Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΓ/ 19 – 29 – 19 ομοία εστί κόκκω σινάπεως, όν λαβών άνθρωπος έβαλεν εις κήπον εαυτού καί ηύξησε καί εγένετο εις δένδρον μέγα, καί τά πετεινά τού ουρανού κατεσκήνωσεν εν τοίς κλάδοις αυτού.
20 Πάλιν είπε Τίνι ομοιώσω τήν βασιλείαν τού Θεού; 21 ομοία εστί ζύμη, ήν λαβούσα γυνή έκρυψεν εις αλεύρου σάτα τρία, έως ού εζυμώθη όλον. 22 Καί διεπορεύετο κατά πόλεις καί κώμας διδάσκων καί πορείαν ποιούμενος εις Ιεροσαλήμ. 23 είπε δέ τις αυτώ Κύριε, ει ολίγοι οι σωζόμενοι; ο δέ είπε πρός αυτούς
24 Αγωνίζεσθε εισελθείν διά τής στενής πύλης ότι πολλοί, λέγω υμίν, ζητήσουσιν εισελθείν καί ουκ ισχύσουσιν. 25 αφ ού άν εγερθή ο οικοδεσπότης καί αποκλείση τήν θύραν, καί άρξησθε έξω εστάναι καί κρούειν τήν θύραν λέγοντες Κύριε Κύριε, άνοιξον ημίν καί αποκριθείς ερεί υμίν, ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ. 26 τότε άρξεσθε λέγειν εφάγομεν ενώπιόν σου καί επίομεν, καί εν ταίς πλατείαις ημών εδίδαξας
27 καί ερεί λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ απόστητε απ εμού πάντες οι εργάται τής αδικίας. 28 εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων, όταν όψεσθε Αβραάμ καί Ισαάκ καί Ιακώβ καί πάντας τούς προφήτας εν τή βασιλεία τού Θεού, υμάς δέ εκβαλλομένους έξω,
29 καί ήξουσιν από ανατολών καί δυσμών καί από βορρά καί νότου, καί ανακλιθήσονται εν τή βασιλεία τού Θεού.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΓ/ 19 – 29
19 Είναι ομοία πρός τόν μικρόν σπόρον τού σιναπιού, πού τόν επήρε κάποιος άνθρωπος καί τόν εφύτευσεν εις τόν κήπον του καί ηύξησε καί έγινε δένδρον μεγάλο, καί τά πετεινά τού ουρανού εφώλιασαν εις τούς κλάδους του. Έτσι καί ο λόγος τού ευαγγελίου τής βασιλείας, αλλά καί αυτή η βασιλεία τού Θεού, ήτις διά τής Εκκλησίας εγκαθιδρύεται ήδη επί τής γής. Αφανής καί ασήμαντος εις τάς αρχάς θά δημιουργήση βαθμηδόν τεραστίας κατακτήσεις εις τόν κόσμον καί θά εξακολουθή νά παρέχη προστασίαν καί ανάπαυσιν εις τάς ψυχάς.
20 Καί πάλιν είπε· Μέ τί νά παραβάλω καί νά παρομοιάσω τήν βασιλείαν τού Θεού; 21 Είναι ομοία πρός προζύμιον, τό οποίον επήρε μία γυναίκα καί τό έκρυψεν εις μεγάλην ποσότητα αλεύρου. Καί έμεινεν εκεί τό προζύμιον κρυμμένον, έως ότου εζυμώθη ολόκληρον τό ζυμάρι τού αλεύρου. Έτσι καί η επί γής βασιλεία τών ουρανών μέ τό κήρυγμα τής πίστεως, δέν θά επιβληθή δι εξωτερικών μέσων δυνάμεως βίας καί καταναγκασμού, αλλά σάν άλλο προζύμι θά εισχωρήση σιγά – σιγά καί θά αναζυμώση όλην τήν μάζαν τής ανθρωπότητος.
22 Καί περιώδευεν εις πόλεις καί χωρία διδάσκων, αλλά καί συγχρόνως εξακολουθών νά βαδίζη πρός τήν Ιερουσαλήμ. 23 Τόν ηρώτησε δέ κάποιος Κύριε, είναι άραγε ολίγοι αυτοί, πού σώζονται; Αυτός δέ αποφεύγων νά δώση απάντησιν εις ερώτημα ικανοποιούν απλήν περιέργειαν καί επί τό ωφέλιμον στρέψας τόν λόγον, τούς είπε 24 Πρέπει νά καταβάλλετε προσπαθείας καί αγώνας νά έμβητε διά τής στενής πύλης, απαρνούμενοι τάς κακάς συνηθείας σας καί τόν αμαρτωλόν βίον σας. Πρέπει δέ νά καταβάλλετε τόν αγώνα αυτόν, διότι σάς βεβαιώ, ότι πολλοί έχοντες χαλαράν διάθεσιν θά ζητήσουν νά έμβουν, καί επειδή δέν έχουν τήν απόφασιν νά αγωνισθούν, δέν θά ημπορέσουν νά τό επιτύχουν.
25 Όταν δέ περάση η ώρα καί σηκωθή ο οικοκύρης τής βασιλείας Χριστός καί κλείση τήν θύραν – τούτο δέ θά συμβή κατά τήν ώραν τού θανάτου δι ένα έκαστον καί κατά τήν δευτέραν παρουσίαν δι όλους – καί όταν αρχίσετε σείς νά στέκεσθε απ έξω καί νά κτυπάτε τήν θύραν λέγοντες Κύριε, Κύριε, άνοιξέ μας εκείνος δέ θά σάς απαντήση καί θά σάς είπη δέν σάς ξεύρω από πού είσθε, καί δέν σάς εγνώρισα ποτέ ως φίλους καί οικείους μου, 26 τότε θά αρχίσετε νά λέγετε εφάγαμεν καί επίομεν εμπρός σου διότι ελάβομεν μέρος εις τήν θείαν λατρείαν, καί εδίδαξες εις τάς πλατείας μας, όπου ήμεθα καί ημείς εκεί καί σέ ηκούσαμεν.
27 Καί θά είπη τότε ο οικοδεσπότης Σάς διαβεβαιώ, ότι δέν σάς ηξεύρω από πού είσθε καί από ποίον κατάγεσθε Δέν εφροντίσατε νά αναγεννηθήτε από τό Άγιον Πνεύμα, ώστε νά συγγενεύετε πρός εμέ. Φύγετε μακράν από εμέ όλοι σείς, πού ειργάσθητε εις τόν βίον σας τήν αδικίαν, διότι καί αυτά τά χαρίσματά μου τά εχρησιμοποιήσατε όχι κατά τό ιδικόν μου, αλλά κατά τό ιδικόν σας θέλημα.
28 Εκεί, μακράν από τόν Κύριον καί έξω τής βασιλείας του, θά κλαίετε απαρηγόρητα καί ματαίως, καί θά τρίζετε τά δόντια από τήν ανυπόφορον βάσανον, όταν θά ίδητε τόν Αβραάμ καί τόν Ισαάκ καί τόν Ιακώβ καί όλους τούς προφήτας μέσα εις τήν βασιλείαν τού Θεού, καί τούς εαυτούς σας νά αποκλείωνται καί νά διώχνωνται έξω απ αυτήν.
29 Καί θά έλθουν άνθρωποι από ανατολήν καί δύσιν καί από τά βορεινά καί μεσημβρινά μέρη τού κόσμου καί θά παρακαθήσουν σάν εις άλλο πανηγυρικόν καί ευφρόσυνον τραπέζι εις τήν βασιλείαν τών ουρανών, αναπαυόμενοι καί απολαμβάνοντες εκεί αιωνίως διά τούς κόπους καί αγώνας, εις τούς οποίους υπεβλήθησαν διά νά εισέλθουν εις αυτήν.