ΠΑΤΕΡΑΣ ΝΗΦΩΝ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ: Όταν ήμασταν στο Βατοπαίδι, στις αρχές που πήγαμε, ζούσε και ο Γέροντας μας ο Ιωσήφ. Ήταν γύρω στα τέλη Νοεμβρίου. Ήμουν αρχοντάρης, αρχοντάρης είναι ο μοναχός που υποδέχεται τους ξένους. Και τότε είχαν γίνει μερικά επεισόδια στις 17 Νοεμβρίου στο Πολυτεχνείο, είχαν σπάσει και είχαν γίνει μεγάλες φασαρίες.
Μια ομάδα από αυτά τα παιδιά, τους αναρχικούς, κυνηγημένοι από την αστυνομία έφυγαν και ήρθαν για να κρυφτούν στο Άγιο Όρος. Και ήρθαν εκεί διότι ο ένας από αυτούς -ο οποίος είχε ξυρισμένο το κεφάλι του από τις δύο πλευρές και είχε ένα σαν λειρί εδώ μπροστά και ήταν και βαμμένο πράσινο στις άκρες- είχε ένα θείο στη Μονή Εσφιγμένου.
Και τους είπε, θα πάμε στο θείο μου εκεί να κρυφτούμε. Φυσικά, ούτε διαμονητήρια είχαν ούτε ήξεραν πως θα μπουν μέσα. Πήγαν, δεν μπορούσαν να μπουν και μπήκαν με τα πόδια .. πόσες ώρες να φθάσουν. Έφθασαν στην Μονή Εσφιγμένου. Ξέρετε είναι και λίγο αυστηροί εκεί και μόλις τους είδαν σ’ αυτά τα χάλια .. με τα σκουλαρίκια .. τους έδιωξαν. Έφυγαν.
Και ήρθαν με τα πόδια, σουρούπωνε θα βράδιαζε, στο Μοναστήρι μας. Ετοιμαζόταν ο πορτάρης να κλείσει την πόρτα και μόλις τους είδε ο καημένος κι αυτός φοβήθηκε, έτσι όπως ήταν η όψη τους και ειδοποίησε το Γέροντα και λέει, Γέροντα τι να κάνουμε; Τώρα να τους διώξουμε; Που θα πήγαιναν; Δεν είχαν και χρόνο γιατί οι Μονές κλείνουν τις πύλες με τη δύση του ηλίου.
Είπε ο Γέροντας, εντάξει, εφόσον τα έφερε η Παναγία τα παιδιά εδώ βάλτε τους σε ένα δωμάτιο στο Αρχονταρίκι αλλά μην τους βάλετε κοντά με τους άλλους προσκυνητές. Βάλτε τους κάπου ξεχωριστά και έχετε και λίγο το νου σας.
Λοιπόν, ως αρχοντάρης τους φιλοξένησα. Εντάξει, φαινόντουσαν λίγο τρομαγμένοι, απορημένοι από το περιβάλλον που ζούσαν, κουρασμένοι κιόλας από την οδοιπορία. Ξεκουράστηκαν λοιπόν, τους βάλαμε να φάνε.
Τους μιλήσαμε λίγο αλλά τους είπαμε ότι ένα βράδυ θα φιλοξενηθείτε, αύριο πρέπει να φύγετε. Λοιπόν, τους είπαμε και λίγα λόγια αγάπης, ότι ο Θεός είναι αγάπη, ό,τι κι αν κάνουμε στη ζωή μας υπάρχει μετάνοια.
Και την επόμενη μέρα αυτός με το λειρί λέει, πάτερ, θέλω να μείνω ακόμη μία ημέρα. Μπορώ να μείνω; Οι άλλοι δεν ήθελαν, έφυγαν. Λέω, θα ρωτήσω και θα σου απαντήσω. Ε, ο Γέροντας λέει, εντάξει αφού θέλει ας μείνει ακόμη ένα βράδυ.
Έμεινε ακόμη ένα βράδυ, του λέω θα μείνεις, όμως θα ακολουθήσεις το πρόγραμμά μας, θα έρχεσαι στην Εκκλησία, στην τράπεζα. Έμεινε ακόμη ένα βράδυ, λέει, μπορώ να μείνω ακόμη ένα βράδυ;
Λέει ο Γέροντας, κοίταξε, πες τε του τουλάχιστον να βάλει ένα σκουφάκι να μην φαίνεται έτσι και να προκαλεί και τους άλλους, και τους πατέρες και τους προσκυνητές. Δεν είπε όχι, δέχτηκε.
Έμεινε δύο μέρες, τρεις μέρες ο Πέτρος. Πέτρος ήταν το όνομά του, ένα παιδί με μεγάλα πράσινα μάτια. Και ένα απόγευμα όταν κάναμε Εσπερινό, πίσω στη λιτή -λιτή είναι ο πρόναος ας πούμε- ακούστηκαν αναφιλητά, κάποιος έκλαιγε με λυγμούς. Πήγα εγώ να δω και ήταν ο Πέτρος σκυμμένος και έκλαιγε με αναφιλητά.
-Πέτρο μου συμβαίνει κάτι;
Σκέφτηκα μήπως του είπε κάποιος κάτι που ήταν έτσι. Όχι.
Μου λέει, θέλω να σου μιλήσω.
Βγήκαμε λοιπόν έξω μετά που τελείωσε ο Εσπερινός και μου λέει,
– Πάτερ, υπάρχει και για μένα σωτηρία; Μπορώ κι εγώ να σωθώ;
Λέω, Πέτρο μου, για όλους υπάρχει σωτηρία. Ο ληστής ήταν πάνω στο σταυρό και ο Χριστός μας τον έσωσε.
Λέει, μα εγώ τόσο πολύ πλήγωσα και τους ανθρώπους και τους γονείς μου και τον Θεό. Και μου απεκάλυψε ότι ήταν από μία οικογένεια διαλυμένη.
Ο πατέρας χτυπούσε τη μητέρα του, αυτός δεν μπορούσε να τα βλέπει. Δώδεκα χρονών έφυγε από το σπίτι του, έμενε στα Εξάρχεια, έμπλεξε εκεί με αναρχικούς, με ναρκωτικά και λοιπά. Ήταν μια ζωή έτσι ταραγμένη.
Αλλά όμως ήταν μια πολύ καλή ψυχούλα. Το λέω αυτό αδελφοί μου για να μην απορρίπτουμε ποτέ μας κανέναν. Γιατί εκείνους που εμείς απορρίπτουμε τους μαζεύει ο Θεός. Εμείς νομίζουμε ότι είμαστε οι καλοί και εκεί είναι που την πατάμε.
Και θα δούμε εκπλήξεις έλεγε ο ΓεροΠαΐσιος στη Δευτέρα Παρουσία. Θα δούμε εκείνους που δεν υπολογίζαμε να μπαίνουν μέσα και θα δούμε άλλους που υπολογίζαμε, όπως είμαι εγώ, να μένουν απ’ έξω. Μη γένοιτο όμως. Ευχόμαστε και ελπίζουμε στην αγάπη του Χριστού μας, όλοι μας να σωθούμε.
Λοιπόν ο Πέτρος, μετά απ’ αυτήν την αλλοίωση που η Παναγία μας του έκανε, του είπαμε ότι πρέπει να εξομολογηθεί. Και με τόσα δάκρυα εξομολογήθηκε, που κάτω το πάτωμα είχε γίνει μία μικρή λιμνούλα από τα δάκρυα του Πέτρου.
Ο Πέτρος έμεινε αρκετά στο Μοναστήρι μας. Ο Γέροντας είπε, πες τε του να το κόψει αυτό το πράγμα τουλάχιστον. Και είπε, όχι δεν θα το κόψω, όχι γιατί δεν θέλω, δεν θα το κόψω για να μην πάω έξω και μου πουν ότι σε έβαλαν οι μοναχοί και το έκοψες, θα πάω έξω και θα το κόψω μόνος μου. Κι έτσι, φορούσε το σκουφάκι.
Έφυγε ο Πέτρος λοιπόν, άρχισε να κάνει μία πνευματική ζωή. Ξαναήρθε ακόμη μία φορά με αλλοιωμένη την όψη και τον χάσαμε τον Πέτρο, δεν ξαναπαρουσιάστηκε.
Εν τω μεταξύ δεν είχε μιλήσει ποτέ με την μητέρα του από τότε που έφυγε από το σπίτι, και προσπαθήσαμε, κάναμε την επανασύνδεση.
Βρήκαμε τα τηλέφωνα, της είπαμε, συγκλονίστηκε η γυναίκα γιατί νόμιζε ότι είναι πεθαμένο το παιδί της και έγινε μία πολύ ευλογημένη έτσι κατάστασις.
Μετά από δύο χρόνια είχαμε πάει σε μία πανήγυρη μίας Μονής του Αγίου Όρους και μετά την πανήγυρη πήγαμε με τα πόδια σε ένα άλλο Μοναστήρι κοντινό να προσκυνήσουμε.
Τότε ήταν μαζί μας και ο μακαριστός ο μητροπολίτης Καστορίας Γρηγόριος, ο οποίος μας είπε, μην πείτε ότι είμαι επίσκοπος να μην μου κάνουν τιμές οι πατέρες και ξεσηκώνονται.
Πήγαμε εκεί λοιπόν, μας κέρασαν και όταν ετοιμαζόμασταν να φύγουμε έρχεται ένας μοναχός και μου λέει,
– Πάτερ Νήφων δεν με γνώρισες;
– Κοίταξα, λέω, όχι, ποιος είσαι;
– Λέει, κοίταξέ με καλά.
Τι είδα; Δύο πράσινα μεγάλα μάτια. Ήταν ο Πέτρος.
Ήταν ο Πέτρος ο οποίος ήταν δόκιμος μοναχός. Και τότε έπεσε ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου. Κλαίγαμε και δόξασα την Παναγία μας για τα μεγάλα θαύματα που κάνει. Αυτά είναι τα θαύματα αδελφοί μου. Σας είπα ένα.
Όποιος προσκυνητής πάει στο Άγιο Όρος είναι και ένα θαύμα μέσα στην ψυχή του, γι’ αυτό να ευχαριστούμε την Παναγία μας που υπάρχει και το Άγιο Όρος και όλα τα Μοναστήρια και οι Ναοί και επιτελούν αυτά τα μεγάλα θαύματα της θεραπείας των ψυχών. Που όλος ο κόσμος δεν αξίζει όσο μία ψυχή..
π. Νήφωνος Βατοπαιδινού