Στο χωριό Κάτω Παυλιάνα Κερκύρας συνέβη παλαιότερα ένα ασυνήθιστα θαυμαστό και διδακτικό γεγονός.
Μέσα σ’ ένα σπίτι ήταν η γυναίκα λεχώνα που δεν είχε σαραντίσει ακόμα, και ο άνδρας της καθόταν κοντά στο παράθυρο. Από κακή συνήθεια με κάποια αφορμή ο άνδρας βλασφήμησε τα θεία και τότε αμέσως παρουσιάστηκαν μπροστά του δαίμονες, τον άρπαξαν και τον πήγαν σε μία σπηλιά που βρίσκεται πάνω από το χωριό. Εκεί ήταν κατοικία δαιμόνων.
Τον ταλαίπωρο βλάσφημο τον χτυπούσαν και τον τυραννούσαν οι δαίμονες αρκετές μέρες. Υπέφερε πολύ από την πείνα και τον φόβο. Φαίνεται πως είχε δώσει πολλά δικαιώματα στους δαίμονες, ήταν πολύ αμαρτωλός και ανεξομολόγητος, γι’ αυτό του υπενθύμιζαν όλες τις αμαρτίες που είχε διαπράξει. Ακόμη του έδειξαν μέχρι και τα σκουπίδια που σκούπιζε τις Κυριακές γιατί είχαν και απ’ αυτό μερίδιο, διότι και αυτό είναι αμαρτία.
Ήρθε τελικά σε μετάνοια, άρχισε να προσεύχεται και να ζητά την βοήθεια του αγίου Σπυρίδωνος. Τότε παρουσιάστηκε ο Άγιος και το σπήλαιο έλαμψε. Έδωσε στους δαίμονες ένα χαρτί, σαν απόφαση, για να τον αφήσουν ελεύθερο. Αμέσως οι δαίμονες τον πήραν, τον σήκωσαν και τον έφεραν έξω από το χωριό. Εκείνος γύρισε σπίτι του και τρέμοντας διηγήθηκε το γεγονός. Ο Θεός οικονόμησε να ταλαιπωρηθή τόσο για να έρθη σε μετάνοια και να σταματήση την βλασφημία.
Ο Μιχαήλ … κάτοικος Σμύρνης πριν από την Ανταλλαγή, κάποια μέρα πήγε να οργώση το χωράφι του με τα βόδια. Σε μια στιγμή το υνί σκάλωσε κάπου, τα βόδια δεν προχωρούσαν και ο ίδιος δεν μπορούσε να βγάλη το υνί από το χώμα. Αφού κουράστηκε και αγανάκτησε, άρχισε να βλαστημά τον Χριστό και τους Αγίους. Αμέσως έχασε το φως του περίπου για ένα τέταρτο. Τότε μετανοιωμένος και συντριμμένος παρακάλεσε την αγία Παρασκευή να του δώση το φως του και υποσχέθηκε να μην ξαναβλασφημήση ποτέ. Έκανε και ένα τάμα. Όσο ζούσε ποτέ του την Παρασκευή δεν θα έτρωγε και δεν θα έπινε τίποτε. Και αμέσως, ω του θαύματος, ξανάρθε το φως του, έβγαλε εύκολα το υνί και συνέχισε το όργωμα, ευχαριστώντας τον Θεό και την αγία Παρασκευή.
Ο Μιχαήλ μετά την Ανταλλαγή ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Πάτρα. Τήρησε το τάμα του. Κάθε Παρασκευή δεν έτρωγε και δεν έπινε τίποτε ούτε νερό μέχρι το τέλος της ζωής του. Ακόμη και τα Χριστούγεννα, όταν ήταν ημέρα Παρασκευή, δεν έτρωγε. Αλλά στην επιμονή των δικών του να φάη, έκανε μόνο αυτήν την ημέρα παραχώρηση και έτρωγε κάτι για το αιδέσιμο της ημέρας για να σταματήσουν οι πιέσεις των οικείων του.
Μία ευλαβέστατη γυναίκα είχε άνδρα άσωτο, βλάσφημο και αυταρχικό. Η ίδια δυσκολευόταν ως σύζυγος αλλά έκανε πολλή υπομονή. Δεν ζήτησε σαν διέξοδο τον χωρισμό ούτε ανταπέδιδε όσα της έκανε ο δύστροπος σύζυγός της. Έκανε τάμα στην Παναγία να φορέση σ’ όλη της την ζωή μαύρα, αρκεί να φωτίση τον άνδρα της να έρθη στον δρόμο του Θεού. Προσευχόταν συνεχώς και νήστευε για την μετάνοια του συζύγου της. Και ο φιλάνθρωπος Κύριος, «ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν και της δεήσεως αυτών επακούων», φώτισε τον άσωτο και έγινε υπόδειγμα καλού χριστιανού.
Μετενόησε, εξωμολογήθηκε, έκοψε τα πάθη του και τώρα δεν λείπει από την Εκκλησία. Κάθε χρόνο πηγαίνει για σαράντα ημέρες και εργάζεται χωρίς αμοιβή σε μοναστήρια. Είναι γεμάτος φλόγα και ζήλο για τον Χριστό. Λέει συχνά: «Τώρα που γνώρισα τον Χριστό, να μου πουν να βάλω το κεφάλι μου να μου το κόψουν για την αγάπη του Χριστού, το κάνω με όλη μου την καρδιά».
Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Α’, σελ. 324, 335, 363.