ΑΚΗΔΙΑ: Πολλές φορές ένας από τους κλάδους της πολυλογίας, όπως το είπαμε και προηγουμένως, είναι και ο παρών, ο οποίος μάλιστα αποτελεί και το πρώτο τέκνο της. Εννοώ την ακηδία. Γι’ αυτό και της εδώσαμε την θέση πού της αρμόζει μέσα στην αθλία αλυσίδα των παθών.
Ακηδία σημαίνει παράλυσις της ψυχής και έκλυσις του νου, οκνηρία και αδιαφορία προς την άσκηση, μίσος προς τις μοναστικές υποσχέσεις. (Η ακηδία είναι ακόμη) αυτή που μακαρίζει τούς κοσμικούς, πού κατηγορεί τον Θεόν ότι δεν είναι ευσπλαχνικός και φιλάνθρωπος, πού φέρνει ατονία την ώρα της ψαλμωδίας και αδυναμία την ώρα της προσευχής.
Αυτή πού μας κάνει σιδερένιους στα διακονήματα, αόκνους στο εργόχειρο, σπουδαίους στην πρακτική ζωή της υπακοής (εν αντιθέσει προς την θεωρητική ζωή της ησυχίας).
2. Άνδρας που ασκεί την ζωή της υπακοής δεν γνωρίζει τι σημαίνει ακηδία, διότι φθάνει στα πνευματικά μέσω των αισθητών, (τα οποία αισθητά δεν φέρνουν ακηδία).
3. Το κοινόβιο είναι εχθρός της ακηδίας, ενώ σ΄ έναν ησυχαστή η ακηδία γίνεται σύζυγος αιώνιος∙ δεν θα τον αποχωρισθεί πριν από τον θάνατό του, και πριν έλθει το τέλος του θα τον πολεμά καθημερινά.
Μόλις αντίκρισε το κελλί του ησυχαστού εμειδίασε και αφού τον επλησίασε έστησε κοντά την σκηνή της.
4. Ο ιατρός επισκέπτεται τους ασθενείς το πρωί, ενώ η ακηδία τους ασκητάς το μεσημέρι. Η ακηδία προτρέπει το έργο του ξενοδόχου και παρακαλεί να γίνονται εργόχειρα για να προσφέρονται ελεημοσύνες. Παρακινεί να γίνονται με προθυμία επισκέψεις στους ασθενείς, υπενθυμίζουσα τον λόγο του Κυρίου:
Μας παρακαλεί να πηγαίνομε στους λυπημένους και στους ολιγοψύχους. «Παραμυθείσθε τούς ολιγοψύχους» (Α΄ Θεσ. ε΄ 14) μας λέγει αυτή η ολιγόψυχη. Ενώ ιστάμεθα στην προσευχή, μας υπενθυμίζει διάφορα αναγκαία πράγματα και χρησιμοποιεί κάθε τέχνασμα, ώστε να μας αποτραβήξει από εκεί, σαν με ένα καπίστρι, με κάποια αιτία εύλογη, αυτή η παράλογη.
5. Ο δαίμων της ακηδίας στον μοναχό, τον οποίο έχει καταλάβει, δημιουργεί τις τρεις πρώτες ώρες -πρώτη, τρίτη και έκτη- μία κατάσταση φρίκης, πονοκέφαλο και πυρετό και ανακάτωμα του στομάχου.
Μόλις φθάσει η ενάτη ώρα παρατηρείται κάποια μικρή βελτίωσις. Μόλις στρωθεί η τράπεζα, αναπηδά ο μοναχός από το στρώμα του. Μόλις έλθει η επομένη ώρα της προσευχής, αισθάνεται πάλι βεβαρημένο το σώμα του. Μόλις σταθεί να προσευχηθεί, η ακηδία τον βυθίζει πάλι στον ύπνο και με άκαιρα χασμουρητά του αρπάζει από το στόμα τον στίχο της προσευχής.
6. Όλα τα άλλα πάθη καταπολεμούνται με μία αντίστοιχη αρετή το καθένα. Η ακηδία όμως είναι για τον μοναχό ένας ψυχικός θάνατος πού περιέχει όλα τα κακά.
7. Η ανδρεία ψυχή κατόρθωσε να αναστήσει τον νου πού ήταν νεκρός. Η ακηδία όμως και η οκνηρία κατόρθωσαν να σκορπίσουν όλον τον πλούτο της ψυχής.
8. Εφ΄ όσον και η ακηδία είναι ένα από τα οκτώ πρωταρχικά πάθη της ψυχής, και μάλιστα το βαρύτερο, ας το αντιμετωπίσομε και αυτό αναλόγως, όπως και τα άλλα. Πλήν ας προσθέσομε και τούτο:
Όταν δεν γίνεται ψαλμωδία και ακολουθία, η ακηδία δεν παρουσιάζεται. Και όταν τελείωσε ο κανών της προσευχής, τότε άνοιξαν οι οφθαλμοί.
9. Τον καιρό της ακηδίας φαίνονται οι βιασταί. Και τίποτε άλλο δεν προξενεί στον μοναχό τόσους στεφάνους όσο η ακηδία. Πρόσεξε καλά και θα την αντιληφθείς να μην αφήνει τα πόδια σε ορθία στάσι, και να μας σπρώχνει, όταν καθόμαστε, να γέρνουμε στον τοίχο.
Μας προτρέπει επίσης να κοιτάζομε έξω από το παράθυρο, δημιουργώντας φανταστικά κτυπήματα και βήματα ποδιών. Εκείνος πού πενθεί τον εαυτό του δεν γνωρίζει τι θα πει ακηδία.
10. Ας δένεται και αυτός ο τύραννος με την μνήμη των πταισμάτων, και ας δέρνεται με το εργόχειρο. Και αφού συρθεί με την σκέψη των μελλόντων αγαθών και σταθεί εμπρός μας, ας ερωτάται καταλλήλως:
«Λέγε μας λοιπόν και σύ, παράλυτε και έκλυτε, ποιος είναι ο κακός γονεύς σου; Ποια είναι τα τέκνα σου; Ποιοι είναι αυτοί πού σε πολεμούν; Και ποιος ο φονευτής σου»;
Αυτός δε αναγκαζόμενος θα μας αποκρινόταν:
«Εγώ σε αυτούς πού ασκούν πραγματικά την ζωή της υπακοής, «ούκ έχω πού την κεφαλήν κλίναι». Σε όσους έχω τόπο, τους ευρίσκω στην ησυχία και συζώ μαζί τους.
Οι ιδικές μου μητέρες είναι πολλές και διάφορες: Άλλοτε η ψυχική αναισθησία, άλλοτε η λησμοσύνη των άνω, και μερικές φορές η υπερβολική κόπωσις (είτε ψυχική είτε σωματική).
Τα ιδικά μου τέκνα είναι: Οι μετακινήσεις από τον ένα τόπο στον άλλο πού γίνονται μαζί μου, η παρακοή στον πνευματικό πατέρα, η λησμοσύνη της Κρίσεως, και μερικές φορές η εγκατάλειψις της μοναχικής ζωής.
Ιδικοί μου αντίπαλοι, από τους οποίους τώρα έχω δεθεί, είναι η ψαλμωδία και το εργόχειρο. Εχθρική σ΄ εμένα είναι και η σκέψις του θανάτου, αλλά εκείνη πού με θανατώνει τελείως είναι η προσευχή, ενωμένη με την βεβαία ελπίδα των μελλόντων αγαθών. Για το ποιος όμως εγέννησε την προσευχή ερωτήσατε την ίδια».
(Πρόκειται για) νίκη! Όποιος την κατέκτησε, είναι δόκιμος για κάθε καλό έργο.
«Κλίμαξ», Αγίου Ιωάννου Σιναΐτου
Ι.Μ. Παρακλήτου