Του Πρωτοπρεσβυτέρου Μιχαήλ Σπανού
ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ: Η Καππαδοκία διαδραμάτισε καίριο ρόλο στη διαμόρφωση των δογμάτων, της λειτουργικής ζωής, του μοναχισμού και του ήθους της Εκκλησίας.
Ο Χριστιανισμός έφτασε εδώ από την αποστολική εποχή, αφού οι απ. Παύλος, Βαρνάβας και Ανδρέας περιόδευσαν τις γειτονικές περιοχές Λυκαονίας, Γαλατίας, Συρίας, Κιλικίας και Πόντου. Ενώ ο απ. Πέτρος απηύθυνε την Α΄ Καθολική επιστολή του προς τους χριστιανούς «Πόντου, Γαλατίας, Καππαδοκίας, Ασίας, και Βιθυνίας». Καππαδόκης ήταν και ο αγ. Λογγίνος ο Εκατόνταρχος, ο οποίος την ώρα της Σταύρωσης του Χριστού, ομολόγησε: «αληθώς Θεού Υιός ην ούτος». Μετά την ανάσταση του Κυρίου κατέφυγε στην πατρίδα του, όπου και μαρτύρησε.
Από τους πρώτους μεγάλους ιεράρχες ήταν ο αγ. Αλέξανδρος (+251). Όντας ομολογητής και επίσκοπος στην Καππαδοκία, με θεική παρέμβαση εξελέγη επίσκοπος Ιεροσολύμων, όπου ίδρυσε μεγάλη εκκλησιαστική βιβλιοθήκη. Κοιμήθηκε στη φυλακή ομολογώντας για δεύτερη φορά τον Χριστό.
tokali5Σταθμός στην ιστορία της Καππαδοκίας υπήρξε ο αγ. Φιρμιλιανός. Ως μητροπολίτης Καισαρείας (230-269) αγωνίστηκε για τη διατήρηση της εκκλησιαστικής ενότητας ανά την οικουμένη, και κατέστησε την πόλη του κέντρο εκκλησιαστικής παιδείας. Αντιμετώπισε το σχίσμα των Νοβατιανών (ή Καθαρών), και το σχίσμα μεταξύ του αγ. Κυπριανού Καρχηδόνος και του Πάπα αγ. Στεφάνου Α΄.
Ο Πάπας δεχόταν ως έγκυρο το βάπτισμα των αιρετικών, ενώ ο Κυπριανός (συνοδικώς) καταδίκασε τη θέση του Πάπα και με επιστολή ζήτησε την άποψη του Φιρμιλιανού, πράγμα που μαρτυρεί το κύρος του. Στην απαντητική επιστολή του, το αρχαιότερο σωζόμενο κείμενο Καππαδόκου πατέρα, ο Φιρμιλιανός επαινεί την «πίστη και σοφία» του Κυπριανού, χαρακτηρίζοντας το βάπτισμα των αιρετικών ως «παράνομο και ανίερο βρέξιμο»• αναιρεί επίσης και το παπικό πρωτείο: «τη συνηθεία των Ρωμαίων αντιτάσσομεν την συνήθειαν της αληθείας, απ’ αρχής τούτο κατέχοντες, όπερ υπό του Χριστού και των αποστόλων παρεδόθη».
Πολέμησε και τον αιρεσιάρχη Παύλο τον Σαμοσατέα, ο οποίος απέρριπτε την υπόσταση του Θεού Λόγου, προήδρευσε μάλιστα σε δύο συνόδους στην Αντιόχεια κατά του Σαμοσατέα.
Από την εποχή των διωγμών, η Καππαδοκία απέκτησε πλήθος Μαρτύρων, μεταξύ των οποίων είναι οι Άγιοι: Υάκινθος (+108), θαλαμηπόλος του Αυτοκράτορα, ο Καισαρεύς Αθηνογένης, επίσκοπος Πηδαχθόης (+303/5) από τη Σεβάστεια, σε αυτόν αποδίδεται ο ύμνος «Φως ιλαρόν», οι πέντε μάρτυρες της Σεβαστείας (Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης +296), ο Αγαθόδωρος ο οποίος μαρτύρησε στα Τύανα, Γεώργιος ο Μεγαλομάρτυς (+296/303), ο οποίος γεννήθηκε στην Καππαδοκία, απ’ όπου καταγόταν και ο πατέρας του, Ακάκιος ο Καππαδόκης (+305) ο Εκατόνταρχος, οι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες της Σεβαστείας (+320), στρατιώτες της ΙΒ΄ ρωμαικής λεγεώνας, και ο Ευψύχιος ο εν Καισαρεία (+362), ο οποίος ήλεγξε την αποστασία του Ιουλιανού.
Η Καππαδοκία πρωτοστάτησε και στην ιεραποστολική διάδοση του Χριστιανισμού: Ο αγ. Γρηγόριος ο Φωτιστής (240-325) ήταν Παρθο-Αρμένιος, ο οποίος σε νεαρή ηλικία κατέφυγε στην Καππαδοκία. Εκεί, ανατράφηκε ως χριστιανός και χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον επίσκοπο Καισαρείας. Επέστρεψε στην Αρμενία, όπου μετά από πολλά βασανιστήρια έπεισε τον πρώην διώκτη βασιλιά να δεχθεί το Βάπτισμα. Η ισαπόστολος αγ. Νίνα (296-335) γεννήθηκε στην Καππαδοκία, ο πατέρας της, αξιωματικός του στρατού, ήταν συγγενής του αγ. Γεωργίου. Με εντολή της Θεοτόκου κήρυξε στην Ιβηρία (Γεωργία), την οποία εκχριστιάνισε εξ ολοκλήρου.
Στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο συμμετείχε ο Καισαρείας αγ. Λεόντιος (+337), ενώ κατεξοχήν υπέρμαχοι της Ορθοδοξίας ανεδείχθησαν οι Καππαδόκες Βασίλειος ο Μέγας (330-379), αρχιεπίσκοπος Καισαρείας και Γρηγόριος ο Θεολόγος (328- 390), ο οποίος ως αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως προήδρευσε της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου. Υπερ αμυνόμενοι της πίστεως των Προφητών και Αποστόλων ότι «εις ούν Θεός εν τρισί. Και τα τρία εν» (Γρηγόριος), μας παρέδωσαν και την απαραίτητη θεολογική ορολογία, ώστε να διατυπώνεται η αλήθεια με σαφήνεια. Ο Βασίλειος μεταρρύθμισε και τον μοναχικό βίο, ενώ και οι δύο αναθεώρησαν τις αρχαίες Λειτουργίες της Καππαδοκίας, οι οποίες φέρουν και τα ονόματά τους. Άγιες ήσαν και οι οικογένειές τους. Του Βασιλείου ο παππούς (ανώνυμος μάρτυρας), η γιαγιά Μακρίνα, οι γονείς Βασίλειος ο ρήτωρ και η Εμμέλεια, τα αδέλφια του Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης, Μακρίνα, Πέτρος επίσκοπος Σεβαστείας, Θεοσεβία η Διακόνισσα (κατ’ άλλους σύζυγος του Νύσσης) και Ναυκράτιος, είναι όλοι άγιοι. Οι γονείς του Γρηγορίου ήσαν οι άγιοι Γρηγόριος επίσκοπος Ναζιανζού και Νόννα, αδέλφια του οι άγιοι Γοργονία και Καισάριος, ιατρός των ανακτόρων, και ο εξάδελφός του ο αγ. Αμφιλόχιος επίσκοπος Ικονίου (+400). Ως κόρη εξαδέλφης του Γρηγορίου αναφέρεται και η αγ. Ολυμπιάς η Διακόνισσα (+408). Σημαντική κατά των αιρέσεων ήταν και η συνδρομή του Κωνσταντινουπόλεως αγ. Ιωάννου του Καππαδόκου (+520). Όταν οι μονοφυσίτες προκάλεσαν το «ακακιανό σχίσμα», ο Ιωάννης αναθεμάτισε τον αιρεσιάρχη Σεβήρο, αναγνώρισε την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο και με επιστολή του στον Πάπα Ρώμης αγ. Ορμίσδα πέτυχε την επανένωση των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (519). Ήταν ο πρώτος πατριάρχης που ο ν ο μ α σ τ η κ ε «οικουμενικός». Από τον Δ΄ αιώνα άνθισε ο μοναχισμός στην Καππαδοκία. Μεγάλες ασκητικές μορφές με Καππαδοκική καταγωγή ήταν οι Άγιοι: Ζήνων ο Ταχυδρόμος εκ Καισαρείας (Δ΄ αι.), Θεοδόσιος ο κοινοβιάρχης (423-529) από τη Μογαρισσό και Σάββας ο Ηγιασμένος (439-532) από τη Μουταλάσκη της Καισαρείας. Η ίδια η γεωγραφία της Καππαδοκίας με τα απρόσιτα βραχώδη εδάφη ήταν ιδανική για τους μοναχούς. Παγκοσμίου φήμης είναι οι λαξευτές μονές/ εκκλησίες των περιοχών Ihlara (κοιλάδα του Περιστρέμματος), Soğanlı, Mustafapaşa (Σινασός), Göreme (Προκόπι), Hallaç (Ποταμία), Gümüşler (Νίγδη), και η Çanlı Kilise (Ακσαράι), που χρονολογούνται στον Θ’-ΙΑ΄ αι. Την ίδια εποχή έχουμε και τη μεγάλη οσιακή μορφή του αγ. Μελετίου του Νέου (1035 – 1105) από τη Μουταλάσκη της Καισαρείας. Τον Ζ΄ αιώνα η Καππαδοκία πλήττεται από τις Αραβικές επιδρομές, όπως μαρτυρούν οι υπόγειες πόλεις/καταφύγια των χριστιανών Özkonak, Kaymaklı και Derinkuyu, ενώ μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ (1071) σταδιακά κατακτάται από τους Τούρκους. Όπως ο υπόλοιπος υπόδουλος ελληνισμός, έτσι και η Καππαδοκία έχει να καυχηθεί για την ομολογία που έδωσαν οι νεομάρτυρές της, εξ ων οι άγιοι: Σάββας Νιγδελής (από τη Νίγδη) ο Σαμολαδάς (+1726), Θεοχάρης ο Νεαπολίτης (Nevsehir) (+1740), Παναγιώτης ο Καισαρεύς (+1765/7) και Προκόπιος Μητροπολίτης Ικονίου από τα Τύανα (+1923).
Σημαντικοί ιεράρχες που δεν είναι αναγνωρισμένοι επίσημα ως άγιοι είναι: οι Καισαρείας Ανδρέας (Ζ΄ αι.) και Αρέθας (+932/944), που άφησαν σημαντικά ερμηνευτικά συγγράμματα. Ο Καισαρείας Αρσένιος, ο οποίος σε σύνοδο στην Ιερουσαλήμ (1443), στην οποία συμμετείχαν και οι πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, καθήρεσε τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη Β΄, ο οποίος ανεξέλεγκτα χειροτονούσε «μητροπολιτίδια και επισκοπίδια», για να επιβάλει την ψευδο-ένωση της Φλωρεντίας. Ταυτόχρονα δόθηκε στον Αρσένιο το δικαίωμα να κηρύττει «πανταχού την ευσέβειαν». Ο Καισαρείας Παίσιος Β΄ (1777- 1871), ο οποίος αποκαλείτο «Μέγας», ήταν Φαρασιώτης γνωστός για την ασκητικότητα και τον ζήλο του, επιτέλεσε μεγάλο φιλανθρωπικό και εκπαιδευτικό έργο. Φρόντισε για την επιδιόρθωση ναών, ίδρυση σχολείων και την έκδοση ορθοδόξων βιβλίων. Συνέβαλε στην επίλυση των προβλημάτων, που αντιμετώπιζε το Πατριαρχείο και πολέμησε τις προσηλυτιστικές δράσεις των Προτεσταντών. Είχε τον σεβασμό και των Τούρκων, ακόμη, λέγεται, και του σουλτάνου.
Ο ελλιπής αυτός κατάλογος θα ήταν κολοβός χωρίς τους συγχρόνους Καππαδόκες πατέρες: Ο αγ. Αρσένιος ο Καππαδόκης (χειροτονία του Παισίου Β΄), ο τελευταίος ποιμένας των Φαράσων, διδάσκαλος του γένους, πολέμιος των αιρέσεων και θαυματουργός. Ο αγ. Παίσιος ο Αγιορείτης, φέρει το όνομα του Παισίου Β΄, πνευματικός διάδοχος του αγ. Αρσενίου, αποτελεί το καύχημα του σύγχρονου ελληνισμού, ένας από τους μεγαλύτερους Αγίους της εποχής μας. Και οι δύο ως πρόσφυγες μετέφεραν στην Ελλάδα την πατρώα ευσέβεια της Καππαδοκίας. Μαζί με τους παλαιότερους Αγίους, αποτελούν τους καλύτερους πρεσβευτές της χριστιανικής Καππαδοκίας, ώστε η μνήμη της να διατηρηθεί αλησμόνητη.
Περιοδικό Παράκληση τ.109