Υπό του Γέροντος Μαξίμου Ιβηρίτου – Για το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
[Αφιερωτική ιστορική μελέτη δίκην Συναξαριακού αναγνώσματος, αφθάστου τιμής και μακαρίας μνήμης]
{Μέρος α ́}:
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΙΒΗΡΙΤΗΣ: Ο Γεώργιος Σφραντζής υπήρξε σημαίνων διπλωμάτης, μυστικοσύμβουλος, ιστοριογράφος και ανώτατος αξιωματικός των τελευταίων ετών της εναπομεινάσης Βυζαντινής αυτοκρατορίας, και ο μόνος εκ των τεσσάρων ιστορικών όστις έζησεν ως αυτόπτης μάρτυς τα γεγονότα της Αλώσεως.
Οι άλλοι τρεις ιστορικοί και χρονογράφοι της Αλώσεως: Μιχαήλ Δούκας, Μιχαήλ Κριτόβουλος και Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, συνεπλήρωσαν τας ιστορίας αυτών εκ διαφόρων πληροφοριών. Ο περιώνυμος Έλλην έφερε το Βυζαντινόν επώνυμον Σφραντζής, το οποίον όπως υποστηρίζεται υπέστη φωνητικήν απλοποίησιν και εγένετο Φραντζής εντός του περιγύρου της Βενετοκρατουμένης Κερκύρας, όπου έζησε κατά τα τελευταία έτη
της ζωής του, καθότι εις τους Δυτικούς ήσαν γνώριμα τα ονόματα Frances και Francesko.
Η άποψις αύτη, ότι Σφραντζής είναι ο ορθός τύπος υπό της χειρογράφου παραδόσεως, αντί του Φραντζής δι’ ου εγένετο ευρύτερον γνωστός, εύρε δικαίωσιν εις τους νεωτέρους ερευνητάς· υπάρχουν όμως και τινες αντιδρώντες, ισχυριζόμενοι ότι το παλαιόν του επώνυμον ήτο Φραντζής.
Ο ίδιος πάλιν έφερε και δεύτερον επώνυμον ή παρωνύμιον, καλούμενος Φιαλίτης. Τούτο απαντάται εις δύο Βραχέα Χρονικά, τα οποία εμπεριέχονται εις κώδικας της καθ’ ημάς Ι. Μονής των Ιβήρων Αγίου Όρους Άθω· ταύτα μαρτυρούν, ότι ο Δεσπότης Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, καταλαβών τας Πάτρας το 1430, ενεπιστεύθη την διοίκησιν αυτών εις τον Γεώργιον Σφραντζήν.
Τα δύο Βραχέα Χρονικά, έχουν ως εξής: «το αυτό έτος [6938 (1430)] έλαβεν ο δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος τον γουλά της Παλαιάς Πάτρας [= τον πύργον εις το ΒΑ συγκρότημα της Ακροπόλεως] από λιμόν και εποίησε κεφαλήν τον κυρ Γεώργιον Φραντζή τον Φιαλίτην»· και «το αυτό έτος Ιουλίω έλαβεν ο δεσπότης ο Κωνσταντίνος τον τόπον της Παλαιάς Πάτρας από λιμού και εποίησε κεφαλήν Γεώργιον Φράντζη τον Φιαλίτην» (βλ. Λάμπρου Σπυρίδωνος, Βραχέα Χρονικά, εκδ. Κ. Αμάντου, Αθήναι 1932, σελ. 17 και 54).
Ο Γεώργιος Σφραντζής εγεννήθη εν ΚΠόλει την 30 Αυγούστου 1401, και κατήγετο εξ επιφανούς οικογενείας της Λήμνου. Ο πατήρ αυτού ήτο εκ των συνεργατών του αυτοκράτορος του Βυζαντίου Μανουήλ Β ́ Παλαιολόγου, και του εν Πελοποννήσω Δεσπότου του Μυστρά Θωμά Παλαιολόγου.
Μετά τον θάνατον των γονέων του, κατά τον επισυμβάντα λοιμόν του 1416-1417, εισήλθεν εις την υπηρεσίαν της αυλής, ως τραπεζοκόμος και υπεύθυνος του κοιτώνος του πρίγκιπος Κωνσταντίνου [= του μετέπειτα τελευταίου αυτοκράτορος του Βυζαντίου]. Την κηδεμονίαν αυτού ανέλαβεν ο ίδιος ο αυτοκράτωρ Μανουήλ
Β ́ Παλαιολόγος, όστις αργότερον τον διώρισε και «γραμματικόν» του.
Το 1424 του ανετέθη η πρώτη διπλωματική αποστολή εν Αδριανουπόλει προς τον σουλτάνον Μουράτ Β ́ (1421-1424), και το 1425 ηκολούθησε τον γηραιόν αυτοκράτορα Μανουήλ Β ́ Παλαιολόγον εις τον Μυστράν· μάλιστα ο ίδιος αυτοκράτωρ υπηγόρευσεν εις τον Γεώργιον Σφραντζήν την Διαθήκην του, και τον ώρισεν ως εκτελεστήν αυτής.
Το 1428, κατά την βασιλείαν του Ιωάννου Η ́ Παλαιολόγου, διωρίσθη Διοικητής της εν Πελοποννήσω Γλαρέντζας Κυλλήνης Ηλείας, και ως τοιούτος έλαβε μέρος εις τας πολεμικάς επιχειρήσεις του Δεσπότου του Μυστρά και μελλοντικού αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ ́ Παλαιολόγου, εναντίον των Φράγκων της
Λευκάδος, της Γλαρέντζας και των Πατρών.
Εις μίαν μάχην μετά των Λατίνων των Πατρών, το Μέγα Σάββατον 26 Μαρτίου 1429, ετραυματίσθη εγγύς της γεφύρας της οδού της οδηγούσης προς τον Άγιον Ανδρέαν και συνελήφθη αιχμάλωτος, εις την προσπάθειάν του να σώση εκ βεβαίας αιχμαλωσίας τον Δεσπότην του Μυστρά Κωνσταντίνον Παλαιολόγον,
απεγκλωβίζων αυτόν από τον βληθέντα και καταπεσόντα ίππον του. Μετά παρέλευσιν ενός μηνός εξηγοράσθη και ελυτρώθη εκ της δεινής φυλακής, κατά την εορτήν του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Γεωργίου του Τροπαιφόρου: 23 Απριλίου 1429 (πρβλ. Πάτρα. Από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, Αθήνα 2005, σελ. 150-153).
Το επόμενον έτος ο Γεώργιος Σφραντζής ανέλαβε εκ νέου διπλωματικάς αποστολάς· ήτοι, πλησίον του σουλτάνου Μουράτ Β ́καθ’ ον χρόνον επολιόρκει την Βενετοκρατουμένην Θεσσαλονίκην, και εις την Ακαρνανίαν προς συμφιλίωσιν των υιών του Καρόλου Tόκκου.
Κατά την εξ Ακαρνανίας επιστροφήν του ηχμαλωτίσθη εκ δευτέρου υπό Καταλανών ληστών και μετεφέρθη εις την Κεφαλληνίαν. Εξαγορασθείς κατόπιν διά σημαντικού χρηματικού ποσού, αξιώσει των Πατρινών την 1 Σεπτεμβρίου 1430 διωρίσθη υπό του Δεσπότου του Μυστρά Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ως «κεφαλή»
των Πατρών, μετά την εκ λιμού εγκατάλειψιν της ακροπόλεως αυτών υπό των Βενετών τον Μάιον του ιδίου έτους. Την 31 Ιανουαρίου 1432 ο αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Ιωάννης Η ́ Παλαιολόγος απένειμεν εις τον Γεώργιον Σφραντζήν τον αυλικόν τίτλον του «πρωτοβεστιαρίου» [= ανωτέρου υπαλλήλου επί της αυτοκρατορικής ιματιοθήκης].
Το 1434-1435 απεστάλη προς την χήραν του δουκός των Αθηνών Θωμά Ατσαιόλι, και το 1436 προς τον Τούρκον εμίρην Τουραχάν εις Θήβας. Την 26 Ιανουαρίου 1438 έλαβε σύζυγον την θυγατέρα του «επί του κανικλείου» Αλεξίου Παλαιολόγου του Εξαμπλάκωνος ή Τζαμπλάκωνος Ελένην, στεφανώσας τούτους ο αοίδιμος Κωνσταντίνος Παλαιολόγος [= ο από 12 Μαρτίου 1449 μέχρι 29 Μαίου 1453 τελευταίος Έλλην αυτοκράτωρ του Βυζαντίου].
Ο Γεώργιος Σφραντής, συμφώνως με τας χρονογραφικάς ενθυμήσεις αυτού, απέκτησε μετά της συζύγου του Ελένης 5 εν όλω τέκνα, 4 άρρενα και 1 θήλυ· ήτοι:
α) την 1 Μαίου 1439 εγεννήθη ο Ιωάννης, βαπτισθείς υπό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και σφαγείς 15ετής ων ολίγον μετά την Άλωσιν, κατηγορηθείς διά δολοφονικήν απόπειραν κατά του Μωάμεθ Β ́ ή αρνηθείς να ενδώση εις τας ορέξεις του σουλτάνου·
β) την 27 Μαρτίου 1440 κατά την Λαμπράν Κυριακήν του Πάσχα εγεννήθη ο Αλέξιος, αλλ’ ασθενείσας ετελεύτησε μετά ένα μήνα· γ) την 16 Απριλίου 1441 κατά την Λαμπράν πάλιν Κυριακήν του Πάσχα εγεννήθη η Θάμαρ, βαπτισθείσα και αύτη υπό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και θνήσκουσα τον Σεπτέμβριον του 1455 εκ λοιμώδους νόσου εις το Σερράγιον της ΚΠόλεως εν ηλικία 14 ετών και πέντε μηνών· δ) την 14 Σεπτεμβρίου 1442 εγεννήθη ο έτερος Αλέξιος, τελευτήσας το 1448 και ζήσας χρόνους 5 και μήνας 11· ε) την 15 Αυγούστου 1445 εγεννήθη ο Ανδρόνικος, ζήσας μόνον οκτώ ημέρας.
Τον Δεκέμβριον του 1440 ο ίδιος μετέβη εις την Λέσβον, κατ’ εντολήν του ιδίου Δεσπότου του Μυστρά Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ίνα εκ μέρους αυτού ζητήση εις γάμον την θυγατέρα του ηγεμόνος της Λέσβου Ντορίνο Α ́ Γκατελούζιο, ονόματι Αικατερίνην, διά τον χηρεύοντα αυθέντην του.
Ακολούθως, ανέλαβε σημαντικάς διοικητικάς θέσεις, διωρισθείς την 1 Μαρτίου 1443 Διοικητής της επί της Θρακικής παραλίας της Προποντίδος Σηλυβρίας, και την 1 Σεπτεμβρίου 1446 «κεφαλή» του Μυστρά της Πελοποννήσου [= Διοικητής της Σπάρτης και των περιχώρων αυτής].
Κατά το τέλος δε του 1448 απεστάλη προς τον σουλτάνον Μουράτ Β ́, ίνα αναγγείλη τον θάνατον του αυτοκράτορος του Βυζαντίου Ιωάννου Η ́ Παλαιολόγου, και την πρόθεσιν του Δεσπότου του Μωρέως
Κωνσταντίνου Παλαιολόγου να διαδεχθή τον θανόντα αδελφόν του εις τον Βυζαντινόν θρόνον.
Τα επόμενα έτη ανέλαβε διπλωματικάς αποστολάς δι’ εξεύρεσιν συζύγου του εκ δευτέρου χηρεύοντος νέου αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ ́ Παλαιολόγου, καθώς και στρατιωτικήν βοήθειαν διά την κινδυνεύουσαν αυτοκρατορίαν.
Προς τον σκοπόν αυτόν, το Φθινόπωρον του 1449 απεστάλη εις την Τραπεζούντα του Πόντου προς τον αυτοκράτορα Ιωάννην Δ ́ Μεγάλον Κομνηνόν (1429-1458), καθώς και προς τον Βαγρατίδην ηγεμόνα της Γεωργίας του Καυκάσου Γεώργιον Η ́(1446-1465), αλλ’ επέστρεψεν εκ της Ιβηρίας τέλη του 1451 άνευ αποτελέσματος. Το 1452 ονομάσθη «Μέγας Λογοθέτης» [= Υπουργός επί των Εξωτερικών και Έπαρχος της ΚΠόλεως].
Ο Γεώργιος Σφραντζής έλαβεν ενεργόν μέρος τόσον εις την προετοιμασίαν της αμύνης της Βασιλευούσης, όσον και κατά την πολιορκίαν αυτής υπό των Οθωμανών. Εις την πολιορκίαν της ΚΠόλεως, έτυχε να συνοδεύση ως ανώτατος στρατιωτικός, γραμματικός και υπασπιστής τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνον ΙΑ ́ Παλαιολόγον κατά την τελευταίαν αυτού επιθεώρησιν των τειχών, την αποφράδα νύκτα της 28 προς 29 Μαίου 1453. Ατυχώς, δεν παρευρέθη εις τον θάνατον αυτού εις την Πύλην του Αγίου Ρωμανού, καθότι κατ’ εκείνην την στιγμήν είχεν αποσταλή εις έτερον σημείον των τειχών.
Ο μεγαλόφρων Κωνσταντίνος ΙΑ ́ Παλαιολόγος επολέμησε καθώς ιστορείται ως απλούς στρατιώτης εις την πραγματοποιηθείσαν τελικήν σφοδράν μάχην, αναμειχθείς εις τα πυκνότατα των μαχομένων στίφη. Αγωνιζόμενος δε επί των χαρακωμάτων της Πόλεως υπέρ Πίστεως και Πατρίδος, έπεσεν ως ήρως με την
σπάθην τεθραυσμένην εις την χείρα: «εκομίσατο (γράφει ο Σφραντζής) τον του μαρτυρίου στέφανον, μη θελήσας προδούναι τοις ανόμοις τα βασίλεια, μήτε θελήσας τον κίνδυνον διαφυγείν, δυνατού όντος».
Το σώμα του αυτοκράτορος ανεγνωρίσθη υπό των εχθρών εκ των πορφυρών πεδίλων του· κοπείσα δε η κεφαλή αυτού, εστήθη επί της πορφυράς στήλης εν τη πλατεία του Αυγουσταίου. Ο πεσών ήρως αυτοκράτωρ υπήρξεν ο τελευταίος Μάρτυς του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, και ταυτοχρόνως ο πρώτος ήρως του Νέου Ελληνισμού.
Ούτως επήλθε και η Άλωσις της Βασιλευούσης. Γενομένης της Αλώσεως ο Γεώργιος Σφραντζής συνελήφθη και ηχμαλωτίσθη μετά της οικογενείας του, αλλά την 1 Σεπτεμβρίου 1453 εξηγοράσθη ως δούλος και μη αναγνωρισθείς διέφυγε προς τον Δεσπότην του Μωρέως Θωμάν Παλαιολόγον (1443-1460)· ενώ ολίγον μετέπειτα ηδυνήθη να απελευθερώση διά λίτρων εν Αδριανουπόλει μόνον την σύζυγόν του Ελένην.
Δυστυχώς, τα δύο εναπομείναντα τέκνα του ωδηγήθησαν εν αιχμαλωσία εις το «Σερράγιον του Αμηρά». Εκεί, ως προελέχθη, τον Σεπτέμβριον του 1455 απέθανεν εκ λοιμώδους νόσου η «καλή του θυγάτηρ Θάμαρ, ούσα χρόνων 14 και μηνών 5»· ο δε υιός του Ιωάννης εσφάγη 15ετής, κατηγορηθείς διά δολοφονικήν απόπειραν
κατά του σουλτάνου Μωάμεθ Β ́ ή διότι ηρνήθη να ενδώση εις τας ορέξεις αυτού.
Ερχόμενος εις την Πελοπόννησον, ο Θωμάς Παλαιολόγος του εδώρησε δι’ αργυροβούλλου την Κέρτεζην Καλαβρύτων. Τούτο διαφαίνεται εις το Χρονικόν του ιδίου Γεωργίου Σφραντζή, λέγοντος: «Τω δε Δεκεμβρίω [6962 (1453)] απήλθον καγώ εις το Λεοντάριον [= Αρκαδίας] και τον Δεσπότην κυρ Θωμάν τον Πορφυρογέννητον προσεκύνησα· και εις την δουλοσύνην αυτού προσεδέξατό με, και το χωρίον την Κέρτεζην ευηργέτησέ μοι αργυροβούλλω» (βλ. Σφραντζή Γεωργίου, Μείζον Χρονικόν, PG 156, στ. 963).
Η αργυρά σφραγίς (βούλλα) επί Βυζαντινής εποχής εσήμαινεν επίσημον έγγραφον, εκ του οποίου εκρέματο «διά μηρίνθου» [= με κορδόνιον ή πολυτελή σπάγγον] η αργυρά σφραγίς. Ανάλογα ήσαν τα μολυβδόβουλλα [= βούλλα με μολυβδίνην σφραγίδα], και τα χρυσόβουλλα [= βούλλα με χρυσήν σφραγίδα]. Εν σχέσει προς τα μολυβδόβουλλα και τα χρυσόβουλλα, η χρήσις των αργυροβούλλων ήτο περιωρισμένη.
Προνόμιον εκδόσεως αργυροβούλλων είχον τα μέλη του αυτοκρατορικού οίκου και οι άρχοντες οι φέροντες τον τίτλον και το αξίωμα του άρχοντος Δεσπότου. Τα σωζόμενα μέχρι σήμερον αργυρόβουλλα ανάγονται ιδίως εις τους Παλαιολόγους Δεσπότας της Πελοποννήσου.
Χαρακτηριστικόν δείγμα αργυροβούλλου εγράφου απολυθέντος κατά μήνα Οκτώβριον της εβδόμης ινδικτιώνος του έτους [6937 (1428)], έχει ως εξής: «† Ο οικείος της βασιλείας μου, κυρ Γεώργιος ο Γεμιστός, ενεφάνισεν εις αυτήν αργυρόβουλλον του περιποθήτου αυταδέλφου της βασιλείας μου, πανευτυχεστάτου
δεσπότου του Πορφυρογεννήτου κυρ Θεοδώρου [Β ́] του Παλαιολόγου, διαλαμβάνον, ίνα έχη το περί το Καστρίον χωρίον, την Βρύσιν, μετά της αυτού νομής και περιοχής, και την εξ αυτού πάσαν και παντοίαν αποφέρηται και αποκερδαίνη πρόσοδον την τε υπέρ του ξεφαλατικίου δηλονότι, και τας δύο μίζας τας τε εν αυτή εξαλειμματικά στασία και παν άλλο δημοσιακόν δίκαιον… † Ιωάννης [Η ́] εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων, ο Παλαιολόγος † (βλ. Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi Sacra et Pprofana, Fraz Miklosich, sosf Müller- 2012 History, σελ. 174-195).
Εις την Κέρτεζην των Καλαβρύτων σώζεται ο πύργος του (Σ)Φραντζή [= υπό το σημερινόν όνομα «πύργος του Λιάρου»] εις τους ΝΑ πρόποδας της «Αλογορράχης» [= «Βράχος Κοκκινάδι»]. Ο πύργος ούτος εσμικρύνθη κατά ένα όροφον επί Κατοχής.
Σώζεται επίσης και η εν ερειπίοις πρώην τριώροφος οικία διαμονής του, καλουμένη άλλοτε «Παλάτι». Η ηρειπωμένη αύτη οικία ευρίσκεται παρά τα «Σπανέικα» [= των Ροζαίων]. Επίσης, εις την τοποθεσίαν «Φροξυλιά» είχον οι Φραντζαίοι κτήματα, διό και μέχρι σήμερον διατηρείται το τοπωνύμιον του «Κάρα
τα Βράχια» (πρβλ. Βορύλλα Ανδρέα Χρυσ., Κέρτεζη. Η ιστορική της πορεία, «Παρασκήνιο», Αθήνα 1994, σελ. 20-21).
Η οικογένεια (Σ)Φραντζή (Κάρα) υπήρχεν εν Κερτέζη μέχρι του 1943-1944, και οι τελευταίοι απόγονοι ανεχώρησαν οριστικώς κατά την διάρκειαν της Κατοχής δι’ Αθήνας και Αυστραλίαν (πρβλ. Βορύλλα Ανδρέα Χρυσ., Κέρτεζη. Ευρήματα- Μνημεία–Τοπωνύμια-Θρύλοι Παράδοση -Ήθη-Έθιμα –Θεσμοί -Κληρονομιά, Αθήνα 2003, Σπίτι Φραντζαίων: σελ. 26).
Προφανώς, τα πρώτα συγγενικά μέλη της οικογενείας του Χρονογράφου Γεωργίου Σφραντζή κατέφυγον εις την απόμακρον και ασφαλή ταύτην περιοχήν πριν ή και μετά την Άλωσιν. Μετά της Κερτέζης γειτονεύει και η γενέτειρα ημών των Καμενιάνων Αροανίας Καλαβρύτων, μέσω των οροπεδίων της μυθικής «Ερυμανθίου
Καπριβαίνης» (υψ.1658 μ.), ονομαστής κατά την παράδοσιν εκ του τρίτου άθλου του ήρωος της αρχαιότητος Ηρακλέους.
Γειτονεύει επίσης και μετά του Δροβολοβού, συνοικισμού των Καμενιάνων, εις την ορεινήν περιοχήν της «Κοκκινοβρύσεως» έναντι της «Άνω Καπριβαίνης». Ως γνωστόν, επί αυτοκράτορος Ιωάννου ΣΤ ́ Καντακουζηνού η Ελληνική Πελοπόννησος απετέλεσεν ιδίαν ηγεμονίαν με το Δεσποτάτον της Πελοποννήσου η Μωρέως.
Το πρώτον Δεσποτάτον του Μωρέως ιδρύθη το 1348 με έδραν τον Μυστράν και Δεσπότην τον Μανουήλ Καντακουζηνόν, δευτερότοκον υιόν του Ιωάννου ΣΤ ́ Καντακουζηνού. Το δεύτερον Δεσποτάτον του Μωρέως ιδρύθη το 1429 με έδραν την Γλαρέντζαν [= επίνειον της Ανδραβίδος] και Δεσπότην τον Κωνσταντίνον Παλαιολόγον, πέμπτον υιόν του Μανουήλ Β ́ Παλαιολόγου. Το δε τρίτον Δεσποτάτον του Μωρέως [= Δυτικής Πελοποννήσου, περιλαμβάνον τους νομούς Αχαίας και Ηλείας] ιδρύθη το 1430 με έδραν τα Καλάβρυτα και Δεσπότην τον Θωμάν Παλαιολόγον, έκτον υιόν του Μανουήλ Β ́ Παλαιολόγου (πρβλ. Μαγκλάρα Ανδρέου Δ., Περί του Δεσποτάτου των Καλαβρύτων 1430-1460, «Επετηρίς Καλαβρύτων 1975», τεύχ. 7ον, Αθήναι, σελ. 81-87).
Η Κέρτεζη, λοιπόν, των Καλαβρύτων Αχαίας περιήλεν εις το Δεσποτάτον του Μωρέως το 1430, ότε εξεδιώχθησαν εκ της Αχαίας και άλλων περιοχών οι Φράγκοι και ολοκληρωτικώς η Πελοπόννησος το 1432, ανακτηθείσα αύτη από τον Δεσπότην του Μυστρά Κωνσταντίνον Παλαιολόγον και τον αδελφόν του Θωμάν.
Εις τα Καλάβρυτα διασώζεται μέχρι σήμερον ανακαινισμένος και ο Παλαιολόγειος πύργος της εποχής. Κατά πάσαν πιθανότητα, ο πύργος του (Σ)Φραντζή εν Κερτέζη είναι και ούτος Παλαιολόγειος· έχοντες δε οι Παλαιολόγοι εν καιρώ έδραν αυτών τα Καλάβρυτα, εκινούντο ασφαλώς μεταξύ του ομαλού και ευφόρου εδάφους Καλαβρύτων και Κερτέζης.
Ο εκ Δεσινού Αροανίας Καλαβρύτων χαλκέντερος ιστορικός ερευνητής και συγγραφεύς Πρωθιερεύς Νικόλαος Παπαδόπουλος (†1983), ασχοληθείς επισταμένως με την Εθνικήν μας ιστορίαν, εις τας Πελοποννησιακάς του μελέτας αναφέρει μεταξύ των άλλων τα εξής: «Αυτά τα άλπεια μέρη, ιδίως της Πελοποννήσου, προθύμως εδέχθησαν και εφιλοξένησαν πατρικώς τους πρόσφυγας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά την μοιραίαν πτώσιν της πρωτευούσης, της πόλεως του αποστόλου Ανδρέου και του Κωνσταντίνου…
< Φεύγουσα μία ευγενής, αξιωματούχος οικογένεια την επελθούσαν απροσδόκητον θεομηνίαν, και την αφόρητον αβάστακτον δουλείαν, διεσκορπίσθη υπό του ενσκήψαντος ανεμοστροβίλου προς δυσμάς, ήτοι την Κεφαλληνίαν, Κέρκυραν, Αλβανίαν, Πάτρας Κέρτεζην Καλαβρύτων και αλλαχού. Έφερε το γνωστότατον όνομα εις την Βυζαντινήν ιστορίαν, Σ(Φραντζή).
< Έφθασε (ετ. 1715) μέχρι της Πορτογαλίας, προς διαπαιδαγώγησιν υπό του ιππότου Μιχαήλ Φραντζή, του διαδόχου (Ιωσήφ) του βασιλέως (Οίκου Βραγάνσα) Ιωάννου του Ε ́. Διασπαρείσα ανά τας διαφόρους Χώρας μετά τινας κλάδους προσέφυγε και εις τον φύσει οχυρόν δήμον Νωνάκριδος των Καλαβρύτων, το
ελατοβριθές τοπίον, το ευρισκόμενον εις το ριζοβούνι του Χελμού, παρά τον χείμαρον Κράθιον και Στύγιον, ίνα κλαύση, ως Ιουδαίοι, ̔ ̔παρά τον ποταμόν Βαβυλώνος ̓ ̓, αλλά και να ορκισθή βραδύτερον υπό το γαλανόμορφον στερέωμα της Στυγός της Ελευθερίας ή Θάνατος, και ρίψη και αντιλαλήση το πρώτον καριοφίλι της Λευτεριάς, ήτοι εις το ιστορικόν ΜΕΣΟΡΡΟΥΓΙ, το τεθεμελιωμένον εις τα κράσπεδα των θεοδμήτων και θεοφιλών Αροανίων» (βλ. Παπαδοπούλου Νικολάου (Πρωθιερέως), Από την Πελοποννησιακήν ιστορίαν, Αμβροσίου Φραντζή (Μεγασπηλαιώτου) Βιογραφικαί Σελίδες, Β ́ επηυξημένη εκδ., Αθήναι, σελ. 5-7)].
Κατά την εις Πελοπόννησον επιστροφήν του Γεωργίου Σφραντζή εκ της εν ΚΠόλει Τουρκικής αιχμαλωσίας, αξιοποιών ο Δεσπότης του Μωρέως Θωμάς Παλαιολόγος την μεγάλην πείραν αυτού, του ανέθεσεν είτα διαφόρους διπλωματικάς αποστολάς: το 1454 προς τους Σέρβους ηγεμόνας Γεώργιον Βράνκοβιτς (1427-1456) και Λάζαρον Βράνκοβιτς (1456-1458)· το 1455-1456 εις την Βενετίαν, καθώς και προς τον Τούρκον σουλτάνον Μωάμεθ Β ́· το δε 1467 επεσκέφθη την Ιταλίαν, όπου συνήντησε τον κατόπιν εξόριστον Θωμάν Παλαιολόγον και τον καρδινάλιον Βησσαρίωνα.
Μετά την φυγήν του Θωμά Παλαιολόγου εις την Δύσιν, ο Γεώργιος Σφραντζής κατέφυγεν εις την Κέρκυραν. Συμφώνως με το ιστόρημα αυτού, το 1460 εγκατεστάθη εις την εκείσε Ι. Μονήν Ταρχανιωτών και το 1468 εκάρη Μοναχός, λαβών το όνομα Γρηγόριος· ενώ η σύζυγος αυτού, καρείσα και εκείνη Μοναχή,
ωνομάσθη Ευπραξία. Σημειωτέον, ότι εις διάφορα Εγκυκλοπαιδικά λήμματα αναγράφεται εκ παραδρομής η Λευκάδα ως τόπος Μοναχικής κουράς του, ο δε ακριβής χρόνος της κοιμήσεως αυτού εις την Κέρκυραν παραμένει άγνωστος· τοποθετείται όμως μεταξύ των ετών 1478-1480.
Ο Γεώργιος Σφραντζής συνέγραψε προς τα τέλη του βίου του εν σύγχρονον ιστόρημα, υπό δύο μορφάς· ήτοι: Μείζον Χρονικόν (Majus Chronicon), και Έλασσον Χρονικόν (Minus Chronicon). Εις το πρώτον ωμιλεί ο σουλτάνος Μωάμεθ Β ́ ο Πορθητής, ενώ εις το δεύτερον ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνις ΙΑ ́ Παλαιολόγος.
Αμφότερα διαφέρουν εις έκτασιν, μορφήν και περιεχόμενον. Έρχονται δε εις σύγκρουσιν μεταξύ των, οφειλομένην εις το ότι το Μείζον Χρονικόν ενοθεύθη υπό των μετά ταύτα αντιγραφέων διά λόγους ιδιοτελείς [= ήτοι, προς εξυπηρέτησιν της φήμης διαφόρων Βυζαντινών, Ιταλικών και Ισπανικών οικογενειών]· ενώ το
Έλασσον Χρονικόν, είναι ταχυγραφικαί σημειώσεις.
Η νόθευσις του Μείζονος Χρονικού είναι εμφανής και εκ του γεγονότος, ότι αφήνεται να εννοηθή ότι ο Γεώργιος Σφρανζής ήτο ενωτικός, ενώ εις το Έλασσον Χρονικόν διαφαίνεται ότι ήτο λίαν ορθόδοξος και ανθενωτικός· άλλως τε, διά τούτο εκάρη Μοναχός μετά της συζύγου του εις ορθόδοξον Μοναστήριον της Κερκύρας, και ουχί εις ετερόδοξον Δυτικόν Μοναστήριον.
Η εκτενής μορφή του Μείζονος Χρονικού φέρει την επιγραφήν: «Χρονικόν Γεωργίου Φραντζή, του χρηματίσαντος πρωτοβεστιαρίου είτα Μεγάλου Λογοθέτου, διά δε του θείου και αγγελικού σχήματος μετονομασθέντος Γρηγορίου μοναχού».
Τούτο θεωρείται ως διασκευή του Μικρού Χρονικού, το οποίον έχει περιλάβει αυτολεξί. Το ενδιαφέρον του διασκευαστού διά την οικογένειαν των Μελισσηνών και την Μονεμβασίαν, ωδήγησεν εις την ταύτησίν του με τον Μητροπολίτην Μονεμβασίας Μακάριον Μελισσηνόν.
Το Μείζον Χρονικόν (Majus Chronicon), συντεθέν εις τέσσαρα βιβλία, διηγείται τα της αρχής των Παλαιολόγων· ήτοι: α) από του Μιχαήλ Η ́ Παλαιολόγου, μέχρι του θανάτου του Μανουήλ Β ́ Παλαιολόγου· β) τα της βασιλείας Ιωάννου Β ́ Παλαιολόγου· γ) τα της βασιλείας Κωνσταντίνου ΙΑ ́ Παλαιολόγου· και δ) τα μετά την Άλωσιν συμβάντα μέχρι του 1478, ιδία εν Πελοποννήσω, ένθα συνεξετάζεται και η ιστορία του σουλτάνου Μωάμεθ Β ́.
Το Έλασσον Χρονικόν (Minus Chronicon), όπερ αποτελείται εκ τίτλου, προλόγου και κυρίου σώματος της διηγήσεως, αναφέρεται εις τα γεγονότα 1413-1477 και έχει αυτοβιογραφικόν χαρακτήρα, τηρηθέν ημερολογιακώς [= διπλή χρονολόγησις με τα αρχαία αλφαβητικά γράμματα: από κτίσεως Κόσμου (εις το Μείζον Χρονικόν), και από Γεννήσεως Χριστού (εις το Έλασσον Χρονικόν)]. Σημειωτέον, ότι το έτος 5508
ωρίζεται υπό της Εκκλησίας ως έτος Γεννήσεως Χριστού από κτίσεως Κόσμου· ειδικώτερον, διά τους μήνας Ιανουάριον-Αύγουστον ισχύει το 5508, και διά τους μήνας Σεπτέμβριον -Δεκέμβριον ισχύει το 5509.
Η συγγραφή του Μείζονος Χρονικού επεχειρήθη από μνήμης το 1476, και τούτο εκ σημειώσεων του Ελάσσονος Χρονικού και εκ πληροφοριών. Πηγαί του διασκευαστού Μακαρίου Μελισσηνού θεωρούνται: το ιστορικόν έργον του Λαονίκου Χαλκοκονδύλη· η περί της Αλώσεως αφήγησις του Μητροπολίτου
Μυτιλήνης Λεονάρδου του Χίου, αυτόπτου μάρτυρος των γεγονότων· η αφήγησις της μάχης της Βάρνης υπό του Μοναχού Ζωτικού παρασπονδύλου· και το σύγχρονον προς αυτόν Χρονικόν του Μανουήλ Μαλαξού.
Όμως, ο όγκος αυτού οφείλεται κυρίως εις θεολογικάς, ιστορικάς, φυσικάς παρεμβολάς, ασχέτους προς
την διήγησιν. Συμφώνως με άλλους μελετητάς του έργου του, τα δύο πρώτα βιβλία στηρίζονται εις τους Ακροπολίτην, Γρηγοράν, Καντακουζηνόν, Χαλκοκονδύλην, Νικ. Βάρβαρον και άλλους. Ούτω, το Μείζον Χρονικόν κατέστη πέραν της Χρονογραφίας και διδακτικόν ανάγνωσμα, καθώς και μία ψυχωφελής διήγησις. Οι κώδικες, δι’ ων εσώθη χρονολογούνται μετά το 1571. Η γλώσσα αμφοτέρων των Χρονικών είναι διαφορετική: του μεν πρώτου λογιωτέρα, ομαλή και συμμορφουμένη προς την εκκλησιαστικήν· του δε δευτέρου δημωδεστέρα.
Το Έλασσον Χρονικόν (Minus Chronicon) παραδίδεται εκ τριών κωδίκων, υπό στοιχεία: α) του XVI.Α.10 φ.1-86, Ελληνικού κώδικος της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Νεαπόλεως, τέλη 16ου αιώνος· β) του Ottob. 260, φ. 113-206β, Ελληνικού κώδικος της Βιβλιοθήκης του Βατικανού, του 1570-1585· και γ) του B. VI. 20 (gr. 246), Ελληνικού κώδικος της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Τορίνου, του 17ου αιώνος.
Ειδικώτερον, το Έλασσον Χρονικόν (Minus Chronicon) εξεδόθη αρχικώς εν Ρώμη το 1837 και εκείθεν ανετυπώθη εις την PG 156, 1025-1080· ενώ το ΜείζονΧρονικόν (Majus Chronicon), μετά την πρώτην έκδοσιν υπό του Φραγκίσκου Alter, εν Βιέννη 1796, ανετυπώθη και εις την έκδοσιν της Βόννης υπό του I. Bekker το 1838 και εις την PG 156, 637-1022 (πρβλ. Τωμαδάκη, Ν. Β., Σφραντζής Γεώργιος, Θ.Η.Ε., 11ος τομ., Αθήνα 1963, στ. 607-608.– Βλ. εκτενέστερον MIGNE J.P., Ελληνική Πατρολογία, τομ. 156, Αθήναι 2004, Κέντρον Πατερικών Εκδόσεων (ΚΕ.Π.Ε., σελ. λς ́-μ ́).
{Μέρος β ́}:
Εις το ιστόρημα του Γεωργίου Σφραντζή καταγράφοναι διάφορα συμβάντα, αφορώντα ιστορικά πρόσωπα, τας περιηγήσεις αυτού , την Μοναχικήν κουράν του ομού μετά της συζύγου του, καθώς και άλλα πολλά έχοντα ιδιαίτερον ενδιαφέρον:
Το 1458 εγκατεστάθη μετά της συζύγου του εις την κατεχομένην υπό των Βενετών νήσον Κέρκυραν· ο δε αυθέντης του Δεσπότης του Μυστρά Θωμάς Παλαιολόγος, μετά την εισβολήν του Μωάμεθ Β ́εις την Πελοπόννησον το 1460 ανεχώρησε και εκείνος προς σωτηρίαν διά την Κέρκυραν, και εκείθεν εις την Βενετίαν όπου και ετελεύτησε το 1465. Αναχωρών δε ούτος διά την Ιταλίαν, παρέλαβεν εκ Πατρών και την τιμίαν κάραν του Αποστόλου Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, ίνα μη περιέλθη εις τας χείρας των Τούρκων, και την παρέδωσεν εις τους Λατίνους προς φύλαξιν· επεστράφη δε αύτη εις Πάτρας την 24 Σεπτεμβρίου 1964.
Κατά την εις Κέρκυραν διαμονήν του, ο Γεώργιος Σφραντζής αρχικώς είχε διαλέξει να παραμείνη εις το χωρίον Μολυβατινά, ως και άλλοτε εκ του επισυμβάντος τότε φόβου του θανατικού· όμως, καθώς εξιστορεί, μετά καιρόν εύρε το κάθισμα του Προφήτου Ηλιού πλησίον του άστεως της Κερκύρας, όπου και κατώκησεν την 6 Σεπτεμβρίου 1461, ίνα ευρίσκηται πλησίον του πνευματικού και φίλου του Δωροθέου, ηγουμένου της Ι. Μονής των Αγίων Αποστόλων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου.
Τον Νοέμβριον του 1461, ότε απήλθεν εις την Ιταλίαν ο Δεσπότης του Μωρέως Θωμάς Παλαιολόγος μετά των πλειόνων αρχόντων αυτού και αφήκεν εις την Κέρκυραν την θυγατέρα του βασίλισσαν [= Ελένην Παλαιολόγου-Βράνκοβιτς] και τα τέκνα αυτού και μερικούς εκ των οικειακών αρχόντων, του προετάθη να τον ακολουθήση ή να διαμείνη ως άρχων του οικήματος της βασιλίσσης· όμως, ο Γεώργιος Σφραντζής προετίμησε να παραμείνη εις την Κέρκυραν.
Διαμείνας άνω των πέντε μηνών εις το ειρημένον κάθισμα του Προφήτου Ηλιού, την 15 Μαρτίου 1462 μετώκησε ομού μετά της συζύγου αυτού Ελένης και εγκατεστάθη εις το κάθισμα του Αγίου Νικολάου Ταρχανιώτου. Ενταύθα, όπου διέμενε μετά των οικείων του, τον Αύγουστον του 1468 εκάρησαν αμφότεροι μετά της συζύγου του Μοναχοί. Ο ίδιος δε γράφει τα εξής σχετικά εις το Χρονικόν του:
«Από δε του ημίσους έαρος του αυτού δηλονότι [6976 (1468)] έτους και όλω τω θέρει διαβιβάσαντός μου κακώς από της συνήθους ασθενείας του ρευματισμού, αλλά δη και των κοσμικών φορεμάτων μου διαλυθέντων, ιερά ερασοφορήσαμεν τη πρώτη του Αυγούστου μηνός, και αντί Γεώργιος Γρηγόριος μετωνομάσθην, αντί δε Ελένη η εμή σύνευος Ευπραξία, δεδωκότες πρώτον την εις Θεόν της πίστεως ημών
ομολογίαν, ως έθος εστί τοις ορθοδόξοις μεταλαμβάνουσι το μοναχικόν σχήμα…» (βλ. Σφραντζή Γεωργίου, Μείζον Χρονικόν, PG 156, στ. 1002-1003).
Τέσσαρα έτη αργότερον, καθώς γράφει, ησθένησε και εκάρη μεγαλόσχημος Μοναχός την 26 Ιουλίου 1472: «Τη δε κς ́(26) του Ιουλίου μηνός του [6980 (1472)] έτους περιέπεσα εν ασθενεία τοιαύτη ώστε και εγενόμην τέλειος μοναχός του μεγάλου σχήματος μη ενοήσας το τυχόν» (βλ. Σφραντζή Γεωργίου, Μείζον Χρονικόν, PG 156, στ. 1019).
Εις το κάθισμα τούτο, αφού συνέγραψε διά προτροπής των Κερκυραίων το Χρονικόν της Αλώσεως εις δέκα βιβλία [= την Άλωσιν την περιγράφει εις το τρίτον κατά σειράν αυτού βιβλίον], απέθανε και ετάφη κατά το 1478 με 1480. Συμφώνως με την τοπικήν παράδοσιν της Κερκύρας, ετάφη εις τον Ι. Ναόν του Προφήτου Ηλιού
Αναλήψεως· και μάλιστα εις την είσοδον αυτού, ένθα και ο τάφος του ιερέως Κάκκου (πρβλ. Σφραντζή Γεωργίου, Μείζον Χρονικόν, PG 156, στ. 986-987, και λήμμα της «Βικιπαιδείας»).
Αξιοσημείωτος είναι και η κατωτέρω μαρτυρία. Τον Νοέμβριον του 1467 ο Γεώργιος Σφραντζής υπήρξε συνοδός εις την Λευκάδα της Ελένης Παλαιολόγου- Βράνκοβιτς, θυγατρός του Δεσπότου του Μωρέως Θωμά Παλαιολόγου και συζύγου του Σέρβου ηγεμόνος Λαζάρου Γ. Βράγκοβιτς. Η επίσκεψις αυτής οφείλεται εις τον
γάμον της θυγατρός της Μηλίτσης, μετά του δουκός της Λευκάδος Λεονάρδου Γ ́ Τόκκου.
Ως γνωστόν, ο ηγεμών της Σερβίας Γεώργιος Βράνκοβιτς, όστις ήτο θερμός φιλέλλην και λίαν ελληνομαθής, έλαβεν ως σύζυγον την πριγκίπισσαν Ειρήνην Καντακουζηνήν. Ουχί δε μόνον τούτος είχε νυμφευθή Ελληνίδα, αλλά και ο υιός του Λάζαρος [= όστις ήτο αυτάδελφος της ευσεβούς Μάρως, συζύγου του σουλτάνου Μουράτ Β ́και μητρυιάς του Μωάμεθ Β ́ Πορθητού] έλαβε σύζυγον την πριγκίπισσαν Ελένην, θυγατέρα του Θωμά Παλαιολόγου και ανεψιάν του τελευταίου αυτοκράτορος του Βυζαντίου Κωνσταντίνου ΙΑ ́ Παλαιολόγου.
Η Ελένη εστήριξεν οικονομικώς τας Μοναστικάς Κοινότητας και τους Ι. Ναούς της νήσου· και δη εν καιρώ Φραγκοκρατίας, όπου αι διώξεις των Ορθοδόξων υπό των Ρωμαιοκαθολικών δυναστών ήσαν συνεχείς και πυκναί. Όμως, ο πρόωρος θάνατος της θυγατρός της Μηλίτσης, εν μόνον έτος μετά τον γάμον αυτής, επέφερεν ολοκληρωτικήν ανατροπήν εις τα μελλοντικά αυτής σχέδια.
Ο Γεώργιος Σφραντζής, όστις υπήρξε συνοδός της εις την Λευκάδα, γράφει τα εξής: «Του δε [6976 (1467)] έτους Νοεμβρίω μηνί απήλθον καγώ εις την αγίαν Μαύραν, παρακινήσει της βασιλίσσης κυράς Ελένης και πενθεράς του αυθεντός του τόπου εκείνου κυρ Λεονάρδου, ίνα και τον τόπον και τους εκείσεν αναθεωρήσω, και ως δήθεν ανεψιού του μακαρίτου του αυθέντου μου του βασιλέως κυρ Κωνστανίνου [= ΙΑ ́ Παλαιολόγου] και υπέρ του πατρός αυτού παθόντος μου ζημίαν μεγίστην, ως προεδήλωσα εν τω ͵αυλη ́[1438] έτει, ίνα απολαύσω τινάς ευεργεσίας ετησίους, ως γέρων και ασθενής και πτωχός από της αιχμαλωσίας».
Και συμπληροί: «Τη ζ ́ (7) του Νοεμβρίου μηνός του [6982 (1473)] έτους τέθνηκεν εν τη Αγία Μαύρα η βασίλισσα κυρία Ελένη η Παλαιολογίνα, μοναχή γενομένη και Υπομονή μετονομασθείσα διά του μεγάλου σχήματος· τέθνηκε [τη θ ́(9) του Δεκεμβρίου μηνός] και ο συν ημίν ιερομόναχος και πνευματικός πατήρ κυρ
Ιερόθεος ο διά του μεγάλου σχήματος μετονομασθείς Ιωσήφ, ος ην εκ νεότητος μεθ’ ημών και συσχολίτης και φίλος μέχρι και του τέλους αυτού» (βλ. Σφραντζή Γεωργίου, Μείζον Χρονικόν, PG 156, στ. 1020).
[Πρβλ. και Ζαμπέλη Ιωάννη, Αγιολόγιον Λευκάδος και Ιθάκης, εκδ. Ενοριακού Πνευματικού Κέντρου Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Λευκάδος, Λευκάδα 2002, σελ. 39- 40.-Ζαμπέλη Γερασίμου (Πρωτοπρεσβυτέρου), Ο Μοναχισμός στην Λευκάδα: Παρεμβάσεις στην «Γεωγραφία» του χώρου, Ανάτυπον, Ζάκυνθος 2009, σελ. 308-309].
Η βασίλισσα κυρία Ελένη Παλαιολόγου-Βράγκοβιτς έλαβε το Μοναχικόν όνομα της μάμμης αυτής (γιαγιάς) Αγίας Υπομονής· ήτοι, της πρώην αυτοκρατείρας του Βυζαντίου Ελένης<Ειρήνης Παλαιολόγου-Δραγάτση (†1450), θυγατρός του Ορθοδόξου Σέρβου ηγεμόνος της μεταξύ Στρυμόνος και Αξιού Περιοχής Κωνσταντίνου Δραγάτση. Ο υιός επίσης της Αγίας Υπομονής Δημήτριος Παλαιολόγος, αυτάδελφος του Θωμά Παλαιολόγου και των άλλων αδελφών των κατεχόντων το Ελληνικόν τμήμα της Πελοποννήσου προ της Αλώσεως, έζησε
τελευταίως δέκα έτη εν τω Αίνω της Θράκης και απέθανεν ως Μοναχός εν Αδριανουπόλει (†1470).
Η μνήμη εν κακλείδι του Γεωργίου Σφραντζή διατηρείται έντονος εις την νήσον της Λευκάδος. Μάλιστα, φιλοτίμω ευθύνη και δαπάνη του Ι. Μητροπολιτικού Ναού της Ευαγγελιστρίας Λευκάδος εφιλοτεχνήθη μία σύγχρονος προσκυνηματική Εικών των Αγίων της νήσου: έργον των αδελφών της Ι. Μονής Παναχράντου Μεγάρων (π.η), προς μόνιμον τοποθέτησιν εις ειδικόν προσκυνητάριον του Ι. Ναού, εν όψει κοινού εορτασμού αυτών την πρώτην Κυριακήν εκάστου έτους μετά την 15 Αυγούστου· με πρώτην εορταστικήν αρχήν τον Αύγουστον του 2011.
Πρόκειται διά μίαν πρωτότυπον αγιογραφικήν σύνθεσιν και ταυτοχρόνως δι’ εν εξαιρετικόν εικαστικόν έργον, εις το κέντρον του οποίου δεσπόζει μεταξύ των Αγίων της νήσου η παράστασις της πολιούχου της Λευκάδος, Παναγίας Φανερωμένης [= εν θρόνω καθημένης], καθώς και της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαύρας [εν ορθία στάσει ισταμένης].
Επίσης, επί της εκτεινομένης θαλάσσης εις το κατώτερον μέρος της Εικόνος απεικονίζονται δύο πλεούμενα με πάνσεπτα «φορτία»: εις το εν σκάφος (αριστερά) επιβαίνει ο Απόστολος Παύλος με τους «εν Κυρίω συνεργούς» αυτού Αποστόλους Ακύλαν, Ηρωδίωνα και Άγιον Σωσίπατρον [= πρώτον Επίσκοπον της Λευκάδος]· και εις το άλλο σκάφος (δεξιά) απεικονίζεται μία σπουδαία και κομβικής σημασίας μορφή διά την τοπικήν εκκλησιαστικήν ιστορίαν, πρόκειται διά την Ελληνίδα βασίλισσαν των Σέρβων Ελένην Παλαιολόγου-Βράνκοβιτς, με τον συνοδόν αυτής ιστορικόν της Αλώσεως Γεώργιον Σφραντζήν και την θυγατέρα αυτής Μηλίτσαν [= μεταβαίνουσαν εις την νήσον ως υποψηφία νύμφη].
Εις την αξιοθαύμαστον ταύτην και θεόθεν εμπνευσμένην ιεράν Εικόνα, η βασίλισσα Ελένη, ήτις συνέβαλεν εις την ανέγερσιν Ι. Μονών και Ναών εις την Λευκάδα με την στήριξιν του γαμβρού της και ηγεμόνος της νήσου, Λεονάρδου Γ ́ Τόκκου, βαστάζει ανά χείρας την Εικόνα της Αγίας Μαύρας, ήτις διέσωσε το πλεούμενον
και την βασιλικήν συνοδείαν εκ βεβαίου καταποντισμού, λόγω μεγάλης θλασσοταραχής (πρβλ. το ενημερωτικόν φυλλάδιον, Η Σύναξις των Προστατών και Εφόρων της νήσου Λευκάδος Αγίων, κείμενον: Διακόνου Ιωαννικίου Ζαμπέλη).
Αιωνία η μνήμη των υπέρ Πίστεως και Πατρίδος ευκλεώς αγωνισαμένων Βυζαντινών ημών προγόνων! [1/14 Αυγ. 2023]