Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ιε/ 20 – 20 – 20 και ότε ενέπαιξαν αυτώ, εξέδυσαν αυτόν την πορφύραν και ενέδυσαν αυτόν τα ιμάτια τα ίδια, και εξάγουσιν αυτόν ίνα σταυρώσωσιν αυτόν.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ιε/ 22 – 22
22 και φέρουσιν αυτόν επί Γολγοθάν τόπον, ο εστι μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ιε/ 25 – 25
25 ην δε ώρα τρίτη και εσταύρωσαν αυτόν.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ιε/ 33 – 41
33 Γενομένης δε ώρας έκτης σκότος εγένετο εφ όλην την γην έως ώρας ενάτης 34 και τη ώρα τη ενάτη εβόησεν ο Ιησούς φωνή μεγάλη λέγων Ελωί Ελωί, λιμά σαβαχθανί ; ο εστι μεθερμηνευόμενον, ο Θεός μου ο Θεός μου, εις τι με εγκατέλιπες ; 35 και τινες των παρεστηκότων ακούσαντες έλεγον Ίδε Ηλίαν φωνεί. 36 δραμών δε εις και γεμίσας σπόγγον όξους περιθείς τε καλάμω επότιζεν αυτόν λέγων Άφετε ίδωμεν ει έρχεται Ηλίας καθελείν αυτόν. 37 ο δε Ιησούς αφείς φωνήν μεγάλην εξέπνευσε. 38 και το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω. 39 Ιδών δε ο κεντυρίων ο παρεστηκώς εξ εναντίας αυτού ότι ούτω κράξας εξέπνευσεν, είπεν Αληθώς ο άνθρωπος ούτος υιός ην Θεού. 40 Ήσαν δε και γυναίκες από μακρόθεν θεωρούσαι, εν αις ην και Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου του μικρού και Ιωσή μήτηρ και Σαλώμη, 41 αι και ότε ην εν τη Γαλιλαία ηκολούθουν αυτώ και διηκόνουν αυτώ, και άλλαι πολλαί αι συναναβάσαι αυτώ εις Ιεροσόλυμα.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ιε/ 20 – 20
20 και όταν τον ενέπαιξαν, του έβγαλαν τον κόκκινον μανδύαν και τον έντυσαν τα ιδικά του ρούχα και τον έβγαλαν έξω από την πόλιν δια να τον σταυρώσουν.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ιε/ 22 – 22
22 και τον έφεραν εις τον τόπον του Γολγοθά, όνομα, που όταν μεταφραστή, σημαίνει τόπος κρανίου.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ιε/ 25 – 25
25 Ήτο δε ώρα τρεις από την ανατολήν του ηλίου και τον εσταύρωσαν.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ιε/ 33 – 41
33 Όταν δε η ώρα έγινεν εξ από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή μεσημέρι, έγινε σκότος εις όλην την γην μέχρι τας εννέα, τουτέστιν έως τας τρεις το απογεύμα. 34 και κατά την ενάτην ώραν εφώναξε με μεγάλη φωνή ο Κύριος Ελωΐ, Ελωΐ, λιμά σαβαχθανί, το οποίον, όταν εξηγηθή εις την ελληνικήν γλώσσαν, σημαίνει Θεέ μου, Θεέ μου, διατί με εγκατέλιπες ; 35 και μερικοί από εκείνους, που έστεκαν εκεί, όταν ήκουσαν αυτό, έλεγαν Ιδού φωνάζει τον Ηλίαν. 36 Έτρεξε δε ένας και εγέμισε με ξίδι ένα σφουγγάρι, και αφού το έβαλε γύρω από ένα καλάμι, τον επότιζε λέγων Αφήσατέμε και μη με εμποδίζετε να προλάβω την λιποθυμίαν του, δια να ίδωμεν, εάν θα έλθη ο Ηλίας να τον κατεβάση. 37 ο δε Ιησούς αφήκε φωνήν μεγάλην και εξεψύχησε. 38 και το καταπέτασμα, που εχώριζε εις τον ναόν τα Άγια από τα Άγια των Αγίων, εσχίσθη εις τα δύο από επάνω έως κάτω. 39 Όταν δε ο εκατόνταρχος, που εστέκετο απέναντί του, είδε μαζί με τα άλλα έκτακτα σημεία που συνέβησαν, και ότι ο Ιησούς εξεψύχησεν όχι από εξάντλησιν, όπως επέθαιναν οι σταυρωμένοι, αλλά αφού αφήκε φωνήν δυνατήν, που δεν έδειχνε κανέν σημείον θανάτου, είπεν Αλήθεια, ο άνθρωπος αυτός ήτο υιός Θεού. 40 Ήσαν δε και μερικαί γυναίκες, που από μακρυά παρετήρουν, μεταξύ των οποίων ήσαν και η Μαρία η Μαγδαληνή, και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή, και η Σαλώμη. 41 Αυταί, και ότε ήτο ο Ιησούς εν τη Γαλιλαία, τον ηκολούθουν και τον υπηρέτουν. Ήσαν δε και άλλαι πολλαί, αι οποίαι ανέβησαν μαζί με αυτόν από την Γαλιλαίαν εις τα Ιεροσόλυμα.