Ι.Μ. ΜΑΝΗΣ: Πρόκειται γιά τήν «Ευχή εις τόν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν», τήν οποία αναγιγνώσκουμε ή απαγγέλλουμε ενώπιον τής ιεράς εικόνος τού Χριστού, όρθιοι ή καί γονατιστοί. Τήν θαυμάσια αυτή Ευχή – Προσευχή συνέθεσε τόν 7ο αιώνα, ο λόγιος μοναχός Αντίοχος, τής λαύρας τού Αγίου Σάββα στή Παλαιστίνη.
Αρχίζει η Ευχή μέ τήν φράση «Καί δός ημίν Δέσποτα πρός ύπνον απιούσιν, ανάπαυσιν σώματος καί ψυχής». Δηλαδή, τώρα, όπου θά υπάγουμε γιά ύπνο, δώσε μας Κύριε καί Δέσποτα τής ζωής μας νά έχουμε ξεκούραση τού σώματος καί τής ψυχής. Καί στή συνέχεια παρακαλούμε, νά μάς διαφυλάξει καί προστατεύσει καί από τόν άλλο εκείνο ύπνο τής αμαρτίας. Λέγει η Ευχή: «Καί διαφύλαξον ημάς από τού ζοφερού ύπνου τής αμαρτίας». Καί βέβαια, όταν αναγράφει, «ανάπαυσιν σώματος καί ψυχής» εννοεί τού σώματος καί τής ζωής μας τήν ξεκούραση. Ωστόσο, γιά νά καταστεί περισσότερον κατανοητή καί η φράση «καί ψυχής» οφείλουμε νά έχουμε υπ όψιν μας, νά προσέξουμε τόν λόγο τού Χριστού, ο Οποίος μάς λέγει: «Δεύτε πρός με πάντες οι κοπιώντες καί πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11, 28), δηλαδή ελάτε κοντά μου όλοι όσοι μοχθείτε καί κοπιάζετε καί είσθε φορτωμένοι από τό βάρος τών αμαρτιών καί τών θλίψεων καί τών πλανών καί εγώ θά σάς αναπαύσω καί θά σάς ξεκουράσω. Στόν επόμενο δέ αμέσως στίχο, διαβάζουμε ό,τι μάς λέγει πάλιν ο Κύριος «άρατε τόν ζυγόν μου εφ’ υμάς καί μάθετε απ’ εμού, ότι πράός ειμι καί ταπεινός τή καρδία καί ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς ημών (στίχ. 29). Δηλαδή, σηκώσατε πάνω σας τόν ζυγόν τής υπακοής σας σέ μένα καί μάθετε από εμέ τόν ίδιον ότι είμαι πράος καί ταπεινός κατά τήν καρδίαν καί θά εύρετε τότε ανάπαυση καί ειρήνη στίς ψυχές σας. Έτσι μ’ άλλους λόγους τήν ανάπαυση τής ψυχής μας, τήν ξεκούραση από τίς δυσκολίες καί τούς ποικίλους κόπους τού καθ’ ημέραν βίου μας, ο Κύριος θά έλθει καί θά τήν δώσει μέ τήν μέριμνά Του, δηλαδή θά μάς ξεκουράσει, όταν βέβαια καί εμείς τόν ακολουθήσουμε στήν πραότητα καί τήν ταπείνωση. Κατ ακολουθίαν, καταλαβαίνουμε ότι η ανάπαυση αναφέρεται στόν εσωτερικό κόσμο τού ανθρώπου γιά τόν οποίο χρησιμοποιούνται καί άλλες λέξεις σέ άλλα χωρία τής Καινής Διαθήκης, όπως «πνεύμα» (Α’ Κορ. 16, 18, Β’ Κορ. 7, 13), «σπλάγχνα» (Φιλήμ. 7,20), «ψυχή» εδώ όπως όπου ως ανάπαυσις νοείται η αναψυχή, η ψυχική ηρεμία καί γαλήνη (ερμηνεία καθ. Γ. Γαλίτη). Η έννοια βέβαια τής ψυχής δέν αφίσταται καί από τήν δωρεά τού Θεού, τό χάρισμα τής «ανάπαυσης» τής αιωνίου ζωής.
Στήν συγκεκριμένη, λοιπόν, Ευχή τού Αποδείπνου, όπως διαπιστώνουμε, κεντρικό θέμα είναι ο ύπνος. Ο ύπνος, ο σωματικός καί ο πνευματικός. Ο ύπνος τού σώματος καί ο ζοφερός ύπνος τής αμαρτίας. Βέβαια κάμνει ιδιαίτερη εντύπωση ότι θέμα τής προσευχής είναι ο ύπνος. Αλλά εάν σκεφθούμε ότι υπάρχουν πολλοί συνάνθρωποί μας, οι οποίοι δυσκολεύονται νά κοιμηθούν, κατά τό δή λεγόμενον «δέν έχουν ύπνο», υποφέρουν από αϋπνία καί δυσανασχετούν, τότε καταλαβαίνουμε, πόση αξία έχει ο ύπνος γιά τόν άνθρωπο. Η αϋπνία είναι μία σοβαρή ασθένεια πού καταστρατηγεί τήν υγεία. Μέ άλλα λόγια, δέν βρίσκει ξεκούραση τό σώμα, πού τήν έχει τόσο ανάγκη από τόν κάματο τής ημέρας. Μάλιστα, πολλοί αναγκάζονται καί χρησιμοποιούν ακόμη καί χάπια γιά νά μπορέσουν, κάπως, νά κοιμηθούν.
*
Ωστόσο υπάρχει καί ο άλλος ύπνος, ο πνευματικός. Αυτός είναι τής αμαρτίας ο ύπνος. Η παντελής ραθυμία, η πνευματική αβελτηρία καί η νάρκωση τού πνεύματος. Αυτός ο πνευματικός ύπνος, ως άλλο σκοτάδι, στό σκοτάδι τής νύκτας φέρει καί προσθέτει αμαρτήματα. Πολύ έντονα στό περιεχόμενο τής Ευχής περιγράφεται αυτή, η θλιβερή καί ρυπαρή κατάσταση τού πεπτωκότος ανθρώπου. Οι λέξεις καί οι φράσεις είναι πολύ δυνατές. Αναφέρονται πολύ χαρακτηριστικά: «Σκοτεινή καί νυκτερινή ηδυπάθεια», «ορμές τών παθών», «επαναστάσεις σαρκός», «γεώδες καί υλικό φρόνημα». Καί βέβαια, όλα τά παραπάνω, συντελούνται μέ τίς επιθέσεις τού χαιρεκάκου καί μισανθρώπου, τού πονηρού, τού διαβόλου, ο οποίος μέ τά βέλη τά γεμάτα φωτιά, τά «πεπυρωμένα», επιτίθεται κατά τού πιστού χριστιανού, όχι μόνο τήν ημέρα αλλά καί τήν νύκτα.
Είναι βεβαιωμένο από τήν πνευματική ζωή ότι τίς εκ γενετής νομίμους επιθυμίες μας, όπως είναι η πείνα, η δίψα, η ανάγκη στέγης καί ενδύματος, η επιθυμία τού ύπνου πού αποβλέπουν στή διατήρηση καί ανάπτυξη τού σώματος, έρχεται ο μισάνθρωπος διάβολος καί τίς εκμεταλλεύεται καί υποβάλλει παράνομους καί αμαρτωλούς τρόπους ικανοποιήσεώς τους. Μάς προτρέπει απατηλώς νά χρησιμοποιήσουμε τά αγαθά αυτά κατά τρόπο άσωτο καί λαίμαργο. Στό σημείο αυτό οφείλουμε βέβαια νά τό γνωρίζουμε καλά καί νά μή τό υποτιμούμε ουδόλως τό γεγονός, ότι υπάρχει ο διάβολος καί πολεμά τόν πιστό χριστιανό. Άλλωστε τέχνασμά του είναι νά μάς πείσει ότι δέν υπάρχει. Γράφει συγκεκριμένα τό κείμενο τής Ευχής γιά «πεπυρωμένα βέλη». Καί έτσι είναι, όπως καί ο Απ. Παύλος παρομοιάζει τίς δόλιες αυτές επιθέσεις τού πονηρού, μέ βέλη πεπυρακτωμένα καί φλογερά (Εφεσ. στ’, 16). Συντελείται ένας πνευματικός πόλεμος μέ τά πονηρά πνεύματα. Θά πεί πάλιν ο θείος Απόστολος: «Ουκ έστιν ημίν η πάλη πρός αίμα καί σάρκα, αλλά πρός τάς αρχάς, πρός τάς εξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τού σκότους τού αιώνος τούτου, πρός τά πνευματικά τής πονηρίας εν τοίς επουρανίοις» (Εφ. στ’, 16).
Βέβαια, ο Θεός, δέν μάς εγκαταλείπει στόν πόλεμο αυτό. Τόν γνωρίζει καί μάς παρέχει περισσότερα μέσα γιά τήν νίκη μας, παρ’ όσα διαθέτει ο διάβολος. Μάς παρέχει τήν ταπεινοφροσύνη, τήν μετάνοια, τήν προσευχή. Καί προπαντός έχουμε τήν ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τόν αμαρτωλόν», πού μάς δίδαξαν οι θεοφόροι άγιοι Πατέρες μας. Όλα αυτά κυριολεκτικά τά φοβάται ο πονηρός. Καί αυτά είναι τά πνευματικά μας όπλα στόν πόλεμο αυτό.
Έτσι, ο προσευχόμενος πιστός, ο δυνατός καί θωρακισμένος πιστός, αυτό τό γεώδες καί υλικό φρόνημα, τό χαμηλού επιπέδου ήθος ζητεί μέ τήν προσευχή του νά κατανικήσει καί νά σταματήσει νά αιχμαλωτίζει τόν νούν του.
*
Έπειτα ο πιστός ικετεύει καί δέεται, ο Θεός νά τού χαρίσει «γρήγορον νούν», «σώφρονα λογισμόν», «καρδίαν νήφουσαν» καί «ύπνον ελαφρόν». Τί είναι άραγε αυτά τά τέσσερα δωρήματα; Ο νούς, πρώτον, νά είναι «γρήγορος», δηλαδή, νά ευρίσκεται σέ πνευματική εγρήγορση καί όχι σέ ράθυμη κατάσταση, σέ οκνηρία, καθ’ ότι η πνευματική «νάρκη» κάθεται εύκολα στίς ψυχές μας. Ο Κύριος όμως Ιησούς Χριστός πάντοτε μάς παροτρύνει: «Γρηγορείτε καί προσεύχεσθε». Ξυπνήσατε από τό πνευματικό λήθαργο καί προσεύχεσθε.
Έπειτα, ο «σώφρων λογισμός» είναι ο καλός λογισμός. Ο λογισμός εκείνος, πού κρύβει μέσα του τήν αγνότητα, τήν σεμνότητα, τήν ακεραιότητα, τήν τιμιότητα, τήν δικαιοσύνη. Είναι η σωφροσύνη, η μεγάλη αυτή αρετή. Λέγει ο άγιος Κασσιανός ότι οι άνθρωποι πού έχουν σωφροσύνη, μοιάζουν μέ τούς αγγέλους πού βρίσκονται στόν ουρανό. Ο σώφρων, λοιπόν, λογισμός διώχνει τήν αισχρή φαντασία καί τόν πονηρό λογισμό.
Η «καρδία η νήφουσα», στή συνέχεια, είναι η καρδία πού βρίσκεται σέ πνευματική ετοιμότητα. «Νήφουσα» είναι από τό ρήμα νήφω πού σημαίνει είμαι ξύπνιος, νηφάλιος, εγκρατής, σώφρων. Έχω πνευματική διαύγεια. Καί νήψη είναι η ορθή επίγνωση τών θείων εντολών. Τότε τό Ευαγγέλιο δέν αργεί, δέν είναι κλειστό, στό ράφι τής βιβλιοθήκης. Συμβαίνει μέ τήν νήψη επακριβώς μία υπέρβαση τής νωθρότητος καί τής ακηδίας. Αυτό χρειαζόμεθα. Πρόκειται γιά τήν περίσκεψη πού δέν έχει φόβο καί αγωνία, ούτε μηδενιστική καί απογοητευτική διάθεση, αλλά πίστη γιά τήν σωτηρία, ελπίδα καί εναπόθεση τής ζωής στή θεία Πρόνοια. Έτσι, νήφουσα καρδία είναι η πνευματική επιμέλεια, η επαγρύπνηση γιά τήν απόκρουση κάθε διαβολικής προσβολής. Οι λεγόμενοι «νηπτικοί Πατέρες» δίδαξαν πραγματικά αυτή τήν πνευματική κατάσταση τής καρδίας καί απεκάλυψαν τήν δύναμη πού κρύβει γιά τήν διαφύλαξη τής χριστιανικής βιοτής. Ο Απ. Παύλος θά υπογραμμίσει τόν αγώνα αυτό καί θά γράψει πρός τόν μαθητή του Τιμόθεο: «Σύ δέ νήφε εν πάσι». Δηλ. πρόσεχε, μένε άγρυπνος σέ όλα όσα διδάσκει ο Θεός. Καί ο Απ. Πέτρος θά υπογραμμίσει στήν Καθολική Επιστολή του «Νήψατε, γρηγορήσατε ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α’ Πέτρ. ε’, 8).
Καί έτσι παρακαλούμε, νά έχουμε ένα «ύπνον ελαφρόν». Είναι τό βασικό αίτημα τής προσευχής τού Αποδείπνου μετά τό διάβα τής ημέρας. Ο ύπνος, ως είναι γνωστόν, είναι ένα βιολογικό φαινόμενο τού ανθρώπινου οργανισμού καί αποτελεί μία ζωτική ανάγκη. Είναι βέβαια ένα μυστηριώδες στοιχείο τής ζωής τού ανθρώπου καί δέν γνωρίζουμε πολλά γι’ αυτό. Είναι ωστόσο πολύ χαρακτηριστικό, ότι καί οι θεοφόροι άγιοι Πατέρες τής Εκκλησίας γράφουν γιά τόν ύπνο. Ο Μ. Βασίλειος λέγει: «Ευχαρίστησε, ώ άνθρωπε τόν Θεόν, ο οποίος μέ τόν ύπνο πού μάς στέλνει λύει τήν συνέχεια τών κόπων καί μέ τήν ανάπαυση αυτή μάς επαναφέρει καί πάλιν στήν ακμή τής δυνάμεώς μας». Ο αδελφός του, επίσης, ο άγ. Γρηγόριος Νύσσης, σημειώνει ότι η συνεχής δράση καί εργασία επιφέρει «ρήξιν τινα καί διασπασμόν τών υπερτεινομένων μερών τού σώματος», όπως εξ αντιθέτου η συνεχής αργία καί άνεσις φέρει κατάπτωση καί χαύνωση. Δηλαδή τό ορθό καί φυσιολογικό, είναι εργασία αλλά καί η ανάπαυση. Ο κόπος αλλά καί η ξεκούραση.
Έπειτα γίνεται αναφορά στήν Ευχή όχι απλώς γιά ύπνο αλλά γιά ένα ελαφρό ύπνο καί ο ελαφρός ύπνος είναι ο ύπνος τής καθαρής συνείδησης. Αυτός είναι ο κύριος λόγος γιά ένα ελαφρό ύπνο. Μία ήρεμη συνείδηση πού φέρει τόν ελαφρύ καί καλό ύπνο. Καί αυτός έρχεται, όταν ο άνθρωπος έχει τήν εσωτερική πληροφορία ότι ενήργησε τήν ημέρα πού διήλθε κάθε του πράξη σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού. Έτσι ο άνθρωπος, ο οποίος δέν διαπράττει αμαρτία καί αδικία έχει πραγματικά ένα καλό, ελαφρό καί γαλήνιο ύπνο. Καί όσοι έχουν ειρηνικό, ελαφρό ύπνο είναι πράγματι αναπαυμένοι, ήρεμοι καί μέ τάξη στή πορεία τής ζωής τους.
Μάλιστα, ο σοφός Σειράχ μάς συμβουλεύει ότι η εγκράτεια στό φαγητό καί τό ποτό, η λιτότητα, η όλη προσεκτική βιοτή μας, όλα αυτά υποβοηθούν στόν ελαφρό καί ήρεμο ύπνο. Γράφει: «Ύπνος υγιείας επί εντέρω μετρίων ανέστη πρωί καί η ψυχή αυτού μετ’ αυτού. Πόνος αγρυπνίας καί χολέρας καί στρόφος μετ’ ανδρός απλήστου» (κεφ. λα’, 20-21).
Κατ’ ακολουθίαν, δέν έχει ύπνο ελαφρό καί καλό, εκείνος πού νοιώθει τύψεις στή συνείδησή του, πού διέπραξε τήν ημέρα αδικίες καί παραβατικές συμπεριφορές αντίθετες μέ τόν θείο νόμο. Λέγει ο προφητάναξ Δαυίδ ότι «ημέρα καί νύκτα βαρεία επέπεσε επάνω μου η τιμωρός δεξιά σου, Κύριε. Εβυθίσθην ολόκληρος εις πόνον καί ταλαιπωρία, διότι σάν αιχμηρά καί οδυνηρά άκανθα ενεπήχθη εις εμέ η αμαρτία καί η εποχή μου» (Ψαλμ. λα, 4). Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει ένας δεσμός μεταξύ δικαιοσύνης αδικίας καί ύπνου. Ο δίκαιος «εν ειρήνη επί τό αυτό κοιμηθήσεται καί υπνώσει» (Ψαλμ. δ, 9).
Πέρα τούτων τό σπουδαιότερο γιά τόν ήρεμο ύπνο είναι η αίσθηση καί η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος ευρίσκεται κάτω από τήν στοργική πρόνοια καί αγάπη τού Θεού. Ο πιστός δέν φοβάται τίποτα αλλά επαναλαμβάνει τά λόγια τού Ψαλμωδού: «Εν ειρήνη κοιμηθήσομαι καί υπνώσω, ότι Σύ Κύριε κατά μόνας κατώκισάς με». Καί τήν πρωία πάλιν λέγει: «Εγώ εκοιμήθην καί ύπνωσα εξηγέρθην, ότι Κύριος αντιλήψεται μου» (Ψαλμ. δ’, 9, γ’, 6). Είναι τελικά ο Θεός, ο δίδων ζωογόνο, ελαφρό «ύπνο τοίς αγαπητοίς αυτού» (Ψαλμ. ρκστ’, 2). Έπειτα ο Χριστός όταν κοιμόταν στό πλοιάριο πού ταλανίζονταν από τά κύματα καί οι μαθητές είχαν φοβηθεί, αυτό ακριβώς συμβολίζει: Τήν απόλυτη εμπιστοσύνη στό Θεό.
*
Ακολούθως συνεχίζει η Ευχή μέ τά λόγια: «Διανάστησον δέ ημάς εν τώ καιρώ τής προσευχής». Δηλαδή, τήν ώρα τής προσευχής νά σηκωθούμε από τό κρεβάτι μας καί μάλιστα παρακαλούμε νά μάς δώσει τήν δύναμη νά μπορέσουμε νά σταθούμε προσηλωμένοι στίς δικές Του εντολές, στά κρίματα τού Κυρίου, έχοντας στό είναι μας, απαρασάλευτη καί αδιάσπαστη τήν ενθύμηση τών προσταγμάτων Του.
Καί έρχεται καί η τελευταία παράκληση πρός τόν Κύριον. Ήτοι: «Παννύχιον ημίν τήν σήν δοξολογίαν χάρισαι, εις τό υμνείν καί ευλογείν καί δοξάζειν τό πάντιμον καί μεγαλοπρεπές Όνομά Σου». Όχι απλώς ένα μέρος τής νύκτας, αλλά όλη τήν νύκτα νάναι η δοξολογία πρός τόν Κύριον. Νά υμνούμε, νά ευλογούμε καί νά δοξάζουμε τό υπέρτιμο καί μεγαλοπρεπές όνομά Του.
Η νύκτα, λοιπόν, μέ τόν φωστήρα τόν ελάσσω, δηλαδή τήν σελήνη, όταν φαίνεται καί όταν δέν φαίνεται, αλλά καί τούς άλλους αστερισμούς είναι καί αυτή ένα δημιούργημα τού Θεού καί οφείλουμε η συνηθισμένη φυσική αυτή διαδοχή από τήν ημέρα στή νύκτα καί από τήν νύκτα στήν ημέρα, νά εκπέμπει καί αυτή, η χρονική στιγμή, αέναη δοξολογία καί ευχαριστία πρός τόν Θεόν. Επιπροσθέτως, η συνεχής αυτή διαδοχή, έρχεται καί μάς προσφέρει καί κάτι άλλο ακόμη. Προσφέρει τήν σκέψη περί τής προσωρινότητας τής επιγείου ζωής, τήν αξία τού χρόνου, τίς ευκαιρίες πού μάς δίνει ο Θεός, μάς υπενθυμίζει προσέτι τήν αιωνία ημέρα, τήν άλλη κατάσταση πέρα από τόν αστρονομικό χρόνο, ημέρα κατά τήν οποία «νύξ ουκ έσται εκεί».
Έτσι, ειδικότερα, η νύκτα θεωρείται υπό τρείς έννοιες. Είναι η νύκτα, κατά τήν οποία κοιμώμεθα. Έχουμε τό φαινόμενο τού ύπνου. Είναι εδώ τό κατά φύσιν, τό ανθρώπινον. Έπειτα έχουμε τήν έννοια τής αμαρτωλής καταστάσεως, είναι τό παρά φύσιν, η αλογία όπου βρίσκονται τά κακά έργα, η ανομία, η υποδούλωση στά πάθη. Καί μή λησμονούμε ότι ο φόβος πού υπάρχει στόν κάθε άνθρωπο μέ τήν νύκτα έχει σχέση ενδόμυχα μέ τήν πτώση τού ανθρώπου καί τήν ενοχή του. Καί υπάρχει καί η τρίτη έννοια τής νύκτας, εκείνη τής αφιέρωσης στό Θεό. Είναι τό υπέρ φύσιν. Είναι η αγρυπνία τής προσευχής. Είναι η εγκαρτέρηση στό «αγρυπνείν εν ταίς προσευχαίς». Η αναμονή καί η προσδοκία καί ο πόθος τού ερχομού τού Νυμφίου «εν τώ μέσω τής νυκτός». Ο ύπνος, λοιπόν, είναι μία κατάσταση καί λειτουργία τού κόσμου τούτου, γεγονός ενδοκοσμικό. Κατά τό υπόδειγμα όμως τού Χριστού, πού αγρυπνούσε προσευχόμενος, έτσι είναι καί σπουδαιότατο προτέρημα καί γενναίο άθλημα η αγρυπνία γιά προσευχή. Τούτο δέν είναι καταστρατήγηση τού ύπνου αλλά άλλης φύσεως ζήτημα. Τό επιτυγχάνουν οι αυθεντικοί μοναχοί πού αγρυπνούν «εν ταίς προσευχαίς». Ακόμη καί ο ελάχιστος ύπνος τού μοναχού μοιάζει μέ αγρυπνία κατά τόν βιβλικό λόγο: «Εγώ καθεύδω καί η καρδία μου αγρυπνεί» (Άσμα, ε’, 2). Έχουμε, εν προκειμένω, ενώπιόν μας τόν επίγειο άγγελο πού μιμείται τούς ουρανίους αγγέλους πού απαύστως υμνούν καί δοξολογούν τόν Κύριο. Ιδία, ο άγρυπνος μοναχός χαίρει γιά τήν αγρυπνία τού πνεύματος, τήν προσευχή, τήν καθαρότητα τής καρδίας, τήν συνομιλία καί ένωση του μέ τόν Θεό. Αυτός ο μοναχός, μέσ’ στήν νύκτα περιλούζεται από τό ουράνιο φώς καί έτσι κατανικά κάθε λογισμό. Αλήθεια, πόσο παρήγορο είναι γιά τούς «κοσμικούς», νά ξέρουν ότι σέ κάποιο ταπεινό κελάκι κάποιου μοναστηριού είναι αναμμένο τό καντήλι τού Χριστού καί τής Παναγίας καί κάποιος μοναχός προσεύχεται γιά τήν σωτηρία τού κόσμου. Αλλ’ αυτά «ου πάντες… αλλ’ οίς δέδοται». Είναι ζητήματα πού ανήκουν στή σφαίρα τής κλήσεως τού Θεού.
Συνελόντ’ ειπείν, ο Θεός μέ τήν πανσοφία Του επέβαλε στήν ύπαρξη τού ανθρώπου τήν εναλλαγή αυτή τής εγρήγορσης καί τής ανάπαυσης μέ τόν ύπνο. Ωραιότατα διαβάζουμε στόν «Ευεργεντινό»: «Αδελφέ, ποίησον τήν αγρυπνίαν σου εν σεμνότητι καί μή αποστερήσης τό σώμα σου τής χρείας αυτού, αλλά τέλεσον τάς λειτουργίας σου μετ’ επιεικείας καί γνώσεως, μήποτε εκ τής πολλής αγρυπνίας σκοτωθή η ψυχή καί φύγη εκ τού σταδίου. Αρκεί ούν σοι λογίζεσθαι, ότι τά έργα τών αρετών εισίν οι σωματικοί κόποι εν γνώσει, τά δέ γεννήματα τών παθών γίνονται από τής αμελείας» (Αββάς Ησαίας). Έτσι, κάθε φορά πού θά πηγαίνουμε γιά ύπνο καί γιά τήν ανάπαυση σώματος καί ψυχής, άς σκεπτόμεθα, ότι μόνον εάν επιτελούμε τό θείο θέλημα καθ’ ημέραν, τότε καί ο ύπνος μας θάναι ελαφρός καί γαλήνιος. Ακριβώς, γιατί θά έρχεται ως αποτέλεσμα τής εμπιστοσύνης μας στόν Κύριο καί Θεό μας. Ως αναφέρει ο βιβλικός λόγος καί μάς τό λέγει ο Θεός: «Υιέ, τά ρήματά μου τηρείτω σή καρδία. Ελεημοσύναι καί πίστεις μή εκλιπέτωσάν σε, προνοού καλά ενώπιον Θεού καί ανθρώπων, τήρησον εμήν βουλήν καί έννοιαν καί τότε εάν κάθη άφοβος έση, εάν δέ καθεύδης, ηδέως υπνώσεις» (Παροιμ. γ’ 1, 3, 4, 21, 24).
Καί πού ξέρουμε, άς τό σκεφθούμε καί αυτό, εάν κοιμηθούμε καί δέν ξυπνήσουμε ποτέ καί απέλθουμε από τόν μάταιο τούτο κόσμο καί ανέλθει η ψυχή μας στόν ουρανό εκείνο τό βράδυ; Μή λείπει, λοιπόν, η προσευχή μας καί δή, τό θαυμάσιο Απόδειπνον, από τήν πνευματική μας βιοτή.