ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ Ο ΙΒΗΡΙΤΗΣ: Η αληθινή σοφία, η οποία έχει κύρος και δεν καταπίπτει, είναι η κατά Θεόν σοφία. Αυτή είναι καρπός και δωρεά του Αγίου Πνεύματος σε ανθρώπους πιστούς και ταπεινούς στην καρδιά, δηλαδή τους αγίους.
Οι άγιοι της Εκκλησίας μας υπερέβησαν την κοσμική σοφία και έφτασαν στο θείο φωτισμό, λάμποντας οι ίδιοι και φωτίζοντας τους άλλους. Μια τέτοια φωτεινή προσωπικότητα, σε μαύρους χρόνους, υπήρξε ο άγιος Ιερόθεος ο Ιβηρίτης, ο οποίος σημάδεψε με την προσωπικότητά του την πνευματική πορεία πολλών ανθρώπων. Υπήρξε ένας φωτισμένος νους, μια ολοκληρωμένη πνευματική προσωπικότητα. Ένας φωτεινός φάρος στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Γεννήθηκε στην Καλαμάτα της Πελοποννήσου στα 1686, από πλούσιους, γονείς τους οποίους διέκρινε η ευσέβεια και η αρετή. Ο πατέρας του ονομαζόταν Δήμος και η μητέρα του Ασημίνα. Ούσα έγκυος η μητέρα του, κάποιος άγιος ασκητής της αποκάλυψε ότι τα παιδί που θα γεννούσε θα γινόταν σκεύος εκλογής του Θεού. Οι ευσεβείς γονείς του του μετέδωσαν την πίστη στο Θεό και του δίδαξαν την οδό της αρετής. Μάλιστα, έχοντας τα οικονομικά μέσα, τού έδωσαν σοβαρή μόρφωση. Τον έστειλαν στα καλλίτερα σχολεία και στους διασημότερους δασκάλους της περιοχής για να σπουδάσει. Και εκείνος, έχοντας ισχυρή θέληση για μάθηση και διαθέτοντας εξαιρετική οξύνοια, κατέστη ενωρίς μια σπάνια πνευματική προσωπικότητα. Σε ηλικία μόλις επτά ετών προξενούσε το θαυμασμό για την πολυμάθειά του και την κριτική του σκέψη. Απόφευγε τα παιχνίδια και καταγίνονταν με τη μελέτη. Αγαπούσε ιδιαίτερα τις Άγιες Γραφές και τα συγγράμματα των Πατέρων, τα οποία εντύπωνε στην ψυχή του. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο μεγάλωνε η δίψα του για μάθηση!
Όταν περάτωσε τις σπουδές του και έφτασε σε ηλικία γάμου, οι γονείς του ποθούσαν να τον δουν επιτυχημένο οικογενειάρχη, ο οποίος θα διαχειρίζονταν την μεγάλη περιουσία τους και θα ζούσε μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Έτσι, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, χωρίς να τον ρωτήσουν, τον αρραβώνιασαν με μια σεμνή και πλούσια κοπέλα. Αλλά εκείνος είχε άλλα σχέδια για τη ζωή του. Σκόπευσε να αφιερωθεί στο Θεό και στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Όμως, επειδή δεν ήθελε να στεναχωρήσει τους γονείς του, έκανε υπομονή και βασανιζόταν ψυχικά.
Αλλά ο Θεός, ο οποίος γνωρίζει τα εσώψυχα του κάθε ανθρώπου και προνοεί για την πορεία της ζωής του, έδωσε τη λύση. Δεκαέξι ημέρες πριν το γάμο του, πέθαναν ξαφνικά οι γονείς του. Τότε ο Ιερόθεος, μίλησε με την μνηστή του, της εξήγησε τη θέλησή του, ότι θέλει να διάγει τον άγαμο μοναχικό βίο, εκείνη τον κατάλαβε και έτσι διέλυσαν τον αρραβώνα τους.
Μετά από καιρό μετέβη στη Ζάκυνθο, όπου διέμεναν κάποιοι πλούσιοι συγγενείς του. Εκείνοι, τον συμβούλεψαν να πάει στην Ευρώπη να συνεχίσει τις σπουδές του. Όμως ο Ιερόθεος δεν ενθουσιάστηκε από την πρόταση. Είχε κατά νουν ένα άλλο μεγάλο και ασύγκριτα ανώτερο πνευματικό τόπο, το Άγιον Όρος, όπου, ταπεινοί μοναχοί και ασκητές, αποκτούσαν, με την προσευχή και την άσκηση, την κατά Θεόν σοφία, η οποία είναι ασύγκριτα ανώτερη από όλες τις σπουδές και τις σοφίες του κόσμου.
Πήρε λοιπόν την απόφαση να ανέβει στο «Περιβόλι της Παναγίας». Βρήκε κάποιον άγιο ερημίτη, με τον οποίο συγκατοίκησε και έγινε υποτακτικός του. Ένα νέο κεφάλαιο άνοιξε στη ζωή του. Αρχίζει αμέσως αγώνα προσωπικής καθάρσεως και περιβολής αρετών. Υπό την καθοδήγηση του αγίου ασκητή, πολεμά τη σάρκα και εξυψώνει το πνεύμα. Παράλληλα, ως φιλομαθής, διαβάζει με πάθος πνευματικά
συγγράμματα, συναξάρια αγίων και θεολογικές πραγματείες, τα οποία αφθονούσαν στο Άγιο Όρος. Μελετά τη ζωή των μοναχών, αλλά τον προβληματίζει η κατάπτωση κάποιων από αυτούς, γεμίζοντας την ψυχή του με λύπη και απογοήτευση. Γι’ αυτό σκέφτηκε να οδηγηθεί προς το μαρτύριο, τον οποίο θεωρούσε τον συντομότερο δρόμο της σωτηρίας. Άλλωστε βρισκόμαστε σε εποχή, που χιλιάδες Νεομάρτυρες έχυναν το αίμα τους για την πίστη τους στο Χριστό. Όμως ο πνευματικός του τον εμποδίζει, λέγοντάς του, πως το μαρτύριο έρχεται μόνο του, ως αναπάντεχο δώρο του Θεού. Του υπενθύμισε επίσης το λόγο του αποστόλου Παύλου περί «νομίμου αθλήσεως» (Β΄Τιμ.2,5).
Μετά από καιρό πήγε στην Ιερά Μονή Ιβήρων, όπου εκάρη μοναχός και εντάχτηκε στην αδελφότητα. Όμως ο πόθος του μαρτυρίου δεν τον εγκατέλειπε, μάλλον γιγάντωνε στην ψυχή του. Η ευκαιρία, που ζητούσε του δόθηκε. Επελέγη, με αντιπροσωπία μοναχών της Μονής, υπό τον προεστώτα, να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη, για κάποια υπόθεση της Μονής. Πίστεψε ότι εκεί, στην καρδιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας και του ισλαμισμού, θα του δινόταν η ευκαιρία να ομολογήσει το Χριστό και να μαρτυρήσει για χάρη Του. Αλλά εις μάτην, καμιά ευκαιρία δεν του δινόταν, ο Θεός είχε άλλο σχέδιο γι’ αυτόν.
Μετά από αυτό έφυγε για την Βλαχία. Εκεί χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μητροπολίτη Σόφιας Αυξέντιο και του δόθηκε η δυνατότητα να παρακολουθήσει μαθήματα από τον διάσημο κύπριο δάσκαλο Μάρκο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου διδάχτηκε μαθήματα φιλοσοφίας από τον επίσης σπουδαίο αργείτη δάσκαλο Γιακουμή. Η δίψα του για μάθηση ήταν ακόρεστη. Για περαιτέρω ανώτερες σπουδές πήγε στη Βενετία, φτάνοντας στο απόγειο της κατά κόσμον γνώσεως. Είχε εγκολπωθεί όλη τη σοφία της εποχής του!
Αλλά, όμως ένοιωθε ένα μεγάλο κενό στην ψυχή του. Κατάλαβε πως η απόκτηση της κοσμικής γνώσεως μόνο υπεροψία και ματαιοδοξία μπορεί να δώσει στον άνθρωπο. Αντίθετα η ταπεινή προσέγγιση του Θεού και ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος μπορούν να ικανοποιήσουν την ψυχή μας. Γι’ αυτό πήρε την απόφαση να γυρίσει ξανά στη Μονή της μετανοίας του, την Ιβήρων, όπου έγινε ενθουσιωδώς ευπρόσδεκτος από την αδελφότητα.
Αρχίζει έναν έντονο πνευματικό αγώνα, με αδιάλειπτη προσευχή, αγρυπνίες, μετάνοιες, μελέτη της Αγίας Γραφής και άλλων πνευματικών βιβλίων, νηστεία και υπακοή. Ο Θεός τον επιβραβεύει. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη Νεοκαισαρείας Ιάκωβο. Ήταν ήδη τριάντα ετών. Εντείνει τον πνευματικό του αγώνα και γίνεται αντικείμενο θαυμασμού από τους άλλους μοναχούς. Σύντομα διαπιστώνονται σημάδια αγιότητας σ’ αυτόν. Αξιώθηκε της ιαματικής χάριτος. Πολλοί ασθενείς, μοναχοί και κοσμικοί, λάβαιναν την ίαση και δόξαζαν έτσι το Θεό. Κι όχι μόνο αυτό. Η φήμη του ως άρτια πνευματική προσωπικότητα έφτασε μακριά και ένα πλήθος ανθρώπων έτρεχε να πάρει τις πολύτιμες και σωτήριες συμβουλές του.
Την εποχή εκείνη έπεσε θανατικό στο νησί της Σκοπέλου. Οι έντρομοι και απελπισμένοι κάτοικοι έμαθαν για τον άγιο ιερομόναχο στην Ιβήρων. Του ζήτησαν να τους βοηθήσει. Τότε εκείνος, πλημμυρισμένος από αγάπη, μετέβη, με συνοδεία μοναχών, στο νησί και με τις ατέλειωτες προσευχές και δεήσεις τους απότρεψε το κακό! Έμεινε εκεί οκτώ χρόνια, συμβάλλοντας για την πνευματική καλλιέργεια των κατοίκων. Οι κουρασμένοι από την αμαρτία, τα βάσανα της ζωής και την τουρκική καταπίεση έβρισκαν ανακούφιση και παρηγοριά κοντά του. Πλήθος αμαρτωλών οδηγήθηκαν στη μετάνοια.
Ο ίδιος εντείνει τον πνευματικό του αγώνα και ο Θεός τον επιβραβεύει με σπάνιες θεϊκές ελλάμψεις και αποκαλύψεις. Λαμβάνει το χάρισμα της προορατικότητας.
Προβλέπει τη δική του εκδημία. Για να ζήσει τις τελευταίες ημέρες της επιγείου ζωής του «ενώπιος ενωπίω» με το Θεό, με ησυχία και αδιατάρακτη προσευχή, πήρε μαζί του τον ενάρετο υποτακτικό του ιερομόναχο Μελέτιο, καθώς και τους μοναχούς Ιωσήφ και Συμεών και κατέφυγε σε ένα κοντινό ερημονήσι, τη Γιούρα. Εκεί διάγει τις τελευταίες ημέρες του με ησυχία, σιωπή και αδιάλειπτη προσευχή. Μετά από λίγο καιρό ασθένησε και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, σε ηλικία 59 ετών. Ήταν 13 Σεπτεμβρίου του έτους 1745. Οι μαθητές του ενταφίασαν το τίμιο σώμα του, το οποίο ευωδίαζε. Αργότερα, όταν έγινε η ανακομιδή του, μεταφέρθηκε στη Μονή των Ιβήρων η τιμία κάρα του, η οποία ευωδιάζει και θαυματουργεί.
Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου, την ημέρα της οσιακής του κοιμήσεως.