ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ: Όσο και αν δεν το ομολογεί κανείς είναι αναμφισβήτητη η περίεργη έλξη που ασκεί στην κοινή συνείδηση το «άβατο» του Αγίου Όρους, η ιδέα του μοναχισμού σ’ έναν επίγειο παράδεισο μέσα στα όρια της επικράτειας, η οριστική απόδραση στο «περιβόλι της Παναγίας», ο οργανωμένος αναχωρητισμός σ’ έναν «απόκρυφο» τόπο, μακριά από τα εγκόσμια. Και όχι μόνο στη χώρα μας ή σε άλλα προπύργια της Ορθοδοξίας.
Θυμάμαι τον Κένταλ Ρόι, επιφανές μέλος της συναρπαστικά δυσλειτουργικής δυναστείας που πρωταγωνιστεί στη διάσημη τηλεοπτική σειρά «Succession», να δηλώνει, μεταξύ αστείου και σοβαρού, στο πρώτο επεισόδιο του τρίτου κύκλου, ότι είχε σκεφτεί να τα παρατήσει όλα και να πάει να γίνει μοναχός στο «Όρος Άθως».
Κι όλα αυτά, παρά τις έντονες σκιές που έχουν κυκλώσει κατά καιρούς τον ιερό τόπο, είτε πρόσφατες (οι σκληροπυρηνικοί καταληψίες της Μονής Εσφιγμένου, το Βατοπέδι, ο Εφραίμ, οι θάνατοι αρκετών μοναχών μέσης ηλικίας από τον κορωνοϊό, η Μονή Παντελεήμονος των «ζυμώσεων», οι δεσμοί με τον ρωσικό μηχανισμό προπαγάνδας) είτε αρχέγονες (με πιο χαρακτηριστική φυσικά τον αυστηρό αποκλεισμό των γυναικών σε όλο το μήκος και πλάτος της χερσονήσου, σύμφωνα με το άρθρο 186 του Καταστατικού Χάρτη Αγίου Όρους).
Δεν είναι παράξενο λοιπόν που ένα από τα σουξέ του «ελληνικού» Netflix τον τελευταίο καιρό είναι ένα γερμανικό ντοκιμαντέρ παραγωγής 2016 (χρονιά της τελευταίας επίσκεψης του Πούτιν στο Άγιο Όρος) με τον τίτλο Athos, σε σενάριο και σκηνοθεσία των Peter Bardehle Andreas Martin και με την πολύτιμη συμβολή ελληνο-γερμανικού συνεργείου (διευθυντής φωτογραφίας ο Γιάννης Φώτου και υπεύθυνος ήχου ο Χρήστος Παπαδόπουλος).
Μία από τις πηγές έμπνευσης για το ελκυστικό αυτό οδοιπορικό στην Αθωνική Πολιτεία είναι το ντοκιμαντέρ του 2005 με τίτλο Into Great Silence («Μέσα στη μεγάλη σιωπή») σε σκηνοθεσία του επίσης Γερμανού Philip Gröning, μια αντίστοιχου ύφους απεικόνιση της καθημερινής ζωής των Καρθουσιανών μοναχών του Grande Chartreuse, ενός μοναστηριού στις γαλλικές Άλπεις.
Μια άλλη είναι το βιβλίο Der Mönch in mir («Ο μοναχός μέσα μου») του Αυστριακού δημοσιογράφου και συγγραφέα Heinz Nußbaumer, ο οποίος επισκεπτόταν για χρόνια το Άγιον Όρος, αρχικά ως περιηγητής και κατόπιν ως προσκυνητής. Εκεί βρήκε, όπως έγραφε, το σθένος και την ευδαιμονία που προέρχεται από τη σιωπή και την ενδοσκόπηση, μακριά από εγχειρίδια αυτοβοήθειας και σεμινάρια ευζωίας.
Πρόκειται για μια διακριτική ταινία που όμως προσφέρει μοναδική πρόσβαση στο τοπίο, στις τελετουργίες, στη διαστολή του χρόνου που μοιάζει να συντελείται εκεί πάνω, απαλλαγμένη από τις περιδεείς εντυπώσεις, την κατανυκτική πόζα, τον ματαιόδοξο σχολιασμό του αφηγητή/ρεπόρτερ, όπως συμβαίνει σε κάποιες ελληνικές τηλεοπτικές παραγωγές που έχουμε δει με φόντο τα ίδια μέρη, αλλά και τα ίδια πρόσωπα.
Ανάμεσα στα πορτρέτα των μοναχών, την καθημερινότητα των οποίων μας παρουσιάζει η ταινία, το πιο «κοσμικό» ίσως ανήκει στον Γέροντα Επιφάνιο, γνωστότερο σε εμάς τους «λαϊκούς» ως τον περίφημο «αρχιμάγειρα του Αγίου Όρους», διάσημο για τη διάδοση της αγιορείτικης μαγειρικής μέσω βιβλίων που έχουν γίνει διεθνή μπεστ σέλερ.
Ο Επιφάνιος έφυγε από την ζωή (ή «εκοιμήθη», όπως αρμόζει στην περίπτωση) το 2020 κατόπιν πολυετούς μάχης με τον καρκίνο, σε ηλικία 64 ετών. Τέσσερα χρόνια πριν όμως, εμφανίζεται ακμαίος και ευτυχής σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ, προσφέροντας μάλιστα και μια απλή αλλά περιεκτική απάντηση στο ερώτημα «τι συνδέει εν τέλει τους ανθρώπους (τους άνδρες ουσιαστικά) που ρίχνουν μαύρη πέτρα πίσω τους και πηγαίνουν να ζήσουν για πάντα σ’ αυτό το παράλληλο σύμπαν».
«Το Άγιον Όρος κατοικείται από ανθρώπους που έχουν την επιθυμία να φύγουν από τον κόσμο, να συγκεντρωθούν εδώ και να μονάσουν» λέει, αρνούμενος προφανώς ότι πρόκειται για κάποιο πολύπλοκο μυστήριο. «Ο μοναχός “απογαλακτίζεται” από τον κόσμο, δηλαδή φεύγει για πάντα από τη ματαιότητα», λέει, χωρίς να κοιτάζει την κάμερα, ένας άλλος γέροντας.