ΜΑΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Ο μέγιστος καί λαμπρός Ιεράρχης τής Εκκλησίας μας, άγιος Νεκτάριος, καταγόταν από τήν Σηλυβρία τής Θράκης καί γεννήθηκε τήν 1 Οκτωβρίου 1846 από ευσεβείς γονείς.
Κατά κόσμον τό όνομά του ήταν Αναστάσιος Κεφαλάς. Έμαθε τά πρώτα γράμματα στήν πατρίδα του καί συνέχισε στήν Κων/λη, συγχρόνως εργαζόμενος. Έζησε τήν παιδική του καί εφηβική ηλικία μέ σωφροσύνη καί αγνότητα. 20 χρονών γίνεται δάσκαλος στό χωριό Λιθί τής νήσου Χίου καί αρχίζει τό έργο τής προσφοράς καί τής μαρτυρίας Χριστού.
Ποθούσε τόν μοναχικό βίο, γι’ αυτό καί τό 1876 εκάρη μοναχός στή Νέα Μονή τής Χίου, όπου παρέμεινε 3 χρόνια. Τό 1877 χειροτονήθηκε διάκονος.
Αργότερα ήλθε στήν Αθήνα γιά συνέχιση τών σπουδών του καί γράφεται τό 1982 στή Θεολογική Σχολή. Ως σπουδαστής διακρινόταν γιά τό ήθος καί τήν επίδοσή του.
Όταν πήρε τό πτυχίο του, έφυγε γιά τήν Αλεξάνδρεια, όπου ο εκεί Πατριάρχης Σωφρόνιος τόν χειροτόνησε πρεσβύτερο στόν πατριαρχικό ναό τού Αγ. Σάββα τό 1886. Καί τό 1889 χειροτονείται Μητροπολίτης Πενταπόλεως στόν Ι. Ναό Αγ. Νικολάου Καίρου καί εργάζεται στόν αμπελώνα τού Κυρίου μέ θείο ζήλο καί εξαιρετική αυταπάρνηση.
Από διάφορες όμως συκοφαντίες καί ζηλοτυπίες τόν ηνάγκασαν νά φύγει από τήν Αλεξάνδρεια καί νά έλθει στήν Αθήνα, πάμφτωχος, συκοφαντημένος καί αδικημένος, όπου καί διορίζεται, μετά από πολύ κόπο, ιεροκήρυκας στήν Εύβοια (1891) πρώτα καί στήν Φωκίδα (1893) αργότερα.
Τό 1894 αναλαμβάνει τήν διεύθυνση τής Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής πού διακόνησε μέ τά σπάνια πνευματικά καί ψυχικά του χαρίσματα γιά 16 ολόκληρα χρόνια. Ο ίδιος ήταν ένα ολοζώντανο υπόδειγμα αγιότητος στούς σπουδαστές.Αλλά καί σ’ όλο τό λεκανοπέδιο τής Αττικής η δράση του ήταν ωφέλιμη καί οικοδομητική γιά τόν πιστό λαό. Τό 1898 επισκέφθηκε τό Άγιον Όρος καί συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν εκεί γέροντα Δανιήλ. Στήν Αθήνα είχε φιλία μέ τόν παπά Νικόλα Πλανά, τόν π. Ιερώνυμο Σιμωνοπετρίτη καί μέ άλλους ευλαβείς κληρικούς.
Όταν παραιτήθηκε (τό 1908) γιά λόγους υγείας από τήν θέση τού διευθυντού τής Ριζαρείου, απεσύρθη στήν Αίγινα, στό μοναστήρι τής Αγ. Τριάδος, πού είχε ιδρύσει τό 1904.
Στήν Αίγινα διήλθε τά υπόλοιπα χρόνια τής ζωής του μέ αυστηρά ασκητική ζωή, μέ οσιότητα βίου, μέ μεγάλη ταπείνωση καί πολλή προσευχή. Εκεί έγραψε καί τίς πιό πολλές μελέτες του. Θεωρείται ο πολυγραφότατος άγιος τών τελευταίων αιώνων.
Σέ ηλικία 74 ετών, παρέδωκε τό πνεύμα στόν Κύριο, στίς 9 Νοεμβρίου 1920 στό Αρεταίειον Νοσοκομείον Αθηνών. (Σήμερα διατηρείται στόν δεύτερο όροφο τό δωμάτιο, όπου εκοιμήθη ο άγιος καί έγινε καί τό πρώτο θαύμα, ως προσκυνηματικός χώρος).
Τό σκήνωμα μεταφέρθηκε στήν Αίγινα καί τάφηκε στό προαύλιο τής μονής. Στίς 3 Σεπτ. τού έτους 1953 έγινε μέ πολύ ευλάβεια η ανακομιδή τού λειψάνου του απ’ όπου ανέβλυζε ευωδία καί μύρο.
Όταν ζούσε ο Άγ. Νεκτάριος έκαμε πολλά θαύματα μέ τήν δύναμη τής προσευχής του. Αλλά κυρίως μετά τήν κοίμησή του όπως καί τά τελευταία χρόνια πολλά είναι τά θαύματα πού ενεργεί δι αυτού η Χάρις τού Θεού σ αυτούς πού προστρέχουν κοντά του καί τόν επικαλούνται μέ πίστη.
Η συνείδηση τού ορθοδόξου λαού πολύ νωρίς τόν είχε ανακηρύξει άγιον καί όσιον. Επίσημα δέ, η αγιοκατάταξή του έγινε μέ «Πατριαρχικήν Πράξιν», τό 1961 καί καθορίστηκε η μνήμη του νά τελείται στίς 9 Νοεμβρίου, ημερομηνία τής εκδημίας του πρός τόν Κύριον. Τό δέ 1998 τό Πατριαρχείο Αλεξανδρείας μέ «Συνοδική Διαγνώμη» εξεζήτησε τήν συγγνώμη τού Αγίου γιά τήν γνωστή δοκιμασία καί τόν παραπικρασμό του.
Είναι πλέον γνωστή η συρροή από κάθε τόπο καί από τό εξωτερικό, τού πιστού λαού, στό μοναστήρι του, καί στόν τάφο του γιά νά τόν προσκυνήσουν καί νά πάρουν τήν ευχή του, όπως χαρακτηριστικά λέγεται.
Ημείς, ο ελάχιστος εν Επισκόποις, ευλαβούμεθα παιδιόθεν τά μέγιστα τόν Άγιον τών χρόνων μας, Επίσκοπο Πενταπόλεως καί πνευματικό έφορο τής νήσου Αιγίνης, Άγιο Νεκτάριο τόν θαυματουργόν, τόν έχουμε πατέρα καί προστάτην καί διηνεκώς επικαλούμεθα ταίς πρεσβείαις του επί πάντας διά τό έλεος καί τήν Χάριν τού Σωτήρος Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Στή συνέχεια παραθέτουμε μία ερμηνευτική προσέγγιση στό λόγο τού Αγίου πρός τούς νέους: Ο Άγιος Νεκτάριος ως ιεροκήρυξ στήν περιοχή τής Φθιώτιδος, εξεφώνησε ένα υπέροχο λόγο στό Γυμνάσιο τής Λαμίας στίς 8 Νοεμβρίου τού έτους 1893. Ο λόγος αυτός, πού αργότερα ο ίδιος ο άγιος τόν εξέδωσε, απευθύνεται στούς νέους τής εποχής εκείνης έχει όμως εξαιρετικό ενδιαφέρον καί γιά τήν σημερινή νεότητα. Τό θέμα τής ομιλία του ήταν : “Η κλήσις τών εφήβων εν τή κοινωνία”.
Στόν πρόλογό του χρησιμοποιεί τέσσερα πολύ χαρακτηριστικά καί ουσιώδη ρήματα: Λέγει στούς μαθητές ότι “…. θά υπομνήσω υμίν, όσα ήδη καλώς εδιδάχθητε, προτρέψω δέ υμάς εις τήν τών δεδιδαγμένων ακριβώς τήρησιν, ενθαρρύνω υμάς πρός τούς πνευματικούς αγώνας, καί ενισχύσω υμών τό φρόνημα πρός τήν τής αρετής ενάσκησιν”. Στή συνέχεια, αιτιολογεί τόν λόγον γιά τόν οποίο κάμνει τήν ομιλία του αυτή. “Τό πρός υμάς τούτο καθήκον μου εθεώρησα τοσούτω επιβάλλον, καί κατεπείγον, όσω σπουδαία καί επείγουσα τελεί η εφηβική ηλικία καί σπουδαία μέν διά τήν επιλαχούσαν αυτή μεγάλην αποστολήν, επείγουσαν δέ, διά τό βραχυχρόνιον αυτής, καθ’ ό δέον νά συντελεσθώσι πολλά καί μεγάλα”.
Χαρακτηρίζει τήν εφηβική ηλικία σάν τήν πιό σπουδαία απ όλες τίς ηλικίες “διότι οίός τις κατ αυτήν αναδειχθή, τοιούτος καί τόν βίον διανύει”. Επομένως, συνεχίζει ο άγιος ομιλητής, χρειάζεται ένας αγώνας επιμέλειας καί φροντίδας στήν ηλικία αυτή μέ σκοπό ν’ αποκτήσει τήν αρετή, νά γεμίσει μέ θεάρεστα έργα. Καί δέν περιφρονεί καθόλου τό νεαρόν τής ηλικίας, αλλά τουναντίον τούς δημιουργεί τό αίσθημα τής ευθύνης γιά τό μέλλον τής πατρίδος. Τονίζει χαρακτηριστικά : ”Ιδού υμείς μετ ολίγον άνδρες τέλειοι, εις δέ τάς χείρας υμών τό έθνος παραδώσωσι πάντα τά κειμήλια, τάς δυνάμεις, τόν στόλον, τόν στρατόν, τά αξιώματα, τήν παιδείαν, τάς επιστήμας, τάς τέχνας, τήν προγονικήν εύκλειαν, τόν πλούτον, τήν δόξαν, τήν ευημερίαν τού Έθνους καί τό μεγαλείον του. Ιδού μετ ολίγον, η διοίκησις τού κράτους, η εξουσία, τό βήμα, η βουλή, τά δικαστήρια, η Εκκλησία, οι ιεροί άμβωνες καί πάσαι αι τής πολιτείας λειτουργίαι παραδίδονται εις χείρας σας “.
Άλλωστε τήν προτροπή του αυτή γιά τήν απόκτηση τών αρετών δέν τήν αφήνει μετέωρη. Θέλει νά βοηθήσει ειλικρινά τούς ακροατές του στόν δύσκολο αυτό αγώνα. Καί έρχεται στό πρακτικό μέρος τής ομιλίας του: “Δεύτε εξετάσωμεν πώς προαλειφόμενοι καί τι πράττοντες δύνανται στερρή τώ βήματι βαίνοντες νά βαδίσωσιν ακλινώς τήν οδόν τής αρετής, νά αγαπήσωμεν αυτήν, καί νά στεφθώσιν επ’ αυτής”.
Καί όπως όλοι οι μεγάλοι Πατέρες τής Εκκλησίας, έτσι καί ο άγιος Νεκτάριος αρχίζει από τήν αυτογνωσία. Είναι τό πρώτιστο χρέος. “Ανάγκη νά γνωρίσωμεν εαυτούς”. Μόνο μέ θεμέλιο τήν αυτογνωσία μπορεί κανείς καί τήν ψυχική του υγεία νά βρεί, αλλά καί νά αποκτήσει τίς αρετές, νά φθάσει στή θεογνωσία καί τήν ετερογνωσία. Θεωρεί τήν γνώσι τού εαυτού σάν τόν αληθινό οδηγό πρός τήν αρετή. Καί επεξηγεί: ”Ο άνθρωπος γινώσκων εαυτόν γινώσκει ότι είναι όν λογικόν, νοερόν καί αυτεξούσιον, επομένως ότι είναι όν θρησκευτικόν, κοινωνικόν, ηθικόν, ελεύθερον, θείου νού δεκτικόν, καί πνευματικώς αθάνατον. Τό λογικόν, επιβάλλει αυτώ, τό ορθώς διανοείσθαι κρίνειν καί συλλογίζεσθαι. Τό αυτεξούσιον, τό πράττειν καί ενεργείν κατά τάς απαιτήσεις τού πνεύματος, τό δέ νοερόν τό προνοείν περί τού πνεύματος. Τό θρησκευτικόν, διδάσκει φοβείσθαι τόν Θεόν, τό κοινωνικόν, τό υποστηρίζειν τάς κοινωνίας, τό ηθικόν, τό τηρείν τούς θείους καί ανθρωπίνους νόμους, τό ελεύθερον κρατείν εαυτόν αδούλωτον τοίς πάθεσι, τό θείου νού δεκτικόν, τήν επιζήτησιν τού θείου φωτός. Τό δέ πνευματικώς αθάνατον, τήν τήρησιν τού πνεύματος εν αγνότητι καί καθαρότητι”.
Προχωρεί έπειτα, ο γλαφυρότατος Άγιος Νεκτάριος, στό κέντρο τής ομιλίας του. Παίρνει καί εξετάζει ένα – ένα τά βασικά καθήκοντα πρός τόν Θεόν, πρός τόν πλησίον καί πρός τόν εαυτόν. Μέ πολύ βαθύτητα καί μεθοδικότητα αναπτύσσει τό θέμα τής θεοσέβειας πού τήν κατατάσσει στήν πρώτη γραμμή γιά νά οικοδομηθεί ο ενάρετος βίος. Στήν συνέχεια, ομιλεί γιά τήν δικαιοσύνη, βάση γιά τά καθήκοντα πρός τόν πλησίον καί γιά τήν μεγάλη αξία τής αλήθειας, τήν οποία θεωρεί “τελειοποιόν τής αρετής”. Τό τέταρτο βασικό του θέμα είναι η επιστήμη. Γράφει χαρακτηριστικά γι’ αυτήν ο λόγιος ιεράρχης: Ως η αλήθεια τελειοί καί αναδεικνύει εικόνα Θεού τόν άνθρωπον, ούτω καί η επιστήμη αναδεικνύει αυτόν τό υπέρτατον τών δημιουργημάτων διδάσκουσα αυτόν τά τε θεία τά τε ανθρώπινα”. Καί θέτει ο ίδιος όμως τήν ερώτηση. “Αλλ’ οποία άρα γε επιστήμη; η θεολογία, η φιλολογία, η αστρονομία, η φυσική, η νομική, η ιατρική; Πάντως ουχί αλλ’ η αληθής σοφία αύτη είναι η επιστήμη τών επιστημών ως περιέχουσα τό καθόλου”. Καί αμέσως παραθέτει τόν ορισμό τού Μ. Βασιλείου, ότι αληθής σοφία είναι «η επιστήμη τών θείων καί ανθρωπίνων πραγμάτων καί τών τούτοις αιτίων». Έτσι, δίνοντας τήν θεολογική διάσταση στήν έννοια καί στό γεγονός τής επιστήμης, χωρίς καμμιά απολύτως περιφρόνηση “εις τάς κατά μέρος επιστήμας” όπως τάς ονομάζει, προτρέπει τούς νέους στήν απόκτηση τής επιστήμης αυτής. “Ταύτην τήν επιστήμην οφείλομεν νά αποκτήσωμεν καθ ότι αύτη επιστέφει τούς αγώνας καί ανυψοί τόν άνθρωπον”.
*
Κατ’ αυτό τόν τρόπο εύγλωττα προσφέρει τήν γραμμή πλεύσεως πού μέ μιά ωραία φράση τήν χαρακτηρίζει ως “στάθμιση τού βίου”. Τό υπόλοιπο τής ομιλίας του αφιερώνεται σέ μιά εμπέδωση τής ανάγκης νά γνωρίσει ο άνθρωπος τόν εαυτόν του, νά έλθει σέ επίγνωση τού οντολογικού του είναι, τής ανθρωπίνης υπάρξεως. Αντιπαραβάλλει τήν γνώσι μέ τήν άγνοια, η οποία μυρία συνεπάγεται τά αμαρτήματα. Καί μάλιστα, συνεχίζει, η άγνοια τού εσωτερικού περιεχομένου τού ανθρώπου ”γεννά τήν οίησιν, τόν τύφον καί τήν αλαζονείαν, εξ ών τό ιδιόβουλον γεννάται συμφέρον, όπερ υπεκκαίον τά συμφυή καί σύντροφα πάθη, εκκρούει τούς λογισμούς, καί τάς μέν προνούσας κακίας σμικρύνει, ή καί αποκρύπτει, τάς δέ μή προνούσας αρετάς πλάττει, επιδεικνύει καί απονέμει εαυτή· καί ούτος είναι ο σκόπελος πρός όν προσαράσσει καί ναυαγεί. Τό γάρ εξαπατάσθαι εαυτόν υφ’ εαυτού πάντων χαλεπώτατον”. Γιά νά καταλήξει, ο σοφός καί έμπειρος ανθρωπογνώστης ιεράρχης, στό συμπέρασμα “όθεν αναγκαίον τό παράγγελμα “Γνώθι σαυτόν” όπως είναι καί ο τίτλος κάποιου άλλου έργου του. Έτσι, ο διανοούμενος ιεροκήρυκας βεβαιώνει απόλυτα στήν τελευταία παράγραφο τής ομιλίας του ότι “αι επιστήμαι άνευ καλής αγωγής, άνευ τού γνώθι σαυτόν μάλλον έβλαψαν ή ωφέλησαν”. Καί διαπιστώνει: ”Πόσοι επιστήμονες καί σήμερον διά τήν έλλειψιν τής θρησκευτικής αγωγής, διά τήν άγνοιαν εαυτών, διά τήν άγνοιαν τών θείων καί ανθρωπίνων πραγμάτων, διδάσκουσι ψυχοφθόρους διδασκαλίας καί παντοίας πλάνης μεστάς;”.
Πράγματι, ο άγιος Νεκτάριος μέ τήν πλατειά γνώσι καί κατοχή τής αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας καί τής πατερικής γραμματείας, μέ τήν βαθειά καί ακλόνητη πίστη του στόν Χριστό καί τήν εμβάθυνση στή θεία διδασκαλία Του καταθέτει μερικές πολύ επιγραμματικές μαρτυρίες καί αλήθειες. Σ’ αυτό τόν βοηθά η γλαφυρότητα τού λόγου του, η πείρα του καί η εκλεπτυσμένη πνευματικότητά του. Έτσι, δίνει στούς νέους πού σπουδάζουν τό κριτήριο γιά νά μπορούν νά διακρίνουν τήν αληθινή από τήν ψευδή γνώσι καί μόρφωση. Τούς καθοδηγεί ουσιαστικά καί ρεαλιστικά, σάν άριστος ψυχολόγος καί παιδαγωγός καί μπορεί καί συνιστά στούς ακροατές του πατρικά καί ξεκάθαρα: “Όθεν, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, σοφίας τής αληθούς επιστήμης ανάγκη νά γίνετε ερασταί τής διδασκούσης υμάς περί τό υμών αυτών, οποίοί τινες εστέ, καί περί Θεού οίός εστιν τής γνωριζούσης υμίν τά τε θεία τά τε ανθρώπινα, ως καθ εαυτά έχουσι, καί ποδηγετούσης ασφαλώς εις τρίβους ευθείας, πρός τούς τρίβους τής ευσεβείας, δικαιοσύνης καί αληθείας διότι άνευ τής κατ’ αρετήν ευσέβειαν καί επιστήμην αγωγής, ανέφικτος ο ύψιστος τού ανθρώπου προορισμός”.
Μεγάλες αλήθειες από ένα μεγάλο άνδρα. Πολύτιμες συμβουλές από ένα πεπαιδευμένο ιεράρχη. Τέτοιοι λόγοι, αποτελούν τά πνευματικά κεφάλαια πού κληρονόμησαν οι νεοέλληνες. Καί σέ τέτοια μνημειακά κείμενα θά άξιζε καί πάλιν νά αναβαπτιστεί η νεότητα. Η σημερινή νεότητα πού νοιώθει τήν υποβάθμιση τού πολιτισμού μας καί πού τήν θωπεύει καί τήν τρέφει η καταναλωτική κοινωνία. Τότε μπορεί νά αφυπνιστεί η ναρκωμένη συνείδηση καί νά φωτιστεί γιά νά οικοδομήσει μιά νέα ζωή. Μιά ζωή, γνήσια καί αληθινή, όπως τήν περιμένει πάντοτε, ο τής «τεθλιμμένης οδού», τής ανεξικακίας καί τής καλωσύνης, άγιός μας Νεκτάριος.