίσουν· τα πράγματά σας ας σας τα πάρουν· μη σας μέλλει· δώσατέ τα· δεν είνε ιδικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δύο όλος ο κόσμος να πέση, δεν ημπορεί να σας τα πάρη, εκτός και τα δώσετε με το θέλημά σας» (Διδαχή Δ’).
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου “Παρέμβαση Εκκλησιαστική. Ορθόδοξο Πνευματικό Έντυπο”, τεύχος 37 (2017), σ. 102-108, και στο επίσημο περιοδικό της Εκκλησίας της Κύπρου “Απόστολος Βαρνάβας”, Τόμος 79 (2018), σ. 568-573).