ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ: Η διαβίωση σε μία σκήτη, είναι η εναλλακτική για έναν μοναχό του Αγίου Όρους που δεν θέλει να ζήσει την αυστηρή εκδοχή της μοναστικής απομόνωσης.
Στις σκήτες αναπτύσσονται μικρές μοναστικές κοινότητες, σχετικής απομόνωσης, οι οποίες διοικούνται από γέροντες συμβούλους και εκτός από χειρωνακτικές, γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες, λαμβάνουν χώρα και μαθήματα αγιογραφίας, ξυλογλυπτικής και μουσικής.
Ωστόσο, το πιο απομονωμένο σημείο της χερσονήσου του Άθω είναι τα Καρούλια, εκεί που τα κελιά των μοναχών κρέμονται κυριολεκτικά από απόκρημνους βράχους που κοιτούν τη θάλασσα.
Ακριβώς, κάτω από τα Κατουνάκια είναι χτισμένες 16 καλύβες, που προξενούν δέος στον επισκέπτη και αίσθημα πειθαρχίας, αλλά και πλήρους υπακοής των μοναχών -που επιλέγουν να ζήσουν έτσι- στον Θεό. Είναι ένας τρόπος απόλυτης συγκέντρωσης στην προσευχή, απόλυτης προσήλωσης στην πνευματικότητα ή για την ακρίβεια στην ουσία της, όχι στους τύπους.
Στις απόκρημνες σκήτες του Αγίου Όρους
ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ
Συχνά συναντούμε τον αυστηρά ασκητικό χαρακτήρα που είχαν οι αγιορείτες ερημίτες σε περιγραφές προσκυνητών του 17ου και 18ου αιώνα. Η ελληνική Σκήτη της Αγίας Τριάδος, γνωστή ως Καυσοκαλύβια, βρίσκεται στο νότιο άκρο της χερσονήσου, σε ένα στενό και τραχύ έδαφος που κρέμεται σε ταράτσες 120 μέτρα πάνω από τη θάλασσα.
Ο Άγιος Μάξιμος, ένας φημισμένος αθωνίτης ασκητής του 14ου αιώνα, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην περιοχή, συνήθιζε να καίει τις αχυροκαλύβες του και μετά να περιφέρεται ως «διά Χριστόν σαλός», εξ ου και το παρώνυμό του, «Καυσοκαλύβης», και το όνομα με το οποίο έγινε γνωστός ο τόπος.
Ο οικισμός των Καυσοκαλυβίων σχηματίστηκε όταν μερικοί ερημίτες προσελκύστηκαν από την ισχυρή ασκητική μορφή του Αγίου Ακακίου και συγκεντρώθηκαν γύρω του. Ο Ακάκιος ζούσε σε μια στενή σπηλιά που κρέμεται στην άκρη ενός απότομου γκρεμού, και πάνω από την σπηλιά είχε κάνει έναν μικρό πετρόχτιστο ξενώνα. Ο Ακάκιος πέθανε το 1730/1740 σε ηλικία περίπου εκατό ετών και σύντομα μετά τον θάνατό του ο οικισμός αναγνωρίστηκε επισήμως ως ιδιόρρυθμη σκήτη.
Ο ρώσος προσκυνητής Βασίλι Μπάρσκι κατά τη διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στο Άγιον Όρος, το 1725, επισκέφθηκε τα Καυσοκαλύβια. Τον φιλοξένησε ο Ακάκιος στον μικρό ξενώνα του. Ο Μπάρσκι είδε τα Καυσοκαλύβια τη στιγμή που σχηματίζονταν και περιέγραψε τον τόπο: «Οι μοναχοί εκεί διαβιούν χωριστά ο ένας από τον άλλο, και ο καθένας έχει στο κελλί του έναν μικρό ναΐσκο για να προσεύχεται κατά μόνας. […] Οι καλύβες τους είναι από ξερολιθιά πάνω από απόκρημνα και τρομερά βάραθρα, ανάμεσα σε βράχια, πάνω από την θάλασσα, σαν φωλιές πουλιών. Τρέφονται μόνο από τα χειροτεχνήματά τους, κάνουν σταυρούς και κουτάλια».
Πίσω από την Καλύβη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μια στενή σκάλα οδηγεί στη σπηλιά του Ακακίου, που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το σπίτι. Η σπηλιά είναι ένα στενό άνοιγμα στον βραχώδη γκρεμό. Η βακτηρία του και το κρεβάτι του, φτιαγμένο από τρία χοντροκομμένα κλαδιά ελιάς και ένα τέταρτο για προσκεφάλι, διατηρούνται σ’ αυτό το πρωτόγονο καταφύγιο. Πάνω από τη σπηλιά, κρυμμένος πίσω από το σπίτι, διατηρείται και ο πετρόχτιστος ξενώνας. Μερικά ασκηταριά παρόμοιας κατασκευής από την εποχή των πρώτων κατοίκων σώζονται στα περίχωρα του οικισμού. Είναι όλα από ξερολιθιά σαν κι αυτά που περιγράφει ο Μπάρσκι.
Μπροστά από τον ξενώνα του Ακακίου χτίστηκε αρχικά το παρεκκλήσι της Κοιμήσεως, το 1759, και από τότε με συνεχείς προσθήκες δημιουργήθηκε η σημερινή καλύβη. Ο τωρινός κάτοικος, ο πατήρ Πατάπιος, Πειραιώτης, είναι εικονογράφος, βιβλιοθηκάριος της Σκήτης και μελετητής των αρχείων της. Κατάγεται από εύπορη οικογένεια και οι νεωτερισμοί του σπιτιού ανακαλούν τα μεσοαστικά σπίτια των ελληνικών πόλεων.
ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Κατά το δεύτερο ταξίδι του στο Άγιον Όρος, το 1744, ο Μπάρσκι επισκέφθηκε και περιέγραψε τον πρόσφατα τότε σχηματισμένο οικισμό του Αγίου Βασιλείου, κάτω από τον ορεινό όγκο του Προφήτη Ηλία. Οι πρώτοι ερημίτες είχαν έρθει από την Καππαδοκία, περιοχή Καισάρειας. Ο Μπάρσκι τους είδε που ζούσαν στο δάσος, πίνοντας βρόχινο νερό και να «τους ξεπερνούν όλους σε νηστεία, ταπεινότητα κι ευλάβεια».Επτά καλύβες υπήρχαν τότε, τόσο στενές που μέσα «δεν μπορεί να κατακλιθεί άνθρωπος», πολύ φτωχικές, «έχουν μόνο μία ψάθα, ένα ξύλινο προσκέφαλο και κάποια εργαλεία». Όταν πέρασε ο Μπάρσκι από εκεί, η κοινή εκκλησία τους, αφιερωμένη στον Άγιο Βασίλειο τον Μέγα, ήταν υπό κατασκευή.
Ένα στενό καλύβι χτισμένο από γκρίζα πέτρα, ξερολιθιά, στέκει κοντά στην εκκλησία του 1744, μαρτυρεί τη μορφή των αρχικών καταλυμάτων που έχτισαν οι πρώτοι καραμάνοι ασκητές. Είναι ένα απλούστατο ορθογώνιο πέτρινο κουτί, με καθαρό ύψος περίπου 1,90 μ., χωρίς ανοίγματα, παρά μόνο μία είσοδο ανοιχτή στη μία πλευρά και χωρίς στέγη, ωφέλιμου εμβαδού περίπου ενός τετραγωνικού μέτρου, που χωράει μόνο έναν άνθρωπο, όρθιο ή μισοξαπλωτό. Μια στέγη ξύλινη φτιαγμένη από πουρναρόξυλα και ξερό χορτάρι, και μια ξύλινη τάβλα για πορτόφυλλο να κλείνει την είσοδο, θα συμπλήρωνε την εικόνα μιας από τις επτά καλύβες που είδε ο Μπάρσκι.
Συναπτόμενο στον ναό του Αγίου Βασιλείου, ένα απλό συγκρότημα αποτελούμενο από δωμάτια και βοηθητικούς χώρους κατασκευάστηκε τα τελευταία χρόνια. Μια μικρή συνοδεία τριών ή τεσσάρων μοναχών ζουν στο κελλί του Αγίου Βασιλείου. Ο γέροντας, Κρητικός, που ζει εδώ από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ενώ ως λαϊκός ασκούσε τη δικηγορία, είναι ο συγγραφέας διαφόρων πονημάτων θεολογικού περιεχομένου. Ό,τι έχει γίνει σ’ αυτό το σπίτι έγινε με τα χέρια τα δικά του και των υποτακτικών του. Αρνήθηκε πάντα να αποκτήσει μοντέρνα υλικά της αγοράς, δημιουργώντας χρηστικά αντικείμενα μόνος του και χτίζοντας με υλικά σε δεύτερη χρήση, που έχουν πεταχτεί ή περίσσεψαν από τις ανακαινίσεις των μοναστηριών.
ΚΑΡΟΥΛΙΑ
Στο νοτιότερο σημείο της χερσονήσου, σε έναν ξερό κάθετο βράχο, ασκηταριά είναι διάσπαρτα σε όλες τις φυσικές κοιλότητες των βράχων. Ο τόπος ονομάζεται Καρούλια και χωρίζεται στο Μέσα και στο Έξω Καρούλι. Η πρόσβαση από το Έξω στο Μέσα Καρούλι γίνεται με αλυσίδες. Στην αυγή του 20ού αιώνα τριάντα ασκητές ζούσαν εδώ, σήμερα ο αριθμός τους κυμαίνεται μεταξύ δέκα και είκοσι.
Τα περισσότερα από τα κελλιά των Καρουλίων είναι ερημητήρια που δημιούργησαν οι ίδιοι οι ασκητές με ευκαιριακά υλικά, ανακυκλώνοντας τα απόβλητα άλλων μοναχών ή λαϊκών.Το ορατό τμήμα μιας τέτοιας κατασκευής συνήθως κρύβει τις πραγματικές διαστάσεις του ερημητηρίου, το οποίο απλώνεται στο βάθος μιας σπηλιάς ή κατά μήκος των φυσικών κοιλοτήτων του γκρεμού. Η οργάνωση του χώρου στο εσωτερικό αυτών των ασκηταριών αποδεικνύει μια εξαιρετικά ορθολογική χρήση του χώρου.
Ένα από τα χαρακτηριστικά κελλιά της περιοχής είναι των Αγίων Αρχαγγέλων, στο Μέσα Καρούλι. Τη δεκαετίατου ’50 το κελλί ήταν γνωστό ως «ασκηταριό του Χωροφύλακα», από τον ασκητή Γαβριήλ τον «κατσαρομάλλη», πρώην χωροφύλακα.Τα τελευταία χρόνια ζει εκεί ένας ρώσος ασκητής. Το κελλί και σήμερα δεν παρουσιάζει ριζικές αλλαγές, κάτι που ισχύει και για τα περισσότερα ασκηταριά της περιοχής, που διατηρούν αυτόν τον ασκητικό χαρακτήρα.Το κελλί των Αγίων Αρχαγγέλων αποτελείται από ένα παρεκκλήσι, πέντε μικρά κελλιά και μία αποθήκη. Όλοι οι χώροι έχουν πρόσβαση από έναν φιδωτό διάδρομο, του οποίου το κεντρικό τμήμα είναι φαρδύτερο δημιουργώντας έναν όγδοο χώρο που χρησιμοποιείται τόσο ως καθιστικό όσο και ως νάρθηκας του ναού.
Αυτοί οι οκτώ χώροι μαζί με τον διάδρομο, ένα εμβαδόν συνολικά περίπου 70 τετραγωνικών μέτρων, αναπτύσσονται κατά μήκος των φυσικών κοιλοτήτων του κάθετου βράχου, αξιοποιώντας τα στενά επίπεδα σε διάφορες στάθμες σε ένα συνολικό μήκος περίπου 23 μέτρων και ένα μέσο πλάτος 3,5.
Όλοι οι τοίχοι είναι από ξύλο, μπαγδατότοιχοι, όπως ξύλινα είναι και τα περισσότερα ταβάνια. Μόνο ο αποθηκευτικός χώρος είναι μερικώς λιθόστρωτος, και εκεί βρίσκονται μία χτιστή στέρνα για τη συλλογή του βρόχινου νερού και πήλινα κιούπια για το λάδι.
Αυτοί οι οκτώ χώροι μαζί με τον διάδρομο, ένα εμβαδόν συνολικά περίπου 70 τετραγωνικών μέτρων, αναπτύσσονται κατά μήκος των φυσικών κοιλοτήτων του κάθετου βράχου, αξιοποιώντας τα στενά επίπεδα σε διάφορες στάθμες σε ένα συνολικό μήκος περίπου 23 μέτρων και ένα μέσο πλάτος 3,5.
Όλοι οι τοίχοι είναι από ξύλο, μπαγδατότοιχοι, όπως ξύλινα είναι και τα περισσότερα ταβάνια. Μόνο ο αποθηκευτικός χώρος είναι μερικώς λιθόστρωτος, και εκεί βρίσκονται μία χτιστή στέρνα για τη συλλογή του βρόχινου νερού και πήλινα κιούπια για το λάδι.
ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΑ
Ψηλότερα από το Έξω Καρούλι, ένα συγκρότημα από ερημητήρια διάσπαρτα στις απότομες πλαγιές του βουνού είναι τα Κατουνάκια. Τα Καρούλια και τα Κατουνάκια μοιράζονται την ίδια τσιμεντένια προβλήτα, που κατασκευάστηκε την τελευταία εικοσαετία. Αυτή είναι η αφετηρία και το τέρμα και σταθμός ανάπαυσης των καραβανιών με τα μουλάρια που συνδέουν την απόκοσμη έρημο με τον υπόλοιπο κόσμο. Δύο μικρές αποθήκες από οπλισμένο σκυρόδεμα στη δεξιά άκρη της αποβάθρας χρησιμεύουν για την αποθήκευση εργόχειρων και θυμιάματος για εξαγωγή, προμηθειών και πρώτων υλών για εισαγωγή για τις ανάγκες των ερημιτών, έως ότου μεταφορτωθούν στο φεριμπότ τα πρώτα, στα μουλάρια τα δεύτερα που θα τα μεταφέρουν στα διάφορα σπίτια της περιοχής.
Το κελλί του Οσίου Εφραίμ είναι ένα από τα φημισμένα πνευματικά κέντρα του Αγίου Όρους, καθώς είναι το ασκηταριό του γέροντος Εφραίμ, μιας μεγάλης ασκητικής μορφής του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Η σημερινή συνοδεία αποτελείται από τον γέροντα Ιωσήφ και δύο ασκητές, μαθητές και οι τρεις του κεκοιμημένου Εφραίμ. Το κτιριακό συγκρότημα είναι το αποτέλεσμα διαδοχικών επεκτάσεων που έλαβαν χώρα αυθόρμητα στις τελευταίες πέντε ή έξι δεκαετίες, ξεκινώντας από έναν αρχικό πυρήνα με παρεκκλήσι του ύστερου 19ου αιώνα, και ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων ερημητηρίων της περιοχής.
Ένας από τους τρεις μοναχούς της συνοδείας στις μοναχικές ώρες του περισυλλογής και προσευχής θέλησε να ζήσει κατά τον τρόπο των αρχαίων δενδριτών – μια κατηγορία ασκητών που ζούσαν πάνω στα δέντρα. Πρώτα κατασκεύασε ένα ξύλινο πατάρι στο μεγαλύτερο κλαδί ενός δέντρου, το οποίο στην άλλη μεριά είναι στερεωμένο σε έναν κάθετο βράχο που υψώνεται από πίσω. Η κατασκευή αργότερα επεκτάθηκε, δημιουργώντας ένα χαριτωμένο μικρό διαμέρισμα, εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο από τον ίδιο τον πατέρα Προκόπιο, ο οποίος χρησιμοποίησε ως επί το πλείστον απόβλητα υλικά που είχαν πεταχτεί κατά τις ανακαινίσεις μεγάλων μοναστηριών.
Είναι ένας τόπος απόλυτης συγκέντρωσης, προσευχής και πειθαρχίας. Μέχρι σήμερα άνθρωποι και αγαθά μεταφέρονται με ιμάντες και καρούλια
Ο ποιητής και ο όσιος. Το οδοιπορικό του Νικόλα Κάλας στον Άθω και η συνάντησή του με τον γέροντα Δανιήλ Κατουνακιώτη
…στου Όρους τις σταυρόφυτες πλαγιές, φθάνουν τρεις νέοι κατά το τέλος της Άνοιξης του 1929. Ο ένας από αυτούς, 22 ετών, είναι φοιτητής της Νομικής στην Αθήνα και τελευταίος γόνος μιας αρχοντικής οικογένειας με μακρά παράδοση: ο Νίκος Καλαμάρης.
Ο πατέρας του, ο Ιωάννης Καλαμάρης, είναι επιχειρηματίας και πολιτεύεται στη Σύρο με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Η μητέρα του, Ρόζα, είναι η μοναχοκόρη του στρατηγού Αλέξανδρου Καρατζά και πήρε το όνομά της από τη γιαγιά της, Ρόζα Μπότσαρη, κόρη του ήρωα της Επανάστασης Μάρκου Μπότσαρη που με την καλλονή της εντυπωσίασε τις βασιλικές αυλές της Ευρώπης.
Ο Νίκης, όπως τον φωνάζουν οι φίλοι του, το 1929 είναι ένας νέος με ομορφιά, πνεύμα, σπάνια καλλιέργεια, πλούτο και μαρξιστική ιδεολογία. Πηγαίνει όμως ταπεινός προσκυνητής στο Άγιο Όρος. Εκεί αποτυπώνει με την φωτογραφική του μηχανή τα θαυμαστά που βλέπει μέσα από τα φίλτρα της φυσικής συστολής και ευαισθησίας που τον διακρίνουν. Τις φωτογραφίες από το οδοιπορικό του τις συγκέντρωσε σε ένα λεύκωμα όπου τις κόλλησε σε φύλλα από μαύρο χαρτόνι και τις υπομνημάτισε με λευκό μελάνι. Το λεύκωμα περιλήφθηκε στο τμήμα του αρχείου του που ο ίδιος, ως Νικόλας Κάλας πλέον, αναγνωρισμένος ποιητής και τεχνοκριτικός, δώρισε στο ΕΛΙΑ και σήμερα φυλάσσεται στο Φωτογραφικό Αρχείο.
Ο Κάλας, αφού επισκέφθηκε όλες τις μονές, κατευθύνθηκε στη νοτιοδυτική πλευρά του Άθω με τις απόκρημνες πλαγιές, στη λεγόμενη έρημο του Αγίου Όρους. Από τα Καρούλια σκαρφαλώνει στα δυσπρόσιτα Κατουνάκια και φωτογραφίζει από μακρυά το “κελί του περιφήμου Δανιήλ”, όπως σημειώνει στο λεύκωμα. Όταν φθάνει κοντά φωτογραφίζει και τον ίδιο τον Γέροντα Δανιήλ Κατουνακιώτη, τον ιδρυτή της αδελφότητας των Δανιηλαίων αγιογράφων και άξιων υπηρετών της ψαλτικής τέχνης. Είναι το μοναδικό ατομικό πορτρέτο σε όλο το λεύκωμα. Ο Κάλας έχει σταθεί σε απόσταση 4-5 μέτρων από τον γέροντα μοναχό. Με δεδομένο ότι ο Κάλας ήταν πολύ ψηλός τον φαντάζομαι να λυγίζει τα γόνατα, να χαμηλώνει, γονατιστός σχεδόν μπροστά στον γέροντα ώστε να μπορέσει να τον φωτογραφίσει εντελώς μετωπικά.
Σελίδες του λευκώματος από το οδοιπορικό του Νικόλα Κάλας στον Άθω το 1929.
Κατουνάκια-Καρούλια σημειώνει επάνω αριστερά σαν τίτλο της σελίδας… Στη μικρή επάνω φωτό, ο Νικόλας Κάλας σε λεπτομέρεια της φωτογραφίας του από εκείνο το ταξίδι (ολόκληρη η φωτογραφία, στα αριστερά).
Ο οσιολογιώτατος Γέρων Δανιήλ Κατουνακιώτης, σημείωσε με λευκό μελάνι πάνω στο μαύρο χαρτόνι του λευκώματος δίπλα στην φωτογραφία του οσίου Δανιήλ ο νεαρός ποιητής.
Ο γέροντας, αποστεωμένος, κοιτά τον φωτογράφο με αυστηρό, καρτερικό βλέμμα κάτω από το ρυτιδωμένο μέτωπο. Το κοντό μανίκι του ρούχου του αποκαλύπτει ένα σκελεθρωμένο καρπό που καταλήγει σε μία σφιγμένη παλάμη. Ίσως να κρατά κάποιο μαντήλι στο δεξί του χέρι. Στο βάθος της εικόνας, στα αριστερά, το αμπέλι έχει αγκαλιάσει τα δοκάρια του μπαλκονιού του κελιού.
Η αξία αυτής της φωτογραφίας μας επισημάνθηκε από τον ιερομόναχο Ιουστίνο Σιμωνοπετρίτη, τον ευχαριστούμε. Είναι η τελευταία εικόνα του γέροντα Δανιήλ που κοιμήθηκε λίγους μήνες αργότερα σε ηλικία 83 ετών, στις 8 Σεπτεμβρίου 1929.
Φέτος τον Μάρτιο, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποφάσισε την αγιοκατάταξη του Οσίου Δανιήλ του Κατουνακιώτη. Αναγράφηκε στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και θα εορτάζεται στις 7 Σεπτεμβρίου.
Βασιλική Χατζηγεωργίου/lifo.gr