Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ε/ 1 – 15 – 1 Μετά ταύτα ήν η εορτή τών Ιουδαίων, καί ανέβη ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα. 2 έστι δέ εν τοίς Ιεροσολύμοις επί τή προβατική κολυμβήθρα, η επιλεγομένη Εβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς έχουσα.
3 εν ταύταις κατέκειτο πλήθος τών ασθενούντων, τυφλών, χωλών, ξηρών, εκδεχομένων τήν τού ύδατος κίνησιν. 4 άγγελος γάρ κατά καιρόν κατέβαινεν εν τή κολυμβήθρα, καί εταράσσετο τό ύδωρ ο ούν πρώτος εμβάς μετά τήν ταραχήν τού ύδατος υγιής εγίνετο ώ δήποτε κατείχετο νοσήματι. 5 ήν δέ τις άνθρωπος εκεί τριάκοντα καί οκτώ έτη έχων εν τή ασθενεία αυτού. 6 τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον, καί γνούς ότι πολύν ήδη χρόνον έχει, λέγει αυτώ Θέλεις υγιής γενέσθαι;
7 απεκρίθη αυτώ ο ασθενών Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή τό ύδωρ, βάλη με εις τήν κολυμβήθραν εν ώ δέ έρχομαι εγώ, άλλος πρό εμού καταβαίνει. 8 λέγει αυτώ ο Ιησούς Έγειρε, άρον τόν κράβαττόν σου καί περιπάτει. 9 καί ευθέως εγένετο υγιής ο άνθρωπος, καί ήρε τόν κράβαττον αυτού καί περιεπάτει. ήν δέ σάββατον εν εκείνη τή ημέρα.
10 έλεγον ούν οι Ιουδαίοι τώ τεθεραπευμένω Σάββατόν εστιν ουκ έξεστί σοι άραι τόν κράβαττον. 11 απεκρίθη αυτοίς Ο ποιήσας με υγιή, εκείνός μοι είπεν άρον τόν κράβαττόν σου καί περιπάτει.
12 ηρώτησαν ούν αυτόν Τίς εστιν ο άνθρωπος ο ειπών σοι, άρον τόν κράβαττόν σου καί περιπάτει; 13 ο δέ ιαθείς ουκ ήδει τίς εστιν ο γάρ Ιησούς εξένευσεν όχλου όντος εν τώ τόπω.
14 μετά ταύτα ευρίσκει αυτόν ο Ιησούς εν τώ ιερώ καί είπεν αυτώ Ίδε υγιής γέγονας μηκέτι αμάρτανε, ίνα μή χείρόν σοί τι γένηται. 15 απήλθεν ο άνθρωπος καί ανήγγειλε τοίς Ιουδαίοις ότι Ιησούς εστιν ο ποιήσας αυτόν υγιή.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ε/ 1 – 15
1 Μετά ταύτα ήτο η εορτή τών Ιουδαίων, πιθανώτατα η εορτή τών Πουρίμ, πού συνέπιπτεν ένα περίπου μήνα πρό τού Πάσχα. Καί κατά τήν εορτήν αυτήν ανέβη ο Ιησούς εις τά Ιεροσόλυμα. 2 Υπάρχει δέ εις τά Ιεροσόλυμα πλησίον τής προβατικής πύλης τού τείχους τής πόλεως κάποια λίμνη, εις τήν οποίαν εκολυμβούσαν, καί η οποία είχεν ως πρόσθετον όνομα εις τήν εβραϊκήν γλώσσαν Βηθεσδά. Είχε δέ τριγύρω της η κολυμβήθρα αυτή πέντε θολωτά υπόστεγα.
3 Εις αυτά τά θολωτά υπόστεγα ευρίσκοντο ξαπλωμένοι πλήθος πολύ αρρώστων, τυφλών, κουτσών, ανθρώπων μέ κάποιο μέλος πιασμένον καί αναίσθητον ή ατροφικόν, καί όλοι αυτοί επερίμεναν νά κινηθή τό νερό τής κολυμβήθρας. 4 Επερίμεναν δέ τήν κίνησιν τού νερού, διότι άγγελος κατέβαινεν από καιρού εις καιρόν εις τήν κολυμβήθραν καί ετάρασσε τό νερό. Εκείνος λοιπόν, πού θά έμβαινε πρώτος εις αυτήν μετά τήν ταραχήν τού νερού, εγίνετο υγιής, από οποιονδήποτε νόσημα καί άν κατείχετο.
5 Υπήρχε δέ εκεί μεταξύ τού πλήθους τών ασθενών καί κάποιος άνθρωπος, πού ήτο άρρωστος επί τριάκοντα καί οκτώ χρόνια. 6 Αυτόν τόν ασθενή όταν τόν είδε ο Ιησούς νά είναι ξαπλωμένος κάτω καί μέ τό θείον του βλέμμα διέκρινεν, ότι από πολύν καιρόν είχε τήν ασθένειάν του, είπε πρός αυτόν Θέλεις νά γίνης υγιής; Διά τής ερωτήσεως δέ ταύτης ο Κύριος έδιδεν αφορμήν εις τόν παραλυτικόν νά ζητήση τήν βοήθειάν του.
7 Πράγματι δέ ο ασθενής απεκρίθη εις αυτόν Κύριε, δέν έχω άνθρωπον νά μέ ρίψη εις τήν κολυμβήθραν, αμέσως όταν ταραχθή τό νερό. Ενώ δέ προσπαθώ νά έλθω εγώ, προλαμβάνει άλλος καί καταβαίνει αυτός προτήτερα από εμέ.
8 Λέγει εις αυτόν ο Ιησούς Σήκω επάνω, πάρε τό κρεββάτι σου εις τόν ώμον σου καί περιπάτει. 9 Καί αμέσως έγινεν υγιής ο άνθρωπος καί επήρε τό κρεββάτι του καί επεριπάτει ελεύθερα. Ήτο όμως Σάββατον κατ εκείνην τήν ημέραν. 10 Ως εκ τούτου λοιπόν έλεγαν οι πρόκριτοι Ιουδαίοι εις τόν ιατρευμένον Σήμερον είναι Σάββατον δέν σού επιτρέπεται νά σηκώσης καί νά μεταφέρης τό κρεββάτι. 11 Απεκρίθη εις αυτούς Εκείνος, πού μέ έκαμεν υγιή διά θαύματος καί θείας δυνάμεως, αυτός μου είπε Πάρε τό κρεββάτι σου καί περιπάτει.
12 Κατόπιν λοιπόν τής απαντήσεως αυτής τόν ηρώτησαν εκείνοι Ποίος είναι ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος σού είπε Πάρε τό κρεββάτι σου καί περιπάτει; 13 Ο θεραπευθείς όμως παράλυτος δέν ήξευρε, ποίος είναι διότι ο Ιησούς απεμακρύνθη καί εξηφανίσθη. Ήτο δέ εύκολον νά εξαφανισθή, διότι υπήρχε πολύς λαός εις τόν τόπον, πού έγινε τό θαύμα.
14 Ύστερα από κάμποσον καιρόν ηύρεν αυτόν ο Ιησούς εις τό ιερόν καί τού είπεν Ιδού τώρα έχεις γίνει υγιής. Πρόσεξε λοιπόν νά μή αμαρτάνης πλέον, διά νά μή σού συμβή τίποτε χειρότερον από τήν ασθένειαν πού είχες, καί η οποία σού συνέβη εξ αμαρτιών σου. Πρόσεξε μήπως καί εις συμφοράν τού σώματος χειροτέραν εμπέσης, συγχρόνως δέ καί τήν ψυχήν σου μετά τού σώματος χάσης.
15 Έφυγε τότε ο άνθρωπος από τό ιερόν καί αφού συνήντησε τούς Ιουδαίους ανήγγειλεν εις αυτούς, ότι αυτός, πού μέ έκαμεν υγιή, είναι ο Ιησούς. 16 Καί δι αυτό οι Ιουδαίοι κατεδίωκον τόν Ιησούν καί εζήτουν νά τόν φονεύσουν, διότι έκανε τάς θεραπείας αυτάς κατά τήν ημέραν τού Σαββάτου.