ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Ο γέρων Χρυσόστομος Κατουνακιώτης κατήγετο από την Ανατολική Θράκη από ένα γειτονικό χωριό με την Σηλυβρία, την πατρίδα του αγίου Νεκταρίου. Τον είχε συναντήσει όταν κάποτε πέρασε από το χωριό του ο Άγιος.
Στα Κατουνάκια, στο κελί Άξιον Εστί, που μόνασε είχαν πολλή φτώχεια. Για να οικονομήσουν τα απαραίτητα τον έστελναν για μήνες και εργαζόταν σε Μοναστήρια.
Έκανε και εργόχειρο κουτάλες και χτένες. Γηροκόμησε τους Γεροντάδες του οι οποίοι και οι τρεις κοιμήθηκαν νέοι σχετικά γύρω στα 60 από φυματίωση.
Όταν ο τρίτος Γέροντας του ήταν στα τελευταία, πριν κοιμηθεί έβλεπε ένα ξανθό νέο, τον φύλακα του Άγγελο και ύστερα παρέδωσε την ψυχή του.
Διηγήθηκε:
«Όταν εκοιμήθη ο Γέροντας των Καρτσωναίων μοίρασαν σε όλους τους Ασκητές της περιοχής από μία λίρα Τούρκικη για να κάνουν κομποσκοίνι για την ψυχή του.
Μία μέρα με ρώτησε ο παπά Εφραίμ ο Κατουνακιώτης:
«Την δουλεύεις την Τούρκα;».
Επειδή γηροκομούσα τους Γεροντάδες μου και δεν είχα χρόνο να κάνω κομποσκοίνι για άλλους, πήγα και την γύρισα πίσω».
«Κάποια χρονιά πήγα το Πάσχα προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα. Ήταν το προηγούμενο έτος από την έκρηξη στο Τσερνομπίλ.
Είδα στο Ναό μία εικόνα της Παναγίας να δακρύζει αυτό έγινε αντιληπτό από πολλούς και από έναν Άραβα Αστυνομικό.
Ήρθε ο Πατριάρχης φορεμένος τα Αρχιερατικά του Άμφια και με βαμβάκι σκούπισε τα δάκρυα της Παναγίας.
Στην συνέχεια έβλεπα την εικόνα να ανοιγοκλείνει τα μάτια της.
Άλλη φορά διανυκτέρευα στο παρεκκλήσι των Κλαπών, όπου είναι η κολόνα που έδεσαν και μαστίγωσαν τον Κύριο. Άκουγα ευκρινώς βουρδουλιές από μαστίγιο.
Είδα το Άγιο Φως σαν φωτεινές ταινίες πού διαπερνούσαν τον αέρα και άναβαν τα φιτίλια των κεριών. Η πίστη μας είναι μεγάλη και ζωντανή».
Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση