Ι.Μ. ΜΑΝΗΣ: Στη μοναδική στο είδος της για τον πλούτο των ωραίων εκφράσεων και το μέγεθος της πατρικής στοργής, στη του Απ. Παύλου επιστολή προς Φιλιππησίους, εμπεριέχεται στο τελευταίο κεφάλαιό της, η γεμάτη αγάπη προτροπή του, «χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε» (Φιλιπ. 4,4). Δηλαδή, να χαίρεσθε αδελφοί μου πάντοτε, με εκείνη την αγία και δαψιλή χαρά που δίνει ο Κύριος.
Καθ’ ότι κάθε χαρά πρέπει να εκπηγάζει από τον Χριστό και σ’ Αυτόν πρέπει να καταλήγει. Αληθώς, η ένωση και η κοινωνία μας με τον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν προσφέρει στο είναι μας την χαρά. Ωραιότατα ο Ψαλμωδός θα φωνάξει: «Άσω τω Κυρίω εν τη ζωή μου, ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω… εγώ ευφρανθήσομαι επί τω Κυρίω» (Ψαλμ. 103, 33-34).
Ο Χριστός είναι Εκείνος, ο Οποίος ευαγγελίζεται την χαρά της σωτηρίας. Τόσο η Ενανθρώπηση, η έλευση στον κόσμο του Χριστού, όσο και η Ανάληψή Του δημιουργούν μία ατμόσφαιρα χαράς. Η γέννηση του Χριστού αποτελεί μεγάλη χαρά και για τους αγγέλους που την αναγγέλλουν και για τους ανθρώπους για τους οποίους έρχεται προς λύτρωσή τους από την αμαρτία. Είναι ο Χριστός «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», γι’ αυτό και καλεί κοντά του όλους με τούτα τα λόγια: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς (Ματθ. 11,28). Και ακόμη όταν ο Αναστημένος Χριστός υποσχέθηκε την έλευση του Αγίου Πνεύματος και ανελήφθη, τότε οι μαθητές αισθάνθηκαν μεγάλη χαρά ακριβώς γιατί θα είχαν μαζί τους την δύναμη και φώτιση του Παναγίου Πνεύματος.
Έπειτα, η θεία Διδασκαλία κρύβει μέσα της πληρότητα χαράς. Διακηρύττει ο Κύριος στην αρχιερατική προσευχή του, προ του αγίου Του Πάθους: «Νυν δε προς σε έρχομαι και ταύτα λαλώ εν τω κόσμω ίνα έχωσι την χαράν την εμήν πεπληρωμένην εν αυτοίς» (Ιω. 17,13) και το κήρυγμα του Ευαγγελίου γίνεται παντού, όπου ακούγεται, πηγή μεγάλης χαράς (Πραξ. 8,8), γι’ αυτό και οι Απόστολοι ψάλλουν ακόμη και όταν βρίσκονται σε δοκιμασίες (Πραξ. 16, 23 επ.).
Ο Χριστός, λοιπόν, προσφέρει την χαρά. Η πρώτη Του λέξη μετά την Ανάστασή Του είναι μία και μοναδική. «Χαίρετε». Να έχετε χαρά είπε στις Μυροφόρες και εκείνες «προσελθούσαι εκράτησαν αυτού τας πόδας και προσεκύνησαν αυτώ» (Ματθ. 28,9). Αυτός είναι η αληθινή, η πηγαία, η ακριβής χαρά γιατί στο πρόσωπο του Χριστού είναι η Βασιλεία του Θεού παρούσα και εκεί στη Βασιλεία των Ουρανών είναι η τέλεια χαρά. «Ου γαρ εστιν η βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι αγίω» (Ρωμ. 14,17). Γι’ αυτό και οι μαθητές έχουν την χαρά να γνωρίζουν ότι τα ονόματά τους είναι γραμμένα στους ουρανούς. Ο ίδιος ο Κύριος το διαβεβαίωσε: «Χαίρετε ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις ουρανοίς» (Λουκ. 10,20).
Εκεί δε στον «Κήπο της Εδέμ» είναι η ευφροσύνη και η αγαλλίαση, η παντοτινή χαρά, η άλλη χαρά που δεν μπορεί να κατανοήσει ο μακράν της Εκκλησίας του Χριστού κοσμικός άνθρωπος. Εκεί στην επουράνια θεία βασιλεία είναι η ωδή του θριάμβου και εκεί ακούγεται διηνεκώς το «αλληλούια» (Αποκ. 18,20 και 19,1 και 3) και οι πιστοί, εκλεκτοί του Θεού θα χαίρονται, και θα νοιώθουν αγαλλίαση και θα δοξάζουν τον Θεό (Αποκ. 19,7).
Ωραιότατη και με βαθειά νοήματα είναι η προσευχή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης εν προκειμένω την οποία και παραθέτουμε: «Συ υπάρχεις αληθώς, Δέσποτα, η καθαρά και αένναος πηγή της αγαθωσύνης. Δικαίως μας απεστράφης διά τας αμαρτίας μας, αλλά και μας ηλέησες φιλανθρώπως. Ωργίσθης, αλλά κατόπιν μας ηγάπησες. Μας εξώρισες από τον παράδεισον, αλλά πάλιν μας εκάλεσες εις αυτόν. Μας έβγαλες τα φύλλα της συκής, που είχαμεν ως άσχημον κάλυμμα, και μας ενέδυσες ιμάτιον πολύτιμον. Ήνοιξες το δεσμωτήριον και ηλευθέρωσες τους καταδίκους. Ερράντισες με ύδωρ καθαρόν και εκαθάρισες τον μολυσμόν. Ο Αδάμ, όταν θα τον φωνάξης, δεν θα εντραπή, ούτε θα καλυφθή ελεγχόμενος από την συνείδησιν και κρυπτόμενος εις τους θάμνους του παραδείσου. Ούτε η φλογίνη ρομφαία θα κυκλώσει τον παράδεισον, εμποδίζουσα την είσοδον εις τους πλησιάζοντας. Όλα εις ημάς, τους κληρονόμους της αμαρτίας, μετετράπησαν εις χαράν. Τώρα είναι ανοικτός ο παράδεισος και ο ουρανός εις τον άνθρωπον. Η κτίσις, η εγκόσμιος και η υπερκόσμιος, που άλλοτε ευρίσκετο εις διένεξιν, τώρα ηνώθη διά φιλίας. Και οι άνθρωποι συνεφιλιώθησαν με τους αγγέλους, ακολουθούντες την ιδικήν των ιεράν πολιτείαν. Δι’ όλα αυτά ας ψάλωμεν εις τον Θεόν τον ύμνον της χαράς, τον οποίον ετόνισε παλαιά το θεόπνευστον στόμα του προφήτου: «Αγαλλιάσθω η ψυχή μου επί τω Κυρίω˙ ενέδυσε γαρ με˙ ως νυμφίω περιέθηκέ με μίτραν και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμω». Διακοσμητής δε της νύμφης είναι ο Χριστός, ο ων και προών και εσόμενος, ευλογητός και τώρα και εις τους αιώνας. Αμήν».
*
Η χαρά, λοιπόν, έχει χριστολογικό χαρακτήρα και ο πιστός καλείται να ζήσει την χαρά, να την βιώσει, να την καλλιεργήσει μέσα του, να λάβει πείρα της χριστιανικής χαράς, αυτής που προσφέρει η θεία διδασκαλία, η ενυπόστατη πίστη, ο ίδιος ο Χριστός. Αυτή η κατάκτηση και διαφύλαξη της χαράς είναι υγεία της ψυχής ενώ αντίθετα η θλίψη και τα πάθη είναι ασθένεια ψυχής. Όταν ο πιστός ελευθερώνεται με την εξομολόγηση και τον γυρισμό στο «παλάτι του Πατέρα», όταν μετανοεί ειλικρινά, τότε νοιώθει την ανακούφιση της χαράς, την επίσκεψη μέσα του της θείας χάριτος. Αλλά και ανεκλάλητη χαρά προσφέρει και η συμμετοχή στη Θ. Μετάληψη γι’ αυτό και η τελευταία ευχή της Θείας Λειτουργίας λέγει: «Πλήρωσον χαράς και ευφροσύνης τας καρδίας ημών, Κύριε».
*
Αυτή η χριστιανική χαρά είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,22). Αυτή η χαρά φέρει την γαλήνη της ψυχής, την γενναιοδωρία, την υπακοή στις θείες εντολές, την πιστότητα στην αλήθεια, την ενότητα των πιστών. Δεν είναι χαρά πρόσκαιρη, γήινη, φευγαλέα, ενός παροδικού ενθουσιασμού και άκριτου ζήλου. Είναι χαρά πηγαία, σταθερή, σοβαρή, που ζωογονεί την υπομονή και την ελπίδα. Είναι η χαρά και μέσα στη δοκιμασία και σ’ αυτόν ακόμη τον πόνο. Ο Απ. Παύλος λαμβάνει πείρα αυτής της χριστιανικής, αληθινής χαράς στην όλη του αποστολική διακονία γι’ αυτό μπορεί και γράφει: «Ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί, πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες» (Β’ Κορ. 6,10). Ο ίδιος ο μέγας Απόστολος των Εθνών λέγει: «Υπερπερισσεύομαι τη χαρά επί πάση τη θλίψει ημών» (Β’ Κορ. 7,4) και ακόμη διακηρύττει: «Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου υπέρ υμών και ανταναπληρώ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, ο εστιν η Εκκλησία» (Κολ. 1,24) και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να κηρύττεται ο Χριστός, γι’ αυτό και πάντοτε χαίρεται, ήτοι: «Εν τούτω χαίρω αλλά και χαρήσομαι» (Φιλιπ. 1,18), όταν ακούγεται το μήνυμα του Ευαγγελίου του Χριστού. Είναι εξόχως σπουδαίο ότι στον Παύλο η προτροπή προς τους πιστούς «Χαίρετε» βρίσκεται σε πολλές επιστολές του.
Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό ότι αυτός ο καρπός του Πνεύματος η χαρά υπάρχει και στους δύσκολους αιώνες των διωγμών της αρχαίας Εκκλησίας. Βρίσκουμε την χαρά στις κατακόμβες, στα αμφιθέατρα, όπου γινόντουσαν τα μαρτύρια των χριστιανών, σε ταφικές επιγραφές και σε κείμενα των Αποστολικών Πατέρων. Για παράδειγμα: Τρεις φορές αναφέρεται η λέξη χαρά στο μαρτύριον των αγίων Σαμωνά και Γουρία (Εδέσσης) τέσσερες φορές στο μαρτύριο Φιλίππου Ηρακλείας˙ έξι φορές εις το μαρτύριον του επισκόπου Φρουκτουόζου˙ επτά φορές αναφέρεται η χαρά στο μαρτύριον Μαριανού και Ιακώβου Νουμιδίας. Επίσης ένα θαυμάσιο κείμενο των αποστολικών Πατέρων, ο Ποιμήν του Ερμά, είναι ένας ύμνος στην χαρά. Ο Ερμάς παρουσιάζεται «πάντοτε γελών» και «ιλαρός» (Όρασις α’ 11). Η δε λύπη παρουσιάζεται ως «πάντων των πνευμάτων πονηροτέρα και δεινοτάτη τοις δούλοις του Θεού και παρά πάντα τα πνεύματα καταφθείρει τον άνθρωπον και εκτρίβει το Πνεύμα το Άγιον (Εντολή ι’ Ι, Β.Ε.Π.Ε.Σ. τομ. 3).
*
Έπειτα οι θεοφόροι πατέρες της Εκκλησίας ομιλούν και γράφουν για την χριστιανική χαρά. Ο Μέγας Αθανάσιος λέγει ότι η χαρά είναι «σκίρτημα της ψυχής» και όταν γράφει για τον ασκητή της ερήμου τον Μέγα Αντώνιο υπογραμμίζει ότι «από της χαράς της ψυχής ιλαρόν είχε το πρόσωπον και ουδέποτε ήταν σκυθρωπός (PG 26,940). Ο άλλος σπουδαίος ασκητικός πατέρας, ο Μακάριος ο Αιγύπτιος στο περίφημο σύγγραμμά του «Ομιλίαι Πνευματικαί» γράφει για εκείνους τους ανθρώπους που είναι γεμάτοι από χαρά: «Εστίν ότε γίνονται ως εν βασιλικώ δείπνω ευφραινόμενοι και αγαλλιώντες αγαλλιάσει και ευφροσύνη ανεκλαλήτω. Άλλη ώρα εισίν ώσπερ νύμφη συναναπαυομένη εν κοινωνία τω νυμφίω αυτής αναπαύσει θεική… άλλοτε εισίν, ώσπερ εν μέθη ποτού, ευφραινόμενοι και μεθύοντες τω Πνεύματι, μέθην θείων μυστηρίων πνευματικών… Άλλοτε εν τοσαύτη αγαλλιάσει και αγάπη υπό του Πνεύματος εκπυρούνται, ως ει δυνατόν πάντα άνθρωπον εν τοις ιδίοις σπλάγχνοις εμβαλείν… Άλλοτε εν χαρά ανεκλαλήτω υπό του Πνεύματος διατηρούνται» (Ομιλίαι Πνευματικαί, εκδ. Σ. Σχοινά, Βόλος, 1954, σελ. 120).
Ο Ι. Χρυσόστομος τονίζει για την χαρά πολύ χαρακτηριστικά λέγοντας: «Την ευθυμίαν, και την χαράν δεν την κάμνει ούτε το πλήθος των χρημάτων, ούτε δυναστείας όγκος,,ούτε ισχύος σώματος, ούτε πολυτέλεια τραπέζης. Ούτε ιματίων κόσμος, ούτε άλλο τι των ανθρωπίνων πραγμάτων, αλλά μόνον η πνευματική προσπάθεια (κατόρθωμα) και το αγαθόν συνειδός. Εκείνος που έχει το τελευταίον, έστω και αν φορή ράκη και αν παλαίη με τον λιμόν, είναι ευθυμότερος των «σφόδρα τρυφώντων» (εκδ. Bareille, τομ. 15, σελ. 453). Αλλά και ο Ι. Αυγουστίνος στο περίφημο βιβλίο του τις «Εξομολογήσεις» μιλά για την χαρά τονίζοντας πολλές φορές ότι «Όπου Σε ευρίσκω, Κύριε, χαίρω διά Σε».
Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος ομιλεί για την χαρά της ενώσεως του πιστού με τον Χριστό και γι’ αυτό το πνευματικό γεγονός και θείο μυστήριο γράφει: «Αυτός ευρίσκεται εντός μου, ένδον εν τη ταλαίνη μου καρδία απαστράπτων, πάντοθεν περιλάμπων με τη αθανάτω αίγλη, άπαντα δε τα μέλη μου ακτίσι καταυγάζων, όλος περιπλεκόμενος, όλον καταφιλεί με, όλον τε δίδωσιν αυτόν εμοί τω αναξίω, και εμφορούμαι της αυτής αγάπης και του κάλλους, και ηδονής και γλυκασμού εμπίμπλαμαι του θείου. Μεταλαμβάνω του φωτός, μετέχω και της δόξης, και λάμπει μου το πρόσωπον, ως και του ποθητού μου και άπαντα τα μέλη μου γίνονται φωτοφόρα. Ωραίων ωραιότερος τότε αποτελούμαι. Πλουσίων πλουσιώτερος και δυνατός απάντων υπάρχω δυνατώτερος, και βασιλέων μείζων, και τιμιώτερος πολύ των ορωμένων πάντων, ουχί της γης, και των της γης, αλλά και ουρανού δε, και πάντων των εν ουρανώ τον πάντων έχων κτίστην» (Τα ευρισκόμενα, Εκδ. Δ. Ζαγοραίου, Ενετίησι 1790, Λόγος 7ος σελ. 19). Ο δε άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός έλεγε στα κηρύγματά του: «Πρέπει, αδελφοί μου, να χαιρώμεθα και περισσότερον την Κυριακήν» και ακόμη έλεγε: «Να χαίρεσθε όσοι βγάζετε το ψωμί σας με τον κόπον σας…» (Φ. Μιχαλοπούλου Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 1940, σελ. 43-44).
Κυρίως, όμως, η Υμνολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι γεμάτη από ύμνους χαράς. Η υμνολογία της Αναστάσεως, του Ακαθίστου Ύμνου, την Κυριακήν του έτους αλλά και σ’ αυτό το Τριώδιον βρίσκουμε την βαθυτάτη έννοια της πνευματικής χαράς και ευφροσύνης. Δεν νοείται κατά συνέπειαν χριστιανός χωρίς χαρά. Δεν επιτρέπεται να είμεθα απηλπισμένοι και σκυθρωποί, μελαγχολικοί και απογοητευμένοι. Υπάρχει ο Κύριος. Είναι δίπλα μας. «Μεθ’ ημών ο Θεός». Είναι έτοιμος μόλις Τον επισκεφθούμε να σταλάξει ειρήνη και ελπίδα μέσα μας, να φέρει στην ανήσυχη και τεταραγμένη ψυχή μας την χαρά. Ο Ίδιος μας είπε: «Αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη» (Ιω. 16,24). Για τους χριστιανούς, λοιπόν, ισχύει το βιβλικόν: «Δεύτε, αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, αλαλάξωμεν τω Θεώ τω σωτήρι ημών».
*
Ωστόσο, οφείλουμε να μην είμεθα αιθεροβάμονες, μήτε επιπόλαιοι αλλά ρεαλιστές στη ζωή μας. Να έχουμε επίγνωση ότι θα μας επισκεφθούν οι δύσκολες καταστάσεις. Σ’ αυτές τις ώρες πολύ χαρακτηριστικά έρχεται ο προφήτης Ιερεμίας και υπογραμμίζει ότι «ευλογημένος ο άνθρωπος, ος πέποιθεν επί τω Κυρίω και έσται Κύριος ελπίς αυτού και έσται ως ξύλον ευθηνούν παρ’ ύδατα και επί ικμάδα βαλεί ρίζαν αυτού και ου φοβηθήσεται όταν έλθη καύμα» (Ιερεμ. 17, 7-8). Πράγματι, ο πιστός, ο ριζωμένος στον Θεό και όταν καταφθάσει κάθε είδους «καύμα» δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Γι’ αυτό και δεν αφήνεται στον παραπικρασμό. Γνωρίζει ότι η πρόνοια του Θεού δεν θα τον εγκαταλείψει και η δρόσος της χριστιανικής χαράς εν Κυρίω θα τον ζωογονεί συνεχώς στη πορεία της ζωής του.
Από το άλλο μέρος τίθενται ασφαλώς και τα ερωτήματα: Μπορούν τα σύγχρονα επιστημονικά επιτεύγματα, η τεράστια επικράτηση της τεχνολογίας, η τεχνητή νοημοσύνη, τα ποικίλα «ρομπότ» να δώσουν την χαρά στον άνθρωπο; Είναι δυνατόν να επιτευχθεί η ψυχική μόρφωση και η εσωτερική ανωτερότητα; Αμείλικτα ερωτήματα. Ίσως χρειαστεί η σμίλη του Μιχαήλ Άγγελου και ο λόγος του μπροστά στο βουβό μάρμαρο του Μωϋσή: «Μίλα μου».