Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ/ 2 – 8 – 2 λέγων Κριτής τις ήν έν τινι πόλει τόν Θεόν μή φοβούμενος καί άνθρωπον μή εντρεπόμενος.
3 χήρα δέ ήν εν τή πόλει εκείνη, καί ήρχετο πρός αυτόν λέγουσα εκδίκησόν με από τού αντιδίκου μου. 4 καί ουκ ηθέλησεν επί χρόνον μετά δέ ταύτα είπεν εν εαυτώ ει καί τόν Θεόν ου φοβούμαι ουδέ άνθρωπον εντρέπομαι,
5 διά γε τό παρέχειν μοι κόπον τήν χήραν ταύτην εκδικήσω αυτήν, ίνα μή εις τέλος ερχομένη υποπιάζη με. 6 είπε δέ ο Κύριος Ακούσατε τί ο κριτής τής αδικίας λέγει
7 ο δέ Θεός ου μή ποιήση τήν εκδίκησιν τών εκλεκτών αυτού τών βοώντων πρός αυτόν ημέρας καί νυκτός, καί μακροθυμών επ αυτοίς;
8 λέγω υμίν ότι ποιήσει τήν εκδίκησιν αυτών εν τάχει. πλήν ο υιός τού ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει τήν πίστιν επί τής γής;
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ/ 2 – 8
2 Καί τούς είπε Ήτο κάποιος δικαστής εις μίαν πόλιν, πού δέν εφοβείτο τόν Θεόν, αλλ ούτε εντρέπετο καί κανένα άνθρωπον.
3 Ήτο δέ εις τήν πόλιν εκείνην μία χήρα, καί ήρχετο εις αυτόν καί τού έλεγε Κάμε δικαίαν κρίσιν καί προστάτευσέ με από αυτόν, μέ τόν οποίον ευρίσκομαι εις δίκην, διότι μέ αδικεί.
4 Καί δέν ήθελεν επί αρκετόν χρόνον ο δικαστής νά αποδώση τό δίκαιον εις τήν χήραν. Μετά ταύτα όμως, επειδή επέμενεν η χήρα, είπε μέσα του Άν καί δέν φοβούμαι τόν Θεόν καί δεν εντρέπομαι κανένα άνθρωπον,
5 όμως μόνον καί μόνον επειδή μού παρέχει ενόχλησιν η χήρα αυτή, θά τής αποδώσω τό δίκαιον, διά νά μή μέ ενοχλή καί μέ πιέζη μέ τό νά έρχεται εξακολουθητικώς έως ότου λάβη τέλος η υπόθεσίς της.
6 Είπε δέ ο Κύριος Ακούσατε καί προσέξατε καλώς, τί λέγε ο κριτής ο άδικος.
7 Αί λοιπόν, ο Θεός δέν θά αποδώση τό δίκαιον καί δέν θά κάμη τήν εκδίκησιν τών εκλεκτών του, πού διά τών προσευχών των φωνάζουν εις αυτόν ημέραν καί νύκτα καί αναβάλλει διά τό καλόν τους νά κάμη τήν κρίσιν;
8 Σάς διαβεβαιώ, ότι ο Θεός θά κάμη γρήγορα τήν εκδίκησιν τών εκλεκτών του καί θά τιμωρήση εκείνους, πού τούς αδικούν. Αλλ όμως όταν έλθη ο υιός τού ανθρώπου διά νά κάμη κρίσιν καί νά αποδώση δικαιοσύνην, θά εύρη άραγε επί τής γής ανθρώπους, πού νά έχουν τήν επίμονον καί ακατάβλητον αυτήν πίστιν, ώστε νά μή αποκάμνουν προσευχόμενοι;