ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: Και για να μιλήσω με συντομία, είναι αδύνατον ο νους του ανθρώπου να μην θαυμάσει και να μην αισθανθεί πνευματική αγαλλίαση όταν στοχασθεί τα εξής α’.
Ότι το φοβερό μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως είναι ακατάληπτο, όχι μόνο σε όλους τους σοφούς του κόσμου και στους νηπίους και ατελείς ανθρώπους ως προς την πίστη τους στον Χριστό, αλλά ακόμη και σε αυτούς τους πλέον υψηλούς και οξύνοες και τελείους άνδρες και στους μεγάλους θεολόγους, που είναι όμοιοι ως προς τα πνευματικά χαρίσματα με αυτόν τον μέγα Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη, τον μεγαλύτερο από όλους όσους γεννήθηκαν από γυναίκες β΄.
Ότι αυτό είναι ακατάληπτο, όχι μόνο στην κατώτερη και περικόσμια ιεραρχία των Αρχών, των Αρχαγγέλων και των Αγγέλων όχι μόνο στη μέση των Κυριοτήτων, των Δυνάμεων και των Εξουσιών αλλά και σε αυτή που είναι άμεση σχετικά με τον Θεό και ανώτατη ιεραρχία των Θρόνων, των Χερουβίμ και Σεραφείμ και σε αυτούς ακόμη τους πρεσβύτατους και πρώτιστους Νόες στην υπέρτατη ιεραρχία. Και γ’ ότι αυτό το μυστήριο πρόκειται να μείνει ακατάληπτο και ακατανόητο, όχι μόνο στον παρόντα αιώνα αλλά και σε όλους τους ατελείωτους αιώνες των αιώνων.
Επειδή και ο ακριβής τρόπος και λόγος για τον οποίον έγινε, πρόκειται να είναι πάντοτε απόκρυφος και αφανέρωτος σε όλους μαζί τους μακαρίους τόσο αγγέλους όσο και ανθρώπους, καθώς όλα αυτά τα βεβαιώνουν τα εμπνεόμενα από το άγιο Πνεύμα και αδιάψευστα στόματα των ιερών θεολόγων. Γιατί το α’ το επικυρώνει ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος, λέγοντας: «Τί είναι λοιπόν το κορδόνι του υποδήματος, το οποίο δεν λύνεις εσύ που βαπτίζεις τον Ιησού;
Ίσως ο λόγος της ελεύσεως και της σάρκας, του οποίου ούτε το ακρότατο σημείο είναι εύκολα αντιληπτό, όχι μόνο στους σαρκικούς και νηπίους εν Χριστώ, αλλά ούτε και σε αυτούς που ομοιάζουν στο πνεύμα με τον Ιωάννη» (Λόγος στα Επιφάνεια). Και το β’., το επικυρώνει ο εξοχώτατος ανάμεσα στους θεολόγους Διονύσιος, λέγοντας: «Αλλά το πιο σημαντικό σε όλη την θεολογία, δηλαδή η θεοπλαστία του Ιησού σύμφωνα με μας, είναι και ανέκφραστη με κάθε λόγο και άγνωστη σε κάθε νου, ακόμη και στον πρώτο από τους ανωτάτους αγγέλους» (Περί θείων ονομ. κεφ. β’.).
Και στην προς Γάϊο επιστολή λέει: «Απόκρυφος είναι ο Χριστός και μετά την φανέρωσή του, ή για να εκφρασθώ θειότερα, και μέσα στην φανέρωση. Διότι αυτό το μυστήριο του Ιησού είναι κρυμμένο και δεν εκφράζεται με κανένα λόγο και καμία νόηση, αλλά και προφερόμενο μένει άρρητο και νοούμενο μένει άγνωστο». Και το τρίτο το βεβαιώνει ο φερώνυμος και στ’ αλήθεια μέγιστος στην θεολογία Μάξιμος λέγοντας κάπως έτσι: «Το μέγα μυστήριο της ενανθρωπήσεως, παραμένει πάντοτε μυστήριο· όχι μόνο γιατί φανερώνεται σύμμετρα με την δύναμη των σωζομένων από αυτό, αλλά και γιατί αυτό ακόμη το φανερό, μένει σε όλα απόκρυφο και όπως είναι δεν μπορεί να γνωρισθεί με κανένα λόγο· γιατί ο Θεός που είναι υπερούσιος … και υπεράνω του ανθρώπου ως φιλάνθρωπος, από την ουσία των ανθρώπων έγινε στ’ αλήθεια άνθρωπος και ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο έγινε άνθρωπος θα μείνει διά παντός αφανέρωτος γιατί έγινε άνθρωπος υπεράνθρωπα» (Κεφ. ιβ’ της γ΄ εκατοντ. των θεολογικών).
Γι’ αυτό είχε δίκιο ο ιερός Αυγουστίνος που θεολογούσε γι’ αυτό το υψηλό μυστήριο και στο α’ μέρος των ζητημάτων του είπε, ότι ο Θεός ως παντοδύναμος, έχει την δύναμη να κάνει άλλα τελειότερα κτίσματα, εκτός όμως από αυτά τα τρία, τα οποία δεν δέχονται ούτε αύξηση ούτε προσθήκη· δηλαδή την ενανθρώπηση του Ιησού Χριστού· την Θεομητορική αξία της Παρθένου Μαρίας και την δόξα των μακαρίων.
Ω, μυστήριο, το πιο θαυμαστό από όλα τα μυστήρια! Ας ντρέπωνται λοιπόν αυτοί που δεν δέχονται το αειπάρθενο της Θεοτόκου Μαρίας!
(Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο, έκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Άγιον Όρος, σ. 315-317)
pemptousia.gr