Του Πρεσβ. Διονυσίου Τάτση
Μια μέρα ο Γέροντας Παΐσιος ησύχαζε στο κελί των Αγίων Αρχαγγέλων, στη σκήτη των Ιβήρων.
Ήταν Αύγουστος μήνας και είχαν περάσει οι οχτώ πρώτες μέρες του.
Ό Γέροντας τηρούσε αυστηρή νηστεία. Δεν είχε φάει μέχρι τότε τίποτα και οι σωματικές του δυνάμεις είχαν ελαττωθεί. Ωστόσο, το φρόνημα του ήταν ακμαίο και ή προθυμία του να βοηθάει τους αδελφούς της σκήτης, ιδίως αυτούς, πού ήταν μεγάλης ηλικίας, παρέμενε αμείωτη.
Γύρω στις δέκα το πρωί, χτύπησε την πόρτα του ό γέρο — Μάξιμος, ένας σεβάσμιος μοναχός, πού είχε πάρει απόφαση να κατεβεί στο μοναστήρι, για να περάσει εκεί τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του.
-Δι’ ευχών των αγίων, Γέροντα, ακούστηκε ή ψιλή φωνή του γέρο-Μάξιμου.
-Αμήν. Έλα μέσα, ευλογημένε, του απάντησε ό Γέροντας με χαμόγελο και του άνοιξε την πόρτα.
Οι δύο μοναχοί έδωσαν τον εν Χριστώ ασπασμό και κάθισαν σ’ ένα καναπέ. Ό γέρο-Μάξιμος ήταν πάνω από ογδόντα ετών, είχε δηλαδή τα διπλάσια χρόνια του π. Παϊσίου. Τελευταία αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα υγείας και στη σκήτη δεν μπορούσε να έχει κάποια ουσιαστική βοήθεια, μια κι έμενε μόνος στο κελί. Ό Γέροντας Παΐσιος του ετοίμασε τον καφέ και τον ρώτησε πότε θέλει να κατεβεί στο μοναστήρι. Εκείνος με λυπημένο ύφος τού είπε:
-Παΐσιε αδελφέ μου, σήμερα λέω να κατεβώ και γι’ αυτό θέλω να με βοηθήσεις. Έχω μαζεμένα τα πράγματα σε δυο τσουβάλια και τρία χαρτοκιβώτια Μου έδωσε και ό παπα-Ιάκωβος το μουλάρι, για να τα φορτώσουμε.
—Να ‘ναι ευλογημένο, γέρο-Μάξιμε. Το μεσημέρι θα κατέβουμε στο μοναστήρι.
-Ξέρεις, Παΐσιε, πονάει ή καρδιά μου, πού φεύγω απ’ εδώ, άλλα δεν μπορώ να μείνω άλλο. Κι εσύ δεν μπορείς κάθε μέρα να έρχεσαι να με βοηθάς και να μου δίνεις ευλογία.
-Καλά, Γέροντα Όπως θέλεις, τον καθησύχασε ό π. Παΐσιος.
Κουβέντιασαν λίγη ώρα ακόμα και μετά σηκώθηκαν, για να πάνε να φορτώσουν τα πράγματα. Στο μονοπάτι πρώτος βάδιζε ό γέρο-Μάξιμος, πού παρ’ όλα τα γεράματα του προσπαθούσε να έχει γοργό βήμα και ακολουθούσε ό Γέροντας. Σε δεκαπέντε λεπτά είχαν φτάσει. Ό Γέροντας άρχισε να φορτώνει στο μουλάρι όλο το νοικοκυριό του αδελφού, ρίχνοντας και μερικές ματιές στο πρόσωπο του. Όταν όλα ήταν έτοιμα ό γέρο-Μάξιμος ανέβηκε να προσκυνήσει για τελευταία φορά στο εκκλησάκι και γρήγορα κατέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια έχοντας τα μάτια του γεμάτα δάκρυα.
Ό Γέροντας κρατούσε το καπίστρι του μουλαριού και προχωρούσε σιγά – σιγά για να προλαβαίνει και ο γέρο—Μάξιμος από πίσω. Στο δρόμο έλεγε την Παράκληση της Παναγίας ψιθυριστά. Μετά από μισή ώρα, έφτασαν στην Πορταΐτισσα. Ξεφόρτωσαν το μουλάρι και με τη βοήθεια των άλλων δυο μοναχών μετέφεραν τα πράγματα σ’ ένα ευρύχωρο κελί, οπού θα έμενε ό γέρο-Μάξιμος. Το μοναστήρι ήταν ιδιόρρυθμο κι έπρεπε ο καθένας μοναχός να έχει τα αναγκαία πράγματα, για να ζήσει.
Χωρίς καθυστέρηση, ο Γέροντας άνοιξε τα τσουβάλια και τα κουτιά, τακτοποίησε τα πράγματα και προέτρεψε τον αδελφό να ξεκουραστεί. Εκείνος, συγκινημένος απ’ την αγάπη του Γέροντα, είπε:
Σε ευχαριστώ Παΐσιε. Ο Θεός να σου ανταποδώσει όλα όσα προσέφερες και , τον αγκάλιασε με τα τρεμάμενα γεροντικά του χέρια.
Ή συγκίνηση του γέρο-Μάξιμου ήταν μεγάλη. Ό Γέροντας του έπιασε το χέρι με σεβασμό, του το φίλησε και τού υποσχέθηκε ότι θα περνάει να τον βλέπει. Ή αποστολή του Γέροντα είχε τελειώσει. Χαιρέτησε και δυο τρεις άλλους μοναχούς, πού πέρασαν από μπροστά του και πήγε προς την έξοδο. Τότε τον πλησίασαν δυο δόκιμοι μοναχοί, οί οποίοι τον παρακάλεσαν να τους πει λόγο αγαθό. ‘Ο Γέροντας τους είπε ότι βιάζεται και δεν θα καθίσει. Τους έδωσε την ευχή του κι έφυγε. Καθώς γύριζε στη σκήτη, το ανηφορικό μονοπάτι τον κούραζε πολύ. Δεν περπατούσε, όπως άλλες φορές. Ή νηστεία τον είχε εξαντλήσει. Μετά από τριακόσια περίπου μέτρα, όταν πια ήταν μέσα στο δάσος, άρχισε να ζαλίζεται. Κάθισε στη ρίζα κάποιας καστανιάς κι έκανε τρεις φορές τον σταυρό του. Πολύ λίγο φως έβλεπε. Άλλο απ’ τη ζαλάδα άλλο απ’ τη σκιά των δέντρων, ό Γέροντας βρισκόταν στο ημίφως. Ψιθύριζε, όμως, την ευχή, ακολουθώντας τον αργό ρυθμό της αναπνοής του.
Μετά από λίγη ώρα, όταν κάπως συνήλθε, είδε μπροστά του έναν νεαρό, πού είχε λαμπρό πρόσωπο και φορούσε λευκά ρούχα Στο χέρι του κρατούσε ένα μικρό καλαθάκι, το οποίο ήταν περίτεχνα φτιαγμένο. Ο νεαρός πήγε πολύ κοντά του, του πρόσφερε το καλαθάκι και τον προέτρεψε να φάει απ’ το περιεχόμενό του.
Ό Γέροντας άκουσε το νεαρό, τον ευχαρίστησε και άπλωσε το χέρι ίου στους καρπούς, πού είχε το καλαθάκι. Πήρε πέντε κεράσια και άρχισε να τα τρώει. Θέλησε να ευχαριστήσει και για δεύτερη φορά τον νεαρό, άλλα δεν τον έβλεπε. Άρχισε να παραξενεύεται για το τι είχε συμβεί. Ξανάκανε το σταυρό του, άπλωσε εκ νέου το χέρι του στο καλάθι και δοκίμασε ένα μήλο.
Αμέσως, όμως του ήρθε λογισμός: «Αύγουστος μήνας κι εγώ τρώω κεράσια και μήλα;». Κοίταξε όλους τους καρπούς του καλαθιού και διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι δεν ήταν της εποχής. «Άγγελος Κυρίου ήταν», μονολόγησε ό Γέροντας.
Κάθισε λίγη ώρα ακόμα γιατί ήθελε να κατανοήσει την εμφάνιση του Αγγέλου και να ευχαριστήσει τον Κύριο. Έφαγε το μήλο και μετά κρατώντας το καλαθάκι, συνέχισε τον ανήφορο. Περπατούσε κάπως ξεκούραστα. Αργά το απόγευμα, έφτασε στο κελί του και πήγε κατ’ ευθείαν στο εκκλησάκι. Σταυροκοπήθηκε και γονάτισε. Ήθελε να ευχαριστήσει τον Κύριο, αλλά και να του παραπονεθεί:
«Κύριε, σ’ ευχαριστώ για τα φρούτα πού μου έστειλες με τον Άγγελό σου. Όμως, εγώ χάλασα τη νηστεία! Δεν μπόρεσα να νηστέψω μέχρι της Παναγίας. Συγχώρεσέ με!».
Μετά σηκώθηκε, μπήκε στο κελί του και ξάπλωσε στο ξύλινο κρεβάτι του, για να ξεκουραστεί.
Ο κάματος της νηστείας και της μέρας ήταν πολύ μεγάλος.