ΑΡΧΙΜ. ΝΗΦΩΝ ΒΛΥΣΙΔΗΣ: Είχε πολλά αγαθά και πιθανόν να τα μάζεψε με πολύ κόπο. Τώρα, όμως, έπρεπε όλα αυτά να τα μοιράσει στους φτωχούς.
Ήθελε να μπει στην ομάδα των μαθητών του Ιησού, αλλά αυτό είχε κάποιο κόστος. Έπρεπε να πουλήσει ό,τι είχε δημιουργήσει τόσα χρόνια.
Και να ήταν μόνο αυτό… θα έχανε κάθε ασφάλεια. Άρχισαν να στροβιλίζουν σκέψεις στο μυαλό του. Τι θα έκανε στις δύσκολες μέρες; Τι θα έτρωγε; Πώς θα ντυνόταν; Ποιος θα έδινε σημασία σε έναν άσημο-φτωχό ακόλουθο ενός διδασκάλου; Πώς θα πετύχαινε όσα ονειρευόταν;
Κοιτάζει λίγο πιο μέσα του και φοβάται… φοβάται πολύ. Βλέπει ότι η καρδιά του είναι απέραντη έρημος. Νέα ερωτηματικά αναδύονται…
Μα γιατί; Όλες τις εντολές τις τηρούσε… Τόσο κακό είναι να έχεις πολλά αγαθά;
Δεν είχε καταλάβει ότι η καρδιά δεν τρέφεται με ύλη και εντολές. Η καρδιά είναι πλασμένη για να ζει μέσα σε κοινωνία προσώπων. Εάν απομονωθεί από την κοινωνία της αγάπης τότε πεθαίνει.
Στην ουσία αυτό του λέει ο Ιησούς. Κοίταξε λίγο την καρδιά σου, θρέψε την με πράξεις αγάπης για να ζωντανέψει.
Αγάπη θέλω και όχι διατάξεις, θα πει σε κάποια άλλη στιγμή ο Ιησούς. Όχι ότι δεν χρειάζονται οι εντολές. Χρειάζονται, και είναι απαραίτητες στην πορεία προς την Βασιλεία των ουρανών. Είναι, όμως, ο δρόμος και όχι ο προορισμός.
Οι εντολές είναι ο δρόμος που, αν δεν τον απολυτοποιήσουμε, θα μας οδηγήσει σε έναν άλλο πλούτο. Σε έναν πλούτο αδαπάνητο, που όσο μοιραζόμαστε τόσο περισσότερο γεμίζουμε… γεμίζουμε με την Παρουσία που συνέχει τα σύμπαντα.
Τότε μπορούμε να πούμε ότι ζούμε -ή μάλλον δεν χρειάζεται να το πούμε, απλά να ζήσουμε- την Βασιλεία του Θεού, την Κοινωνία της αγάπης, την Κοινωνία της μοιρασιάς, την Θεία Κοινωνία.